Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ΕΑΚ), κλείνει φέτος τα 16 της χρόνια και τα γιορτάζει με τις 104 ταινίες που κατατέθηκαν στα Βραβεία Ίρις 2025 και τους συντελεστές τους.
Τις περισσότερες υποψηφιότητες συγκέντρωσαν η Αρκάντια του Γιώργου Ζώη, το Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο του Γιάννη Βεσλεμέ, το Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού του Κωστή Χαραμουντάνη.
Τα μέλη της ΕΑΚ, παρακολούθησαν 21 ταινίες Μεγάλου Μήκους Μυθοπλασίας, 19 Ντοκιμαντέρ Μεγάλου Μήκους, 29 ταινίες Μικρού Μήκους Μυθοπλασίας, 7 Ελληνικές Μειοψηφικές Συμπαραγωγές, 10 Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ, 5 Μικρού Μήκους Animation και 13 Μικρού Μήκους Σπουδαστικές Ταινίες και ψήφισαν τις τελικές υποψηφιότητες, υπό την επίβλεψη συμβολαιογράφου.
Οι τελικές υποψηφιότητες των βραβείων Ιρις
Η δεύτερη ψηφοφορία που θα κρίνει τους νικητές των φετινών Βραβείων Ίρις θα διεξαχθεί στις αρχές Ιουνίου ενώ η Τελετή Απονομής θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 11 Ιουνίου.
Έως τότε, το κοινό και τα μέλη της ΕΑΚ θα έχουν την ευκαιρία να (ξανα)δουν στη μεγάλη οθόνη τις υποψήφιες ταινίες, σε μια εβδομάδα προβολών αφιερωμένη στις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς και τους συντελεστές πίσω από αυτές. Λεπτομέρειες για το ακριβές πρόγραμμα προβολών και τις περιφερειακές εκδηλώσεις θα ανακοινωθούν σύντομα.
Αρκάντια _Arcadia
(flix)
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Ζώη σκηνοθέτη του «Interruption», που συμμετείχε στο τμήμα Encounters της Berlinale, είναι ένα αλλιώτικο fantasy, δουλεμένο με τόλμη και ευρηματικότητα.

«Μπορώ να μείνω εδώ;», ρωτάει ο χαροκαμένος Γιάννης, 50άρης γιατρός, την κυρία που νοίκιαζε το εξοχικό της σπίτι στον άνθρωπο (κόρη; φίλη; συγγενή;) που ο Γιάννης μόλις έχασε σε τροχαίο εκεί κοντά, σε χαντάκι κάτω από μια γέφυρα. Είναι και η σύζυγός του μαζί, η Κατερίνα, αλλά ο Γιάννης μιλάει στον ενικό. Ισως να εννοεί το αυτονόητο, να μείνουν μαζί, και οι δύο. Ισως πάλι να θέλει να μείνει μόνος, να διαχειριστεί σόλο το ξαφνικό πένθος του.
Ο Γιάννης και η Κατερίνα, γιατρός κι αυτή, ψυχίατρος, έχουν έρθει στο παράκτιο θέρετρο να αναγνωρίσουν το πτώμα του θύματος. Ο αστυνομικός επί της υπόθεσης τούς ενημερώνει για τις πιθανές συνθήκες του δυστυχήματος, για την ύπαρξη ενός ακόμη επιβάτη, επίσης νεκρού, και τους παραδίδει τα προσωπικά αντικείμενα της εκλιπούσης. Ανάμεσά τους και το κινητό της, εκεί όπου ο Γιάννης θα δει αργότερα, σε βίντεο άσεμνο, το πρόσωπο του άλλου επιβάτη, του άντρα που διατηρούσε σχέση με το θύμα, το οποίο ο Γιάννης νόμιζε πως λείπει σε συνέδριο στο Λονδίνο.
Τι κρύβει αυτή η πλάνη, και ποια τελικά είναι η ταυτότητα του θύματος; Ποιο είναι το κορίτσι που κοιτά επίμονα την Κατερίνα έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, κι ενώ ο Γιάννης έχει κοκαλώσει το αμάξι μετά από ένα νυχτερινό σπιντάρισμα οργής στη μοιραία γέφυρα; Και ποιος ο νεαρός που εκείνη, πάλι, βλέπει να τριγυρίζει στο εξοχικό σπίτι σαν να ήταν δικό του, σαν να ζούσε κάποτε εκεί;
Είναι κάπου εδώ, σε αυτή τη θέαση, που αρχίζει να μορφοποιείται η λύση στο αίνιγμα. Και στην ακόλουθη ξενάγηση της Κατερίνας στο παραθαλάσσιο τοπικό στέκι να διαφαίνονται οι απαντήσεις. Εκεί όπου οι ζωντανοί συνυπάρχουν με τους νεκρούς, με τα πνεύματα που κυκλοφορούν ανήσυχα στον τόπο, γιατί οι δικοί τους αρνούνται να τους αφήσουν να φύγουν για το υπερπέραν. Ενα νεκροταφείο το μπαρ «Αρκάντια», απ’ όπου και ο τίτλος της νέας ταινίας του Γιώργου Ζώη. Μια εκκρεμότητα δυσβάσταχτη και σκοτεινή, ένας καθρέφτης της λερωμένης συνείδησης όσων επέζησαν από μοιραία λάθη και θλιβερές απώλειες, καταδικασμένοι να κουβαλούν μόνιμα τις σκιές των χαμένων αγαπημένων.
Σκιές που παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στον φακό του Γιώργου Ζώη, αλλού τραχιά και δυσοίωνα, μέσα από τo γκροτέσκο ποζάρισμα ενός Ούλριχ Ζάιντλ, αλλού αέρινα έως και χιουμοριστικά (μας ήρθαν στον νου εικόνες από το ghost town story «Αν τα Γουρούνια Είχαν Φτερά» της κάποτε ιέρειας του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά Σάρα Ντράιβερ), αλλού με τους τρόπους ενός pop μεταφυσικού θρίλερ (τύπου «Εκτη Αίσθηση»), πάντα όμως με ένα (πολανσκικό) κοίταγμα στο απόκοσμο ως κάτι κοινό και οικείο, μια υφολογική προσέγγιση που έλκει την καταγωγή της από τον μαγικό ρεαλισμό.
Οι επιρροές δένουν αρμονικά μεταξύ τους και συνδιαλέγονται ζωτικά με τα σύμβολα (τα υποδήματα, από δείκτες του κοινωνικού στάτους μέχρι δεσμοφύλακες των νεκρών στα επίγεια, έχουν εδώ μια πολυσημία καινοφανή στα κινηματογραφικά πράγματα), η στενόχωρη απορία στο βλέμμα της Αγγελικής Παπούλια και το κουρασμένο πρόσωπο του Βαγγέλη Μουρίκη χαρτογραφούν από μόνα τους νομίζεις όλο το βάρος των ενοχών, και το αποτέλεσμα, μια ψυχανάλυση με τις συνεδρίες νοούμενες ως φιλμικές σεκάνς και περατωμένη επιδέξια -από τη μετάνοια έως την κάθαρση- με τους όρους του fantasy, φανερώνουν ένα δημιουργό πολύ πιο συγκροτημένο από εκείνον του «Interruption» προ οκταετίας, του πρώτου, εξαιρετικά ενδιαφέροντος, αλλά και παραφορτωμένου μεγάλου μήκους πειράματός του.
Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο
Μια ιστορία ενηλικίωσης, χειροποίητη, πανέμορφη, αλλόκοτη, που ανήκει απόλυτα και ταυτόχρονα μεγαλώνει το οπτικοακουστικό σύμπαν του Γιάννη Βεσλεμέ.

Το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», η ταινία που σηματοδοτεί και επίσημα την οριστική αποκόλληση του Γιάννη Βεσλεμέ στον – ευτυχώς – καθόλου ασφαλή αλλά ολόδικό του φανταστικό, τρελό, μελαγχολικό, πανέμορφο, απονενοημένο κινηματογραφικό (και όχι μόνο) σύμπαν, δεν είναι τυχαίο ότι είναι πριν και μετά από οτιδήποτε άλλο μια ταινία ενηλικίωσης.
Και όπως κάθε ταινία ενηλικίωσης έχει για ήρωες παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν ή, εν προκειμένω, παιδιά που πειραματίζονται – κυριολεκτικά εδώ – πάνω στην έννοια της δικής τους αποκόλλησης από το παρελθόν, τολμώντας να βγουν από το safe space ενός σπιτιού που σε κάθε του αντικείμενο, σε κάθε επιφάνεια, σε κάθε δάχτυλο σκόνης που έχει καθίσει πάνω στα έπιπλά του, το νιώθεις, το μυρίζεις, το αισθάνεσαι ότι κρύβει κάτι από το τώρα της… τότε παιδικής τους ηλικίας.
Διαβάστε τη συνέντευξη:
Τι αγαπούσε περισσότερο ο Γιάννης Βεσλεμές
Σκηνοθέτης και τα τρία αδέλφια της ταινίας, όλοι μαζί, σαν ήρωες μιας άτυπης pulp ανθολογίας (που – ιδέα! – αυτή η ταινία θα μπορούσε να είναι πρώτη περιπέτεια τους), θα το επιχειρήσουν με τον δικό τους τρόπο.
Ή, τέλος πάντων με τον μοναδικό τρόπο που το σινεμά, η λογοτεχνία και η (επιστημονική) φαντασία μας έμαθε να ακυρώνουμε τo χωροχρόνο, σε μια ταινία που είναι αποκύημα μιας βαθιάς ψυχαναλυτικής διαδρομής μέχρι το πυρήνα του τραύματος και την ίδια στιγμή απόσταγμα μιας κινηματογραφικής κουλτούρας που δεν έχει σημασία να αναζητήσεις τις συγκεκριμένες της αναφορές. Η πρωτοτυπία της χωνεύει και Στίβεν Σπίλμπεργκ και Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και Νίκο Νικολαΐδη και Ζαν Πιερ Ζενέ/Μαρκ Καρό και δεκάδες άλλες γνώστες και άγνωστες σινεφίλ αναφορές μέχρι … «Φρουτοπία» σε ένα μεταλλαγμένο νέο είδος που, μαζί με τη «Νορβηγία», τις μικρού μήκους ταινίες, το κομμάτι από το «The Field Guide to Evil» και τα ηχοτόπια του Felizol, έχει την διακριτή υπογραφή του Γιάννη Βεσλεμέ.
Στην καλύτερη εδώ – ακριβώς επειδή είναι ακόμη πιο αταξινόμητη, ακόμη πιο ψυχεδελική και ακόμη πιο απενοχοποιημένη από οτιδήποτε έχει κάνει – στιγμή του, ο Γιάννης Βεσλεμές φτιάχνει μια ταινία (την ίδια ακριβώς στιγμή) για και από τη ζωή και το σινεμά μαζί. Και εντυπωσιάζει με το επίπεδο της κατασκευής, τα ακέφαλα κοτόπουλα, τους φωτισμούς (στο απόγειο της τέχνης του Χρήστου Καραμάνη) και τα σκηνικά, τα πτώματα που ανασταίνονται καπνίζοντας και το μνημειώδες στη μέση κομμένο κεφάλι μιας κοπέλας που βρίσκεται κολλημένο σε δύο χρόνους.
Σε εποχές που το σινεμά »μικραίνει» από έλλειψη πόρων αλλά κυρίως τόλμης, εδώ το όραμα μοιάζει όσο μπορεί ατόφιο, κατασκευασμένο με τέχνη, τεχνική και οικονομία, συμβιβασμένο μόνο στο να μην μοιάζει παρά μόνο με αυτό που καρφώθηκε στο μυαλό όσων το έφτιαξαν.
Μη γελιέστε όμως. Καμιά ταινία ακόμη και της πιο τρελής (επιστημονικής ή μη) φαντασίας δεν υπήρξε ποτέ σημαντική για τη (επιστημονική ή μη) φαντασία της, πόσο μάλλον (μόνο) για την κατασκευή της. Η πραγματική δύναμη της εξτραβαγκάντζας του Γιάννη Βεσλεμέ βρίσκεται στην χειροποίητη και χειροπιαστή πραγματικότητα που κρύβεται μέσα στην ντουλάπα – μέσα από την οποία, χωρίς κανένα spoiler, τρία αδέρφια που ζουν αποκομμένα από την πραγματικότητα στο πατρικό τους σπίτι, προσπαθούν να φέρουν πίσω στη ζωή τη νεκρή τους μητέρα.
Εκεί, στο έρεβος μιας λιντσικής κόκκινης ταπετσαρίας που προδίδει και αγάπη και μίσος μαζί, το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» «βγαίνει από την ντουλάπα» ως η βαθιά μελαγχολική ταινία που είναι. Ενας νυχτερινός, συνθετικός κήπος για την απώλεια που από τα βάθη του φυτρώνουν αγόρια που δένονται το βράδυ σε προσομοιώσεις αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αγόρια που κάνουν παιδικό ποδήλατο, αγόρια που καταπίνουν ψημένα ψυχοτρόπα μάλλον γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος να βλέπουν πιο καθαρά την πραγματικότητα, αγόρια που ξεπαγώνουν μπαγιάτικα φαγητά από την κατάψυξη, αγόρια που δεν έμαθαν ποτέ ούτε πώς να αγαπήσουν, ούτε πώς να χωρίσουν, ούτε πώς να αποχωριστούν, – ευτυχώς – ούτε πώς να μάθουν να μισούν.
Αγόρια κολλημένα όχι μόνο ανάμεσα σε δύο χρόνους, αλλά περισσότερο σε εκείνο το κομβικό σημείο για κάθε άνθρωπο όπου το παιχνίδι είναι όπλο, ο παιδικός θυμός είναι ενέργεια ικανή να καταστρέψει τον κόσμο και η ενηλικίωση έχει πλέον να κάνει με το μεγάλο ζητούμενο κάθε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνης «αποκόλλησης».
«Τώρα πια έχουμε όλο το χρόνο στον κόσμο», θα ακουστεί από το στόμα των αγοριών την ώρα της… κάθαρσης. Λίγο πριν, σε ένα πανέμορφο σύμπαν που (σε) προκαλεί να αναρωτηθείς για περισσότερα πράγματα από αυτά που ρωτάει και να απαντήσεις σε ακόμη περισσότερα πράγματα από όσα απαντάει, τον πολύτιμο χρόνο της ενηλικίωσης χαρίζουν στους ήρωες αυτού του μύθου έννοιες ακατανόητες και όμως λυτρωτικές ακόμη ή κυρίως και για τους ίδιους, όπως η συγχώρεση, η άφεση αμαρτιών, η συμφιλίωση με το παρελθόν, το να κοιτάς τη ζωή μέσα από μάτια που μοιάζουν σαν να παίζουν arkanoid.
“Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού”
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωστή Χαραμουντάνη που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών 2024
Mετά την επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών του 2024 και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου κέρδισε τέσσερα βραβεία, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωστή Χαραμουντάνη, έρχεται στις αίθουσες στις 15 Μαΐου από το Cinobo, εγκαινιάζοντας τη θερινή περίοδο.
Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του σε παραγωγή της Heretic, ο Κωστής Χαραμουντάνης φτιάχνει μια ταινία από θάλασσα κι αγάπη, χιούμορ, βγαλμένη από τις πιο γλυκές καλοκαιρινές αναμνήσεις μας.
Λίγα λόγια για τον Κωστή Χαραμουντάνη
Ο Κωστής Χαραμουντάνης είναι αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μοντέρ και συνθέτης. Ο υπότροφος του SNF ARTWORKS (2020), ολοκλήρωσε πρόσφατα την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού (2024), η οποία έκανε πρεμιέρα στο τμήμα L’ACID του Φεστιβάλ Καννών τον Μάιο του 2024.
- Σενάριο, Σκηνοθεσία: Κωστής Χαραμουντάνης
- Διεύθυνση φωτογραφίας: Κωνσταντίνος Κουκουλιός
- Μοντάζ: Κωστής Χαραμουντάνης, Λάμπης Χαραλαμπίδης
- Ήχος: Νίκος Κωνσταντίνου, Κώστας Φυλακτίδης, Tone studio
- Μουσική: Κωστής Χαραμουντάνης
- Παραγωγή: Heretic
- Κοστούμια: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Βασιλίνα Κουλιού
- Σκηνικά: Βασιλίνα Κουλιού
- Μακιγιάζ: Κατερίνα Μπονατάκη
- Πρωταγωνιστούν: Συμεών Τσακίρης, Έλσα Λεκάκου, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Έλενα Τοπαλίδου, Αφροδίτη Καποκάκη, Στάθης Αποστόλου, Ιόλη Καλαϊτζή, Χρυσή Βιδαλάκη