Η διαθεσιμότητα σπιτιών προς ενοικίαση συμπιέζεται από επιπρόσθετους παράγοντες, όπως η γιγάντωση της εκμετάλλευσης κατοικιών στο πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυξάνοντας κι άλλο τις τιμές των ενοικίων, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, σύμφωνα με την έρευνα της Cerved, από 60.000 περίπου που είχαν καταγραφεί το 2017, έχουν ξεπεράσει τα 180.000 σε όλη τη χώρα. Πλέον, δεν αφορούν τοποθεσίες διαχρονικά τουριστικές, όπως τα νησιά, αλλά εξαπλώνονται θεαματικά και στις πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, καθώς προωθείται το «μοντέλο» της πόλης – τουριστικού προορισμού.
Συνολικά στο κέντρο της Αθήνας, το μέσο μηνιαίο εισόδημα από τη βραχυχρόνια μίσθωση το γ’ τρίμηνο του 2023 ανήλθε σε 2.375 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 56% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2019, αλλά και 4% συγκριτικά με το 2022. Στο κέντρο της Αθήνας εντοπίζονταν το 2023 12.548 καταλύματα, αριθμός υψηλότερος κατά 14% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ πάνω από 20.000 υπολογίζονται στο σύνολο της Αττικής.
Πρόκειται για μια αγορά που συγκεντρώνεται ταχύτατα στα χέρια λίγων εταιρειών. Συνολικά στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 36% των ακινήτων το διαχειρίζονται επαγγελματίες, ενώ περισσότερα από 40.000 καταλύματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση εταιρειών.
Στην Αθήνα, το μερίδιο των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο φτάνει στο 52% του συνόλου της αγοράς της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ το μεγαλύτερο καταγράφεται στην Οία της Σαντορίνης (74%) και ακολουθούν Μύκονος (61%) και Θεσσαλονίκη (50%).
Αλλά και η Θεσσαλονίκη καταγράφει θεαματική αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς τον Δεκέμβρη του 2023 οι κλίνες σε αυτά αυξήθηκαν κατά 58% έναντι του 2019, φτάνοντας τις 14.000, ενώ τα ξενοδοχεία της πόλης διέθεταν το ίδιο διάστημα λιγότερες από 8.500 κλίνες. Ως προς το πλήθος των διαθέσιμων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυτά αντιστοιχούσαν σε κάτι περισσότερο από 4.000, με αύξηση κατά 70% έναντι του 2019.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του τουρισμού έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των funds που στοχεύουν στην απόκτηση κατοικιών σε μεγάλες πόλεις και άλλους τουριστικούς προορισμούς για να διατεθούν προς βραχυχρόνια μίσθωση.
«Επενδυτικό προϊόν» η κατοικία στην Ελλάδα
Μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, οι κατοικίες στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει «επενδυτικό προφίλ», όπως σημειώνουν ειδικοί της αγοράς, πράγμα που με τη σειρά του έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των λεγόμενων Ανώνυμων Εταιρειών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ).
Μεγάλο μέρος του επενδυτικού ενδιαφέροντος προέρχεται από το εξωτερικό. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2024 οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα στην αγορά ακινήτων κατέγραψαν ετήσια αύξηση 4,6% και ανήλθαν σε 520 εκατ. ευρώ, έναντι 497 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Το περασμένο έτος οι καθαρές εισπράξεις για αγορά ακινήτων από το εξωτερικό εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο ως ποσοστό του συνόλου των επενδύσεων στη χώρα, καθώς αντιπροσωπεύουν το 42,5% και υπερβαίνουν τα 2,13 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 8% σε σχέση με το 2022 που έφτασαν τα 1,9 δισ. ευρώ.
Το 2008 η συμμετοχή ξένων υπηκόων στο σύνολο των πράξεων αγοράς κατοικίας ήταν 1,5% με 2%, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο 25%.
Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών δεν περιορίζεται στην αγορά εξοχικής κατοικίας, αλλά επεκτείνεται και στα αστικά διαμερίσματα, καθώς αυτά εμφανίζουν υψηλές προοπτικές κερδοφορίας. Η πλειοψηφία των επενδυτών προέρχονται κυρίως από χώρες όπως το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, τη Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ολλανδία.
Το «επενδυτικό προφίλ» της κατοικίας έχει στηριχθεί από όλες τις κυβερνήσεις, καθώς πλέον οι επενδυτές απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, με φορολογικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων μειωμένων φόρων μεταβίβασης ακινήτων και φορολογικών πλεονεκτημάτων για έργα ανακαίνισης και ανάπτυξης.
Στροφή στην ανέγερση πολυτελών κατοικιών
Καθώς η ζήτηση νεόδμητων κατοικιών βασίζεται στις ανάγκες κερδοφορίας των επενδυτών, η οικοδομική δραστηριότητα στρέφεται όλο και περισσότερο σε ακριβότερα ακίνητα και σε πολυτελείς κατοικίες.
Ενα σημαντικό μερίδιο των πολυτελών κατοικιών αγοράζονται «από τα σχέδια». Οι αγορές αυτές εξασφαλίζουν χαμηλότερο τίμημα στον αγοραστή, έως και 15% – 20%, κάτι που με τη σειρά του προσφέρει την προοπτική υψηλότερης απόδοσης, όταν ο αγοραστής προχωρήσει σε μεταπώληση ή αξιοποίηση του ακινήτου. Αποτελεί συχνό φαινόμενο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ακινήτων, οι αγοραστές να πουλούν τα ακίνητά τους ακόμα και έναν χρόνο μετά την αγορά τους, λόγω της μεγάλης αύξησης της τιμής τους.
Ιδιαίτερα στην Αθήνα, οι τιμές αγοράς των νεόδμητων πολυτελών κατοικιών άνω των 150 τ.μ. κατέγραψαν το α’ εξάμηνο του 2024 την 4η μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ 30 πόλεων παγκοσμίως. Ο ρυθμός της ανόδου διαμορφώθηκε σε 3,5%, πίσω μόνο από τη Λισαβόνα (4,5%), το Αμστερνταμ και τη Μαδρίτη, με τον μέσο όρο να μην ξεπερνά το 0,8%. Σημαντική αύξηση καταγράφεται και στις τιμές ενοικίασης το ίδιο διάστημα.
Η ζήτηση για πολυτελείς κατοικίες έχει πυροδοτήσει μια σημαντική επενδυτική δραστηριότητα ανάπτυξης νέων οικοδομών σε περιοχές των νότιων προαστίων και κατά μήκος του παραλιακού μετώπου της Αττικής, σε περιοχές όπως το Ελληνικό, η Γλυφάδα και η Βούλα.
Το μοντέλο της «Golden Visa»
Σε αυτό συντελεί και το πρόγραμμα επενδύσεων στην ακίνητη περιουσία «Golden Visa», με το οποίο επενδυτές από κράτη εκτός ΕΕ αποκτούν πρόσβαση στη ζώνη Σένγκεν και δίοδο προς την απόκτηση υπηκοότητας της ΕΕ έναντι επένδυσης σε ακίνητη περιουσία.
Κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2024, οι αιτήσεις χορήγησης αδειών παραμονής μέσω του προγράμματος «Golden Visa» σημείωσαν αύξηση 52% σε έναν χρόνο, και εφόσον εγκριθούν όλες οι αιτήσεις που εκκρεμούσαν μέχρι τον περασμένο Μάη, ο συνολικός αριθμός θα φτάσει τις 24.397. Συνολικά, μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος, έχουν γίνει επενδύσεις ύψους 6 δισ. ευρώ στην Ελλάδα.
Για να μειώσει, υποτίθεται, το αντίκτυπο του προγράμματος «Golden Visa» στην αγορά ακινήτων, η κυβέρνηση προχώρησε σε αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης. Από την 1 Σεπτέμβρη, το ελάχιστο ύψος θα αυξηθεί σε 800.000 ευρώ για την Αττική, τη Θεσσαλονίκη αλλά και τα νησιά με ελάχιστο μόνιμο πληθυσμό 3.100 κατοίκων.
Στην υπόλοιπη χώρα, το όριο αυξάνεται από τις 250.000 στις 400.000 ευρώ. Παράλληλα ορίζονται ως ελάχιστη έκταση ακινήτου τα 120 τ.μ. Ωστόσο, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, ο μέσος όρος των επενδυτών που αγοράζουν κατοικίες για το πρόγραμμα «Golden Visa» διαθέτουν έτσι κι αλλιώς 900.000 ευρώ για πολυτελείς κατοικίες.
Πηγή: Ριζοσπάστης