Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ο αείμνηστος Κώστας Γεωργουσόπουλος, με το ψευδώνυμο Κ.Χ. Μύρης, εξέδωσε την ποιητική συλλογή Αμήχανον Τέχνημα (1971 & 1980), Παράβαση (1980), τα διηγήματα Καμπάνα και Οδάξ (1985), και μια σειρά από κύκλους τραγουδιών, τα οποία έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες (Χρονικό, Ιθαγένεια, Η μεγάλη αγρυπνία, Ανεξάρτητα Τραγούδια, Μεταφυσική Τοπολογία).
Για την σχέση του με την ποίηση αναφέρει ότι «Ποιητικούς στίχους έγραφα από τα δώδεκά μου χρόνια. Ένας σπουδαίος δάσκαλος όταν ήμασταν στις πρώτες τάξεις, κατόρθωσε να «πάρει» από εμάς κείμενα και να τα εκδώσει στην Αθήνα, στον Μπεχλιβανίδη -ένα χρόνο μετά την αποφοιτήση μας- ως βιβλίο με τον τίτλο «Αγριολούλουδα». Αυτός μας μύησε στο να γράφουμε στίχους. Επίσης ήμουν τυχερός γιατί είχα μια καλή βιβλιοθήκη στο σπίτι μου καθότι ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος και από μικρός είχα «ξεσκονίσει» όλη την παλιά ποίηση. Θυμάμαι να μιμούμαι τις στιχουργικές τεχνικές του Κάλβου, του Παλαμά, του Βαλαωρίτη κ.ά και να απαγγέλλω δικά μου ποιήματα στις εθνικές γιορτές. Τα θέματά τους ήταν ερωτικά, πατριωτικά, φυσιολατρικά. Πολιτικά ποιήματα δεν μπορούσαμε να γράψουμε βέβαια. Ο πατέρας μου ήταν εξόριστος εκείνη την εποχή. Ήμασταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε κατηχητικό και μόνο ομαδικά στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Την πρώτη «κοσμία διαγωγή» την πήρα διότι με έπιαναν να παρακολουθώ τους θιάσους χωρίς την άδειά τους». (Από συνέντευξη του Κώστα Γεωργουσόπουλου (Κ. Χ. Μύρη) στον Σπύρο Αραβανή, περ. Δίφωνο, 2009)
Επίσης, για την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αμήχανον Τέχνημα» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «Έχω σταματήσει να γράφω και ποιήματα αν και εξέδωσα μια ποιητική συλλογή η οποία στον κύκλο της συζητήθηκε. Είμαι άνθρωπος αρκετά αλαζόνας σε διάφορα πράγματα αλλά και με ικανότητες αυτοκριτικής. Όταν διαπίστωσα ότι δεν θα γίνω Ελύτης είπα ότι το μεγάλο μου καθήκον θα είναι να μεταδώσω την ποιητική μου ικανότητα στη μετάφραση του αρχαίου δράματος. Έτσι έχω ευτυχίσει να έχω μεταφράσει μέχρι σήμερα 31 από τα 44 έργα».
Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάστε τέσσερα ενδεικτικά ποιήματα από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή (Α’ Έκδοση, Μάρτης 1971) και ως ένα ελάχιστο φόρο τιμής σε μια προσωπικότητα που άφησε ισχυρό το στίγμα της στην ελληνική γραμματεία και το θέατρο.
ΑΜΗΧΑΝΟΝ ΤΕΧΝΗΜΑ (1971)
ΣΤΑ ΛΑΤΟΜΕΙΑ
Στα λατομεία της Αράχωβας κληρώθηκα λαγουμιτζής
Ανάμεσα μεγάλα σκοτίδια
και συννεφίες ενάδιες
όρη κινούνται κεφαλές και πλοία
περιδιαβάζουν ασυνάρτητα στην τύχη
στον ατελεύτητον τελευτητά.
Όταν στην κορυφή βουνού
επικαθήσει κεφαλή
τα πλοία φεύγουν
όταν στην τσιμινιέρα καραβιού
επικαθήσει κεφαλή
τα όρη φεύγουν
όταν τα πλοία δέσουν στα βουνά
οι κεφαλές φυτρώνουν τσακμακόπετρες
συχνά πυκνά φυτρώνουν καραβόπανα
αργά και που φτερά
και δραπετεύουν.
Αν είμουν άλλος κι είταν άλλοτε
κι αν είχα λύρα θα την έκρουα
με το φτερό του όρνιου· έτσι
που μόσκος, ζαφορά και ξυλαλοή
θα μετεώριζαν τις χρόες των ανθών
στο νοητό περβόλι· όμως δεν έχω.
Λαλώ μια γλώσσα παλαιά
και το πολύ να πω παώνια τα παγώνια.
ΟΤΑΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Όταν ο ύπνος είναι ζωντανός τη νύχτα
και την ημέρα πότε – πότε (τότες πιότερο)
απ’ το πηγάδι βγαίνει της Αράχωβας
ερεβοδίφης πλάνης και φυγάς ιερομόναχος
(το μάγγανο γυρίζει μοναχό του).
Μετρά στο φιλιατρό τις χαρακιές της αλυσίδας
ούτε πολλές ούτε βαθιές ούτε πολλές ούτε βαθιές
κι ενώ στην αγρυπνία τον καλεί το τάλαντον
βάφει με του λαγού το αίμα τα λιθάρια.
“Λαέ μου, σταυρωτή και ψωμοπάτη
γιατί με φάρμακα κομμωτικά μασκάρεψες
κι απέ ντουφέκισες τη φεγγαροντυμένη;”
Η παροικία πάνω και κάτω μύλος στο σβέρκο.
ΥΠΝΟΣ ΠΛΑΣΤΟΣ
Ύπνος πλαστός μηλαδελφός του άλλου
πλακόστρωνε το δρόμο του με φολιμάδες.
Τόσο τόν πλάνεψε το φρου και φρα
της πορφύρας χλαίνης τόσο τον μάγευε
που την ολκάδα της ψυχής του πόντισε
στ’ ανάβαθρα και ντύθηκε σφανταχτερά
χιτώνια πηλίκια σιρίτια, τέτοια.
Το δειλινό στην αγορά των Αθηναίων
εξαργυρώνει στο σαράφη δαρεικούς.
Ο ύπνος του χαλκού τον πήρε στην Αράχωβα.
ΑΡΑΧΩΒΑ
Στο σπήλαιο το μαύρο της Αράχωβας
του Μικροκωνσταντίνου σκόλασαν τα μάτια
Είταν η μέρα γαλαζόπετρα η νύχτα θειάφι
ο κόσμος αλλογνώριστος και το βασίλεμα σφαχτό
Ρωτούσαν τον Ξεσκάλτσωτο: “τι είναι το όνομά σου”
“Σκότος ψηλαφητό, καταχανάς το επίκλην”
Ύπνος αγοραστός κρατούσε το μικρό λαό
ο λεβέντης κάηκε κονιορτός νεφέλης
Εμένα που ξενύχτησα τον άγουρο νεκρό
οι ψάλτες στην παρηγοριά με παίξαν στο μπαρμπούτι
Τώρα θα λεν αράχωβα τα μοιρολόγια
και μικροκωνσταντίνο το χορό στα τέσσερα.