Επιμέλεια Αλέκος Χατζηκώστας //
Το διήγημα που δημοσιεύουμε το «αλιεύσαμε» από τη συλλογή διηγημάτων της Αντίστασης με τίτλο «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ» 1952, που εκδόθηκε σε 3.000 αντίτυπα).
Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα αντιστασιακής πεζογραφίας και γράφτηκε από τον Αλέξη Πάρνη. Το παρουσιάζουμε ολόκληρο διατηρώντας τη ορθογραφία του.
Ο Αλέξης Πάρνης (πραγματικό όνομα Σωτήριος Λεωνιδάκης, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023) ήταν Έλληνας ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Ο Aλέξης Πάρνης (κατά κόσμον Σωτήρης Λεωνιδάκης) γεννιέται το 1924 στον Πειραιά. Αποφοιτά από το Α’ Γυμνάσιο (Ιωνίδειο Σχολή) το 1942, όταν η Ελλάδα βρίσκεται πλέον κάτω απ’ τη ναζιστική κατοχή. Πριν ακόμα οργανωθεί στην εαμική Aντίσταση, κρύβει και σώζει μαζί με τον πατέρα του μια εβραϊκή οικογένεια. Για την πράξη τους αυτή το Ίδρυμα Γιαν Βάνσεν θα τιμήσει και τους δύο μεταγενέστερα με τον τίτλο «Δίκαιος των Eθνών».
Σε ηλικία είκοσι χρόνων, ο Aλέξης Πάρνης παίρνει μέρος ως καπετάνιοςεφεδρικού ελασίτικου λόχου στην τελευταία μάχη εναντίον των Γερμανών στο Περιστέρι (Γέφυρα Kολοκυνθούς, 12/9/1944). Στα Δεκεμβριανά τραυματίζεται σοβαρά, πολεμώντας την αγγλική επέμβαση. Την περίοδο 1945-1949, υπηρετεί στο Δημοκρατικό Στρατό ως πολεμικός ανταποκριτής του Γενικού Αρχηγείου, στην εφημερίδα Προς τη νίκη. Η στήλη του, σχεδόν καθημερινή, φέρει τον τίτλο: «Είμαι μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού».
Απ’ το 1949 ώς το 1962 ζει στην ΕΣΣΔ. Φοιτά στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας. Το 1954 δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό Νόβι Μιρ το μεγάλο επικό ποίημά του Μπελογιάννης, για το οποίο τον επόμενο χρόνο τιμάται με το Α’ Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας. Η κριτική επιτροπή που τον βραβεύει αποτελείται από τους: Πάμπλο Νερούντα (Πρόεδρος), Ναζίμ Χικμέτ, Νικόλα Γκιλιέν, Ουόρις Ίβενς κ.ά. Το όνομά του περνά στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Βιβλία του και θεατρικά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: ρωσικά, αγγλικά, κινεζικά, γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά, τσεχικά, βουλγαρικά κ.ά. Ο ίδιος έχει ανθολογήσει κι έχει μεταφράσει σημαντικούς Ρώσους ποιητές στον τόμο Ανθολογία ρωσικής ποίησης. Επίσης, έγραψε τα σενάρια σε τηλεοπτικές σειρές που γνώρισαν τεράστια απήχηση.
Ο Καπετάν Μπαρούτας- Θωμάς Λιόλιος , γεννημένος το 1902 στη Φυτειά Ημαθίας, ήταν προπολεμικός κομμουνιστής και στον ΕΛΑΣ ήταν καπετάνιος λόχου σαμποτέρ στο Βέρμιο. Η δράση του και τα κατορθώματα του τον έκαναν γνωστό στη ευρύτερη περιοχή της Κ. Μακεδονίας. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και ήταν από τους πρώτους που ξαναβγήκε στο βουνό (Οκτώβριος 1945), επικεφαλής μιας ομάδας καταδιωκομένων στην ίδια περιοχή από τις πρώτες στην Βόρεια Ελλάδα .Η δράση του προκάλεσε τον φόβο στο «καθεστώς» που πέρα από τις διώξεις της οικογένεια του τον επικήρυξε αυτόν και τα παλικάρια του: Σκοτώθηκε στις 19/7/1946 κοντά στη Νάουσα . Δύο παιδιά του σκοτώθηκαν επίσης στον ΔΣΕ. Η Κατίνα, ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, σκοτώθηκε τον Δεκέμβριο 1948 στο Μπίκοβικ του Γράμμου και ο Κώστας (Μπαρουτάκης), υπολοχαγός του ΔΣΕ, σκοτώθηκε τον Ιούλιο του 1949 στο Βίτσι
Το διήγημα (που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα)
«Βράδι, πρώτη του Νοέμβρη 1945. Λίγο πιο πάνω απ’ τη Φυτιά κοντά στο δάσος δύο καρβουνάδες κάνουν την τελευταία εξέταση, στο καμίνι τους. Είναι κι οι δύο νεολαίοι απ’ τη Φυτιά, παλιοί ελασίτες. Για να γλυτώσουν απ’ τους μαυροσκούφηδες διάλεξαν τη δουλιά του καρβουνά. Ζούσαν όλο τον καιρό όξω στο βουνό, έκοβαν ξύλα, φτιάχνανε το καμίνι και κουβάλαγαν τα κάρβουνα στη Νάουσα. Αυτή ήταν η ζωή τους.
Κείνη τη νύχτα τέλειωσαν νωρίς τη δουλιά και πέσανε να κοιμηθούν στο καλύβι πούχανε φτιάσει. Ξαφνικά μια ριπή έσκισε τη ησυχία. Ύστερα άστραψε ο ουρανός, σφύριξε ο αγέρας. Δέσμες-δέσμες οι τροχειοδεικτικές φεύγανε κατακόκκινες απ’ τη μεριά του βουνού και πνιγόταν μέσα στη Φυτιά.
Ο ένας πετάχτηκε όξω…
Τι γίνεται βρε;
Χτυπάνε τη Φυτιά…
Απ’ το χωριό ακούγονταν ντουφεκιές που πέφτανε ομαδικά σα νάταν πασχαλιά-χαλασμός κόσμου. Φόρεσαν τα τσαρούχια τους κι όρμησαν.
Επανάσταση μωρέ…Χτυπάνε τη Φυτιά…
Ο ένας κοντοστάθηκε μια στιγμή.
Και τα κάρβουνα;
Τι κάρβουνα μου λες μωρέ; Εδώ χαλάει ο κόσμος και μεις νάμαστε όξω;
Τρέχανε μες το σκοτάδι, γκρεμοτσακίζονταν στα χαλίκια ως που έφτασαν τα ακρινά σπίτια του χωριού και όρμηξαν τα παιδιά του Μπαρούτα.
Τι γίνεται βρε;
Ο Μπαρούτας χτυπάει τη Φυτιά…Δε βλέπεις;
Οι δύο καρβουνάδες δεν πρόφτασαν να μπουν κι αυτοί στο χορό. Μέσα σε 9 λεφτά η μάχη είχε τελειώσει- αν πρέπει να το πούμε μάχη.
Γιατί ότι έγινε ήταν πολύ μακριά απ’ το νόημα που δίνει η συνάντηση δυό αντιπάλων τούτη η λέξη. Γιατί μοναχά από μια μεριά έρχονταν τα φωτεινά τόξα των τροχιοδεικτικών.
Απ’ την άλλη άκουγες τρομαγμένες φωνές, τζάμια που σπάζανε, τον αέρα που σφύριζε στις κάμαρες των μαυροσκούφηδων και ανθρώπους να τρέχουνε σαν τρελοί. Οι μαυροσκούφηδες της Φυτιάς απ’ τις πρώτες ριπές, πέταξαν τα όπλα τους και τόβαλαν στα πόδια. Άλλοι κρύφτηκαν σε αχυρώνες, άλλοι σε χαντάκια και υπόγεια, κι ένας άλλος στη βιασύνη του να το σκάσει έπεσε μέσα σε [λυμμυρισμένο βόθρο. Από κει τον έβγαλε η γυναίκα του με χίλιους κόπους και μονάχα που δεν του τις έβρεξε έτσι αγανχτισμένη που ήταν. Το έσερνε για το σπίτι και τον έψαλνε…
Βρε χέστη, αφού δεν έχεις ψυχή να κρατήσεις το τουφέκι γιατί το πήρες;
Τι τόθελα ντε ο βαριόμοιρος… Θαρρούσα όμως ότι δε θα χρειαζόταν να πολεμήσω.
Στο μεταξύ το χωριό ήταν στα χέρια του Μπαρούτα. Αυτό έγινε ακριβώς την πρώτη του Νοέμβρη 1945, όταν όλη η Ελλάδα πνιγόταν κάτω απ’ τις αλυσίδες των εγγλέζικων τανκς που περιοδεύανε μέχρι το τελευταίο χωριό κουβαλώντας τα περιβόητα τάγματα της «Εθνοφυλακής». Απ’ τη σπείρα του Σκουλαριώτη δεν ήταν παρά ο Θεοδωρόπουλος στο χωριό. Οι άλλοι λείπανε στη Βέροια μαζί με τους μαυροσκούφηδες του Γαλή που είχαν αφήσει πρις τρείς μέρες τη Φυτιά.
Η πλατεία γέμισε μονομιάς απ’ τους λευτερωμένους Φυτιώτες. Βγήκαν οι κρυμμένοι, βγήκαν οι δαρμένοι, τα πομπεμένα κορίτσια, βγήκε και η γριά Πανάγιω, η μάνα του Γκιουλιόπουλου κι έπεσε στην αγκαλιά του Μπαρούτα.
Εγώ τόλεγα… Δε θα μας αφήσουν τα παιδιά σ’αυτούς τους αντίχριστους.
Η νεολαία τριγύριζε στους δρόμους και χτύπαγε τις πόρτες.
Ζήτω το καινούργιο αντάρτικο!
Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν. Θαρούσαν ότι το χτύπημα της Φυτιάς ήταν ένα μικρό μονάχα μέρος απ’ το γενικό ξεσήκωμα.
Σ’ ένα σπίτι πιάσανε τρυπωμένο τον τελάλη του Νικολόπουλου που γύριζε κάθε μέρα το χωριό και φώναζε ότι όποιος ελασίτης μετάνιωσε να γραφτεί στη Χ αλλιώς θα του κάψουνε τη φαμίλια. Ο Μπαρούτας δεν τον πείραξε.
Πάρε το χωνί και τρέχα να φωνάξεις καλά λόγια. Αιντε πες να μαζευτούν όλοι στην πλατεία, δεξιοί και αριστεροί. Να μιλήσουμε μονιασμένοι λίγη ώρα.
Οι γυναίκες των μαυροσκούφηδων πήγαν οι ίδιες, τους ξετρύπωσαν απ’ τους κρυψώνες και τους σύρανε στην πλατεία. Αυτοί στην αρχή τραβιόντουσαν τρομαγμένοι.
Θα μας σκοτώσουν μωρέ…
Βρε έλα πάμε..Ποιος θα σε σκοτώσει; Ο Μπαρούτας; Σάμτιες δεν τον ξέρω εγώ τόσα χρόνια τι άνθρωπος είναι;
Όταν μαζεύτηκε όλο το χωριό ο Μπαρούτας μπήκε μπροστά και διάταξε…
Πάμε, στο σχολείο.
Μέσα απ’ το πλήθος ακούστηκαν φωνές.
Ποιο σχολείο; Από καιρό τόχουν κάνει φυλακή…
Πάμε, είπε πάλι ο Μπαρούτας.
Κίνησαν όλοι μαζί, δεξιοί κι αριστεροί, μαυροσκούφηδες και δικοί μας. Όταν φτάσανε μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα, ο Μπαρούτας έβγαλε το αυτόματό του, τσάκισε με δύο ριπές το λουκέτο και μπήκε μέσα.
Το σχολείο ήταν άδειο. Πριν δύο μέρες που φύγανε οι σουρλαίοι πήρανε μαζί όλους τους φυαλακισμένους. Το πάτωμα ήταν λεκιασμένο και βρώμικο. Αίματα, τούφες από βγαλμένα μαλλιά, κουρελιασμένες κουβέρτες, όλα ανάκατα.
Το χωριό χώρεσε ολόκληρο κει μέσα. Έγινε ησυχία και ο Μπαρούτας άρχισε να μιλάει…
Χωριανοί…Δεν ξεσηκώθηκε κανένα κανούργιο αντάρτικο όπως θάρεψαν μερικοί… Εμείς οι λίγοι που μας διώξανε στα βουνά κάναμε μοναχοί μας τούτο δω που έγινε…για να σας δείξουμε τι θα βγεί αν κάνετε ότι σας λέει ο Νικολόπουλος κι όσοι τον πληρώνουν…
Κρυμμένος ανάμεσα στον κόσμο, έτρεμε ο Θοδωρόπουλος ο πρόεδρος της Χ.
Ελα συ δω μπροστά.
Οι γυναίκες των μαυροσκούφηδων αγρίεψαν σαν τον είδανε. Άρχισαν να φωνάζουν και να σπρώχνουν το Θοδωρόπουλο.
Σκότωσε τον βρε Θωμά. Σκότωσέ τον να ξεβρωμίσει η Φυτιά. Αυτός σταυρώνει τους άντρες να πάρουν όπλα.
Ο χίτης, κιτρινιάρης και σκυφτός, ήρθε και ξέρασε μπροστά στον Μπαρούτα…
Λυπήσου τα παιδιά μου βρε Λιόλιο.
Εσύ γιατί δεν λυπήθηκες τα δικά μου Θοδωρόπουλε κι έβαλες τους σουρλαίους να τα πομπέψουνε;
Στέκονται κι οι δύο δίπλα-δίπλα. Ο Μπαρούτας ήταν δυό μπόγια ψηλότερος απ’ το ζαρωμένο χίτη. Με κυπαρισένιο κορμί, τα μαλλιά κατάμαυρα νε πέφτουν αχτένιστα πάνω στο ατίθασο πρόσωπο- φάνταζε σαν τον ίδιο το δίκιο καταντίκρυ στο άδικο.
Εσύ Θοδωρόπουλε , τούπε κοιτάζοντας τον στα μάτια, έκανες τούτο το σχολείο φυλακή. Εγώ θα το κάνω πάλι σχολείο και θα σου μάθω αυτά που σ’ έκαναν να ξεχάσεις οι λίρες των εγγλέζων…
Τον έπιασε απ’ το πέτο και τον τράνταξε.
Γιατί να μη ζήσουμε μονιασμένοι βρες Θέλεις να πιστεύεις στο βασιλιά σου πίστευε. Αν και εγώ θάθελα τώρα να μου πεις μπροστά στους χωριανούς πόσες φορές ήπιες καφέ με το βασιλιά για να το αγαπάς τόσο… Κι ύστερα να μου πεις πόσες φορές ήπιες με μένα και θέλεις τόσο το κακό μου… Αστα όμως τώρα αυτά…Εγώ σε ρωτάω; Θέλεις να ζήσουμε ήσυχοι στο χωριό μας;
Και ποιος δεν το θέλει- έκανε ο Θοδωρόπουλος.
Ο Μπαρούτας κούνησε το κεφάλι:
Μη λες μεγάλα λόγια. Εδώ έχει πέσει ούλο το χρυσάφι της Αγγλίας… εσένα σ’ αρέσουν τα λεφτά…Κι εγώ ξέρω πως μόλις φύγω απ’ το χωριό, θα ξανάρθουν αυτοί. Θα σας πουν ότι ένας είναι ο Μπαρούτας… Τον καθαρίζουμε και τελειώνει. Θα μείνουμε μεις με τη ησυχία μας και σεις με τις λίρες που θα πάρετε για πληρωμή σα τον σκοτώσετε. Μην πάρετε ντουφέκι γιατί σας το ξαναλέω…Το ντουφέκι γεννάει ντουφέκι, το αίμα άλλο αίμα κι ο σκοτωμένος Μπαρούτας πολλούς Μπαρούτητες ζωντανούς..,
Αντε πάτε τώρα στα σπίτια σας…
Χαράματα άφησε η μικρή ομάδα του Μπαρούτα τη Φυτιά. Ηταν ευχαριστημένοι και τραγούδαγαν. Τους ξεπροβόδησε όλο το χωριό. Ολόκληρη η Φυτιά είχε δεχτεί το σπόρο της συμφιλίωσης που του πρόσφερε το ντουφέκι του Μπαρούτα. Γέροι, γυναίκες, ψημένοι άντρες όλοι ήταν βουρκωμένοι Ο Μπαρούτας ήξερε να μιλάει στην καρδιά του λαού»