Το τεύχος 97-98 (Άνοιξη-Καλοκαίρι του 2024) του περιοδικού “Θέματα Παιδείας”, με πλούσια _από τη σωστή (την κόκκινη) πλευρά της ιστορίας, όπως πάντα ξεκίνησε αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατο του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, που _κατά δήλωση της συντακτικής του επιτροπής θα συνεχιστεί, με δημοσιεύσεις που θα φωτίζουν τη ζωή και το έργο του. Θ’ ασχοληθούμε ιδιαίτερα _γράφει “με τη λενινιστική φιλοσοφική θεωρία της αντανάκλασης και την επίδρασή της στην ψυχολογία, την παιδαγωγική, τη λογοτεχνία”.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Ξεκινάμε όμως δημοσιεύοντας για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε μετάφραση της συνεργάτιδάς μας Έλλης Κοτσαλίδου (*), τις αναμνήσεις της μεγάλης του αδερφής Άννας Ουλιάνοβα. Σε πείσμα των περιβόητων θεωριών για τα δήθεν εγγενή “χαρισματικά” παιδιά το κείμενο της Ουλιάνοβα αναδείχνει τη σημασία της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου και της διαμόρφωσης συνθηκών για μια ισορροπημένη κοινωνική ζωή.
Η προσωπικότητα βέβαια δε διαπλάθεται μόνο στην παιδική ηλικία κι αυτό ισχύει και για το Λένιν. Τον επαναστάτη διανοούμενο, που με την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας και την πολιτική του στράτευση στην υπόθεση της εργατικής τάξης σημάδεψε την εποχή μας, ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία να χαραχτεί ο δρόμος για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο: ο δρόμος της επανάστασης που οδηγεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Αυτό βέβαια ήταν υπόθεση όλου του κόμματος των μπολσεβίκων με το οποίο ταυτίστηκε ο Λένιν- κανένας άλλωστε δεν διαμορφώνεται ξεχωριστά σαν άτομο. Έπειτα οι προσωπικότητες δε γεννιούνται, διαμορφώνονται με πράξεις που αντιστοιχούν στην εποχή τους. Γι’ αυτό και οι αναμνήσεις της Ά. Ουλιάνοβα δεν τονίζουν μόνο τη σημασία της αγωγής μέσα στο πρόσφορο οικογενειακό τους περιβάλλον, αλλά κλείνουν με την επιλογή του Βλαντίμιρ Ιλίτς, όταν έπαψε νά ‘ναι ο μικρός Βολόντια, να πάρει τη θέση του στην κοινωνική διαπάλη που τον καθόρισε.
Τα παιδικά χρόνια του Λένιν
Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (Λένιν) γεννήθηκε στις 10 (22) Απρίλη 1870 στην πόλη Σιμπίρσκ, που βρίσκεται στις όχθες του Βόλγα. Προς τιμήν του αυτή η πόλη σήμερα ονομάζεται Ουλιάνοφσκ.
Ο πατέρας του Βλαντίμιρ Ιλίτς, ο Ιλιά Νικολάγεβιτς, ασκούσε τότε τα καθήκοντα του επιθεωρητή των σχολείων της περιφέρειας του Σιμπίρσκ. Ταπεινής καταγωγής κι ορφανός από πατέρα, είχε κατορθώσει να συνεχίσει τις σπουδές του χάρη στη βοήθεια του μεγάλου του αδερφού. Όταν πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο, στην αρχή διορίστηκε δάσκαλος στην Πένζα και στο Νίζνι-Νόβγκοροντ. Οι μαθητές του τον αγαπούσαν, γιατί δεν τους τιμωρούσε ποτέ, δεν παραπονιόταν γι’ αυτούς στο διευθυντή, ήταν υπομονετικός και πολύ κατανοητός στις παραδόσεις του. Ακόμα, τις Κυριακές ασχολούνταν αμισθί με τους μαθητές που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά και δεν είχαν κανένα να τους βοηθήσει. Οι παλιοί μαθητές του τον θυμούνταν με μεγάλη αγάπη και ευγνωμοσύνη. Στο Σιμπίρσκ έκανε ό,τι μπορούσε για να ιδρυθούν σχολεία για τους φτωχούς και τα παιδιά των χωρικών. Γι’ αυτό το σκοπό “όργωνε” όλη την περιοχή με κάθε καιρική συνθήκη, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι του.
Η μητέρα του Βλαντίμιρ Ιλίτς, η Μαρία Αλεξάντροβνα, ήταν η κόρη ενός γιατρού- τα νεανικά της χρόνια τα έζησε στην επαρχία και οι αγρότες την αγαπούσαν πολύ. Είχε σπουδάσει μουσική, μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά και όλα αυτά τα δίδασκε στα παιδιά της. Δεν την ενδιέφεραν οι παρέες και οι διασκεδάσεις, και τον περισσότερο χρόνο προτιμούσε να μένει στο σπίτι με τα παιδιά της, που την αγαπούσαν και την τιμούσαν απεριόριστα.
Αρκούσε να διατυπώσει μια σκέψη της με την ήρεμη και γλυκιά φωνή της, για να την υπακούσουν. Αλλά και στον Ιλιά Νικολάγεβιτς ήταν ευχάριστο να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του με την οικογένειά του και τα παιδιά του, να παίζει μαζί τους και να τους διηγείται ιστορίες. Η οικογένεια Ουλιάνοφ ήταν πολύ ενωμένη. Ο Βολόντια ήταν το τρίτο τους παιδί, πολύ σκανταλιάρικο, με μάτια πονηρά και σπινθηροβόλα.
Ο Βολόντια και η κατά ενάμιση χρόνο μεγαλύτερή του αδερφή, η Όλια, ήταν δυο παιδιά πολύ ζωηρά και έξυπνα. Προτιμούσαν τα φασαριόζικα παιχνίδια και τα τρεχαλητά, ιδιαίτερα ο Βολόντια που ήταν ο “αρχηγός”. Έσπρωχνε για παράδειγμα την Όλια κάτω από το ντιβάνι και μετά φώναζε: “Έβγα έξω, εμπρός μαρς!”.
Συνεχώς δραστήριος και φασαριόζος, έκανε τέτοιο πάταγο στο πλοίο που παίρναμε, για να περάσουμε όλη η οικογένεια το καλοκαίρι σ’ ένα χωριό στο Καζάν, που μια φορά η μαμά του είπε “μη φωνάζεις, δεν πρέπει στο πλοίο να κάνεις τόσο θόρυβο”, κι εκείνος απάντησε χωρίς καθόλου να χαμηλώσει τη φωνή του: “είναι που το πλοίο κάνει τόσο θόρυβο”.
Όταν ο Βολόντια και η Όλγα ξεπερνούσαν τα όρια, η μαμά τούς ηρεμούσε βάζοντάς τους να κάτσουν σε μια πολυθρόνα που βρισκόταν στο γραφείο του πατέρα, στη “μαύρη πολυθρόνα”, όπως την είχαν ονομάσει. Για τιμωρία έπρεπε να μείνουν εκεί, έως ότου η μητέρα τούς δώσει την άδεια να σηκωθούν και να ξαναρχίσουν τα παιχνίδια τους. Μια μέρα έβαλαν το Βολόντια να κάτσει στη “μαύρη πολυθρόνα”. Κάποιος φώναξε τη μητέρα κι εκείνη ξέχασε το Βολόντια- ύστερα συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει πολύ ώρα χωρίς να ακουστούν οι φωνές του. Μπήκε στο γραφείο- ο Βολόντια καθόταν φρόνιμα στη “μαύρη πολυθρόνα”, αλλά τον είχε πάρει ο ύπνος με σφιγμένες τις γροθιές.
Με τα παιχνίδια του δεν έπαιζε και πολύ, προτιμούσε να τα σπάει. Όταν εμείς, οι μεγαλύτεροι προσπαθούσαμε να τον εμποδίσουμε, συχνά το έσκαγε και κρυβόταν. Θυμάμαι μια φορά στα γενέθλιά του, όταν του είχαν χαρίσει ένα έλκηθρο με τρία άλογα από πεπιεσμένο χαρτί, που εξαφανίστηκε ύποπτα. Τον ανακαλύψαμε πίσω από κάποια πόρτα, την ώρα που προσπαθούσε σιωπηλά να τσακίσει τα πόδια των αλόγων, ώστε να τα ξεκολλήσει το ένα μετά το άλλο.
✨✨✨
Ο Βολόντια θα ήταν πέντε χρονών, όταν η μητέρα άρχισε να του μαθαίνει να διαβάζει. Τόσο αυτός όσο κι η αδερφή του η Όλια με μεγάλη ευχαρίστηση διάβαζαν τα άφθονα βιβλία και τις εφημερίδες για παιδιά που ο πατέρας μας λάμβανε. Διάβαζαν διηγήματα εμπνευσμένα από τη ρωσική ιστορία κι αποστήθιζαν ποιήματα. Η Όλια ιδιαίτερα ήταν πολύ ικανή ν’ αποστηθίζει μακροσκελή και δύσκολα ποιήματα και να τα απαγγέλλει με μεγάλη εκφραστικότητα.
Ο Βολόντια αγαπούσε πολύ το ποίημα φτωχός χωρικός και, όταν ήτανε εφτά ή οχτώ χρονών, το απάγγελνε με πάθος:
Ο πλούσιος ύπνο δεν θα βρει
στο παραδάκι του απά.
Κι ο φτωχός δεκάρα τσακιστή,
μα τον καιρό του τον περνά
να χαίρεται, να τραγουδά.
Αυτό το ποίημα του άρεσε.
Στην παιδική του ηλικία ο Λένιν δεν είχε ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποια βιβλία. Με ευχαρίστηση διάβαζε τα αναγνώσματα για παιδιά. Μετά τα διαβάσματα έτρεχε να παίξει με την αδερφή του, όπως σας έχω ήδη πει, φασαριόζικα παιχνίδια, δραστήρια και έντονα. Το καλοκαίρι έτρεχαν στον κήπο, σκαρφάλωναν στα δέντρα, έπαιζαν με μας, τους δυο μεγαλύτερους, παιχνίδια όπως η “μαύρη βέργα” (παιχνίδι που σήμερα το λένε “ζεστό χέρι”), o Βολόντια αγαπούσε πολύ αυτό το ομαδικό παιχνίδι και αργότερα το κροκέ. Το χειμώνα, διασκέδαζε πολύ να κατεβαίνει με το παιδικό του έλκηθρο την τσουλήθρα που είχαμε διαμορφώσει μέσα στην αυλή μας, έπαιζε χιονοπόλεμο με τους συμμαθητές του κι αργότερα έμαθε να πατινάρει.
Θυμάμαι στο δημόσιο παγοδρόμιο του Σιμπίρσκ το μεγαλύτερο μας αδερφό, τον Σάσα, κι αυτόν να κατεβαίνουν με τα πατίνια τους πλαγιές που στην αρχή φοβόμασταν να τις κατεβούμε ακόμη και με τα παιδικά μας έλκηθρα, τόσο απότομες ήταν. Διπλώνονταν στα δύο στα πολύ απότομα σημεία και μετά σιγά-σιγά ξανασηκώνονταν όρθιοι και συνέχιζαν να κατηφορίζουν για πολλή ώρα στην πλαγιά. Τους κοίταζα με ζήλεια, χωρίς καν να διανοηθώ να τους μιμηθώ. Νομίζω ότι ο Βολόντια είχε κάποια πλεονέκτημα απέναντι στον Σάσα, καθώς ήταν κοντός και γεροδεμένος. Αργότερα, στο Λύκειο, έγινε πάρα πολύ καλός στο πατινάζ.
Όπως είπαμε και προηγούμενα, ο Βολόντια ήταν σκανταλιάρης και πρώτος στις διαβολιές, η ειλικρίνεια όμως αποτελούσε την καλή του πλευρά: ομολογούσε πάντα τα σφάλματά του.
Στα πέντε του έσπασε το χάρακα που είχαν μόλις κάνει δώρο στη μεγάλη του αδερφή. Ο ίδιος έτρεξε με το σπασμένο χάρακα στο χέρι κι όταν τον ρώτησε πώς έγινε αυτό, “το έσπασα πάνω στο γόνατό μου” απάντησε· κι ύστερα σήκωσε το πόδι του και μας έδειξε πώς ακριβώς τον είχε σπάσει. Η μαμά μου έλεγε: Πάλι καλά, που δεν κάνει τίποτε στα κρυφά.
Μια φορά όμως έκρυψε μία από τις αταξίες του. Ο πατέρας μάς πήγαινε για πρώτη φορά στο Καζάν, για να πάμε στη συνέχεια στη θεία μας, στο χωριό Κοκούσκινο. Εκεί, παίζοντας και χοροπηδώντας με τους αδερφούς, τις αδερφές, ξαδέρφους και ξαδέρφες, σκόνταψε σ’ ένα τραπεζάκι με μια γυάλινη καράφα. Η καράφα έπεσε κι έγινε χίλια κομμάτια. Η θεία μας μπήκε στο δωμάτιο:
–Ποιος έσπασε την καράφα, παιδιά; ρώτησε.
-Όχι εγώ, απαντούσε ο καθένας με τη σειρά.
-Όχι εγώ, απάντησε κι ο Βολόντια.
Φοβόταν να ομολογήσει σε μια θεία που δεν τη γνώριζε πολύ καλά, σε ένα σχεδόν άγνωστο περιβάλλον όπου δεν ένιωθε κάποια οικειότητα, και να πει “εγώ ήμουν”, αυτός που ήταν ο πιο μικρός από όλους, ενώ όλοι τους με μεγάλη ευκολία απαντούσαν “όχι εγώ”. Χρειάστηκε λοιπόν ν’ αποφασίσουμε ότι η καράφα έσπασε μόνη της. Πέρασαν δύο ή τρεις μήνες από το ατύχημα και είχαμε γυρίσει στο Σιμπίρσκ. Και νά που ένα βράδυ, όταν όλα τα παιδιά είχαν ξαπλώσει και η μαμά, που γυρνούσε στα κρεβάτια των παιδιών για να δει αν είναι όλα εντάξει, πλησίασε στο κρεβάτι του Βολόντια, αυτός ξέσπασε ξαφνικά σε αναφιλητά.
–Είπα ψέματα στη θεία Ανία. Είπα ότι δεν είχα σπάσει την καράφα, ενώ εγώ την έσπασα.
Η μητέρα για να τον παρηγορήσει του υποσχέθηκε ότι θα έγραφε στη θεία και θα της ζητούσε συγγνώμη κι αυτή οπωσδήποτε θα τον συγχωρούσε. Το επεισόδιο αυτό δείχνει πόσο ο Βολόντια απεχθανόταν το ψέμα και πως, όταν κάποια φορά είπε ψέματα από φόβο να ομολογήσει έξω από το οικείο του περιβάλλον, δεν είχε ήσυχη τη συνείδησή του, έως ότου αναγνώρισε το λάθος του.
✨✨✨
Εννιάμιση χρονώ, ο Βολόντια πήγε στο Γυμνάσιο (σημ. μετ. _Μέσο σχολείο, όπου οι μαθητές έμπαιναν τότε στα 10 τους χρόνια μετά από εξετάσεις). Τον είχαν προετοιμάσει επί δύο χειμώνες πρώτα ένας δάσκαλος και μετά μια δασκάλα του πιο κοντινού Δημοτικού. Η δασκάλα είχε τη φήμη πολύ καλής παιδαγωγού. Ο Βολόντια πήγαινε σ’ αυτήν μία ώρα, σπάνια δύο ώρες την ημέρα, πριν από τα μαθήματά του, από τις οχτώ έως τις εννέα ή, αν ήταν ελεύθερη, από τις εννέα ως τις δέκα, κατά τη διάρκεια της κατήχησης, της χειροτεχνίας ή του σχεδίου. Και καθώς πάντα του ήταν πολύ σβέλτος, έτρεχε κατευθείαν στα μαθήματά του. Θυμάμαι μια φθινοπωρινή μέρα, ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό, που η μαμά ήθελε να του βάλει το παλτό του, μα μόλις όμως εκείνη πήγε να του το φέρει, εκείνος είχε κιόλας εξαφανιστεί. Βγήκε να τον φωνάξει κι είχε στρίψει ήδη στη γωνιά του δρόμου.
Μελετούσε πρόθυμα και με άνεση. Πέρα από φυσική προδιάθεση, ο πατέρας μας τον είχε διδάξει, όπως και τα άλλα του μεγαλύτερα αδέρφια, να είναι συνεπής, να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του με ακρίβεια και προσοχή. Οι καθηγητές του έλεγαν ότι είχε το μεγάλο προτέρημα να προσέχει τις παραδόσεις των μαθημάτων και, καθώς τα συγκρατούσε όλα από την παράδοση, δεν του έμενε παρά να τα ξαναδιαβάσει στα γρήγορα στο σπίτι. Μόλις λοιπόν καθόμασταν στην τραπεζαρία, στο μεγάλο τραπέζι κάτω από την ίδια λάμπα, να λύσουμε τις ασκήσεις μας, ο Βολόντια που είχε κιόλας τελειώσει τις δικές του, άρχιζε να μιλάει, να χοροπηδάει, να κάνει τα δικά του, να πειράζει τους μικρότερους και να μας ενοχλεί. Εκείνη την εποχή είχαμε στις μεγάλες τάξεις πολλές εργασίες.
– “Βολόντια, σταμάτα!”
-“Μαμά, ο Βολόντια μάς σπάει τα νεύρα!”
Αλλά ο Βολόντια καθόταν λίγο ήσυχα και μετά άρχιζε και πάλι τη φασαρία. […]
✨✨✨
Όταν ο πατέρας μας ήταν στο σπίτι, βοηθούσε τους μεγαλύτερους και έπαιρνε το Βολόντια στο γραφείο του για να τον ελέγξει. Συνήθως ο Βολόντια ήξερε τα πάντα. Ο πατέρας λοιπόν του ζητούσε να γράψει στο τετράδιο τυχαίες λατινικές λέξεις, αλλά ο Βολόντια απαντούσε χωρίς καμιά δυσκολία. Αν ο πατέρας δεν είχε κάτι άλλο για ν’ απασχολήσει το Βολόντια, με το σκάκι για παράδειγμα, η σιωπή στην τραπεζαρία δε διαρκούσε και πολύ.
Ο πατέρας μας αγαπούσε πολύ το σκάκι. Την αγάπη του αυτή την είχε μεταδώσει σε όλους τους αδερφούς μου. Μεγάλος ήταν ο ενθουσιασμός του καθενός, όταν ο πατέρας τον καλούσε στο γραφείο του και έστηνε τα πιόνια. Τη σκακιέρα του αυτή, που της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, την είχε φτιάξει ο ίδιος στον τροχό, στο Νίζνι Νόβγκοροντ, πριν μετακομίσουμε στο Σιμπίρσκ. Με αυτήν είχαμε μάθει όλοι να παίζουμε, και αργότερα, όταν ο Λένιν ζούσε σαν φυγάδας στο εξωτερικό, η μαμά του την έστειλε. Στην Κρακοβία όμως, στην αρχή του πολέμου, τον συνέλαβαν. Όταν ελευθερώθηκε και έπρεπε να φύγει άρον-άρον εγκαταλείποντας τα πράγματά του, χάθηκε η σκακιέρα αυτή.
Ο Βολόντια έπαιζε σκάκι με τον πατέρα και με τον αδερφό μας Σάσα. Εμείς τα κορίτσια παίζαμε λιγότερο. Θυμάμαι όμως ότι ένα φθινόπωρο ο πατέρας και μεις, τα τρία μεγαλύτερα παιδιά, είχαμε τόσο παθιαστεί με το σκάκι με τέσσερις παίκτες, ώστε παίζαμε μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν άρχισαν όμως τα μαθήματα, έπρεπε να το σταματήσουμε, γιατί κρατούσαν πολύ ώρα.
Καθώς ο Βολόντια αντιμετώπιζε με σοβαρότητα όλες τις ασχολίες του, άρχισε να μελετά με σοβαρότητα και το σκάκι, όπως ακριβώς και ο αδερφός του, δηλαδή από ένα εγχειρίδιο. Στη συνέχεια έπαιζε πολύ καλά. Αυτό το παιχνίδι τον διασκέδαζε πολύ, κυρίως στις υποχρεωτικές του παραμονές στην επαρχία κι αργότερα στην εξορία, αλλά και στην αναγκαστική παραμονή του στο εξωτερικό. Όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο, έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση να παίζει σκάκι με τον αδερφό του. Και όχι μόνο σκάκι- ήθελε να παίζει όποιο παιχνίδι έπαιζε ο αδερφός του Σάσα, να κάνει ό,τι εκείνος έκανε. Τον αντέγραφε ως την πιο μικρή λεπτομέρεια. Ό,τι κι αν τον ρωτούσαν, ποιο παιχνίδι ήθελε να παίξει, αν προτιμούσε να πάει περίπατο κι αν ήθελε με το φασκόμηλό του γάλα ή βούτυρο, δεν απαντούσε αμέσως, αλλά περίμενε την αντίδραση του Σάσα. Ο Σάσα καθυστερούσε κι αυτός την απάντησή του κοιτάζοντας πονηρά τον αδερφό του. Εμείς τον πειράζαμε γι αυτό, αλλά ο Βολόντια απαντούσε, “σαν του Σάσα”. Καθώς ο Σάσα ήταν ένα αγόρι σοβαρό, σκεπτόμενο και υπεύθυνο, το γεγονός ότι ο Βολόντια είχε σαν πρότυπο τον Σάσα, ήταν προς όφελος του: είχε μπροστά του ένα παράδειγμα συγκέντρωσης, συνέπειας, αυστηρής υπευθυνότητας και απεριόριστης εργατικότητας.
Το παράδειγμα του Σάσα, του λατρεμένου μεγαλύτερου αδερφού, άσκησε τεράστια επίδραση στον Βολόντια. Ο Σάσα ήταν παράδειγμα για όλους μας και όχι μόνο στην εργατικότητα: τον αγαπούσαμε όλοι για την ευαισθησία του, το γλυκό του χαρακτήρα και παράλληλα για τη δικαιοσύνη και τη σταθερότητά του. Ο Βολόντια στα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ ευέξαπτος, άναβε με την πρώτη, και το παράδειγμα του Σάσα, που ήταν ήρεμος και συγκρατημένος, είχε μεγάλη επίδραση σε όλους μας και ιδιαίτερα στο Βολόντια. Ο Βολόντια άρχισε συνειδητά να καταπολεμά αυτό του το ελάττωμα, ώστε τέτοιες εξάρσεις στη διάθεσή του σχεδόν να εξαλειφθούν.
Με την ίδια επιμονή προσπαθούσε να αναπτύξει την εργατικότητά του. Βέβαια εκτελούσε με ευσυνειδησία όλες τις υποχρεώσεις του, με εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά παίρνοντας υπόψη τις ικανότητές του, δε χρειαζόταν να καταβάλει και πολύ κόπο για τις εργασίες του και να αναπτύξει την εργατικότητά του.
Καθώς παρατηρούσε και τον ίδιο του τον εαυτό και ό,τι τον περιέβαλλε χωρίς αυταρέσκεια, ο Βολόντια γρήγορα ανακάλυψε την παραπάνω αδυναμία του. Μια μέρα, ακούγοντας την Όλια να επαναλαμβάνει στο πιάνο ατελείωτα ασκήσεις με αξιοσημείωτη υπομονή, μου είπε: “Να, μια αξιοζήλευτη εργατικότητα”. Θεώρησε λοιπόν θέμα τιμής να αναπτύξει αυτήν την εργατικότητα, που παρατηρήσαμε ήδη όταν κατάφερε να ολοκληρώσει το πανεπιστήμιο, και που αργότερα θα μας κατέπλησσε όλους.
Αυτό που είχα παρατηρήσει επίσης στο Βολόντια ήδη από την παιδική ηλικία ήταν το έντονο κριτικό του πνεύμα. Αυτό το ζωηρό και πονηρό αγόρι, που εύκολα ανακάλυπτε τις κωμικές πλευρές και τις αδυναμίες των άλλων και με πολλή χάρη τις σατίριζε, πραγματικά έβλεπε πολύ περισσότερα και βαθύτερα. Πρόσεχε εξίσου τις καλές πλευρές, και πάντα με στόχο να τις αξιοποιήσει, όπως για παράδειγμα, το πιάνο της Όλγας. Νομίζω ότι αυτό ήταν ένα από τα πιο ισχυρά προτερήματα του Βολόντια. Θυμάμαι ότι σε κάποιες περιπτώσεις τον άκουγα να λέει: “Αναρωτιέμαι αν θα είχα το κουράγιο να το κάνω αυτό.
Όχι, δεν το πιστεύω…”. Στην παιδική του ηλικία ποτέ του δεν παρουσίασε δείγματα περιαυτολογίας και κομπασμού. Για τα ελαττώματα αυτά έτρεφε μεγάλη απέχθεια και αργότερα, στο τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Νεολαίας, συνιστούσε στους νέους να τα προσέχουν. Άλλωστε και ο πατέρας μας δεν αγαπούσε καθόλου την καυχησιολογία και, παρ’ όλη τη σταθερή μας επιτυχία στο Γυμνάσιο, ιδιαίτερα του Βολόντια, δεν έδινε συγχαρητήρια σε κανέναν, κι ας χαιρόταν γι’ αυτήν, προσπαθώντας να μας κάνει να δουλεύουμε περισσότερο.
✨✨✨
Κάθε φορά που επέστρεφε από το Γυμνάσιο, ο Βολόντια διηγιόταν στον πατέρα μου ό,τι είχε κάνει στο μάθημα και πώς είχε απαντήσει. Καθώς όμως κάθε μέρα συνέβαιναν τα ίδια, δηλαδή σωστές απαντήσεις- καλοί βαθμοί, ο Βολόντια πολύ απλά διέσχιζε το δωμάτιο που οδηγούσε στο γραφείο του πατέρα επαναλαμβάνοντας στη διάρκεια της διαδρομής προς το γραφείο: “Ελληνικά Γερμανικά πέντε”.(σημ. μετ. _ η βαθμολογική κλίμακα είχε άριστα το 5) -αναβλέπω καθαρά αυτή τη σκηνή: είμαι στο γραφείο και διακρίνω το χαμόγελο ικανοποίησης που ανταλλάσσουν ο πατέρας με τη μητέρα μου παρακολουθώντας με το βλέμμα τον μικροκαμωμένο και γεροδεμένο Βολόντια με τη μαθητική του στολή, τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του να ξεφεύγουν από το κασκέτο του, να περνά γρήγορα μπροστά από την πόρτα. Τα μαθήματα παράλλαζαν, ώστε άλλοτε άκουγες “Άλγεβρα πέντε” άλλοτε “Λατινικά πέντε”, αλλά το πέντε, ο μεγαλύτερος βαθμός στα ρώσικα σχολεία, δεν άλλαζε ποτέ.
Ο πατέρας μας έλεγε εκείνη την εποχή στη μητέρα ότι ο Βολόντια είχε μεγάλη ευκολία στη μάθηση κι αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην οκνηρία. Τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό δεν συνέβη κι ο Βολόντια κατόρθωσε να γίνει εξαιρετικά εργατικός.
Του άρεσε όμως εξίσου και να γελάει. Παρέα με τα παιδιά της ηλικίας του και με τα μικρότερά μας αδέρφια (Ολια και Μίτια) ήταν αρχηγός σε όλα τα παιχνίδια. Κάθε μέρα τον ακούγαμε να γελάει και να λέει ανέκδοτα και αστεία.
Η Βέρα Βασίλιεβνα Κασκαντάμοβα, δασκάλα και φίλη της οικογένειας, ανακαλεί στις αναμνήσεις της την ωραία ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι μας, όταν η οικογένειά μας συγκεντρωνόταν το βράδυ για το τσάι: “Οι φωνές του Βολόντια και της αδερφής του Όλγας, έλεγε, κυριαρχούσαν πάνω στις άλλες. Κάθε λεπτό αντηχούσαν οι δυνατές φωνές τους και το μεταδοτικό τους γέλιο”. Μιλούσαν για τα καθημερινά γεγονότα της ζωής του σχολείου, για όλες τις φάρσες και τις σκανταλιές τους. Αλλά και ο πατέρας μας αφήνοντας τις σοβαρές υποθέσεις στο γραφείο ήθελε να κουβεντιάζει μαζί μας, να διηγείται ιστορίες από τα νιάτα του, για τους συμμαθητές του, και αστεία από τη σχολική του ζωή. “Όλοι γελούσαν και διασκέδαζαν. Αισθανόταν κανείς τόσο όμορφα μέσα σ’ αυτήν την ενωμένη οικογένεια”, γράφει η Κασκαντάμοβα. (…)
Ο Βολόντια αγαπούσε πολύ τη μουσική. Η μαμά τού έδειξε κάποιες ασκήσεις για αρχάριους, του έμαθε να παίζει μερικά τραγούδια και μερικά εύκολα κομμάτια για παιδιά, κι αυτός άρχισε να παίζει με τρόπο πολύ αλέγρο και πολύ εκφραστικό. Η μητέρα στενοχωρήθηκε που ο Βολόντια εγκατέλειψε τη μουσική, στην οποία είχε ταλέντο.
Εκείνη την εποχή συνήθιζαν την άνοιξη ν’ αφήνουν πουλιά να πετάξουν ελεύθερα. Στο Βολόντια άρεσε η συνήθεια αυτή και ζητούσε πάντα από τη μητέρα χρήματα για να αγοράσει κάποιο πουλί και στη συνέχεια να το αφήσει ελεύθερο.
Όταν ήταν μικρός ο Βολόντια αγαπούσε να πιάνει πουλιά σε δίχτυα που έστηνε με τους συμμαθητές του. Θυμάμαι κάποτε είχε μια καρδερίνα στο κλουβί. Δεν ξέρω αν την είχε αγοράσει, πιάσει ή ήταν δώρο, θυμάμαι μόνο ότι δεν έζησε πολύ· έχασε τη διάθεσή της, ανασήκωσε τα φτερά της και πέθανε. Δεν ξέρω γιατί. Αναρωτιέμαι αν έφταιγε ο Βολόντια, αν ξεχνούσε να ταΐσει το πουλί, ή όχι.
Θυμάμαι μόνο ότι κάποιος τον κατηγόρησε. Ξαναβλέπω το πρόσωπό του, σοβαρό και συγκεντρωμένο μπροστά στο πεθαμένο πουλί, πριν πει με αποφασιστικότητα: “Ποτέ πια δε θα βάλω πουλί σε κλουβί”. Είναι γεγονός πως κράτησε την υπόσχεσή του.
Πήγαινε επίσης να ψαρέψει στο Σβιάγκα (παραπόταμο του Σιμπίρσκ). Ένας από τους συμμαθητές του αφηγείται το παρακάτω επεισόδιο. Κάποιος από την παρέα πρότεινε να ψαρέψουν σε μια τάφρο με νερό, που ήταν πολύ κοντά, υποστηρίζοντας ότι οι κυπρίνοι τσιμπούσαν πιο πολύ εκεί. Πήγαν λοιπόν, αλλά ο Βολόντια έπεσε και ο βούρκος άρχισε να τον καταπίνει. “Δεν ξέρω τι θα γινόταν, διηγείται αυτός ο συμμαθητής, εάν ένας εργάτης κοντινού εργοστασίου, ακούγοντας τις φωνές μας δεν ερχότανε να βγάλει το Βολόντια από την τάφρο”. Μετά το επεισόδιο αυτό μας απαγόρευσαν να πηγαίνουμε στο Σβιάγκα.
Αλλά ο Βολόντια, που στην παιδική του ηλικία ψάρευε και έπιανε πουλιά, στις μεγαλύτερες τάξεις δεν πολυενθουσιαζόταν πια με αυτές τις ασχολίες. Δεν πήγαινε βαρκάδα με τον Σάσα, όταν ερχόταν μετά το Πανεπιστήμιο να περάσει τις διακοπές του στο Σιμπίρσκ. Αντίθετα ο μικρός μας αδερφός Μίτια, με μεγάλη του ευχαρίστηση συνόδευε τον Σάσα στις εξερευνήσεις του, στο Σβιάγκα, για κάθε είδος σκουληκιού ή άλλου υδρόβιου ζώου. Από το Λύκειο ακόμη ο Σάσα είχε αδυναμία στις Φυσικές Επιστήμες. Είχε γραφεί στο Ινστιτούτο Φυσικών Επιστημών και ασχολούνταν με τις έρευνες κατά τη διάρκεια των διακοπών του με στόχο να συγκεντρώσει ερευνητικό υλικό για τις μελέτες του.
Ο Βολόντια δεν ενδιαφερόταν για τις Φυσικές Επιστήμες. Στο Λύκειο ενδιαφερόταν για τα Λατινικά, τα έργα των κλασικών, την Ιστορία, τη Γεωγραφία, την Έκθεση, στην οποία ήταν εξαιρετικός. Για τη σύνταξη των Εκθέσεών του δεν περιοριζόταν στις παραδόσεις των καθηγητών του- δανειζόταν βιβλία από τη Βιβλιοθήκη κι οι μελέτες του ήταν τεκμηριωμένες, η επεξεργασία του θέματος ήταν άψογη και διατυπωμένη με λογοτεχνικό ύφος. Ο Διευθυντής του Λυκείου, φιλόλογος που δίδασκε στην τελευταία τάξη, αγαπούσε πολύ το Βολόντια, τον επαινούσε για τις εργασίες του και του έβαζε τους καλύτερους βαθμούς.
Ο Βολόντια δεν αγαπούσε τις ασχολίες που ενθουσίαζαν συνήθως τα παιδιά της εποχής εκείνης. Βέβαια καταπιάνονταν όπως όλοι μας με κάθε είδους γιρλάντα και διακόσμηση για το Χριστουγεννιάτικο έλατο, που μας άρεσε πολύ και το στολίζαμε μόνοι μας. Εκτός όμως απ’ αυτές τις παιδικές ασχολίες δεν τον θυμάμαι να καταπιάνεται με την ξυλουργία ή με κάποια άλλη χειροτεχνία. Ακόμη και η ιδιαίτερη προτίμηση όλων των παιδιών, το μοντέρνο πριόνι, στο οποίο διακρινόταν ο μεγάλος μας αδερφός, δεν του έλεγε πολλά πράγματα.
Πέρα από τα μαθήματα, κατά τη διάρκεια των χειμωνιάτικων και καλοκαιρινών διακοπών, είτε διάβαζε μασουλώντας λιόσπορους είτε έβγαινε έξω, πήγαινε περιπάτους. Το χειμώνα έκανε πατινάζ ή έπαιζε κροκέ και το καλοκαίρι πήγαινε για κολύμπι. Τα “περιπετειώδη” μυθιστορήματα δεν τραβούσαν το ενδιαφέρον του και θυμάμαι ότι παθιαζόταν με τον Γκόγκολ και αργότερα τον Τουργκένιεφ, που είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει πολλές φορές.
Με τους συμμαθητές του είχε καλές σχέσεις: τους εξηγούσε ό,τι δεν είχαν καταλάβει στο μάθημα, διόρθωνε τις μεταφράσεις και τις εκθέσεις τους, βοηθώντας τους σε όσες δυσκολεύονταν ακόμα και να τις γράψουν. Μου έλεγε ότι ήθελε να βοηθάει τους συμμαθητές τους προπάντων με τέτοιον τρόπο, ώστε να παίρνουν καλούς βαθμούς χωρίς κανείς να καταλάβει ότι κάποιος τους είχε βοηθήσει, και ειδικά ο ίδιος. Έδινε τις λύσεις των ασκήσεων στο διάλειμμα και, όπως και ο αδερφός του Σάσα, έφτανε στο Λύκειο μισή ώρα νωρίτερα, για να μεταφράσει ένα δύσκολο κείμενο από τα Λατινικά ή τα Ελληνικά ή να εξηγήσει ένα περίπλοκο θεώρημα. Όλη η τάξη στήριζε τις ελπίδες της στο Βολόντια- ήταν ο πρώτος στην τάξη και βοηθούσε τους άλλους.
✨✨✨
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας στο Σιμπίρσκ, η οικογένειά μας ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρεται από το ένα άβολο διαμέρισμα σ’ ένα άλλο εξ ίσου ή και περισσότερο άβολο, έως ότου ο πατέρας αγόρασε ένα ξύλινο σπίτι στην οδό Μόσχας. Αυτό το σπίτι έχει τώρα μεταβληθεί σε Μουσείο Λένιν, παναπεί πως όλο το σπίτι, με όλα τα έπιπλα και τα σκεύη, έχει διαμορφωθεί, στο μέτρο του δυνατού, όπως ακριβώς τα είχε γνωρίσει ο Λένιν στην παιδική του ηλικία.
Ήταν μια μονοκατοικία με ισόγειο και ημιώροφο, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια των παιδιών. Το δωμάτιο του Βολόντια ήταν δίπλα στο δωμάτιο του Σάσα στη μια άκρη του σπιτιού, ενώ το δικό μου δωμάτιο και τα δωμάτια των τριών μικρών ήταν στην άλλη άκρη και χρησιμοποιούσαμε διαφορετική σκάλα. Εγκατασταθήκαμε στο σπίτι αυτό όταν ο Βολόντια ήταν οχτώ ετών, και πέρασε πέντε χρόνια σπουδών δίπλα στον Σάσα. Αναγνωρίζοντας την προσωπικότητα του αδερφού του συμμετείχε στα επιστημονικά του πειράματα, ενδιαφερόταν για τα βιβλία που εκείνος διάβαζε και του ζητούσε συμβουλές.
Πίσω από το σπίτι υπήρχε μεγάλη αυλή, πνιγμένη στο πράσινο, όπου είχαν δημιουργήσει για μας έναν ιδιαίτερο χώρο. Στη συνέχεια της αυλής υπήρχε κήπος, αρκετά μεγάλος, που έβλεπε σε άλλο δρόμο, στην οδό Ποκρόφσκαγια. (…) Ο κήπος είχε δέντρα οπωροφόρα: μηλιές, κερασιές, και πολλά και διάφορα θαμνοειδή. Υπήρχε ακόμη ένα όμορφο παρτέρι με λουλούδια. Η μαμά μας αγαπούσε πολύ τον κήπο και την κηπουρική και τον περιποιόταν η ίδια. Δεν προσλαμβάναμε κανέναν, ίσως μονάχα για μερικές πολύ κοπιαστικές δουλειές, την άνοιξη ή του φθινόπωρο, όπως το κλάδεμα των δέντρων. Όλη η οικογένεια ασχολούμαστε με τον κήπο.
Θυμάμαι τα καλοκαιρινά βράδια, μετά από μια πολύ ζεστή, κατάξερη μέρα, όλους μας με ποτιστήρια, στάμνες, κουβάδες για ν’ αντλήσουμε νερό από το πηγάδι, να πηγαινοερχόμαστε από το πηγάδι στον κήπο. Ξαναβλέπω επίσης το Βολόντια να πηγαινοέρχεται με άδειο ποτιστήρι.
Απολαμβάναμε τους καρπούς των δέντρων και των θάμνων. Και σ’ αυτό όμως υπήρχε μια συγκεκριμένη διαδικασία. Όταν τα μήλα ωρίμαζαν, μας επέτρεπαν να μαζέψουμε τους “πεσέδες”, δηλαδή τα μήλα που είχαν πέσει στο έδαφος, αλλά δεν κόβαμε μήλα από τα κλαδιά. Υπήρχε μια σειρά προτεραιότητας: καταναλώναμε πρώτα τα πρώιμα, τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαμε για μαρμελάδες για το χειμώνα κι είχαμε καθ’ όλη τη διάρκειά του.
Θυμάμαι πόσο θυμώσαμε, όταν είδαμε ένα κοριτσάκι που μας είχε επισκεφτεί να δαγκώνει ένα μήλο από το κλαδί και να φεύγει με θράσος. Αυτές οι κατεργαριές ήταν άγνωστες σε μας, μέχρι και ακατανόητες. Το ίδιο συνέβαινε και με τους θάμνους: μας έδειχναν τις φράουλες και τα σμέουρα που μπορούσαμε να φάμε κατά βούληση, χωρίς όμως να αγγίζουμε τα όψιμα είδη, που ήταν προορισμένα για μαρμελάδες. Θυμάμαι που όλοι οι γνωστοί μας απορούσαν, όταν έβλεπαν τρεις ωραίες κερασιές, κοντά στην κληματαριά, όπου παίρναμε το τσάι μας το καλοκαίρι, να μένουν ως τις είκοσι Ιούλη (τη γιορτή του πατέρα), σκεπασμένες με κεράσια, χωρίς κανένα παιδί να σκέφτεται να τις αγγίξει.
– Τα παιδιά μπορούν να μαζέψουν φρούτα από άλλες γωνιές του κήπου, καθώς έχω τα δέντρα αυτά να μην τα αγγίξει κανείς ως τις είκοσι Ιούλη, έλεγε η μητέρα.
Η μητέρα μας ήξερε να επιβάλλει πειθαρχία, χωρίς να μας πιέζει υπερβολικά- κι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγησή μας.
Ο Λένιν από την παιδική του ηλικία είχε λοιπόν αφομοιώσει την έννοια της πειθαρχίας και της οικονομίας, που διατήρησε στην ιδιωτική του ζωή κι απαιτούσε και από τους συντρόφους του στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.
✨✨✨
Ήταν το 1886, μόλις ο Βλαντίμιρ Ιλίτς γινόταν 16 χρονών, όταν η οικογένειά μας δέχτηκε το πρώτο σκληρό πλήγμα: στις 13 Γενάρη ο πατέρας μας ο Ιλιά Νικολάγεβιτς πέθανε ξαφνικά. Ο Αλέξανδρος Ιλίτς βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Πετρούπολη. Ο Βολόνπα λοιπόν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ανέλαβε χρέη πρωτότοκου κι έδειξε μεγάλη συμπαράσταση στη μητέρα μου κάνοντας τα πάντα για να την ξαλαφρώσει από έννοιες που τώρα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει.
Εκείνο το χειμώνα έμεινα περισσότερο χρόνο στο Σιμπίρσκ, όπου ο θάνατος του πατέρα με βρήκε πάνω στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Έπρεπε να μελετήσω Λατινικά για τα μαθήματά μου και ο Βολόντια που ήταν άριστος σ’ αυτά ανέλαβε να με βοηθήσει. Θυμάμαι πόσο ζωντανά και ενδιαφέροντα ήταν τα μαθήματά του: είχε την ικανότητα να εξηγεί αναλυτικά. Έλεγε μάλιστα ότι οι σπουδές στο Γυμνάσιο ήταν πολύ “απλωμένες” και κάποιος σοβαρός και ώριμος θα μπορούσε ν’ αφομοιώσει τέλεια μέσα σε δύο χρόνια τις γνώσεις που δίνονταν σε οχτώ. Αυτό το απέδειξε προετοιμάζοντας μέσα σε δύο χρόνια για τις απολυτήριες εξετάσεις, με ιδιαίτερα μαθήματα, το δάσκαλο Οκχόνικοφ.
Αυτός ο δάσκαλος είχε τσουβάκικη καταγωγή και δίδασκε σε σχολείο για παιδιά Τσουβάκων (σημ. μετ. _μια από τις εθνικές μειονότητες της Ρωσίας). Είχε κλίση στα Μαθηματικά- είχε κατορθώσει να μελετήσει μόνος του τα Μαθηματικά του Λυκείου κι επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα αυτό. Αλλά, για να μπει στο Πανεπιστήμιο, έπρεπε να περάσει εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα και στις νεκρές γλώσσες.
Οπωσδήποτε αυτό δεν ήταν εύκολο για έναν Τσουβάκο που δεν γνώριζε καλά ούτε τη ρωσική γλώσσα και δεν είχε ιδιαίτερη κλίση στις γλώσσες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Παρ’ όλα αυτά ο Βολόνπα, στον οποίο ο επιθεωρητής του σχολείου των Τσουβάκων, ο Γιάκοβλεφ, φίλος της οικογένειας, είχε προτείνει να προετοιμάσει τον Οκχόνικοφ για τις εξετάσεις, ανέλαβε να προετοιμάσει το μαθητή του σ’ ενάμισι με δύο χρόνια, ενώ παράλληλα τελείωνε και ο ίδιος τις σπουδές του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Οκχόρνικοφ λοιπόν πέρασε με επιτυχία όλες του τις εξετάσεις, τον ίδιο χρόνο με το Βολόντια, και μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει επίσης να προσθέσω ότι ο Βολόντια δεν είχε πάρει χρήματα από το μαθητή του.
Το 1887, όταν ο Βολόντια πήγαινε στην τελευταία τάξη του Λυκείου, μια μεγάλη δυστυχία χτύπησε την οικογένειά μας. Συνέλαβαν τον Αλέξανδρο Ιλίτς για συμμετοχή του στην απόπειρα εναντίον του τσάρου Αλεξάνδρου του 3ου.
Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς ήταν ο πρώτος που έμαθε την είδηση και ανέλαβε να προετοιμάσει τη μαμά. Αυτό έγινε ως εξής:
Ένα συγγενικό μας πρόσωπο ενημέρωσε τη δασκάλα Κασκαντάμοβα, στο Σιμπίρσκ, ότι είχαν συλλάβει τον Αλέξανδρο κι εμένα την ίδια, παρακαλώντας να προετοιμάσουν τη μητέρα.
“Αφού πήρα το γράμμα -αφηγείται η Κασκαντάμοβα- έστειλα κάποιον στο Λύκειο να βρει το Βολόντια για να του δώσω να το διαβάσει. Έσμιξε τα φρύδια του και έμεινε αρκετή ώρα αμίλητος. Δεν είχα πια μπροστά μου το μέχρι εκείνη τη στιγμή χαρούμενο αγόρι, αλλά έναν ώριμο άντρα”. “Είναι πολύ σοβαρό και μπορεί να έχει πολύ άσχημη τροπή για το Σάσα μας” είπε στο τέλος”.Και πράγματι, ο Σάσα θεωρήθηκε ο κύριος υπεύθυνος της απόπειρας, καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε στις 8 Μάη του 1887. Ο Βολόντια υπέμεινε την τραγική αυτή δοκιμασία χωρίς να λυγίσει. Συνέχισε ν’ αφιερώνεται στις σπουδές του, αλλά έγινε πιο σοβαρός και λιγομίλητος. Αναρωτιόταν συχνά αν ο αδερφός του είχε διαλέξει το σωστό δρόμο για τον αγώνα και κατέληγε: “Εμείς δε θ’ ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο. Δεν είναι αυτός ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε.”
Οι υπεύθυνοι του Λυκείου του Σιμπίρσκ επικρίθηκαν αυστηρά που είχαν δώσει καλούς βαθμούς και είχαν απονείμει το χρυσό μετάλλιο σε έναν “τρομοκράτη εγκληματία”. Είχαν συμφωνήσει να μην απονείμουν το χρυσό μετάλλιο στον αδερφό του, το Βλαντίμιρ Ιλίτς, αλλά οι επιτυχίες του κατά τη διάρκεια των οχτώ χρόνων σπουδών ήταν τόσο μεγάλες και οι απαντήσεις του στις απολυτήριες εξετάσεις τόσο λαμπρές, που δεν μπόρεσαν να του στερήσουν το άριστα, ούτε κι από την αδερφή του Όλγα. Έλαβε τελικά αυτό το μετάλλιο και μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καζάν. Η μητέρα πούλησε το σπίτι στο Σιμπίρσκ και ό,τι άλλο δεν ήταν εντελώς απαραίτητο κι εγκαταστάθηκε στο Καζάν με τ’ άλλα παιδιά.
Ο ζυγός που βάραινε ήδη τους φοιτητές τη δεκαετία του 1880, έγινε ακόμη πιο καταπιεστικός μετά την απόπειρα της 1ης Μάρτη του 1887, στην οποία είχαν συμμετάσχει και φοιτητές. Αστυνομικοί, πραγματικά κυνηγόσκυλα, ονομάστηκαν “επόπτες των φοιτητών”. Μεθόδευσαν το κλείσιμο όλων των φοιτητικών συλλόγων, ακόμη και των πιο ακίνδυνων, διέλυσαν όλες τις οργανώσεις και προχώρησαν σε συλλήψεις και μαζικές απελάσεις. Οι φοιτητές σ’ όλα τα Πανεπιστήμια άρχισαν να διαμαρτύρονται. “Φοιτητικές ταραχές”, όπως τις ονόμαζαν, έλαβαν χώρα και στο Πανεπιστήμιο του Καζάν.
Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς έλαβε μέρος σε μια παράνομη συγκέντρωση, διώχτηκε από το Πανεπιστήμιο μαζί με άλλους φοιτητές και υποχρεώθηκε σε κατ’ οίκον εγκλεισμό στο χωριό Κοκούσκινο. Αυτή η δίωξη έβαλε τέλος στη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο. Οι πόρτες της Ανώτατης Εκπαίδευσης έκλεισαν πίσω του τελειωτικά και, κυρίως επειδή ήταν αδερφός του Αλέξανδρου Ιλίτς, οι αιτήσεις επαναφοράς του στο Πανεπιστήμιο απορρίφθηκαν όλες.
Έτσι λοιπόν στα δεκαεφτά του χρόνια υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Ήταν όμως τόσο ικανός, που μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του μόνο με αυτομόρφωση, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια. Τελείωσε και τυπικά τις σπουδές του και πήρε τελικά το πτυχίο και την άδεια επαγγέλματος, δίνοντας εξετάσεις στη Νομική Σχολή την ίδια χρονιά με τους συμφοιτητές του, σαν να μην είχε ποτέ αποκλειστεί από το Πανεπιστήμιο.
Θυμάμαι που πολλοί απόρησαν, που δεν έχασε ούτε μια χρονιά μετά από τόσες αντιξοότητες, που δε χρειάστηκε τέσσερα χρόνια όπως οι άλλοι, αλλά μόνο δυο χρόνια για να ετοιμαστεί για τις πτυχιακές του εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα του πανεπιστημιακού προγράμματος σπουδών. Το πτυχίο τον οδηγούσε σε ένα επάγγελμα (τοποθετήθηκε ως ασκούμενος δικηγόρος), επομένως του έδινε τη δυνατότητα να κερδίσει τη ζωή του, πράγμα το οποίο έπρεπε να σκεφτεί: όλη η οικογένεια ζούσε μόνο από τη σύνταξη της μητέρας, και λίγο-λίγο έτρωγε ό,τι είχε αφήσει ο πατέρας μας.
Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, πρώτα στο Καζάν και ύστερα στη Σαμάρα, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς εξελίχθηκε σε γενναίο, συνειδητοποιημένο και ανυποχώρητο μπροστά στις δυσκολίες επαναστάτη και δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τα δίκαια των εργαζόμενων.
Με ιδιαίτερη προσοχή διάβαζε τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς απόδειξαν ότι σε όλες τις χώρες οι καπιταλιστές καταπίεζαν τους εργάτες και εκμεταλλεύονταν την εργασία τους, όπως και οι γαιοκτήμονες εκμεταλλεύονταν την εργασία των χωρικών. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν ότι δεν υπάρχει άλλο μέσο να βάλουν τέλος σε όλη τούτη την καταπίεση και την εκμετάλλευση: οι εργάτες έπρεπε να ενωθούν και με τη στήριξη του συνόλου των εργαζόμενων να ανατρέψουν την εξουσία των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, να ιδρύσουν μια νέα κοινωνία και να δημιουργήσουν για όλους μια ζωή χαρούμενη και ευτυχισμένη.
Σε μερικές χώρες που υπήρχαν πολλά εργοστάσια και βιομηχανίες οι εργάτες, ενωμένοι από τη δουλειά και την καταπίεση, είχαν ήδη αρχίσει ν’ αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Στη Ρωσία δεν υπήρχαν ακόμη πολλά εργοστάσια και βιομηχανίες, οι εργάτες ήταν απαίδευτοι και δεν είχαν συνειδητοποιήσει τα δικαιώματά τους. Η τσαρική εξουσία και οι υπάλληλοί της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν τους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές να διατηρήσουν τη δουλεία των εργαζόμενων. Ο Λένιν είχε όμως καταλάβει ότι έπρεπε ν’ ακολουθήσουν το δρόμο που είχαν χαράξει ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Βοήθησε τους εργάτες να οργανωθούν, βοήθησε στη διαμόρφωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτή την πρωτοπορία των αγωνιζόμενων για τους σκοπούς της εργατικής τάξης.
Ο σκληρός επαναστατικός αγώνας της εργατικής τάξης της Ρωσίας κράτησε πολλά χρόνια, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος των μπολσεβίκων. Η εργατική τάξη, παίρνοντας μαζί της την αγροτιά, τον Οχτώβρη του 1917 νίκησε, ήρθε στην εξουσία και δημιούργησε μια ζωή γόνιμη κι ευτυχισμένη για όλους. Το όνομα του Λένιν αγαπήθηκε από εκατομμύρια εργάτες και εργαζόμενους όλου του κόσμου. Δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ!
Άννα Ουλιάνοβα _
Αναδημοσίευση από τις εκδ. Raduga, Μόσχα 1988
(*)
Έλλη Κοτσαλίδου, Παιδικά χρόνια στο Κιλκίς του εμφυλίου με τραυματικές αναμνήσεις. Πανεπιστημιακές σπουδές στο Ιστορικό Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο σε τμήμα ειδικό προπαρασκευαστικό καθηγητών Γαλλικής. Διορισμός στη Μέση Εκπαίδευση και στις θερινές διακοπές συμμετοχή σε αρχαιολογικές ανασκαφές ως βοηθός του Σπ. Μαρινάτου.
Με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Μεταπτυχιακή εργασία D.E.Α. με τίτλο «Απεικόνιση του ζεύγους στην αττική αγγειογραφία της κλασσικής εποχής». Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Συνταξιοδότηση από τη Μέση με το βαθμό της δ/τριας Λυκείου.
Εργογραφία
Αντί για πένα είχαν στα χέρια τους χειροπέδες. Εκδόσεις Ατέχνως
Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Κατάδικος, Πρόλογος. Εκδόσεις Ατέχνως,2023.
Μεταφράσεις:
Αντον Μακάρενκο, το βιβλιο των γονιών, τ.2 εκδόσεις: Όμιλος εκπαιδευτικού προβληματισμού, 2019 . Μετάφραση: Κοτσαλίδου Ελ. Σεφέρη Κωστούλα.
Μαξιμ Βιγιομ, Τα κόκκινα τετράδια της κομμούνας, Οι σημειώσεις μου. Μετάφραση: Κοτσαλίδου Ελ., Καμαρινού Κυριακή. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2022
Ναζίμ Χικμέτ, Ανθρώπινα Τοπία, μετάφραση 3.000 περίπου στίχων στα Θέματα Παιδείας, τ.53-56 2014, σελ . 193-271
Μπερτολτ Μπρεχτ Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ποιητική διασκευή, απόδοση στα Ελληνικά, Χρ, Μπαλωμένος, Κοτσαλίδου Έλλη
Άρθρα:
Αρχαία Ελληνική Τέχνη, λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, δ/της σύνταξης Βασίλης Δουβίτσας, Ελλάδα, Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 1, σελ. 153-179. Αθήνα 2005.
Άρθρα και μελέτες στα Θέματα Παιδείας, όπως π.χ., «Τα ιδεολογικά πρότυπα μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια του δημοτικού σχολείου», τ. 12 ,2003, σελ.23-39. «Το παιδαγωγικό-ιδεολογικό υπόβαθρο της εκπαίδευσης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων», τ.21-22, 2006, σελ. 83. «Ευρωπαϊκές συμμαχίες και αγώνες των λαών, Μέττερνιχ και η σημασία της ελληνικής επανάστασης», τ. 19-20, 2005. «Γιάννης Ρίτσος, Αληθινός διεθνιστής και γι’ αυτό ποιητής των λαών όλου του κόσμου», Αφιέρωμα στο Γιάννη Ριτσο τ. 37-38, 2009. «Η μετεξέλιξη της μητριαρχίας, τ.39, σελ. 135-143. Η Παρισινή Κομμούνα για την Παιδεία και τον Πολιτισμό. τ. 76-80. «Ανάδειξη του γυναικείου ζητήματος μέσα από δύο λογοτεχνικά έργα του Ντοστογιέφσκι και του Ναζίμ Χικμέτ» τ. 81-82, 2022, σελ.109-117. Και πολλά άλλα.
ℹ️ Τα Θέματα Παιδείας μπορεί να τα βρει κανείς στις εκδηλώσεις του 50ού Φεστιβάλ ΚΝΕ – «Οδηγητή» και στους ανταποκριτές του περιοδικού σε όλη την Ελλάδα, καθώς και στα βιβλιοπωλεία της «Σύγχρονης Εποχής». Tηλ. επικοινωνίας: 210-8213430.
“Θέματα Παιδείας” τ.93-96: 23 χρόνια στη μάχη _η μόρφωση δεν είναι ζήτημα γνώσης, είναι ζήτημα ζωής