Σε μία περίοδο όπου ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος συνεχίζεται στην Ουκρανία και η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει ενεργά και πολύμορφα τον ευρωατλαντικό άξονα. Σε μία περίοδο όπου η Ε.Ε συζητά και το ζήτημα της αποστολής στρατευμάτων από τους «πρόθυμους» , ενώ και η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά προσπαθεί να βρει προφάσεις για τη δική της συμμετοχή, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (19/4) δημοσιεύτηκε ολοσέλιδο ιστορικό άρθρο με τίτλο «Όταν ο ελληνικός στόλος έπλεε στη Μαύρη Θάλασσα».
Ένα άρθρο που δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: Τι αλήθεια γύρευε ο ελληνικός στόλος (μαζί και χερσαίες δυνάμεις) το 1918 στην Κριμαία και στη ευρύτερη περιοχή της Οδησσού; Και αυτό γιατί με βάση την ιστορική αλήθεια πάνω στο ζήτημα αυτό, μπορεί κανείς να καταλάβει καλύτερα τι πραγματικά θα γυρεύει (ή καλύτερα για τα συμφέροντα ποιων) η χώρα μας εκεί ξανά…
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι:
Ο αρθρογράφος (Σ. Καραμούτσος) θέλοντας προφανώς να συνδυάσει το χτες με το σήμερα σημειώνει: «… Στην Τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η περιοχή βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και ο ελληνισμός της περιοχής ξαναβιώνει για μία ακόμη φορά κίνδυνο και ανασφάλεια για το μέλλον του…Η αποστολή του ελληνικού πολεμικού ναυτικού κα στρατού στην παρευξείνιο περιοχή…θα είναι ένα διαπραγματευτικό όπλο στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για τις διεκδικήσεις της στο θέμα της Μικράς Ασίας…» Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική και τα «επιχειρήματα» τέτοιου είδους έχουν καταρριφτεί από την πραγματικότητα.
Η Ελλάδα συμμετείχε- μαζί με άλλες 13 καπιταλιστικές χώρες σε «στρατιωτική σταυροφορία» (δηλαδή στρατιωτική επέμβαση) σε βάρος της νεαρής τότε Σοβιετικής Ρωσίας, με στόχο την κατάπνιξη (μαζί με τους ντόπιους αντεπαναστάτες) της Επανάστασης. Η στρατιωτική αυτή επέμβαση πραγματοποιήθηκε ερήμην του ελληνικού λαού, ήταν εχθρική πράξη κατοχής ξένης χώρας, τραγική-μαύρη σελίδα της νεώτερης ιστορίας της χώρας μας, παρά το γεγονός ότι π.χ στο Άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη τιμάται (με την αναγραφή των πόλεων Χερσών-Σέρμπκα- Οδησσός-Σεβαστούπολις). Να τονίσουμε ακόμη ότι στην επέμβαση αυτή δεν συμμετείχαν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ αλλά και ΗΠΑ και Ιαπωνία…
Η απόφαση για τη συμμετοχή στην επέμβαση δεν πάρθηκε τον Γενάρη του 1919 αλλά νωρίτερα. Ο ελληνικός στόλος- που απέπλευσε χωρίς την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης- εισέβαλε μαζί με τον Αγγλογαλλικό στη Μαύρη Θάλασσα και ανέλαβε πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στις παραθαλάσσιες σοβιετικές πόλεις από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοέμβρη 1918, ενώ τον ίδιο μήνα ο Βενιζέλος έστελνε τηλεγράφημα στο Γάλλο πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών, δηλώνοντας ότι μπορεί α χρησιμοποιηθεί ο ελληνικός στρατός παντού όπου είναι αναγκαίο. Δηλαδή η επέμβαση άρχισε πριν τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. (Το ΓΕΣ αναφέρει ότι στις 26/11 1918 κατέπλευσε ο ελληνικός στόλος στη Σεβαστούπολη)
Η κύρια απειλή για τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ δεν αποτελούσε η Γερμανία αλλά οι μπολσεβίκοι. Γράφει ο Κλεμανσό στον Λόιντ Τζορτζ «Εχθρός μας δεν είναι Γερμανία αλλά ο Μπολσεβικισμός», ενώ ο Τσόρτσιλ έριξε το σύνθημα «Ειρήνη με το Γερμανικό λαό, πόλεμος ενάντια στον μπολσεβικις, ως εκτελεστής των αγγλογαλικών σχεδίων στην περιοχή, προκειμένου να δικαιολογήσει τη συμμετοχή της έκανε λόγο για «απελευθέρωση του ρώσικου λαού από τους μπολσεβίκους. (Γνωστός άλλωστε ο βαθύτατος αντικομμουνισμός του που αργότερα εκφράστηκε με την ψήφιση του Ιδιώνυμου»)
“…Η εκστρατεία στην Ουκρανία, γράφει ο Ορφ. Οικονομίδης, που αποφασίστηκε από τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, πριν από το τέλος ακόμα του Α Παγκόσμιου Πολέμου του 1914 – 1918, υπήρξε μέρος του γενικού σχεδίου των ιμπεριαλιστών για ένοπλη στρατιωτική επέμβαση στην επαναστατημένη Ρωσία, με σκοπό την ανατροπή του νεαρού σοβιετικού καθεστώτος και την επαναφορά της εξουσίας των καπιταλιστών και γαιοκτημόνων. Οι ιμπεριαλιστές δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι υπήρχε μια χώρα, όπου στην εξουσία βρίσκονται οι εργάτες και οι αγρότες και ασκούσαν με το παράδειγμά τους επαναστατική επίδραση στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών… Το Δεκέμβρη του 1917 οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έκλεισαν, με την προτροπή και τη συγκατάθεση των Ηνωμένων Πολιτειών, μυστική συμφωνία ανάμεσά τους, που καθόριζε τις περιοχές της επέμβασής τους: η Γαλλία αναλάμβανε την πάλη ενάντια στην εξουσία των Σοβιέτ στην Ουκρανία, στην Κριμαία και στη Βεσσαραβία, ενώ η Αγγλία θα δρούσε στις περιοχές του Ντον, του Κουμπάν και στον Καύκασο, όπου ήταν και οι πετρελαιοπηγές του Μπακού. Με τα σχέδια αυτά των ιμπεριαλιστών τάχθηκε και ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθ. Βενιζέλος, που βρισκόταν, όπως έγραφε ο Λένιν, “στην υπηρεσία του αγγλικού κεφαλαίου”… Η προσφορά αυτή, που δικαιολογήθηκε αργότερα ότι απέβλεπε στην απόσπαση ανταλλαγμάτων από τους ιμπεριαλιστές (στις αξιώσεις του Βενιζέλου στη Μικρά Ασία), προσέδινε στην ελληνική συμμετοχή το χαρακτήρα μισθοφορικής, τυχοδιωκτικής εκστρατείας…”
Ο πρωθυπουργού της Γαλλίας Κλεμανσώ δήλωσε: “Η Γαλλία θα αναλάβη την πρωτοβουλίαν προς εδαφικήν επέκτασιν της Ελλάδος εις την Θράκην και εκθύμως θα υποστηρίξη πάσαν υπέρ της Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης, τιθέμενου επί τάπητος υπό της Αγγλίας ή της Αμερικής, εάν η Ελλάς ήθελε συμμετάσχη εις την εκστρατείαν της Ρωσίας, συνεισφέρουσα το ανάλογον εις αυτήν μέρος της θυσίας διά της αποστολής εις Ουκρανίαν ενός Σώματος Στρατού”. Ο Βενιζέλος ευρίσκετο τότε εις το Λονδίνον. Οπως είναι ιστορικώς βεβαιωμένον και γνωστόν, μόλις επληροφορήθη την δήλωσιν αυτήν, ετηλεγράφησεν ευθύς εις τον πρεσβευτήν Ρωμάνον τα εξής: “Παρακαλώ, δηλώσατε Πρωθυπουργώ και υπουργώ επί των Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι εις την διάθεσίν των και δύναται να χρησιμοποιηθή διά τον κοινόν αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία”. Και η εκστρατεία της Ρωσίας απεφασίσθη… με σκοπόν την αντικατάστασιν των εκεί γερμανικών μονάδων που ημπόδιζον την εξάπλωσιν του κομμουνισμού εις την Νότιον Ρωσίαν, την προστασίαν των διαφόρων σχηματισθεισών ανεξαρτήτων εν Ρωσία εθνικών κυβερνήσεων και την ενίσχυσιν των ρωσικών αντικομμουνιστικών δυνάμεων του στρατηγού Ντενίκιν”.
Στις 25.12.1918 ο Βενιζέλος διεμήνυσε από το Παρίσι προς τον αναπληρωτή του στην Αθήνα Εμμανουήλ Ρέπουλη τα εξής: “Διά την εκστρατείαν εις Ρωσίαν ουδέν ακόμη απεφασίσθη. Εύχομαι να μη γίνη τελικώς η εκστρατεία αυτή, διότι το έργον εν Ρωσία εμφανίζεται δυσκολώτερον και κινδυνωδέστερον ή όσον αρχικώς υπετίθετο, διά τούτο δε αντιτίθεται ισχυρώς εις αυτό μέρος της Κοινής Γνώμης. Αλλωστε η εκδηλωθείσα προθυμία ημών όπως μετάσχωμεν δι’ ενός σώματος στρατού της εκστρατείας ταύτης, αν αύτη αποφασισθή, καθ’ εαυτήν ήδη μοι δίδει δικαιώματα τινά εις ευμενεστέραν κρίσιν των δικαίων μας”.
Οπως αποτυπώνεται στη σχετική έκδοση του ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. «Η Ελληνική Κυβέρνησις, αποβλέπουσαν εις την εκπλήρωσιν των εθνικών διεκδικήσεων, ιδία εν Μικρά Ασία έχουσα δε ανάγκη της ηθικής συμπαραστάσεως των Συμμάχων προς υποστήριξιν αυτών, έκρινεν ότι έπρεπε να δεχτεί την συμμετοχήν του Ελληνικού Στρατού της εκστρατείας εις την Ρωσίαν». ( Γενικόν Επιτελείον Στρατού/ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: «Το Ελληνικόν Εκστρατευτικόν Σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919)» Εκδοσις ΔΙΣ, Αθήνα 1955, σελ. 26 – 27.)
Με τη συμμετοχή της στην Ουκρανική Εκστρατεία επεδίωκε ανταλλάγματα που δεν αφορούσαν στενά την περιοχή. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του αστού στρατιωτικού και κεντρώου πολιτικού Νικολάου Πλαστήρα που είχε προθυμοποιηθεί οικειοθελώς να πάρει μέρος στην αντισοβιετική εκστρατεία. Ο Πλαστήρας υποστήριζε ότι «από τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία έχουμε να ωφεληθούμε πολύ και ότι ο δρόμος για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνάει από την Ρωσία». Φυσικά αποδείχτηκε στη συνέχεια μέσω της Μικρασιατικής εκστρατεία, η τραγωδία που ακολούθησε της συγκεκριμένης στρατηγικής…
Ο Γ. Κορδάτος έγραψε: «Ο Βενιζέλος που ήξερε τις αντιμπολσεβικικές διαθέσεις του Κλεμανσό και της καπιταλιστικής Γαλλίας φάνηκε πρόθυμος να παίξει το ρόλο του λακέ… Η εκστρατεία αυτή που έγινε για να εξασφαλίσουν οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι τα δάνειά τους και για να ενισχυθούν οι τσαρικοί ώστε να καταλάβουν την εξουσία και να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της τυραννίας και της εκμετάλλευσης του ρωσικού λαού έκανε πολύ κακή εντύπωση στην Ελλάδα. Μόνο οι φανατικοί βενιζελικοί επιδοκιμάσανε το Βενιζέλο για τη δουλοφροσύνη του απέναντι των Γάλλων. Η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού εξαρχής καταδίκασε την εκστρατεία αυτή όχι μόνο γιατί χάθηκαν τόσα παιδιά, αλλά και γιατί ήταν ένα μελανό σημάδι της νεοελληνικής ιστορίας».
Βέβαια, γράφει ο Ορφ. Οικονομίδης, υπήρχαν και οι πιο ψύχραιμοι μέσα στην αστική τάξη, που έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα και διαμαρτύρονταν για τη ληστρική αυτή επέμβαση των χωρών τους.
Η αγγλική εφημερίδα “Μάντσεστερ Γκάρντιαν” έγραφε στις αρχές του 1919: “Με ποιο δικαίωμα διεξάγουμε πόλεμο στη Ρωσία, αφού δεν αναγνωρίσαμε την κυβέρνηση αυτής της χώρας. Αν, όπως ισχυρίζονται τα μέλη της κυβέρνησης, δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση πολέμου με τη Ρωσία, τότε τι δικαίωμα έχουμε να σκοτώνουμε ανθρώπους, να τους υποβάλλουμε σε αποκλεισμό και σε πείνα, χωρίς να τους κηρύσσουμε επίσημα τον πόλεμο”.
Αλλά και στη γαλλική Βουλή, πολλοί αντίπαλοι της ιμπεριαλιστικής επέμβασης φώναζαν, προπαγανδίζοντας το σύνθημα της λιποταξίας των Γάλλων στρατιωτών: “Είναι καθήκον κάθε Γάλλου στρατιώτη – έλεγαν – να προτιμήσει να λιποτακτήσει και να αρνηθεί να υπακούσει στους αρχηγούς του, παρά να πολεμήσει στη Ρωσία”.
“Τέτοιες φωνές υπήρχαν και στην Ελλάδα. Αλλά η λογοκρισία του Βενιζέλου τις έπνιγε, απαγορεύοντας σ’ αυτές να έλθουν στη δημοσιότητα”, υπογραμμίζει ο Ορφ. Οικονομίδης.
Η στάση των κομμουνιστών
Πριν ακόμα από την πραγματοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας, το ΣΕΚΕ τάχθηκε εναντίον της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού. Πρόκειται για υποδειγματική διεθνιστική προλεταριακή πολιτική στάση, παρά τη νηπιακή ηλικία του ΣΕΚΕ (από το 1924 ΚΚΕ). Η κυβέρνηση προσπάθησε να ματαιώσε τη σχετική συζήτηση. Στις 29 Νοέμβρη (12 Δεκέμβρη) 1918, ο βουλευτής του Αρ. Σίδερις, τοποθετούμενος στο πλαίσιο σχετικής Επερώτησής του στη Βουλή, τόνιζε πως δεν έπρεπε «…να αναμιχθώμεν εις τα εσωτερικά άλλου λαού» και υποστήριξε πως ο πραγματικός στόχος της ουκρανικής εκστρατείας ήταν η «υποστήριξις των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με οικονομικά χρηματιστικά συμφέροντα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του είπε: «Εγώ, όμως δεν δύναμαι να ακολουθήσω εις τούτο την πλειοψηφίαν και δηλώ ότι διαμαρτύρομαι κατά της εκστρατείας αυτής, διότι την ευρίσκω και άδικον και ασύμφορον προς το συμφέρον του Κράτους και του Εθνους»
Απαντώντας ο Βενιζέλος ανάφερε ότι «εξεγερθήκαμε ενάντια στην τυρρανία των μπολσεβίκων».
Οι πολεμικές επιχειρήσεις του στόλου
Για τη μεταφορά των ελληνικών στρατευμάτων χρησιμοποιήθηκαν 13 μεταγωγικά πλοία που ανήκαν σε ξένους πλοιοκτήτες και εκτέλεσαν 25 δρομολόγια. Χρησιμοποιήθηκα τα λιμάνια Θεσσαλονίκης, Ελευθερών και Σταυρού.Ο ιμπεριαλιστικός στόλος αποτελούνταν από 10 θωρηκτά, 9 καταδρομικά (αντιτορπιλικό «Πανθηρ»), 10 αντιτορπιλικά και άλλα πολεμικά πλοία. Ο συνολικός στόλος που πήρε μέρος στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μαύρη Θάλασσα ήταν 70 πλοία (μεταξύ τους 5 ελληνικά, 2 θωρηκτά και 3 αντιτορπιλικά). Σε σχέση με τις χερσαίες δυνάμεις ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε τις επιχειρήσεις τρεις μήνες νωρίτερα. Ο ρόλος του στόλους δεν ήταν μόνο η μεταφορά υλικών και στρατευμάτων αλλά και η άμεση συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις υποστηρίζοντας τις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις και το στρατό των αντεπαναστατών. (π.χ με συμμετοχή ελληνικών πλοίων βομβαρδισμός συνοικιών Οδησσού). Να σημειώσουμε ακόμη ότι εφαρμόζοντας νέα «τακτική» ο ιμπεριαλιστικός στόλος μετέτρεψαν της Μαύρη Θάλασσα σε κλειστή λίμνη τους, αλλά ακόμη και ύστερα από την ήττας, συνέχιζαν τις εχθρικές ενέργειες τους, ενάντια στα σοβιετικά και ξένα εμπορικά πλοία. Η οργάνωση του αποκλεισμού προφανώς και αποτελούσε παραβίαση των διεθνών κανόνων ναυσιπλοΐας, μέθοδος ουσιαστικά διεθνούς τρομοκρατίας, με τη σύλληψη εμπορικών πλοίων και την κατάσχεση των εμπορευμάτων τους σε διεθνή ύδατα.
Ο «εκπολιτιστικός» χαρακτήρας της ουκρανικής εκστρατείας δεν άργησε να φανεί στην πράξη. Τα ελληνικά στρατεύματα χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα για τη «συνέτιση» – καταστολή των ντόπιων εργαζομένων αλλά και των «απείθαρχων» Γάλλων συμπολεμιστών τους. Το σοβαρότερο περιστατικό συνέβη στη Σεβαστούπολη, όταν ο Ελληνικός Στρατός άνοιξε πυρ κατά των ντόπιων εργατών και Γάλλων ναυτών που διαδήλωναν μαζί υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και κατά της επέμβασης. Δώδεκα ναύτες και έξι εργάτες έπεσαν νεκροί, προκαλώντας τη μήνη και κατακραυγή μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού αλλά και του γαλλικού στόλου, όπου φούσκωνε το ρεύμα υπέρ της Επανάστασης. Πολλά πλοία μάλιστα θα σηκώσουν αργότερα κόκκινη σημαία, αναγκάζοντας τη γαλλική αστική κυβέρνηση να αποσύρει – μη εμπιστευόμενη πλέον – τα στρατεύματά της συνολικά από τη Νότια Ουκρανία (Αντρέ Μαρτί, «Το έπος της Μαύρης Θάλασσας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013).
Οι αιτίες της ήττας
Ο αρθρογράφος ως αιτίες της ήττας και του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (στρατού και ναυτικού) αναφέρει, όπως γενικότερα πράττει η αστική ιστοριογραφία των γεγονότων τις εξής: «Απουσία οργάνωσης και συντονισμού από τους έχοντες την ευθύνη Γάλους…Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η κατάσταση στα θέματα εφοδιασμού και διοικητικής μέριμνας…Προβλήματα παρουσιάζονταν και στην υγειονομική περίθαλψη….Έγινε σε μία εποχή που οι καιρικές συνθήκες και οι θερμοκρασίες ήταν ακραίες, συνέπεσε και με την έξαρση της επιδημίας της ισπανικής πανώλης…» Προφανώς και θέλει με τα γεγονότα αυτά να αποκρύψει την πραγματική αιτία της ήττας της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επέμβασης και της ελληνικής συμμετοχής.
Η αντίσταση των λαών της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας ήταν η πραγματική αιτία. Μία αντίσταση που πήρε πολλαπλές μορφές και είχε επίδραση και στα στρατεύματα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ο Λένιν τόνιζε ιδιαίτερα την καθοριστική σημασία που είχε για τη νίκη του σοβιετικού λαού η στάση των στρατιωτών και των ναυτών των καπιταλιστικών κρατών. Έγραψε: «Με τη διαφώτιση και την προπαγάνδα αποσπάσαμε από την Αντάντ τα ίδια της τα στρατεύματα. Νικήσαμε τους ιμπεριαλιστές όχι μόνο με τους στρατιώτες μας, αλλά και στηριζόμενοι στη συμπάθεια που τρέφουν για μας οι ίδιοι οι δικοί τους στρατιώτες».
Απ’ την αντίπαλη πλευρά, ο στρατηγός Ντ’ Ανσέλμ είπε απευθυνόμενος σε μέλος της παράνομης Κομματικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων της Οδησσού: «Γνωρίζω ότι εσείς αποσυνθέσατε τα μισά στρατεύματά μου και ιδίως τα γαλλικά τμήματα»
Επιγραμματικά, οι παράγοντες που επιδρούσαν στη συνείδηση και τη στάση των στρατιωτών απέναντι στην αντισοβιετική εκστρατεία ήταν:
• H διεθνής ακτινοβολία της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
• Η διαφωτιστική-προπαγανδιστική δράση των Μπολσεβίκων.
• Η δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων και των εργατικών οργανώσεων στις χώρες προέλευσης των στρατιωτών.
• Η επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό.
• Η μεγάλη διάρκεια του πολέμου, η κούραση και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στη Ρωσία.
Αυτές ήταν οι βασικές πηγές της «αποσύνθεσης» των ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων, που μετέτρεψαν τη «βουβή» υπακοή των στρατιωτών σε δυσφορία, διαμαρτυρία, ανυπακοή και οδήγησαν ως και στην ανταρσία και τη συναδέλφωση με τον Κόκκινο Στρατό.
Η επέμβαση έληξε άδοξα, με μείωση του πολιτικού και στρατιωτικού γοήτρου των «συμμάχων». Η χώρα των Σοβιέτ απέδειξε τη ζωτικότητα του σταθερότητα της ακόμη και στα πρώτα της βήματα. Όσο για τη χώρα μας καλό θάναι από τέτοιου είδους τυχοδιωκτικές εκστρατείες του παρελθόντος να βγάζει συμπεράσματα (ο λαός μας προφανώς) για το σήμερα!
_____________________________________________
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (Κώστας Αυγητίδης, Σύγχρονη Εποχή 1999)
(Αντρέ Μαρτί, «Το έπος της Μαύρης Θάλασσας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2013)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ «Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1919», (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ξ. ΝΙΔΕΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ)