21-Οκτ-1969 ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Βίλλυ Μπραντ εκλέγεται καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής στα πολιτικά πράγματα της μεταπολεμικής Γερμανίας αλλά και Ευρώπης _οραματιστής των αναγκαίων για το αστικό κράτος καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η εκλογή του, σηματοδότησε μια ώθηση στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, στην προσπάθεια συμφιλίωσης με την DDR (πρώην Ανατολική Γερμανία _Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας) και στην αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας του μέσα στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο. Ξεκίναγε η _αγκομαχούσα πλέον, “ατμομηχανή της Ευρώπης”.
Ο Βίλλυ Μπραντ (Willy Brandt, 18-Δεκ-1913 \ 8-Οκτ 1992) ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) από το 1964 έως το 1987 και υπηρέτησε ως καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1969 έως το 1974.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας

Η ζωή του
Η μητέρα του ήταν μια πωλήτρια και αγνώστου πατρός_ το πραγματικό του όνομα ήταν Χέρμπερτ Καρλ Φραμ και το Μπραντ ψευδώνυμο. Σε μικρή ηλικία εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα ράφτη. Ο παππούς εργάτης σε αγροκτήματα ανήκει στους σοσιαλιστές και τον επηρεάζει. Έτσι σε νεαρή ηλικία εντάσσεται στα Κόκκινα Γεράκια τη νεολαία των τότε σοσιαλδημοκρατών, λαμβάνει υποτροφία και εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία ενώ προσεγγίζει και το Κομμουνιστικό Κόμμα, χωρίς να γίνει ποτέ μέλος του. Το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία, για τη Νορβηγία και συνεργάστηκε με τη νορβηγική αντίσταση. Παράλληλα σπουδάζει Δίκαιο και Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Με το ψευδώνυμο Βίλλυ Μπραντ έρχεται ως ανταποκριτής του σκανδιναβικού τύπου στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες ενώ πηγαίνει στην Ισπανία και μελετά τον Φρανκισμό. Συνεργάζεται στη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, της Μέτρο. Όταν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, έχει προλάβει να φορέσει νορβηγική στρατιωτική στολή και δεν κρατείται παρά μόνο 15 ημέρες και αφήνεται ελεύθερος. Καταφεύγει στη Σουηδία, όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία.
Το 1945 επέστρεψε στη Γερμανία με νορβηγική υπηκοότητα και έλαβε και πάλι τη γερμανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και έγινε δήμαρχος το 1957. Συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση του προγράμματος των Σοσιαλδημοκρατών, ενώ διατέλεσε υπΕξ σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις
21-Οκτ-1969 _Καγκελάριος
Ο Μπραντ ανέλαβε την καγκελαρία σε μια συγκυρία όπου η Δυτική Γερμανία βρισκόταν στο μεταίχμιο: η οικονομική ανάπτυξη των προηγούμενων δύο δεκαετιών, το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα» (Wirtschaftswunder), είχε δημιουργήσει νέα κοινωνικά στρώματα και αυξημένες προσδοκίες για πολιτικές που θα ενίσχυαν τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατική σταθερότητα. Παράλληλα, οι σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης παρέμεναν τεταμένες, καθώς η χώρα προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις απαιτήσεις της Δύσης και στην ανάγκη διαλόγου με τον ανατολικό της γείτονα.
Νικητές στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Σεπτεμβρίου αναδείχθηκαν, με 46,1% οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ και οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) του Φραντς Γιόζεφ Στράους. Όμως, κυβέρνηση συνασπισμού σχημάτισαν οι Σοσιαλδημοκράτες με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), οι οποίοι υπέστησαν μεν την πρώτη μεγάλη πτώση τους -από 9,4% έπεσαν στο 5,8%- ξεπέρασαν, όμως, το απαιτούμενο 5% για την εκπροσώπησή τους στη Βουλή. Αντιθέτως, το νεοναζιστικό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (NPD) έμεινε τελικά εκτός Κοινοβουλίου, μολονότι αύξησε τη δύναμή του κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. “Ο γερμανικός λαός απέδειξε με την ψήφο του ότι επιθυμεί σταθερή κυβέρνηση το ταχύτερο δυνατό με επικεφαλής την CDU και την CSU“, δήλωσε, αμέσως μετά τα αποτελέσματα, ο καγκελάριος Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, ο οποίος, ιδιαίτερα ανήσυχος, προσπάθησε να προλάβει τις ήδη ορατές στον πολιτικό ορίζοντα εξελίξεις. Η καθοριστική αυτή μετατόπιση ισορροπιών ευνόησε τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Έχοντας ετοιμάσει το έδαφος για την αναρρίχησή του στην εξουσία με την τριετή θητεία του ως υπΕξ και αντικαγκελάριος στην κυβέρνηση του “μεγάλου συνασπισμού”, ο Βίλλυ Μπραν έσπευσε να αποκλείσει την παράταση του προηγούμενου κυβερνητικού σχήματος και διαμήνυσε 12 ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στον πρόεδρο Χάινεμαν ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει την καγκελαρία, επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού με το FDP. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες με τη σειρά τους, τον προηγούμενο χρόνο απομάκρυναν τον πρόεδρο του κόμματος Έριχ Μέντε, εκπρόσωπο της συντηρητικής πτέρυγας, τον οποίο αντικατέστησε ο Βάλτερ Σέελ, επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας, ενορχηστρωτής της ανατροπής του Μέντε, υπέρμαχος της Οστπολιτίκ και της διευθέτησης των συνοριακών διαφορών με την Πολωνία. Στις 30 Σεπτεμβρίου η κοινοβουλευτική ομάδα της FDP αποφάσισε οριστικά την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Σοσιαλδημοκράτες. Ενώ επιτροπές των δύο κομμάτων άρχισαν τις διαβουλεύσεις (1η Οκτωβρίου), οι Χριστιανοδημοκράτες εξέδωσαν νέα ανακοίνωση, στην οποία τόνιζαν ότι “η οποιαδήποτε απόπειρα διαστρέβλωσης της εκπεφρασμένης επιθυμίας του εκλογικού σώματος με τη συγκρότηση κυβέρνησης “μικρού αριστερού συνασπισμού” δεν μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό της σταθερής και αποτελεσματικής κυβέρνησης που χρειάζεται η χώρα”. Οι διαμαρτυρίες αποδείχθηκαν, όμως, μάταιες. Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις ήταν αναγαίες και επίκαιρες και στις 3 Οκτωβρίου ο Βίλλυ Μπραντ και ο Βάλτερ Σέελ ανακοίνωσαν στον Τύπο την “πρόθεσή τους να συγκυβερνήσουν”.
Από τα «ανθισμένα τοπία» στα συντρίμμια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης
15 Οκτωβρίου έληξαν οι συζητήσεις για την κατανομή των υπουργείων και στις 21 ο Βίλλυ Μπραντ εκλέχθηκε καγκελάριος από την δυτικογερμανική Βουλή (Μπούντεσταγκ) και την επομένη ανακοίνωσε το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης με τρεις Ελεύθερους Δημοκράτες σε υπουργεία καίριας σημασίας: ο Βάλτερ Σέελ ανέλαβε του υπΕξ, ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ το Εσωτερικών και ο προσκείμενος στη δεξιά πτέρυγα του FDP Γιόζεφ Ερτλ το Οικονομικών, ενώ το Άμυνας ανέλαβε ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ.
Η άνοδος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Βίλλυ Μπραντ στην εξουσία επισφράγισε το τέλος μίας ιδιαίτερα σημαντικής περιόδου στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ύστερα από περίπου 20 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης και αφού απορρόφησαν τους μεταναζιστικούς κραδασμούς, οι Χριστιανοδημοκράτες πέρασαν στην αντιπολίτευση, για να μείνουν στην ιστορία ως θεμελιωτές της νέας Γερμανίας και του δυτικογερμανικού οικονομικού θαύματος. Ταυτόχρονα, όμως, η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών 40 περίπου χρόνια μετά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντανάκλασε με τον πλέον διαυγή τρόπο μία από τις μεγάλες ιδιαιτερότητες της δυτικογερμανικής μεταπολεμικής παράδοσης. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου κι ενώ Ανατολή και Δύση αναζητούσαν τρόπους συνύπαρξης, άρχισε η εποχή του Βίλλυ Μπραντ και της Οστπολιτίκ του.Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του, ο Βίλλυ Μπραντ υποστήριξε τη δυτικογερμανική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ. Η πολιτική του είχε ως στόχο το άνοιγμα της Γερμανίας προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Οστπολιτίκ), στάση που επηρέασε τη διεθνή πολιτική σκηνή.
Από την “ευφορία” για την “ελευθερία” στα δεσμά της φτώχειας και της απελπισίας
Την εκλογή του Μπραντ ακολούθησε μια διαδικασία έντονων διαπραγματεύσεων και πολιτικών συμμαχιών. Κύριος αντίπαλός του ήταν η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU/CSU), η οποία διεκδικούσε την παραμονή της στην εξουσία με πιο συντηρητική ατζέντα. Ο Μπραντ επικέντρωσε την εκστρατεία του στην προώθηση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, στη βελτίωση της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ασφάλισης και στην ειρηνική προσέγγιση με την Ανατολή, υπογραμμίζοντας ότι μόνο μέσω του διαλόγου μπορούσαν να μειωθούν οι εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου. Το SPD, σε συνεργασία με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), σχημάτισε τον πρώτο συνασπισμό που έδωσε στον Μπραντ πλειοψηφία στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Η συμμαχία αυτή ήταν ενδεικτική της ανάγκης για πολιτική σταθερότητα σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών και διεθνών προκλήσεων, και προετοίμαζε το έδαφος για τις μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθούσαν.
Παρέμεινε καγκελάριος για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1974, όταν παραιτήθηκε λόγω της αποκάλυψης ενός σκανδάλου κατασκοπείας, ενώ το 1971 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την Οστπολιτίκ. Βοήθησε στην ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου και στην εδραίωση της ειρήνης. Πέθανε από καρκίνο.

Ostpolitik
Αναγκαία και επίκαιρη

Μία από τις πρώτες και πλέον καθοριστικές πολιτικές πρωτοβουλίες του Μπραντ ήταν η Ostpolitik, η στρατηγική που στόχευε στη βελτίωση των σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία και τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Νόιε Οστπολιτίκ (Neue Ostpolitik, νέα ανατολική πολιτική_ή απλά Ostpolitik), ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα της DDR (Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή “Ανατολικής”) που ξεκίνησε το 1969. Η πολιτική της “αλλαγής μέσω της επαναπροσέγγισης” υλοποιήθηκε αρχής γενομένης από τον Βίλλυ Μπραντ, τέταρτο καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας. Η πολιτική αυτή, η οποία συχνά αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό και έντονη πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό, στόχευε στην αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και στη σταδιακή μείωση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης. Η εκλογή του Μπραντ μπορεί επομένως να ιδωθεί ως το προοίμιο μιας γενικότερης στροφής της Δυτικής Γερμανίας προς τη διπλωματική επαναπροσέγγιση με την Ανατολή. Στο εσωτερικό, ο Μπραντ επικεντρώθηκε στην προώθηση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης, η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και η αύξηση της συμμετοχής του κράτους στην εκπαίδευση. Οι πολιτικές του αντικατόπτριζαν μια νέα αντίληψη για τον ρόλο του αστικού κράτους ως εγγυητή κοινωνικής συνοχής, εξασφαλίζοντας υποστήριξη από τα μεσαία στρώματα και τους νέους, ενώ αντιμετώπιζαν την παραδοσιακή συντηρητική αντιπολίτευση με ισχυρά επιχειρήματα για την αναγκαιότητα προσαρμογής στις κοινωνικές αλλαγές. Ο Βίλυ Μπραντ παρέμεινε καγκελάριος για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1974, όταν παραιτήθηκε λόγω της αποκάλυψης ενός σκανδάλου κατασκοπείας με το οποίο αποκαλύφθηκε πως o γραμματέας του, Γκίντερ Γκιγιόμ, ήταν κατάσκοπος για λογαριασμό της ανατολικογερμανικής Στάζι. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Μπραντ αποφάσισε να παραιτηθεί για να προστατεύσει την κυβέρνηση και το SPD από πολιτικές αναταράξεις.
Η Οστπολιτίκ ήταν μία προσπάθεια να δοθεί τέλος στην πολιτική της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), η οποία ήταν η εκλεγμένη κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας από το 1949 έως το 1969. Οι Χριστιανοδημοκράτες υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ και τους διαδόχους του προσπάθησαν να πολεμήσουν το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες του Μπραντ προσπάθησαν να πετύχουν έναν ορισμένο βαθμό συνεργασίας μαζί τους. Σημειωτέον πως ο όρος Οστπολιτίκ έχει εφαρμοστεί από τότε στις προσπάθειες του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ να προσεγγίσει τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες κατά την ίδια περίοδο.
Der Spiegel: Πράκτορας των ΗΠΑ ο πρώην καγκελάριος Βίλι Μπραντ









