Με μάτια βουρκωμένα από τη συγκίνηση και με υπερηφάνεια, σύντροφοι, συναγωνιστές, συγγενείς και φίλοι αποχαιρέτησαν σήμερα στο Αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας την συντρόφισσα Ελένη Τραγγανίδα – Μακρυνιώτη, τη «Μυρτιά του Βουνού», μαχήτρια του ΔΣΕ και ακούραστο μέλος του ΚΚΕ μέχρι το τέλος της ζωής της.
Τη σορό της σκέπασε η σημαία του ΚΚΕ. «Συντροφιά» της είχε τον «Ριζοσπάστη» και σύμβολα του ΔΣΕ. Δίπλα της στάθηκαν τιμητική φρουρά σύντροφοί της από την Οργάνωση του Κορυδαλλού, της Στερεάς, που ήταν η γενέτειρά της και μέλη της ΚΝΕ από την Οργάνωση του Πειραιά.
Στην πολιτική τελετή αποχαιρετισμού παραβρέθηκε αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Κύριλλο Παπασταύρου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ. Συμμετείχαν η Διαμάντω Μανωλάκου, βουλευτής Πειραιά, ο Κώστας Μπασδέκης, εκλεγμένος περιφερειακός σύμβουλος Στερεάς – Εύβοιας με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», και ο Περικλής Κουρμούλης, αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη».
Στο τελευταίο «αντίο» εκ μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Νίκος Αμπατιέλος, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ, Γραμματέας της ΤΕ Πειραιά και βουλευτής του ΚΚΕ, αναφέρθηκε στο «βαρύ» βιογραφικό της συντρόφισσας Ελένης, μιας από τις τελευταίες μαχήτριες του ΔΣΕ που το ζωντανό τους παράδειγμα διαπαιδαγωγεί και εμπνέει.
Δεν έζησε για τον εαυτό της, πάλευε για όλους μας και για όσους θα ακολουθήσουν
Σημείωσε μεταξύ άλλων: «Η συντρόφισσα Ελένη γεννήθηκε το 1933 στη Μαριολάτα της Φωκίδας. Εποχή δύσκολη και που μέσα από τη φτώχεια και τους κοινωνικούς αγώνες των δεκαετιών του ’30 και του ’40, η Ελένη γαλουχήθηκε στις αξίες του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.
Από πολύ μικρή ηλικία βίωσε τι σημαίνει αφοσίωση και θυσία για τα πιστεύω, μέσα από το παράδειγμα του πατέρα της, του κομμουνιστή Ηλία, ο οποίος εξορίστηκε και διώχθηκε για τις ιδέες του από τη μεταξική δικτατορία. Ενας από τους γηραιότερους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ο Ηλίας αποτέλεσε υπόδειγμα δύναμης και πίστης για την Ελένη, που από τα πρώτα της χρόνια κατανοούσε πως ο αγώνας απαιτεί αφοσίωση και ανιδιοτέλεια.
Η Ελένη έγινε “Αετόπουλο” και αργότερα μέλος της ΕΠΟΝ. Σε ηλικία μόλις 13 ετών, κατατάχθηκε εθελοντικά στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο Αρχηγείο Παρνασσίδας με αρχηγό τον Διαμαντή – που πάντα μνημόνευε – και στο Τάγμα του Κρόνου, στον 2ο Λόχο, με λοχαγό τον Φίτσιο.
Στη Ρούμελη, τον τόπο καταγωγής της, η Ελένη αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και απαράμιλλη γενναιότητα, συμμετέχοντας στις σκληρές μάχες για τα ιδανικά της λευτεριάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το 1948 τραυματίστηκε και συνελήφθη.
Μπροστά στο στρατοδικείο, όπως περιέγραφε η ίδια, ένα κορίτσι με κοτσιδάκια, αδύνατο σαν το στάχυ, ύψωσε ανάστημα, και ούτε οι στρατοδίκες στάθηκαν ικανοί να κάμψουν το ηθικό της ούτε ο εγκλεισμός της στις φυλακές Αβέρωφ.
Η πίστη της παρέμεινε αταλάντευτη. Πιστή στον σκοπό του ΚΚΕ και στα ιδανικά του σοσιαλισμού, πάλεψε μέχρι το τέλος της ζωής της για τα δίκαια των ανθρώπων και για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση.
Η συντρόφισσα Ελένη ξεχώριζε όχι μόνο για τη μαχητικότητά της αλλά και για την καλοσύνη της, την υπομονή της, την αγάπη της στον πολιτισμό και στον άνθρωπο.
Οσοι είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν προσωπικά, μπορούν να μαρτυρήσουν την ευγένεια και την πνευματική της καθαρότητα. Μια ζωή γεμάτη αγώνες, μια ζωή που ενσάρκωνε την αλληλεγγύη και την πίστη στον άνθρωπο».
Ο Ν. Αμπατιέλος υπενθύμισε ότι η συντρόφισσα Ελένη «τιμήθηκε από το Κόμμα μας το 2016, μαζί με άλλες μαχήτριες της Ρούμελης, για την προσφορά της στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» και έκλεισε με ένα απόσπασμα από την «Μυρτιά του Βουνού», το βιβλίο όπου η ίδια «κατέγραψε τα βιώματα και τις μνήμες από εκείνα τα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού, προσπαθώντας να δώσει ζωή στους αγώνες και τις θυσίες της γενιάς της»:
«Δεν θέλω να σου υποσχεθώ τίποτα. Εχουμε βαρεθεί τις υποσχέσεις (…) Μείνε ήσυχη μητέρα. Μείνετε ήσυχες μητέρες. Ο λογαριασμός που άνοιξε ο άνθρωπος ενάντια στο μίσος και το θάνατο μπορεί να μην έχει κλείσει ακόμα, αλλά σίγουρα θα γίνει αυτό, από κάθε γενιά που θα μπορεί να αρνιέται και να παλεύει, από κάθε γενιά που θέλει ν’ αδράξει την αλήθεια, μέσα σε μια ψυχή και σ’ ένα σώμα».
«Η συντρόφισσά μας δεν έζησε για τον εαυτό της. Πάλευε για όλους μας και για όλους όσοι θα έρθουν μετά από εμάς. Συντρόφισσά μας Ελένη, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες παρέμεινες πιστή στο Κόμμα σου και ως το τέλος έκανες το χρέος σου, ως άνθρωπος, ως κομμουνίστρια. Οι σύντροφοί σου, το Κόμμα σου δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ!», κατέληξε ο Ν. Αμπατιέλος.
Εκ μέρους της ΚΝΕ, την συντρόφισσα Ελένη αποχαιρέτησε ο Κώστας Ευθύμερος, μέλος του ΤΣ Πειραιά, ενώ δυο λόγια είπε και η Βάσω Κελαϊδίτη, εκ μέρους του Παραρτήματος Κορυδαλλού της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ.
Το ΚΚΕ αποχαιρετά την συντρόφισσα Ελένη Τραγγανίδα – Μακρυνιώτη
Διάλεξε τη σωστή πλευρά, αυτή του όρθιου Ανθρώπου
Με μεγάλη συγκίνηση, ο γιος της Γρηγόρης αναφέρθηκε σε σπουδαίες πτυχές της πολυκύμαντης ζωής της: «Η Ελένη ανήκει σε μια γενιά, η οποία κλήθηκε από την Ιστορία να διαλέξει πλευρά. Και διάλεξε τη σωστή. Την πλευρά του όρθιου Ανθρώπου. Και μόνο η συμμετοχή στην τελευταία ένοπλη επαναστατική πράξη της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, δηλαδή ο ελληνικός Εμφύλιος, θα αρκούσε, για να δώσει περιεχόμενο και νόημα σε πολλές ζωές.
Κι όμως. Ακόμη και με αυτό το έπος εκείνη η γενιά δεν είχε πει την τελευταία λέξη της. Διότι, τελικά, το πραγματικά επικό δεν είναι μόνο η συμμετοχή στην επαναστατική φλόγα. Το πραγματικά επικό είναι να φυλάξεις αυτήν τη φλόγα ζωντανή, όταν πυκνώνει γύρω σου ο ζόφος. Να μεταλαμπαδεύσεις τα προτάγματα της ταξικής απελευθέρωσης μέσα στο πιο άγριο ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύθηκε ποτέ στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, ειδικά μετά τη συντεταγμένη, προσωρινή υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού.
Αυτή η επιλογή είναι μακράν δυσκολότερη. Και η Ελένη ανήκει σε εκείνο το μεγάλο, πρωτοπόρο, μπολσεβίκικο κομμάτι της γενιάς της, που επέλεξε για δεύτερη φορά την ίδια πλευρά της Ιστορίας και, μαζί με αυτήν την επιλογή, δέχθηκε να πληρώσει και το κόστος της, γνωρίζοντας πολύ καλά, εκ των προτέρων, ποιο θα ήταν αυτό.
Η συστημική ιστοριογραφία έχει την ψευδαίσθηση πως με εργαστηριακά κατασκευασμένα ιδεολογήματα περί “γενιάς της ήττας” θα καταφέρει να κρύψει το μεγαλείο αυτής της δεύτερης επιλογής, αφού η μαύρη αντίδραση και η πάντα πρόθυμη για υποκλίσεις στα αφεντικά σοσιαλδημοκρατία αποτυγχάνουν συνεχώς να συκοφαντήσουν την πρώτη, δηλαδή την ίδια την εποποιία του ΔΣΕ.
Το κάνουν αυτό διότι ο πραγματικός εφιάλτης τους είναι η συνάντηση της σημερινής νεολαίας, της σημερινής εργατικής τάξης, με εκείνη την ανυποχώρητη, όρθια, ασυμβίβαστη, ανυπάκουη στάση ζωής. Για να το θέσω πιο απλά: Γνωρίσαμε, με την αδερφή μου, δύο γονείς που ούτε για μια στιγμή δεν αναχώρησαν από το κίνημα. Ούτε για μια στιγμή μάς έδωσαν το παραμικρό δικαίωμα να σκεφτούμε ότι η αξιοπρέπεια μπορεί να γίνει μετρήσιμο μέγεθος και ανταλλάξιμο προϊόν.
Το σημαντικότερο: Ούτε για μια στιγμή μάς έδωσαν το παραμικρό δικαίωμα να δούμε πάνω τους οτιδήποτε που να παραπέμπει σε ηττημένους, παραιτημένους ανθρώπους. Και το σπουδαιότερο: Οι γονείς μας δεν ήταν οι μοναδικοί με αυτήν τη συγκρότηση. Ηταν μέρος μιας ολόκληρης γενιάς που σφυρηλατήθηκε στις αξίες, στα ιδανικά και τις αρχές του ΚΚΕ.
(…) Αν έχετε μιλήσει με μαχήτριες και μαχητές του ΔΣΕ και του ΕΛΑΣ, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Σίγουρα θα είδατε μέσα από τις ρυτίδες του χρόνου να μεταμορφώνονται στα κορίτσια και τα αγόρια που ήταν τότε, και να εκπέμπουν κάτι πιο συγκλονιστικό ακόμη και από το νεανικό πάθος: Τη βεβαιότητα της τελικής νίκης.
Ομως, μαζί με όλα αυτά, η Ελένη ήταν ταυτόχρονα και μια μυθιστορηματική ηρωίδα. Μπορείς να την συναντήσεις σε σελίδες του Τσαρλς Ντίκενς, του Μαρκ Τουέιν και των Ρώσων κλασικών.
Κυνηγημένη, άστεγη, σχεδόν αναλφάβητη – αλλά όχι αμόρφωτη, όπως μας έλεγε και μας διηγούνταν με περηφάνια το πώς οι μορφωμένες συναγωνίστριές της μετέτρεψαν τα κελιά των φυλακών Αβέρωφ σε σχολείο – η Ελένη, μετά από εννέα δεκαετίες, “φεύγει” έχοντας γράψει δύο βιβλία, σημειώματα, διηγήσεις, σκέψεις στο χαρτί, ανακάλυψε μια δουλειά που της άρεσε και αφοσιώθηκε σε αυτήν, κατάφερε να ταξιδέψει, να γνωρίσει άλλες χώρες, να φτιάξει οικογένεια.
Με όπλο την εξωστρέφειά της, την κοινωνικότητά της, το βιτριολικό, συντριπτικό χιούμορ της και μια ψυχή που μπορούσε να μοιράζεται απείρως, δίχως να στερέψει, έχτισε από την αρχή τη ζωή της. Καθιστώντας την, και με αυτόν τον τρόπο, ένα πολλαπλό παράδειγμα προς μίμηση.
Ομως… Η Ελένη μάς έλεγε πως κάθε νύχτα, πηγαίνει με το νου της στα βουνά και πιάνει την κουβέντα, τον χορό και το τραγούδι με τους νεκρούς αδερφούς της. Τις νεκρές αδερφές της. Βλέπει ένα ένα τα κορίτσια που δεν θα γίνονταν ποτέ μάνες. Ακούει καθάριο τον ήχο των βημάτων πάνω στις βουνίσιες πέτρες. Το νηστικό, σχεδόν ξυπόλητο, αλλά ελαφίσιο τρέξιμο, μέχρι την επόμενη, απρόσμενη για τον εχθρό, θέση, πριν χαράξει.
Μιλά με εκείνα τα κορίτσια που πρόλαβαν σε μια στιγμή να ζήσουν το όνειρο. Πεθαίνοντας με το όπλο στο χέρι, για να χτίσουν έναν κόσμο άξιο των μανάδων. Γιατί ένας τέτοιος κόσμος θα είναι άξιος του Ανθρώπου. “Κάθε νύχτα γυρνάω εκεί”, μας έλεγε.
Γιατί, τελικά, πέρα και πάνω από όλα, αυτό το κορίτσι με τις μακριές κοτσίδες, αυτό το χωριατόπαιδο από την ταπεινή Μαριολάτα του Παρνασσού, παρέμεινε μέχρι το τέλος μια επαναστατημένη γυναίκα. Μια μαχήτρια του ΔΣΕ. Και στα δικά μου μάτια, αυτή είναι η σπουδαιότερη, η σημαντικότερη και η πιο πολύτιμη κληρονομιά: Οτι ο αγώνας δεν θα τελειώσει, εάν δεν το πει ο επαναστατημένος άνθρωπος. Και θα το πει μόνο όταν η ανθρωπότητα περάσει από το “βασίλειο της αναγκαιότητας” στο “βασίλειο της ελευθερίας”».