Το μαγικό βουνό (Der Zauberberg) είναι μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, που εκδόθηκε για πρώτη φορά σαν σήμερα 24 Νοέμβρη 1924 και θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Την άνοιξη του 1912, ο Τόμας Μαν επισκέφθηκε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας, όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του, Κάτια. Κατά την παραμονή του εκεί, είχε μια ιδέα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μαν επεξεργάστηκε αυτή την ιδέα, παρατηρώντας παράλληλα την Ευρώπη να καταστρέφεται και να μετασχηματίζεται και, όταν κάπως τα πράγματα πήραν μια νέα μορφή, και όταν και ο ίδιος πήρε μια νέα μορφή, είχε πια έτοιμη την ιστορία του. Το Μαγικό βουνό εκδόθηκε τέτοιες μέρες πριν από 100 χρόνια. Η παλιά Ευρώπη πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο αποτυπώνεται μέσα από τους ανθρώπους που γνωρίζει στις ελβετικές Άλπεις ο πρωταγωνιστής, Χανς Κάστορπ, ο οποίος, ως γνωστόν, πήγε για τρεις εβδομάδες ως επισκέπτης σε ένα σανατόριο και έμεινε τελικά επτά χρόνια. Μερικές σημειώσεις:
- “Το Μαγικό βουνό, όπως και ο Οδυσσέας και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, προσπαθεί να απαντήσει στο παλιό πρόβλημα του Χέγκελ: Πώς μπορεί κανείς να εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την ολότητα του κόσμου στη σύγχρονη εποχή;” λέει ο καθηγητής και συγγραφέας Μόριτζ Μπάσλερ στο ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ The Magic Mountain – Thomas Mann’s Emblematic Novel − θα το βρείτε ελεύθερο στο Arte.
- “Έχω μια σχέση αγάπης-μίσους με αυτό το βιβλίο. Το έχω διαβάσει πέντε ή έξι φορές από τότε που ήμουν έφηβη και κάθε φορά το διαβάζω διαφορετικά − μεγαλώνει με τον αναγνώστη”, είπε προ ημερών η νομπελίστρια Όλγκα Τοκάρτσουκ στον Guardian, αναφερόμενη στο Μαγικό βουνό – το καινούργιο της μυθιστόρημα, Εμπούσιον, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα «ξαναγράψιμο» του μυθιστορήματος του Μαν.
- “Η ανάγκη για πολιτική ανασυγκρότηση […] είναι τόσο προφανής όσο και στην εποχή του Τόμας Μαν. Αλλά ο Μαν γνώριζε επίσης ότι, για να αντέξει την έλξη μας προς τον θάνατο, μια αξιοπρεπής κοινωνία χρειάζεται ένα θεμέλιο βαθύτερο από την πολιτική: την πεποίθηση ότι, κάπου ανάμεσα στην ύλη και τη θεότητα, εμείς οι άνθρωποι, φτιαγμένοι από νερό, πρωτεΐνες και αγάπη, μοιραζόμαστε ένα κοινό πεπρωμένο”. Ο βραβευμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Πάκερ γράφει στο τρέχον τεύχος του Atlantic ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «The Magic Mountain saved my life».
- Βρήκα τσακισμένη μια σελίδα στο βιβλίο από κάποια παλιότερη ανάγνωση: “Ο χρόνος στην πραγματικότητα δεν έχει τομές, η αρχή ενός καινούργιου μήνα ή έτους δεν αναγγέλλεται ούτε από καταιγίδες ούτε από τρομπέτες – ακόμα και στην αρχή ενός καινούργιου αιώνα είμαστε μονάχα εμείς, οι άνθρωποι, που ρίχνουμε κανονιές και χτυπάμε τις καμπάνες”.
“Οι ιδέες επιβιώνουν όταν παλεύεις γι’ αυτές”
Ως προοδευτικός ιδεολόγος έλεγε: “Toleranz wird zu einem Verbrechen, wenn man dem Bösen mir ihr begegnet” _”Meinungen können nicht überleben, wenn man keine Chance hat, für sie zu kämpfen.” “οι ιδέες δεν επιβιώνουν, αν δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παλέψει γι’ αυτές” και ότι “η ανοχή γίνεται έγκλημα, όταν εφαρμόζεται στο κακό”. “Είναι απίθανο να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα της ανεκτικότητας, μηχανικά. Απλώς υπενθύμισε στον εαυτό σου ότι η ανοχή γίνεται έγκλημα όταν στοχεύει στο κακό.” – Το Μαγικό Βουνό, Έκτο Κεφάλαιο, τελευταία ενότητα: Ως στρατιώτης και με καλή συμπεριφορά. S. Fischer 1954, σελ. 731 _Vsop.de
Στο “Το Μαγικό Βουνό”, για το οποίο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929 – από τις πρώτες σελίδες – γεύεσαι την απόλαυση ενός κειμένου απαράμιλλης ομορφιάς, που μοιάζει με μουσικό κομμάτι, κάτι σαν μαγική συμφωνία, σαν ταξίδι μέσα σε ένα πολύτιμο, ολοζώντανο έργο τέχνης, που σου μιλά για τον εκφυλισμό των ιδεών στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. (Οι ειδικοί το έχουν χαρακτηρίσει “παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου”). Ο Τόμας Μαν – το πολυσύνθετο έργο του οποίου σφράγισε τον 20ό αιώνα – πέθανε Αυγ-1955, στην Ελβετία, αφήνοντας στην παγκόσμια λογοτεχνική ζωή μια ανεκτίμητη καλλιτεχνική κληρονομιά. Έγραψε μερικά από τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ανάμεσά τους τα: “Δόκτωρ Φάουστους”, “Στοχασμοί Eνός Aπολιτικού”, “Τριστάν”, “Μπούντενμπρουκ”, “Η Λόττε στη Βαϊμάρη” κά.
Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του ναζιστικού καθεστώτος και είχε καταγγείλει δημόσια τον εθνικοσοσιαλισμό. Πίστευε με πάθος στη δύναμη της εργατικής τάξης, ενθάρρυνε την αντίστασή της και υποστήριζε θερμά τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη των λαών. Ο γιος του πλούσιου εμπόρου, από το Λύμπεκ, που φοίτησε σε αυστηρά σχολεία και στα δεκαεννιά του, μέσα στα γραφεία μιας ασφαλιστικής εταιρείας στο Μόναχο, έγραψε κρυφά το πρώτο του διήγημα, έγινε αμέσως ο ήρωάς μου! Το χέρι του ήταν ένα από τα πρώτα που κράτησα σφιχτά, στο ταξίδι προς την ενηλικίωση. Με έκανε να νιώσω πως «την τέχνη και τη φαντασία τη χρειαζόμαστε για να μην διαλυθούμε». Οτι «ο πόλεμος είναι μια δειλή απόδραση από τα προβλήματα της ειρήνης». Οτι «τα πάντα είναι πολιτική» και ότι «κάθε αγάπη για την ανθρωπότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέλλον».
Το χρονικό της παρακμής
Το 1942 βρίσκεται στην Αμερική, όπου δεν σταματά να καταγγέλλει τον χιτλερισμό. Εκεί γράφει ένα ασύλληπτης γοητείας χρονικό της παρακμής το “Ο Δόκτωρ Φάουστους”, όπου ανιχνεύει τις ρίζες της θεματικής του ναζισμού στη γερμανική πολιτιστική παράδοση και εντοπίζει σκοτεινούς δρόμους που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Ο ήρωας του βιβλίου, όπως και ο γνωστός Δόκτωρ Φάουστ, συνεργάζεται με το Κακό, με στόχο να αξιοποιήσει τα ταλέντα του για να υλοποιήσει το αισθητικό του ιδεώδες. Υπογράφει λοιπόν συμβόλαιο με τον διάβολο, κερδίζοντας 24 χρόνια έμπνευσης και δόξας. Ο ήρωας όμως αγνοεί πως όποιος ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, όποιος πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο, για πλούτη, δόξα ή νιάτα, καταδικάζεται να κυλήσει στην άβυσσο. Κάποιοι πιστεύουν πως “Ο Δόκτωρ Φάουστους” αποτελεί μια παράδοξη αυτοβιογραφία, που μας “συστήνει” τον συγγραφέα ειλικρινέστερα από τις κλασικές βιογραφίες του. Ισως πρόκειται και για ένα είδος ρέκβιεμ του Μαν, που πάλι με σύμμαχο τη μουσική αποχαιρετά τα νιάτα του. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως αυτός ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον παλμό της εποχής του και τον καταγράφει μοναδικά.
Οι ανεκπλήρωτοι πόθοι,
ένας απατεώνας
και ο μαγικός Βισκόντι
Σε αυτοβιογραφικό του κείμενο, ο Μαν αναφέρει: “Με προορίζανε να αναλάβω τη φυτεία σιτηρών του πατέρα μου που, όταν ήμουν αγόρι ακόμα, έκλεινε τα εκατό της χρόνια. Σπούδασα στο τμήμα επιστημών του Katharineum στο Luebeck. Σιχαινόμουν το σχολείο και από την πρώτη έως την τελευταία τάξη απέτυχα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του, όπως άλλωστε και σε κάθε έξωθεν απαίτηση, εξαιτίας μιας εσωτερικής αντίστασης που με παρέλυε και την οποία, αργότερα, με μεγάλη δυσκολία, έμαθα να καταπολεμώ. Οποια μόρφωση διαθέτω την απέκτησα με έναν ελεύθερο και αυτοδιδακτικό τρόπο. Η επίσημη παιδεία απέτυχε να ενσταλάξει μέσα μου ακόμα και την πιο στοιχειώδη γνώση (…) Το μυθιστόρημά μου “Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ” βασίζεται στην ιδέα μιας παρωδίας, αυτής του να παίρνεις ένα σοβαρό θέμα, μία αυτο-στιλιζαρισμένη, αυτοβιογραφική και αριστοκρατική εξομολόγηση τύπου Γκαίτε, και να την μεταφέρεις στη σφαίρα του χιούμορ και της παρανομίας. Το 1913 η εκδόθηκε η νουβέλα “Ο θάνατος στη Βενετία”, η οποία, με εξαίρεση το Tonio Kroeger, θεωρείται ως το αξιολογότερό μου επίτευγμα στο είδος αυτό”.
Η νουβέλα αυτή, που είναι μια ιστορία για την ηδονή του τέλους, ενέπνευσε τον Λουκίνο Βισκόντι και δημιούργησε το 1971 την εμβληματική ομώνυμη ταινία (Θάνατος στη Βενετία _ Morte a Venezia), με τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του μεσήλικα συγγραφέα Γκούσταφ Ασενμπαχ και τον 15χρονο Μπιόρν Αντρεσεν, με την μποτιτσελική ομορφιά, στον ρόλο του Τάτζιο, του αντικειμένου του πόθου του. Ένας χορός έρωτα και θανάτου σε μια πόλη που μαστιζόταν από επιδημία χολέρας. Ο Βισκόντι, όμως, εκτός από μαρξιστής, αντιστασιακός και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ήταν και αριστοκράτης – απόγονος του Καρλομάγνου – οπότε πέτυχε να αποδώσει αριστουργηματικά στο σελιλόιντ την παρακμή της αριστοκρατίας.
Η “βλακεία” του αντικομμουνισμού
Οι ευαίσθητες κεραίες αυτού του ιδιοφυούς διανοούμενου, του κλασικού του μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, που το εμπλούτισε με νέες ιδέες, «έπιασαν» από νωρίς αυτό που ερχόταν και το πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις. Ηταν εντυπωσιακή η αίσθηση της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας που διέθετε, γι’ αυτό και διέβλεψε τη ναζιστική επέλαση πολύ πριν ξεσπάσει στην Ευρώπη, ένιωσε «τα προεόρτια του πνευματικού φασισμού» και κατήγγειλε τους ναζιστές ότι υπεξαιρούν τη «γερμανικότητα» από τους νόμιμους κληρονόμους της. Στα έργα του Μαν, του λάτρη του Βάγκνερ, που ξεκίνησε ως νατουραλιστής και κατέληξε σύντομα στον κριτικό ρεαλισμό, χαρτογραφείται με το χαρακτηριστικό υποδόριο χιούμορ του η σχέση του ατόμου με την κοινωνία, αλλά και η σύγκρουση του καλλιτέχνη με τις αστικές αξίες. «Ο αντικομμουνισμός – έλεγε – είναι η μεγαλύτερη βλακεία της εποχής μας». (Το 1930 μάλιστα δίνει στο Βερολίνο διάλεξη με τίτλο «Εκκληση προς την λογική», ζητώντας να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών και σοσιαλιστικής εργατικής τάξης ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού).
Τα χνάρια ενός ευσυνείδητου βίου
Το 1915, όταν γίνεται 40 χρονών, γράφει τους “Στοχασμούς ενός απολιτικού” κι εκεί μιλάει για τους δύο κόσμους της Ευρώπης, που πάντα θα συγκρούονται. Αυτόν που μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα και τον άλλον της ψυχής, του προορισμού. Ο Μαν, παραμονές του 21ου αιώνα, μας δείχνει τι αφήνουμε πίσω μας και μας προειδοποιεί γι’ αυτό που πάμε να συναντήσουμε. Βέβαια οι Γερμανοί λένε πως έγραψε τους «Στοχασμούς» εναντίον του αδελφού του και διάσημου τότε συγγραφέα Χάινριχ Μαν, με τον οποίο είχε μακροχρόνια ένταση, αντιπάθεια και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη φιλοσοφία και την πολιτική.
“Το έργο αυτό – δήλωνε ο ίδιος ο Τόμας Μαν – ήταν μια διαμαρτυρία εναντίον των ισοπεδωτικών τάσεων του ανατέλλοντος εκμηχανισμένου πολιτισμού, μια διαμαρτυρία εναντίον της ψυχικής ερήμωσης, της κυριαρχίας του χρήματος και της διαφθοράς του “πολιτικού ανδρός”. Συνεπώς οι “Στοχασμοί” ήταν ένα κείμενο μάχης, ήταν ήδη η έκφραση μιας κρίσης – το προϊόν μιας καινούργιας κατάστασης που προέκυψε από τα εξόχως συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα”. Οπως και να ‘χει, πρόκειται για το σωστό βιβλίο για κάποιον που ψάχνει να μάθει όχι μόνο εκείνη την περιπετειώδη εποχή, αλλά και τον συγγραφέα, αρκεί βεβαίως να διαβαστεί με κριτική διάθεση.
Είχε πει: “Ολη αυτή η αναταραχή που προκάλεσε η επιτυχία δεν κατάφερε ποτέ να μετριάσει την απόλυτη συναίσθηση της σχετικότητας των ερήμων εντός μου, ούτε κατάφερε έστω και για ένα λεπτό να αμβλύνει την αιχμή της αυτοκριτικής μου. Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά την αξία και τη σημασία του έργου μου για τις ερχόμενες γενιές. Για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή ευσυνείδητα”. Εμείς λοιπόν οι ερχόμενες γενιές τού χρωστάμε – ανάμεσα σε πολλά – ότι έψαξε τον ρόλο των μύθων του παρελθόντος που ελέγχουν τις επιλογές μας και μας μίλησε γι’ αυτόν. Στον ακαταμάχητο κ. Μαν χρωστάμε επίσης το ότι έναν αιώνα πριν επεσήμαινε θέματα με ουσιαστικό αντίκρισμα στο σήμερα, θέματα που παραμένουν άκρως επίκαιρα, όπως η σημασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, το μέλλον της Ευρώπης και το απεχθές πρόσωπο του φασισμού. Ο Αντρέ Ζιντ έλεγε πως ο Μαν ήταν “από τους ελάχιστους σύγχρονούς μας, τον οποίο μπορούμε να θαυμάζουμε ανεπιφύλακτα. Το έργο του είναι αψεγάδιαστο, το ίδιο και η ζωή του”.
Ο Μαν άρχισε τη συγγραφή του από το 1912, με σκοπό μια (βραχύτερη) παρουσίαση των εντυπώσεων και εμπειριών του από την επίσκεψη στη σύζυγό του, η οποία νοσηλευόταν σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Κατά την επίσκεψή του, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1912, ο Μαν γνώρισε και την ιατρική ομάδα του ιδρύματος, ενώ έζησε την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά του. Τελικώς, αυτό απετέλεσε τη βάση μόνο για το πρώτο κεφάλαιο («Η άφιξη») του πολύ μεγαλύτερου τελικού ολοκληρωμένου έργου.
Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου διέκοψε τη συγγραφή του βιβλίου. Ο πόλεμος και οι συνέπειές του οδήγησαν τον συγγραφέα στο να επανεξετάσει σε αυτό το έργο την ευρωπαϊκή αστική κοινωνία, καθώς και τις πηγές της εθελούσιας, διεστραμμένης καταστροφικότητας που δείχνει μέγα μέρος της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Οδηγήθηκε επίσης σε εικασίες σχετικές με γενικότερα ζητήματα της στάσεως των ανθρώπων απέναντι στη ζωή, την υγεία, την ασθένεια και τη θνητότητά τους. Τελικώς, το Der Zauberberg κυκλοφόρησε σε δύο τόμους από τον εκδοτικό οίκο του Βερολίνου S. Fischer Verlag.
Η σύνθεση του Μαν είναι λεπτή, φιλόδοξη, αλλά κυρίως αμφίσημη. Από την αρχική του έκδοση μέχρι σήμερα, Το μαγικό βουνό έχει γίνει αντικείμενο ποικίλων κριτικών ερμηνειών και αποτιμήσεων. Γενικώς, θεωρείται ότι το έργο αναμιγνύει έναν προσεκτικό και ακριβή ρεαλισμό με βαθύτερους συμβολικούς τόνους. Εξαιτίας αυτής της πολυπλοκότητας, ο κάθε αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να ζυγιάσει την αισθητική σημασία του πλέγματος των γεγονότων της αφηγήσεως, κάτι που δυσχεραίνει και η ειρωνεία του συγγραφέα. Αργότερα ο Μαν συνέκρινε το μυθιστόρημα με ένα συμφωνικό έργο ενορχηστρωμένο με έναν αριθμό διαφορετικών μουσικών θεμάτων, και ως παιγνιώδες σχόλιο για τα προβλήματα της ερμηνείας του, συνέστησε ότι όσοι επιθυμούν να το κατανοήσουν θα πρέπει να το διαβάσουν ολόκληρο δύο φορές.
Περισσότερα
εδώ
Ελληνικές μεταφράσεις
- Άρη Δικταίου: Εκδ. «Δίφρος», Αθήνα 1956, 448 σελ.
- Θόδωρου Παρασκευόπουλου _ Εκδ. «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα 1989, 2 τόμοι (484+532 σελ.), ISBN 978-960-208-109-9 και 978-960-208-110-5
- Εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1995, 2 τόμοι (590+653 σελ.), ISBN 978-960-256-245-1 και 978-960-256-246-8
- Εκδ. «Μεταίχμιο», πρόλογος Τίνα Μανδηλαρά, Αθήνα 2017, 944 σελ., ISBN 978-618-03-0961-4
Πληροφορίες
με αυστηρή επιλογή από το διαδίκτυο
+ (φυσικά) Ριζοσπάστης