Ξεχωρίζει μια “Formula_1” · του Joseph Kosinski των “Επικίνδυνων Αποστολών”, · σενάριο Ehren Kruger + Joseph Kosinski με Brad Pitt _στο βολάν, Damson Idris, Javier Bardem κά. Με Μπραντ Πιτ στο βολάν το κινηματογραφικό εμπορικό κύκλωμα ελπίζει σε σημαντική άνοδο των τελευταίων χαμηλών εισπρακτικών πτήσεων. Υπάρχει …κι ένας σκύλος στο εδώλιο του κατηγορούμενου: Πέντε οι καινούργιες ταινίες, μεταξύ αυτών η κωμωδία “Le procès du chien” _“η Δίκη Ενός Σκύλου” της Laetitia Dosch και το δραματικό θρίλερ “Belle“, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία · Benoît Jacquot, με Charlotte Gainsbourg, Guillaume Canet, Patrick Descamps κά. Από τις επανεκδόσεις ξεχωρίζουν το γνωστό ψυχολογικό θρίλερ του Πολάνσκι Repulsion _Αποστροφή με Catherine Deneuve, Ian Hendry, John Fraser κά και το κλασικό θρίλερ του Χίτσκοκ The Man Who Knew Too Much _Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά_, με James Stewart, Doris Day, Brenda de Banzie
Συνεχίζονται και κάποιες καλές της προηγούμενης βδομάδας
Οι ταινίες κάτω απ τις θερινές μαρκίζες και στα villages από 19-Ιούνη
Στο Studio κάποιες για σινεφίλ
“F1”
Θεαματικότατο, τέρμα γκάζια και αδρεναλίνη στα ύψη και με κόστος παραγωγής πάνω από 300 εκατομ$ και καλές βαθμολογίες, μεγάλης διαρκείας (2ω+35λ) διαφημιστικό της F1, το οποίο εκτοξεύει την αδρεναλίνη στα ύψη. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό μια απροκάλυπτα προσχηματική ιστορία, εκμεταλλευόμενο τη χαρισματική παρουσία του Μπραντ Πιτ.
Χρήστος Μήτσης (βαθμολογία 2|5)
Περιζήτητο τηλεοπτικό προϊόν εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες, αλλά και εμβληματικό κομμάτι της ποπ κουλτούρας, η Φόρμουλα 1 δεν έχει ευτυχήσει ούτε εμπορικά ούτε καλλιτεχνικά στη μεγάλη οθόνη. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δύσκολο να θυμηθεί κάτι αξιόλογο πέρα από τα “Grand Prix” (1966) του Τζον Φρανκεχάιμερ, “Μπόμπυ Ντήρφηλντ: Μια Στιγμή… Μια Ζωή” (“Bobby Deerfield”, 1977) του Σίντνεϊ Πόλακ και το πρόσφατο “Rush” (2013) του Ρον Χάουαρντ. Ντοκιμαντέρ υπάρχουν πολύ περισσότερα βέβαια, αλλά φαίνεται πως η σινε-μυθοπλασία δεν αγαπά τους πιλότους της F1, κάτι το οποίο δεν απέτρεψε τον παραγωγό Τζέρι Μπρουκχάιμερ, το σεναριογράφο Έρεν Κρούγκερ και το σκηνοθέτη Τζότζεφ Κοζίνσκι του “Top Gun: Maverick” από το να επιχειρήσουν να επαναλάβουν την ανίκητη συνταγή τους στο χώρο των αγώνων ταχύτητας, αντικαθιστώντας απλώς τον Πιτ Μίτσελ με τον Σόνι Χέιζ.
Στην εμβληματική πλέον εναέρια περιπέτεια, ο αντισυμβατικός σμηναγός Πιτ “Μάβερικ” Μίτσελ επέστρεφε μετά από πολλά χρόνια στο Top Gun ως εκπαιδευτής μιας ομάδας νεαρών πιλότων. Εδώ ο Σόνι Χέιζ, μεγάλο αλλά αντισυμβατικό ταλέντο της Φόρμουλα 1 στη δεκαετία του ’90, έχει εγκαταλείψει το άθλημα μετά από ένα σοκαριστικό ατύχημα. Οδηγός-νομάδας πλέον, ο οποίος μπορεί να κάτσει πίσω από οποιοδήποτε τιμόνι για το ανάλογο τίμημα, δέχεται μια απρόβλεπτη πρόταση από τον Ρούμπεν Θερβάντες. Φίλο, παλιό ανταγωνιστή και νυν ιδιοκτήτη της ομάδας Apex, η οποία δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά στους αγώνες της Φόρμουλα 1. Διαθέτει όμως τον πολλά υποσχόμενο νεαρό οδηγό Τζόσουα “Νόα” Πιρς, τον οποίο ο Θερβάντες θέλει να πλαισιώσει με ένα βετεράνο-μέντορα. Εκπλήσσοντας ακόμα και τον εαυτό του, ο Χέιζ δέχεται, αλλά όλα ξεκινούν με το… αριστερό.
Ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ παιδεύτηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να πείσει όλη τη F1, ομάδες, οδηγούς και διοργανωτές, να γίνουν κομμάτι της saga του Σόνι Χέιζ και να αφήσουν τις κάμερες της ταινίας να αποτυπώσουν όλη την ένταση, την αγωνία και τον πυρετό του σπορ “από τα μέσα”. Πέτυχε έτσι ένα επίπεδο ρεαλιστικής απεικόνισης το οποίο θα συναρπάσει τους fans της τετράτροχης ταχύτητας, οι οποίοι θα εκστασιαστούν κι από την απίστευτη τεχνικά δουλειά (από μοντάζ μέχρι ήχο) στις αγωνιστικές σκηνές. Το αποτέλεσμα είναι ένα θεαματικότατο, μεγάλης διάρκειας διαφημιστικό της F1, το οποίο εκτοξεύει την αδρεναλίνη στα ύψη, πατώντας σε μια απροκάλυπτα προσχηματική κι εντελώς προβλέψιμη ιστορία δικαίωσης του ακαταμάχητου (ακόμα και εμφανισιακά), μοναχικού, ενάντια στο σύστημα ήρωα. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα τη λατρέψει…
Χάρης Αναγνωστάκης ΑΠΕ-ΜΠΕ ⏬
Επιστρατεύοντας τους συντελεστές του «Top Gun: Maverick» – τον σκηνοθέτη Τζόζεφ Κοσίνσκι, τον σεναριογράφο Έχρεν Κρούγκερ και τον παραγωγό των τεράστιων εισπρακτικών επιτυχιών Τζέρι Μπρουκχάιμερ – και εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή του Μπραντ Πιτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η επιτυχία της ταινίας είναι μάλλον εξασφαλισμένη, καθώς διαθέτει και τη ενθουσιώδη συμπαράσταση των ανθρώπων της φόρμουλα 1. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι στο φιλμ, πολλά απ’ τα γυρίσματα του οποίου έχουν γίνει κατά τη διάρκεια κανονικών αγώνων, κάνουν περάσματα και πολλοί πρωταγωνιστές του μηχανοκίνητου αθλήματος, από Μαξ Φερστάπεν, Λιούις Χάμιλτον, Σαρλ Λεκλέρ και Φερνάντο Αλόνσο μέχρι Βάλτερ Μπότας και Ντάνιελ Ριτσιάρντο. Άλλωστε, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι της φόρμουλα 1, το φιλμ θα συμβάλει στη δημοτικότητα του αθλήματος και ειδικά στις ΗΠΑ.
Ο Σόνι Χέις, ένας πετυχημένος οδηγός της φόρμουλα 1, έπειτα από ένα τρομερό ατύχημα, θα εγκαταλείψει το μηχανοκίνητο άθλημα. Έπειτα από χρόνια στη σύνταξη, ένας επιχειρηματίας και φίλος του τον πείθει να επιστρέψει στις πίστες, παρότι η ηλικία του δείχνει ανυπέρβλητο εμπόδιο. Αν και θα συναντήσει την ειρωνεία και μια μελαγχολική συγκατάβαση από τους ανθρώπους του αθλήματος, με πρώτο τον ομόσταβλο στην ομάδα του, Τζόσουα Πιρς, έναν νεαρό ταλαντούχο αλλά και αλαζόνα που πρέπει να καθοδηγήσει προς την κορυφή. Ο Σόνι ήρθε για να παίξει δεύτερο ρόλο στους αγώνες, αλλά αυτό δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα του και θα το αποδείξει στις πίστες. Όπως ήταν αναμενόμενο, το φιλμ διατηρεί τη συνταγή μίας πυρετώδους περιπέτειας, ξεχωρίζει για τους ρυθμούς του και τις σκηνές δράσης των αγώνων, με τα λάστιχα που αχνίζουν, τις λαμπερές λαμαρίνες να περνούν σαν αστραπή από τις στροφές, τις γκαζιές να σκάνε σαν κεραυνοί και τον Μπραντ Πιτ να χορεύει αγκαλιά με το τιμόνι στο ασφυκτικό κοκπίτ, ενώ παράλληλα, το μοντάζ, ο ήχος, η μουσική του Χανς Ζίμερ και η φωτογραφία να αναδεικνύουν την μανιώδη πίεση που επικρατεί στους χώρους και τους συντελεστές του πανάκριβου και χρυσοπληρωμένου αθλήματος.
Το στόρι, όμως, είναι αρκετά συμβιβασμένο με τα χολιγουντιανά πρότυπα και παρά τα εντυπωσιακά πλάνα, την ώριμη και λαμπερή παρουσία του Μπραντ Πιτ και την προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια παραγωγή, δεν αφήνει την ταινία, που τρέχει με χίλια, να βγει από την προστατευόμενη πίστα του υπερθεάματος, να μπει σε δρόμους πιο σκοτεινούς και όλα αυτά που συνθέτουν τη βιομηχανία του αυτοκινήτου και το θέαμα του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Γιατί πλέον και η φόρμουλα 1 δεν είναι πλέον ένας αγώνας, ένα θανάσιμο ρίσκο για σπουδαίους οδηγούς, αλλά ένα ακόμη προϊόν, που πρέπει να πουλήσει. Το φιλμ του Κοσίνσκι, ευτυχώς, δεν είναι απλώς ένα εκτεταμένο διαφημιστικό για τη φόρμουλα 1, για τους λάτρεις του αγωνίσματος και της αδρεναλίνης, που θα τους ενθουσιάσει, αλλά ένα καλογυρισμένο φιλμ, που τηρεί τις υποσχέσεις του, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις. Αποφεύγει τις εξόφθαλμες ψηφιακές παρεμβάσεις, βλέπεται ευχάριστα και έχει το ενδιαφέρον του, τις δραματικές του εκφάνσεις κι έναν ιδανικό πρωταγωνιστή, που μπορεί να συγκριθεί ως έναν βαθμό με τον μακαρίτη Στιβ ΜακΚουίν.
Le procès du chien _
“η Δίκη Ενός Σκύλου”
Κωμωδία, γαλλικής και ελβετικής παραγωγής 2024: Παλιά λέγαμε “είδηση δεν είναι: σκύλος δάγκωσε άνθρωπο, αλλά άνθρωπος δάγκωσε σκύλο”. Αυτό, έχει ξεπεραστεί εδώ και καιρό. Υπάρχουν όμως και τα απίστευτα, όπως μία δίκη σκύλου για την ευθανασία του. Μια ιστορία, που αγγίζει τον παραλογισμό αν και βασίζεται σε αληθινά περιστατικά και δίνει την ευκαιρία στην εξαιρετική ηθοποιό Γαλλοελβετίδα, Λετισιά Ντος, στην πρώτη της ταινία, να δείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί και στον απαιτητικό ρόλο πίσω από την κάμερα – έστω κι αν οι αδυναμίες της ακόμη είναι εμφανείς. Η ταινία, που προβλήθηκε στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, θέτει με σατιρική διάθεση ερωτήματα για τη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα και πάνω στην κατάσταση των ζώων, αναπτύσσοντας έναν συγκινητικό όσο και ανησυχητικό προβληματισμό, για τους ανθρώπους, που θεωρούν χρήσιμα τα ζώα μόνο αν προσφέρουν τη φιλία και την αγάπη τους σε αυτούς.
Η πρώτη δίκη σκύλου, έπειτα από τον Μεσαίωνα, έχει ξεσηκώσει τα ΜΜΕ. Κατηγορούμενος ο σκυλάκος Κόσμο, που η ελβετική νομοθεσία σκοπεύει να στείλει σε ευθανασία γιατί έχει δαγκώσει τρεις ανθρώπους. Οι “γονείς”» του σκύλου θα απευθυνθούν για την υπεράσπισή του, σε μια 39χρονη δικηγόρο χαμένων υποθέσεων, η οποία αν και αρχικά διστάζει, τελικά θα συγκινηθεί για την αγάπη τους προς το ζώο και θα δεχθεί να αναλάβει την υπεράσπισή του. Η αντίπαλη πλευρά, έχει ως κατήγορο μία σκληρή δικηγόρο, που θα παίξει το πολιτικό χαρτί, μιας ισχυρής Ελβετίας και της ασφάλειας, που πρέπει να επιβεβαιωθεί με την ευθανασία του. Με μοναδική σύμβαση την παρουσία ενός αξιολάτρευτου κοπρίτη, στον «πρωταγωνιστικό ρόλο», αλλά και μια φλυαρία συναισθημάτων και λόγων, η Ντος θα κινηθεί μεταξύ σουρεάλ καταστάσεων και σλάπστικ κωμωδίας, χωρίς να φοβάται να μιλήσει για τη θρησκεία, τις γυναίκες και το πώς βλέπουν οι άνθρωποι τα «ζώα συντροφιάς» με ανατρεπτικό χιούμορ – ξεκαρδιστικό το σκετς με την αντίπαλη ξενόφοβη ακροδεξιά δικηγόρο να υποστηρίζει ότι ο σκύλος είναι μισογύνης και φεμινίστριες να διαδηλώνουν για τη θανάτωσή του. Προσπαθώντας να αποκτήσει δική της κινηματογραφική φωνή, η Ντος θα τσαλαβουτήσει σε διάφορες σχολές του είδους, από Τσάπλιν μέχρι καρτούν, για να αναδείξει τα αντικρουόμενα συναισθήματα της ταινίας της. .
Η Ντος, που κρατά ικανοποιητικά και τον συμπρωταγωνιστικό ρόλο της δικηγόρου του σκύλου, θα αξιοποιήσει και το γεμάτο ενέργεια καστ, για να φτιάξει ένα κοκτέιλ συναισθημάτων και σκέψεων, με στόχο να συγκινήσει το κοινό, κάτι που ορισμένες φορές φαίνεται να εκβιάζει. Μία ανεξάρτητη δικηγόρος γνωστή για το θάρρος της να αναλαμβάνει χαμένες υποθέσεις, είναι αποφασισμένη να κερδίσει την επόμενη, την υπεράσπιση ενός σκύλου που η δικαιοσύνη θα κρίνει αν πρέπει να θανατωθεί.
“Belle” _Ο Θάνατος της Μπελ: Δραματικό θρίλερ, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μπενουά Ζακό, με τους Γκιγιόμ Κανέ, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Πάτρικ Ντεσάν, Πολίν Νιρλς, Ζερεμί Κοβιγιό, Αϊσατού Ντιαλό κα. Όταν η ζωή ξεπερνά την τέχνη, ακόμη και την έκφραση «αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά». Ο Μπενουά Ζακό, πιάνοντας το έξοχο ομότιτλο μυθιστόρημα μυστηρίου του Ζορζ Σιμενόν, που έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη ακόμη μία φορά, το 1961 από τον Εντουάρ Μολιναρό, προκειμένου να μιλήσει για την ενοχή και το τεκμήριο της αθωότητας, την πρόωρη καταδίκη και καταστροφή ενός ανθρώπου, από την κοινωνία, τον περίγυρό του, τα ανθρωποφάγα ΜΜΕ και την επιβάρυνση της σχέσης ενός ζευγαριού από τις εξωτερικές πιέσεις, θα βρεθεί ο ίδιος, λίγο πριν από την πρεμιέρα της ταινίας, μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο βιασμού γυναικών, με ακριβώς τις ίδιες επιπτώσεις στη ζωή του!
Ασχέτως, αν ο Ζακό είναι ένοχος ή αθώος των αποτρόπαιων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, η ζωή του οδηγείται προς την καταστροφή. Θα υποστεί τις συνέπειες των καταγγελιών τεσσάρων ηθοποιών – κάποιες ανήλικες εκείνη την εποχή – από το μακρινό παρελθόν, με την ομάδα παραγωγής να καταδικάζει και να εκφράζει την αλληλεγγύη της προς τα θύματα, ο πρωταγωνιστής Γκιγιόμ Κανέ να αποστασιοποιείται από την ταινία, η οποία δεν βρήκε διανομή στη Γαλλία, ενώ ο σκηνοθέτης είναι ήδη υπό αστυνομική επιτήρηση. Μία υπόθεση πραγματικά εντυπωσιακή, ένα σενάριο της ζωής, που ξεπερνά κάθε ευφάνταστο συγγραφέα, ακόμη και τον Σιμενόν. Ο Πιέρ και η σύζυγός του Κλέα ζουν μια ήσυχη ζωή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Αυτός είναι καθηγητής κι εκείνη διατηρεί ένα κατάστημα οπτικών. Το ζευγάρι φιλοξενεί την πανέμορφη Μπελ, που είναι έτοιμη να δώσει εξετάσεις. Η ζωή τους ανατρέπεται εντελώς όταν το κορίτσι θα βρεθεί στραγγαλισμένο στο σπίτι τους. Με δεδομένο ότι ο Πιέρ ήταν ο μόνος που βρισκόταν στο σπίτι, γίνεται ο βασικός ύποπτος. Εκτός από την ανάκριση θα αντιμετωπίσει και την ταπείνωση από τους αστυνομικούς, ενώ θα γνωρίσει την περιφρόνηση των συναδέλφων του, την εχθρότητα των κατοίκων της μικρής πόλης και βεβαίως την ανθρωποφάγα διάθεση του Τύπου. Τελικά, όμως, ποιος σκότωσε την Μπελ;
Το έξοχο βιβλίο του Σιμενόν, μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή, με μία επιφανειακή πολλές φορές προσέγγιση του έργου, αν και τα μηνύματα που θέλει να περάσει ο 78χρονος σκηνοθέτης, είναι ξεκάθαρα, όπως και η ζοφερή ατμόσφαιρα που επιτείνει η διφορούμενη όσο και ζαλισμένη, από τα γεγονότα, συμπεριφορά του ήρωα. Το φιλμ, διατηρώντας μέχρι τέλους το ενδιαφέρον του, παρότι το φινάλε αφήνει περισσότερες απορίες από απαντήσεις, έχει αδυναμίες, με τον ρυθμό ή επιλογές του σκηνοθέτη, που δείχνουν εμφανώς ότι θέλει να παίξει με τους θεατές, αλλά και καλές στιγμές και βεβαίως μία στέρεα βάση, όπως είναι το κείμενο του Σιμενόν. Στα θετικά και η ερμηνεία του Κανέ, παρότι ορισμένες φορές δείχνει μάλλον παραζαλισμένος, ενώ η Σαρλότ Γκένσμπουργκ, παρότι γοητευτική, μοιάζει περισσότερο διακοσμητική. Το ερώτημα όμως παραμένει. Ποιος τελικά σκότωσε τη Μπελ;
Η Τζέιν Οστεν με Κατέστρεψε _Jane Austen a gâché ma vie
_”Jane Austen Wrecked My Life” Ρομαντική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Laura Piani, με γνωστά ονόματα του γαλλικού σινεμά Καμίλ Ράδερφορντ, Πάμπλο Πόλι, Τσάρλι Άνσον, Αναμπέλ Λενγκρόν, Λιζ Κρόουδερ, Άλαν Φέρμπερν, Ρομάν Ανζέλ κα. Όταν μία Γαλλίδα, εργένισσα κι επίδοξη συγγραφέας, προσκαλείται στην Αγγλία, σε μία λογοτεχνική εστία, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις αμφιβολίες της για να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό της, να γράψει και να ερωτευθεί. Ο συνδυασμός βρετανικής ρομαντικής κομεντί με γαλλικό χιούμορ, θα μπορούσε να φτάσει ψηλά την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Λάουρα, αλλά μάλλον, αν και βλέπεται ευχάριστα, δείχνει να κολλά στη λασπουριά της βρετανικής εξοχής, όπου διαδραματίζεται. Η Πιάνι, έχοντας ένα σενάριο όχι και πολύ πρωτότυπο, αλλά καλογραμμένο, θα σκηνοθετήσει ανάλαφρα το θέμα της, δημιουργώντας μία πικάντικη ατμόσφαιρα, αλλά θα αποφύγει να ξεφύγει από τα κλισέ του είδους και να εξερευνήσει πιο αιχμηρά θέματα, γύρω από τη συγγραφή και τον εκδοτικό κόσμο, τις ερωτικές σχέσεις και το βάθος μιας σκέψης ανάλογης της Τζέιν Όστεν.
Η Αγκάτ, μία γοητευτική κοπέλα, παραμένει ανύπαντρη, αλλά ονειρεύεται μία ερωτική ιστορία αντάξια των μυθιστορημάτων της Τζέιν Όστεν. Είναι βιβλιοπώλης, αλλά το όνειρό της είναι να γίνει συγγραφέας. Έχει ζωηρή φαντασία, αλλά η σεξουαλική της ζωή είναι ανύπαρκτη. Προσκεκλημένη σε μια εστία για συγγραφείς στην Αγγλία, όπου την υποδέχεται ένας μακρινός συγγενής της Τζέιν Όστεν, η Αγκάτ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανασφάλειές της για να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό της να γράψει και να ερωτευτεί. Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Πιάνι θα αφεθεί ολόψυχα στο σύμπαν της ρομαντικής βρετανικής κομεντί, που μας έχει προσφέρει στο παρελθόν σπουδαία δείγματα, αγκαλιάζοντας όλα τα στοιχεία του είδους και ταυτόχρονα μπολιάζοντας το φιλμ με μία δόση μπουρλέσκ, σκανταλιάς και υπερβολικής ελαφράδας, αν και συναισθηματικά η ηρωίδα της μοιάζει περισσότερο με ένα κακομαθημένο κορίτσι, που θέλει τα πάντα, χωρίς να γνωρίζει πολλά, ακόμη και για τον έρωτα. Αν σε αυτά προσθέσουμε τους επιδερμικούς χαρακτήρες και ειδικά τους δευτερεύοντες, την έλλειψη πεποίθησης της σκηνοθέτιδας, τις αστοχίες για την αντίθεση μεταξύ γαλλικής και βρετανικής κουλτούρας και το αναμενόμενο συμβατικό φινάλε, το φιλμ αρκείται στο να προσφέρει ένα χαλαρό διωράκι, χωρίς καμία περαιτέρω απαίτηση.
Τελευταίος Σταθμός Ροκαφόρτ _”Estacion Rocafort”
Ταινία τρόμου, ισπανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λουίς Πριέτο, με τους Ναταλία Αθαρά, Χαβιέρ Γκουτιέρεθ, Βαλέρια Σορόγια κα. Η Λάουρα, που δουλεύει στον σταθμό του μετρό της Βαρκελώνης Ροκαφόρτ, ανακαλύπτει ότι εκεί έχουν πεθάνει πολλοί και κάτω από περίεργες συνθήκες. Όταν θα γίνει μάρτυρας ακόμη μίας αυτοκτονίας, θα απευθυνθεί σε έναν πρώην αστυνομικό για να την βοηθήσει να βρει το μυστήριο που κρύβεται στον σταθμό. Βασισμένο πάνω σε έναν αστικό θρύλο για τον σταθμό Ροκαφόρτ της Βαρκελώνης, στον οποίο έδειχναν μία ιδιαίτερη προτίμηση όσοι ήθελαν να αυτοκτονήσουν, ειδικά τη δεκαετία του ’70, στηρίζεται αυτό το ισπανικό σκοτεινό φιλμ του Λουίς Πριέτο, με καριέρα και στην Αμερική («Η Απαγωγή», «Παγίδα»). Ο Πριέτο, που δεν έχει κάνει και τίποτα ιδιαίτερο μέχρι στιγμής, θα συνδυάσει δυο συγγενή είδη, το ψυχολογικό θρίλερ με τον τρόμο, έχοντας μία βασική αρχική καλή ιδέα, την οποία όμως αναπτύσσει χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, καθώς χάνει τον βηματισμό του και ξέπνοα θα οδηγηθεί σε κλισέ και αφήνοντας τη σκηνοθεσία στον αυτόματο πιλότο.
Η Λάουρα ξεκινά να εργάζεται στο μετρό της Βαρκελώνης, στον παλιό και ήσυχο σταθμό Ροκαφόρτ. Δεν αργεί να ανακαλύψει ότι ο σταθμός αυτός είναι το κέντρο ενός ανατριχιαστικού αστικού μύθου: πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει εκεί κάτω από περίεργες συνθήκες όλα αυτά τα χρόνια και κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να μάθει την αλήθεια. Η Λάουρα, όταν θα γίνει μάρτυρας ακόμη ενός θανάτου, ζητά τη βοήθεια ενός πρώην αστυνομικού, του Ρομάν, ο οποίος είχε εμπλακεί σε παρόμοιες υποθέσεις στο παρελθόν και που παθιάζεται με την υπόθεση προσπαθώντας να ανακαλύψει το μυστικό που κρύβεται στον σταθμό. Το φιλμ, παρότι έχει ορισμένες καλοτραβηγμένες σκηνές, τον κατάλληλο φωτισμό και δημιουργεί ένα κλίμα που επιτείνει την ανησυχία, είναι φανερό ότι του λείπει μία πλοκή, που να κρατά το ενδιαφέρον, να συναρπάζει, με το σενάριο να μπάζει νερά και να στηρίζεται σε απίθανες καταστάσεις, που δύσκολα μπορούν να ληφθούν στα σοβαρά. Έτσι, από ένα σημείο και μετά απλώς επαναλαμβάνεται, ενώ οι αδύναμοι πρωταγωνιστές ξεπέφτουν στη μανιέρα της έκπληξης και της σύγχυσης. Με δυο λόγια, μία ταινία που θα αφήσει ανικανοποίητους τόσο τους λάτρεις του ψυχολογικού θρίλερ και των αστικών θρύλων όσο και τους φαν του κινηματογραφικού τρόμου, που πλέον μπορούν να δουν πιο τρομαχτικά γεγονότα στο διαδίκτυο ή στις ειδήσεις.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Αποστροφή “Repulsion” Αριστουργηματικό ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ, από τον Ρομάν Πολάνσκι, στη δεύτερη μόλις ταινία του και πρώτη αγγλόφωνη, που θα σηματοδοτήσει ένα νέο κεφάλαιο στον κινηματογράφο. Μέσα στο “πάρτι” του swinging London, η Ελεν φεύγει για ένα γουικέντ με τον εραστή της. Αφήνει πίσω την αδελφή της, την Κάρολ, εύθραυστη, αγοραφοβική και μ’ έναν καθολικό τρόμο για το σεξ. Η Κάρολ θα μείνει κλεισμένη στο διαμέρισμά τους, σταδιακά θα παραδοθεί στις φοβίες και στην παράνοια, διανύοντας μια διαδρομή που θα την οδηγήσει ως και στο έγκλημα. Οι παραισθήσεις γίνονται ένα με την πραγματικότητα – τόσο για την Κάρολ όσο και για τον θεατή – σ’ έναν κινηματογραφικό εφιάλτη κλειστοφοβικό κι ασφυκτικό, με σεκάνς που κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει ποτέ, με μια ιλιγγιώδη αγωνία επιβίωσης και με μια meta-ερμηνεία της ψυχαναλυτικής θεωρίας που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Μόλις δεύτερη ταινία του Πολάνσκι (μετά το «Μαχαίρι στο Νερό»), πρώτη αγγλόφωνη, μια μοντέρνα ερμηνεία του κινηματογραφικού εξπρεσιονισμού μ’ ένα ανατριχιαστικό ηχητικό τοπίο, η «Αποστροφή», μ’ έναν από τους πιο τολμηρούς ρόλους στην καριέρα της Κατρίν Ντενέβ (κι αυτό λέει πολλά), εξακολουθεί να προορίζεται για γερά στομάχια και ν’ ανταμοίβει όσους τη βιώσουν στη μεγάλη οθόνη. Αν και ασπρόμαυρο και γυρισμένο πριν από 60 χρόνια, το φιλμ, ένα εγκεφαλικό, σαδομαζοχιστικό παιχνίδι, παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο, σαρωτικό για τις αισθήσεις, που συμπαρασύρονται από τις παραισθήσεις της ηρωίδας. Μιας υπέροχης Κατρίν Ντενέβ στην τολμηρότερη εμφάνισή της, υποδυόμενη μία ψυχολογικά διαταραγμένη γυναίκα, αγοραφοβική και αντιμετωπίζοντας με τρόμο το σεξ, που θα μείνει κλεισμένη στο διαμέρισμά της και σταδιακά θα παραδοθεί στην παράνοια και το έγκλημα. Κλειστοφοβικό, διαπεραστικό και ανατριχιαστικό φιλμ, που προορίζεται για γερά στομάχια και λάτρεις του μεγάλου σινεμά. Μαζί με τη Γαλλίδα σταρ και οι Ίαν Χέντρι, Ιβόν Φουρνό και Τζον Φρέιζερ.
Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά _”The Man Who Knew Too Much”) Το κλασικό θρίλερ του Χίτσκοκ (αμερικάνικης παραγωγής 1957) ξανά στους θερινούς κινηματογράφους, αλλά πάντα μια σίγουρη επιλογή για μια υπέροχη βραδιά. Πρόκειται για ριμέικ του ομότιτλου φιλμ, που γύρισε ο ίδιος ο μετρ στη βρετανική του περίοδο το 1934 και σαφώς ανώτερο από το πρώτο, καθώς ξεχωρίζει για τη χάρη του, το καυστικό χιούμορ του, για τη μακαριότητα των Αμερικάνων σε ότι συμβαίνει έξω από τη ζωή τους και φυσικά τη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Χιτς. Γυρισμένο με γοητευτικό τεχνικόλορ και αξιοθαύμαστη παραγωγή, το φιλμ διαθέτει ορισμένες εντυπωσιακές σκηνές, με αποκορύφωμα εκείνη στο Άλμπερτ Χολ, αλλά και έναν θαυμάσιο Τζίμι Στιούαρτ, έχοντας δίπλα του την Ντόρις Ντέι να ερμηνεύει την τεράστια επιτυχία «Que Sera, Sera» (Όσκαρ τραγουδιού).
Ο Μπομπ ΜακΚένα και η τυπική από τις κεντροδυτικές πολιτείες της Αμερικής οικογένεια του βρίσκονται σε ταξίδι για ένα ιατρικό συνέδριο στο εξωτικό Μαρόκο, όταν γίνονται μάρτυρες της δολοφονίας ενός Γάλλου μυστικού πράκτορα. Καθώς ο κατάσκοπος ξεψυχά, ψυθιρίζει στον ΜακΚένα το σχέδιο δολοφονίας ενός υψηλά ιστάμενου πολιτικού προσώπου κατά τη διάρκεια ενός κονσέρτου στο Ρόγιαλ Αλμπερτ Χολ του Λονδίνου. Καθώς ο άντρας είναι έτοιμος να μαρτυρήσει όσα ξέρει και να κινητοποιήσει την αστυνομία, όπως έχει καθήκον, οι αντίπαλοι πράκτορες απάγουν τον μικρό του γιο. Η προτεραιότητα του ζευγαριού τώρα είναι να σώσουν το παιδί τους. Ο Χίτσκοκ διασκευάζει το ασπρόμαυρο, σκοτεινό θρίλερ του 1934 (μ’ έναν εκπληκτικό Πίτερ Λόρε στον πρώτο του αγγλόφωνο ρόλο), προσθέτοντας 45 λεπτά δράσης στη σφιχτή οικονομία του βρετανικού του σεναρίου, ανοίγοντας τα πλάνα του σε έγχρωμο γυαλιστερό πανοραμικό σινεμασκόπ και βάζοντας χολιγουντιανούς σταρ στους πρώτους ρόλους. Η πλοκή μεταφέρεται από τις χιονισμένες Αλπεις στο Μαρόκο, η κόρη γίνεται μικρός γιος, η κριτική του Χίτσκοκ για το θεσμό της οικογένειας παραμένει άθικτη.
Αντιθέτως, στην αμερικανική της εκδοχή ενισχύεται. Ναι, ο Δάσκαλος του σασπένς σε πρώτο επίπεδο σκαρώνει ένα ακόμα ηλεκτρισμένο κατασκοπικό θρίλερ, που εμπλέκει απλούς πολίτες με διεθνή δίκτυα πολιτικής συνωμοσίας, απαγωγείς, δολοφόνους. Και το κάνει με την αριστοτεχνική του ικανότητα να δημιουργεί ένταση ακόμα κι από το στήσιμο των κάδρων του, το κόψιμο σε ασφυκτικά κοντινά, την γεωμετρία των πλάνων του. Κάτω όμως από την γοητευτική επιδερμίδα της περιπέτειας, ο Χίτσκοκ κρύβει πάντα ένα σχόλιο – σκοτεινό και δυσάρεστο που απειλεί την εφησυχασμένη μας συλλογική συνείδηση περισσότερο από τη σκιά ενός μαχαιριού πίσω από μία κουρτίνα μπάνιου.
__flix
Στην προκειμένη περίπτωση, η ειρωνεία ξεκινά από τον τίτλο. Σε εποχές που η 50ς αμερικανική τηλεόραση βομβαρδίζει το μεταπολεμικό κοινό της με σειρές που φέρουν τον τίτλο «Father Knows Best», ο Χίτσκοκ σηκώνει το φρύδι του στον ήρωα του (που ενσαρκώνει ο all-american-man Τζίμι Στιούαρτ). Τίποτα δεν γνωρίζει. Γιατρός που έχει κλείσει στον λευκό αμερικανικό φράχτη τα όνειρα της διάσημης τραγουδίστριας γυναίκας του, έχει ήδη προγραμματίσει το μέλλον του 7χρονου γιου του στο οικογενειακό ιατρείο, θεωρεί ότι το τετράγωνο μυαλό του μπορεί να προσφέρει λύσεις για τα πάντα. Αβολα κάθεται στο πάτωμα του παραδοσιακού Μαροκινού εστιατορίου, άγαρμπα τρώει με τα χέρια, άστοχα αγνοεί τις υποδείξεις της γυναίκας του ότι κάτι δεν πάει καλά. Οταν πληροφορείται την απαγωγή, για να την «προστατέψει» της δίνει με το ζόρι ηρεμιστικό – αλλά το ένστικτό της δεν μπορεί να ναρκωθεί με τίποτα: η γυναίκα παρατηρεί εξ αρχής το ύποπτο περιβάλλον, η γυναίκα λύνει το γρίφο, η γυναίκα σώζει στην κρίσιμη στιγμή την κατάσταση με τη φωνή της. Η γυναίκα καθησυχάζει και καθοδηγεί το παιδί της με το τραγούδι της (το οσκαρικό «Que Sera Sera» έχει ρόλο κλειδί τόσο στην εξέλιξη της πλοκής, όσο και στο χιτσκοκικό σχόλιο).
Μπορεί όμως ο Χίτσκοκ να παραδίδει μαθήματα κοινωνιολογικής ανατομίας, η ταινία όμως παραμένει κλασική για την βιρτουοζιτέ του στο χτίσιμο της έντασης. Η δεκάλεπτη σεκάνς μέσα στο Ρόγιαλ Αλμπερτ Χολ (με τον Μπέρναρντ Χέρμαν να εμφανίζεται ως ο διευθυντής ορχήστρας) αποτελεί υπόδειγμα κατασκευής κινηματογραφικής κορύφωσης. Οι γωνίες λήψης που μεγαλώνουν τον όγκο του κοινού της πλατείας σχεδόν απειλητικά, τα επιβλητικά πλάνα της ορχήστρας που συμμετέχει άθελά της στην συνωμοσία, τα κοψίματα στα σκοτεινά θεωρία – όλα ενισχύουν το κρεσέντο του σασπένς που ετοιμάζεται να εκραγεί όταν τα κύμβαλα σημάνουν την λήξη του δράματος. Παρακολουθώντας, 7+ δεκαετίες μετά, αυτή την σεκάνς υποκλίνεσαι ξανά στο μεγαλείο ενός σκηνοθέτη που έχει επηρεάσει τη ρότα της μετέπειτα κινηματογραφικής ιστορίας. Μπορεί ο ήρωάς του να μην γνώριζε πολλά, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ όμως ήταν μία πραγματική διάνοια.
Υπάρχει και η αδιάφορη M3gan 2.0 Αμερικάνικη ταινία τρόμου (2025), Σίκουελ της ομώνυμης ταινίας του 2023, με διφορούμενα μηνύματα …εκατομμύρια προβολές στο YouTube