Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, στο αμφιθέατρο «Π. Παναγιωτόπουλος» του Πολυτεχνείου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η ημερίδα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου επαναστάτη Β. Ι. Λένιν.
Το άνοιγμα των εργασιών έκανε η Θεανώ Καπέτη, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και Γραμματέας της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ.
Την εισήγηση με θέμα «Σοσιαλιστικό Κράτος και Κεντρικός Σχεδιασμός» έκανε ο Μ. Παπαδόπουλος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ενώ η Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ, έκανε την εισήγηση με θέμα «Για τον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση».
Ακολούθησαν οι εξής θεματικές παρεμβάσεις: «Η διαπάλη στο ΚΚΣΕ σχετικά με τη Θέση για το παλλαϊκό κράτος», από τον Β. Οψιμο, μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ. «Η σημασία των αλλαγών σχετικά με τη λειτουργία των Σοβιέτ στο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936», από την Μαρίνα Λαβράνου, υπεύθυνη του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ. «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία. Το ζήτημα των πολιτικών μορφών», από τον Α. Χρύση, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Προς έναν σοσιαλιστικό συνταγματισμό: Νέες τεχνολογίες, σοσιαλιστική δημοκρατία και η κριτική περί γραφειοκρατίας», από τον Δ. Κιβωτίδη, λέκτορα στο Συνταγματικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την εισήγηση που έκανε στην ημερίδα ο Μ. Παπαδόπουλος. Σε επόμενα φύλλα θα ακολουθήσει αναλυτικότερο ρεπορτάζ και για τις υπόλοιπες εισηγήσεις και θεματικές παρεμβάσεις.
Ορισμένα από τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ενωσης για την κάλυψη βασικών αναγκών των εργαζομένων, για την εξάλειψη της ανεργίας και της ενεργειακής φτώχειας, τη διασφάλιση κατοικίας, δωρεάν Υγείας και υψηλού επιπέδου μόρφωσης, την πρόσβαση στην πολιτιστική δημιουργία υψηλού επιπέδου, δεν μπορεί να τα διασφαλίσει ο καπιταλισμός σήμερα, δεκαετίες μετά, και ούτε πρόκειται να τα διασφαλίσει ποτέ.
Αντίστοιχα, θα μπορούσε κανείς να μιλά πολλές ώρες για το άλμα στον γρήγορο εξηλεκτρισμό της αχανούς έκτασης της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του ’20, τη μετατροπή της ειρηνικής σε πολεμική βιομηχανία για τις ανάγκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την κατάκτηση του Διαστήματος με το «Σπούτνικ», τον Γκαγκάριν και την Τερεσκόβα.
Το μέγεθος του άλματος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συγκριτικά με τον καπιταλισμό γίνεται κατανοητό αν υπολογίσουμε τη μεγάλη απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία. Αν υπολογίσουμε τις καταστροφικές συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο ρωσικό έδαφος και το γεγονός ότι οι επιτυχίες πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, αντεπαναστατικής εσωτερικής υπονόμευσης και απροκάλυπτων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Αν σκεφτούμε πώς διασφαλιζόταν η ανάπτυξη στις καπιταλιστικές χώρες, με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, τις ουρές των ανέργων, την εργοδοτική τρομοκρατία.
Η Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης φωτίζει τη δυνατότητα, την αναγκαιότητα και την υπεροχή μιας ανώτερης μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, κατά την οποία αλλάζουν ριζικά ο σκοπός της παραγωγής, ο χαρακτήρας της εξουσίας και της ιδιοκτησίας και ο ρόλος της εργατικής τάξης, γενικότερα των εργαζομένων. Από τα χέρια της αστικής τάξης, τη δικτατορία του κεφαλαίου, η εξουσία περνάει στα χέρια της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Καταργείται η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με την κοινωνικοποίησή τους, περνάμε δηλαδή στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Αλλάζει ο σκοπός της παραγωγής και τη θέση του καπιταλιστικού κέρδους καταλαμβάνει η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, που συνεχώς διευρύνονται. Οι εργαζόμενοι από το παρασκήνιο περνούν στο προσκήνιο της Ιστορίας και παίζουν ενεργό ρόλο στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων της διακυβέρνησης.
Στη Σοβιετική Ενωση, για πρώτη φορά στην Ιστορία, αποδείχθηκε στην πράξη η δυνατότητα να σχεδιαστούν επιστημονικά και ενιαία οι στόχοι της παραγωγής με στόχο την ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Αποδείχθηκε η δυνατότητα να βελτιώνονται η οργάνωση και ο συντονισμός της συλλογικής προσπάθειας εκατομμυρίων εργαζομένων για τη λαϊκή ευημερία.
Η Ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης βοηθά να κατανοηθεί ότι ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί σχέση παραγωγής και κατανομής, που καθορίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προκειμένου αυτά να αξιοποιηθούν για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών που διευρύνονται.
Αποτελεί κοινωνική σχέση που εκφράζει τον ριζικά διαφορετικό τρόπο που συνενώνονται οι εργαζόμενοι με τα μέσα παραγωγής και μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος δεν αναζητά αφεντικό μέσα στη ζούγκλα της αγοράς. Η εργατική τάξη πλέον κατανέμεται σχεδιασμένα και παίζει αποφασιστικό ρόλο για το τι, πώς και πότε θα παραχθεί.
Η μελέτη της σοβιετικής Ιστορίας φωτίζει επίσης τις αντικειμενικές δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Βοηθά να κατανοήσουμε γιατί η πορεία προς τον κομμουνισμό δεν είναι μια εύκολη και ανέμελη υπόθεση της ταξικής πάλης.
Ποιες είναι αυτές οι δυσκολίες, τα αντικειμενικά εμπόδια:
- 1) Το γεγονός ότι οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν προϋπάρχουν, δεν εμφανίζονται πριν τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή είναι μια ριζική διαφορά από τις αστικές επαναστάσεις, όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής προϋπάρχουν και αναπτύσσονται πριν τη νίκη τους. Μια διαφορά που υπογραμμίζει τη δυσκολία του ιστορικού καθήκοντος που αναλαμβάνει η εργατική εξουσία.
- 2) Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είναι μια ταυτόχρονη, ενιαία παγκόσμια διαδικασία.
Θα ξεκινήσει μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα ή μια ομάδα χωρών, σε διαρκή αντιπαράθεση και ανταγωνισμό με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αποκλεισμούς, στενότητα πόρων και πιθανώς μια κληρονομιά κατεστραμμένων υποδομών. Αυτό υπογραμμίζει η πείρα της Σοβιετικής Ρωσίας μετά την επανάσταση. - 3) Πρέπει σθεναρά να δίνεται προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, καθώς και στην κάλυψη των αμυντικών αναγκών. Τόσο για να αντιμετωπιστεί ο εξωτερικός και εσωτερικός αντίπαλος, όσο και για να διασφαλιστεί η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση, ο αναγκαίος κοινωνικός πλούτος για τη διεύρυνση της ευημερίας ως κοινωνίας στο μέλλον.
Τι σημαίνει όμως αυτή η προτεραιότητα; Σημαίνει ότι υπάρχουν αντικειμενικοί περιορισμοί στην παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης και στη δυνατότητα άμεσης κάλυψης κάθε ατομικής επιθυμίας, κάθε ανάγκης όπως ατομικά – και όχι κοινωνικά – συνειδητοποιείται. - 4) Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αύξηση της παραγωγικότητας, οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες μεταφράζονται σε νέες ανάγκες, διευρύνουν τις ήδη υπάρχουσες, γεννούν νέα προβλήματα. Διαφορετικά είναι τα συγκεκριμένα καθήκοντα στη σοβιετική Ρωσία του ’20, που δίνει μάχη ανοικοδόμησης, και διαφορετικά στη Σοβιετική Ενωση της δεκαετίας του ’30, που προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την ιμπεριαλιστική εισβολή.
Επομένως, δεν αρκεί η τεχνολογική πρόοδος για να κλείσει αυτόματα η ψαλίδα ανάμεσα στις υπάρχουσες δυνατότητες και στις κοινωνικές ανάγκες. Καθοριστικός είναι ο ρόλος της εργατικής εξουσίας, το ταξικό πρόσημο της πολιτικής της, αν ενισχύει ή αποδυναμώνει τον κεντρικό σχεδιασμό. - 5) Μετά τη νίκη της επανάστασης δεν μπορεί να είναι εξαρχής κατακτημένη η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Θα υπάρχουν φαινόμενα ατομισμού, ανευθυνότητας, τεμπελιάς, διαφθοράς. Το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου πρέπει να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνης στάσης απέναντι στην εργασία, που παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη.
- 6) Στην αρχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης παραμένουν ως κατάλοιπα μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, εμπορευματική παραγωγή σε τομείς όπου δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες για άμεση κοινωνικοποίηση του συνόλου της παραγωγής. Γενικότερα, στην ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού δεν εξαλείφονται οι τάξεις, οι ταξικές διαφοροποιήσεις και οι αντιθέσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν εξαφανίζεται η ταξική φύση των κοινωνικών προβλημάτων.
Τόσο η Ιστορία του καπιταλισμού όσο και αυτή του σοσιαλισμού επιβεβαίωσαν επίσης τη θεμελιακή θέση των κλασικών ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να παραλάβει τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αντίθετα, πρέπει να τον τσακίσει και να τον αντικαταστήσει με το δικό της κράτος, το κράτος της εργατικής εξουσίας.
Ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός πρέπει να αναβαθμίζεται συνεχώς και να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις που γεννά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αστικό και σοσιαλιστικό κράτος
Αυτή η αποστολή δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τους θεσμούς του αστικού κράτους. Η Ιστορία επιβεβαίωσε τη λενινιστική θέση ότι η αστική δημοκρατία απομακρύνει με χίλιους δυο τρόπους από τη συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Ολες οι λειτουργίες του αστικού κράτους, ιδεολογικές, οικονομικές, κατασταλτικές, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Κανένας εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να αλλάξει τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του κράτους, της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Ο αντιδραστικός ρόλος του σημερινού επιτελικού – ψηφιακού κράτους αποκαλύπτεται συνεχώς σε όλες τις πτυχές της ζωής μας. Πίσω από το πέπλο της τυπικής ισότητας των πολιτών γιγαντώνεται η ουσιαστική ανισότητα ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα της εκμετάλλευσης.
Αντίθετα, ο κοινωνικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στον σοσιαλισμό – κομμουνισμό απαιτεί και προκαθορίζει και την κοινωνική, ταξική φύση της κρατικής εξουσίας. Αυτοί που παράγουν τα υλικά και πνευματικά αγαθά μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Εδώ εδράζεται η υπεροχή της δικτατορίας του προλεταριάτου ως ανώτερης μορφής δημοκρατίας και οργάνωσης της κοινωνίας.
Ο συλλογικός εργάτης, η κύρια παραγωγική δύναμη, απελευθερώνεται από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και συμμετέχοντας ενεργά στη διοίκηση του κράτους της εργατικής εξουσίας, εδραιώνει και αναπτύσσει τη νέα κοινωνία. Η ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, όπου η εργατική τάξη συμμετέχει ενεργά στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, είναι προϋπόθεση για την ανεμπόδιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και για την επέκταση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Και, αντίστροφα, η δημιουργία των κατάλληλων υλικών συνθηκών επιτρέπει την αναβάθμιση της λειτουργίας των θεσμών και των οργάνων της εργατικής εξουσίας, π.χ. την αναγκαία μείωση του εργάσιμου χρόνου των εργαζομένων, για ουσιαστική ενασχόληση με τα πολιτικά προβλήματα της διακυβέρνησης.
Η υπεροχή του σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού ως κοινωνικής σχέσης για τη διασφάλιση της λαϊκής ευημερίας είναι προφανής. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η χρησιμοποίησή τους από την εργατική δύναμη μέσω του κεντρικού σχεδιασμού αποτελούν θεμελιακή κοινωνική σχέση της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, ακόμα και στη μακρόχρονη πρώιμη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Με άλλα λόγια, οι βασικές νομοτέλειες της κομμουνιστικής κοινωνίας αφορούν ενιαία ολόκληρη την περίοδο από την ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού μέχρι την πλήρη επικράτηση της αταξικής κοινωνίας.
Για να λειτουργεί όμως απρόσκοπτα ο κεντρικός σχεδιασμός, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών, έχουν καθοριστική σημασία ο ρόλος και η στρατηγική αντίληψη του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα, του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας. (…)
Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στην ιστορική πείρα των ανατροπών, που κωδικοποιείται στα ντοκουμέντα του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, και πρόσθεσε:
Η αντεπανάσταση δεν θα είχε νικήσει αν υπήρχε έγκαιρη, συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία του Κόμματος και των οργάνων της εργατικής εξουσίας. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε τη μελέτη της συγκεκριμένης πείρας, του πισωγυρίσματος της Ιστορίας.
Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρέπει να μελετηθεί με γνώμονα την οργανική αλληλεπίδραση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, και όχι με το σχηματικό, μη διαλεκτικό ερώτημα αν έπρεπε να δοθεί το κύριο βάρος «στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ή στην ενίσχυση της πολιτικής δημοκρατίας», που προτάσσουν ορισμένοι μελετητές.
Πέρα από το ζήτημα του ταξικού περιεχομένου της δημοκρατίας, αυτός ο διαχωρισμός συσκοτίζει το γεγονός ότι η επίδραση των σχέσεων παραγωγής δεν αφορά μόνο τον ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και τον σκοπό, το κίνητρο, την κατεύθυνση αυτής της ανάπτυξης.
Το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’90 μια δύσκολη κριτική και αυτοκριτική προσπάθεια μελέτης της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με κορυφαίους σταθμούς το 18ο Συνέδριο και το Πρόγραμμα του Κόμματος στο 19ο Συνέδριο. Συνεχίζουμε αυτήν την προσπάθεια κάτω από το φως των σύγχρονων εξελίξεων. Αυτήν την περίοδο, με μια σειρά εκδόσεις και επεξεργασίες δίνουμε βάρος στη μελέτη του εποικοδομήματος, του κράτους της εργατικής εξουσίας.
Τα βαθύτερα συμπεράσματα
Η επεξεργασία μας προσπαθεί να φωτίσει βαθύτερα ορισμένους βασικούς παράγοντες τους οποίους πρέπει να διασφαλίζουν τα όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κράτους της εργατικής εξουσίας ώστε να μπορούν να προβλέπουν έγκαιρα και να ιεραρχούν εύστοχα τις κοινωνικές ανάγκες που διευρύνονται. Να μπορούν να αναβαθμίζουν τον κεντρικό σχεδιασμό, για την ικανοποίησή τους, με στόχο την πλήρη άνθιση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής.
Ποιους παράγοντες αναδεικνύει η διεύρυνση της ιστορικής πείρας του 20ού αιώνα;
Ο πρώτος παράγοντας αφορά την ανάγκη δημιουργικής ανάπτυξης της μαρξιστικής – λενινιστικής κοσμοθεωρίας, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και της πολιτικής διαμόρφωσης του σοσιαλιστικού Δικαίου. Η πείρα του 20ού αιώνα απέδειξε ότι δεν αρκεί μια γενικά σωστή αντίληψη και γνώση των νομοτελειών του νέου τρόπου παραγωγής για να προχωρήσει νικηφόρα η σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Απαιτείται η συνεχής, δημιουργική θεωρητική και επιστημονική εργασία ώστε να διαμορφώνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις δράσης, να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Μια σειρά από αδυναμίες και θεωρητικά λάθη πληρώθηκαν ακριβά στην πρώτη ηρωική προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη σοβιετική φιλοσοφία αρνητικό ρόλο έπαιξε ο διαχωρισμός των αντιθέσεων, των αντιφάσεων σε «ανταγωνιστικές και μη ανταγωνιστικές».
Σύμφωνα με αυτόν τον διαχωρισμό, υπάρχουν κοινωνικές αντιφάσεις που έχουν ως υπόβαθρο ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα και εξαλείφονται μόνο με την επαναστατική ταξική πάλη και αντιφάσεις που δεν απαιτείται η διεξαγωγή ταξικής πάλης για να εξαλειφθούν.
Ετσι υπονομεύτηκε θεωρητικά η θέση του ΚΚΣΕ για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και της αποφασιστικής διεξαγωγής της ταξικής πάλης απέναντι στις κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονταν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων (π.χ. διευθυντές με προνόμια, ομαδική ιδιοκτησία στον αγροτικό τομέα, διεφθαρμένα στελέχη της κρατικής διοίκησης).
Στην έκδοση της επιστολής Mολότοφ προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ, ο αναγνώστης μπορεί να δει αναλυτικά τη σχετική διαπάλη στο ΚΚΣΕ στις δεκαετίες του ’50 και ’60 για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και την υιοθέτηση της θέσης για το παλλαϊκό κράτος. Ομως συγχύσεις και λαθεμένες προσεγγίσεις εμφανίζονται και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα ήταν δεμένες με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ενίσχυαν τις οπορτουνιστικές θεωρητικές αντιλήψεις περί «σοσιαλισμού με αγορά» και τις πολιτικές πρακτικές που ισχυροποιούσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή αυτών των πρακτικών ισχυροποιούσε τις κοινωνικές δυνάμεις που άνοιξαν τον δρόμο για τη νίκη της αντεπανάστασης. Για παράδειγμα, το εκτεταμένο δίκτυο διευθυντών των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων ισχυροποιήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν, που ευνοούσαν την ιδιοσυντήρηση των σοσιαλιστικών μονάδων παραγωγής και τα πριμ στους διευθυντές.
Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ θα επισημάνει αργότερα ότι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση θα επιδράσει στη συζήτηση των θεμάτων πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σχετικά με την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, ως στοιχείου ξένου και εχθρικού προς τον κεντρικό σχεδιασμό. Αντί για την αποφασιστική πάλη για την κατάργηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας, σταδιακά θα επικρατήσει η λαθεμένη οπορτουνιστική αντίληψη της δυνατότητας περιορισμένης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης της λειτουργίας της αγοράς μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας.
Ο Στάλιν θα συνοψίσει στη δεκαετία του ’50 αυτήν τη διαπάλη στο ΚΚΣΕ στο έργο του «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Ομως, τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους.
Ασφαλώς δεν παραγνωρίζουμε τις μεγάλες αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι. Η προσπάθεια διαμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ξεκίνησε αναγκαστικά με περιορισμένα εφόδια. Ενώ ο Μαρξ ερεύνησε τις νομοτέλειες και τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας που ήδη μετρούσε αιώνες ζωής, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μπορούσαν να μελετήσουν μόνο τα αποτελέσματα της δικής τους προσπάθειας, στα πρώτα βήματα της ανώριμης βαθμίδας του σοσιαλισμού – κομμουνισμού (…)
Ομως, σήμερα, εμείς οι κομμουνιστές έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες και ευθύνες γιατί μπορούμε να μελετήσουμε την πλούσια ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Διδαχτήκαμε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να αποτελεί νομοτέλεια του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, ότι όσο διατηρούνται οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης των αντεπαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων.
Διδαχτήκαμε ότι οι ίδιες βασικές νομοτέλειες αφορούν ενιαία ολόκληρη την πορεία, απ’ την ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού μέχρι την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Διδαχτήκαμε τη σημασία δημιουργικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, για να μπορεί ο κεντρικός σχεδιασμός να αντανακλά και να αξιοποιεί τις νομοτέλειες του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Με άλλα λόγια, διδαχτήκαμε τη σημασία της προσπάθειας του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την επιστημονική αναβάθμιση και τη δημιουργική συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδίου – πλάνου στις νέες απαιτήσεις που θέτει το νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Διδαχτήκαμε ότι προϋπόθεση για την επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι να διαμορφώνονται ενιαία, έγκαιρα και εύστοχα οι κατάλληλοι στόχοι, μέθοδοι, δείκτες και μέτρα οργάνωσης της παραγωγής και της επιστημονικής έρευνας, με βάση τις νέες ανάγκες και τα νέα προβλήματα.
Διδαχτήκαμε παράλληλα τον αναντικατάστατο ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου και της διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέχρι την πλήρη εξάλειψη των τάξεων. Η σοβιετική πείρα μάς δίδαξε ότι δεν αρκεί η θεσμική – νομική κατοχύρωση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Χωρίς τον συνεχή, αποφασιστικό, ενεργό ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, της επαναστατικής πρωτοπορίας και της εργατικής εξουσίας, οι νέοι θεσμοί μπορούν εύκολα να εξασθενίσουν και να εξαϋλωθούν.
Η προσπάθεια του υποκειμενικού παράγοντα για να εμφανιστούν και να κυριαρχήσουν οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής περιλαμβάνει και τον ενεργό ρόλο του νομικού εποικοδομήματος. Και σ’ αυτόν τον τομέα απαιτείται η δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για το σοβιετικό Δίκαιο τις δεκαετίες του ’20 και ’30 και η ανάδειξη απ’ τον Στούτσκα του ενεργού ρόλου που πρέπει να παίξει το σοβιετικό Δίκαιο ως μέσο επίδρασης του εργατικού κράτους, για την εδραίωση και επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε σχέση με άλλες απόψεις, όπως του Πασουκάνις, που στην ουσία περιόριζαν την έννοια του Δικαίου στο δίκαιο της εμπορευματικής ανταλλαγής. Απόψεις που υποβάθμιζαν τη σημασία των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής, καθώς και τον αναγκαίο ρόλο του Δικαίου για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στον σοσιαλισμό.
Ενεργός ρόλος των εργαζομένων
Ο δεύτερος παράγοντας που αναδεικνύει η ιστορική πείρα αφορά τον ενεργό ρόλο των εργαζομένων στη λήψη, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα απ’ τα όργανα της εργατικής εξουσίας.
Η σοβιετική πείρα και στην ανοδική πορεία και στην οπισθοχώρηση απέδειξε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της μόνο όταν στηρίζεται στην ενεργή συμμετοχή των εργαζομένων, ώστε οι κατευθύνσεις, οι στόχοι του κεντρικού σχεδιασμού, τα καθήκοντα της ταξικής πάλης να υιοθετούνται ουσιαστικά και να προωθούνται μαχητικά από πλατιές λαϊκές μάζες.
Τόσο η θετική όσο και η αρνητική ιστορική πείρα του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε ότι ο αυξανόμενος ρόλος που παίζουν οι εργαζόμενοι με την ουσιαστική συμμετοχή τους στην κρατική διοίκηση είναι μια βασική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Γι’ αυτό και έχει καθοριστική σημασία να λειτουργούν ουσιαστικά τα όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου, απ’ τη βάση μέχρι τα κεντρικά όργανα εξουσίας. Να λειτουργεί ουσιαστικά η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων με βάση τις αρχές του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης, της ανακλητότητας των αντιπροσώπων στα ανώτερα όργανα εξουσίας. Να εξασφαλίζεται πραγματικά η δυνατότητα άσκησης κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στη γραφειοκρατική στάση στελεχών, σε φαινόμενα διοικητικής αυθαιρεσίας.
Σε αυτό το ζήτημα, του ενεργού ρόλου των εργαζομένων, επισημαίνει ο Λένιν ότι βρίσκεται και μια ουσιαστική διαφορά απ’ την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που με χίλιους δυο τρόπους απομακρύνει τις μάζες των εργατών, των εργαζομένων από τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση.
Το κράτος της εργατικής εξουσίας δίνει ώθηση στη συνεχή, άμεση πολιτική δράση της εργατικής τάξης, του λαού και στηρίζεται σ’ αυτήν τη δράση για τη νίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οριστική επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Η δικτατορία του προλεταριάτου μετατρέπει τους εργαζόμενους από παθητικούς θεατές σε πρωταγωνιστές της πολιτικής δράσης, η οποία ανοίγει τον δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση (…)
Οι θεσμοί της σοβιετικής εξουσίας δεν ήταν μια μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, που διαμορφώθηκε στα γραφεία της καθοδήγησης των μπολσεβίκων. Οπως και η Παρισινή Κομμούνα, τα Σοβιέτ ήταν δημιούργημα της προλεταριακής επαναστατικής δημιουργικότητας. Γεννήθηκαν πριν από τον σοσιαλισμό, στην Επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης. Αποτέλεσαν μια νέα, ανώτερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, τα φύτρα της μελλοντικής εργατικής εξουσίας.
Ο Λένιν τονίζει ότι τα Σοβιέτ, ως όργανα της ταξικής πάλης πριν από την επανάσταση, αντανακλούσαν και εξέφραζαν την αλλαγή διαθέσεων και απόψεων των μαζών γρηγορότερα, πληρέστερα και πιστότερα από οποιονδήποτε άλλον θεσμό, και συμπληρώνει ότι αυτή είναι μια απ’ τις αιτίες που η σοβιετική δημοκρατία είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας1.
Τα Σοβιέτ, ως μορφή της εργατικής εξουσίας που δημιούργησε η ίδια η εργατική τάξη, ο ίδιος ο λαός, λειτούργησαν χωρίς κανένα Σύνταγμα πάνω από έναν χρόνο μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, έως το καλοκαίρι του 1918. Επαιξαν καθοριστικό ρόλο στη θεαματική ανοδική πορεία των δύο πρώτων δεκαετιών ζωής της Σοβιετικής Ενωσης.
Αλλά και η αρνητική πείρα της εξασθένισης της λειτουργίας των Σοβιέτ, με το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, όπου γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική ψηφοφορία, με βάση τον χώρο κατοικίας και όχι τον χώρο εργασίας, επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα.
Με τις αλλαγές του ’36 αυξήθηκε εκτός των άλλων αντικειμενικά η δυσκολία να λειτουργήσουν οι αρχές λογοδοσίας, κριτικής και ανάκλησης των αντιπροσώπων που εκλέγονταν σε τοπικό επίπεδο, καθώς και της ουσιαστικής λειτουργίας που υπήρχε πριν, στις εργοστασιακές συνελεύσεις.
Αξιοποιώντας την πείρα του 20ού αιώνα και τις θεμελιακές αρχές συγκρότησης της σοσιαλιστικής εξουσίας, προσδιορίσαμε στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ τη δομή και τα όργανα του σοσιαλιστικού κράτους, ώστε να αποτελεί αποτελεσματικό όργανο της ταξικής πάλης που συνεχίζεται στις νέες συνθήκες.
Για να είναι αποτελεσματικό το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει το θεμέλιο της εργατικής εξουσίας να είναι η παραγωγική μονάδα (…)
Το σοσιαλιστικό κράτος δεν αρνείται την ανάγκη ενός λειτουργικού διαχωρισμού της διοίκησης της κοινωνίας ούτε και τη χρησιμότητα του καταμερισμού της εργασίας στη διοίκηση του κράτους, μέχρι να φτάσουμε στον κομμουνισμό.
Ομως, αυτός ο διαχωρισμός δεν αφορά τον διαχωρισμό των εξουσιών, όπως στο αστικό κράτος. Η εργατική εξουσία πρέπει να είναι ενιαία και αδιάσπαστη για να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τόσο η ανάπτυξη της παραγωγής όσο και τα όργανα εξουσίας στον σοσιαλισμό στηρίζουν και στηρίζονται στη δύναμη του συλλογικού, του κοινωνικού εργάτη. Η πρωτοβουλία, η ευθύνη, η δύναμη του συλλογικού, του συνδυασμένου εργάτη είναι το υπερόπλο της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για να διασφαλιστεί όμως πραγματικά και αποτελεσματικά ο ενεργός ρόλος των εργαζομένων, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Απαιτείται η δημιουργία της υλικής βάσης που θα επιτρέπει τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, θα διασφαλίζει την ουσιαστική μόρφωση, την αφομοίωση βασικών αρχών του μαρξισμού – λενινισμού, την πολιτιστική αναβάθμιση, τη συγκρότηση ολοκληρωμένης προσωπικότητας του εργαζόμενου. Απαιτείται η ουσιαστική λειτουργία των οργάνων της εργατικής εξουσίας και ο διαπαιδαγωγικός ρόλος τους, ώστε να καλλιεργείται στον βαθμό του δυνατού κομμουνιστική συνείδηση.
Είναι προφανής η οργανική αλληλεπίδραση αυτών των προϋποθέσεων. Κάθε εξασθένιση και υποβάθμιση της λειτουργίας των οργάνων εξουσίας υπονομεύει την επιτυχία των στόχων του κεντρικού σχεδιασμού. Και αντίστροφα, κάθε αρνητική εξέλιξη στη δημιουργία των αναγκαίων υλικών συνθηκών δημιουργεί εμπόδια στον δημιουργικό ρόλο των οργάνων της εργατικής εξουσίας.
Ο προσανατολισμός του ΚΚ
και της εργατικής εξουσίας
Ο τρίτος παράγοντας αφορά τη σημασία του σταθερού, αταλάντευτου, στρατηγικού προσανατολισμού του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την πλήρη επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την εξάλειψη κάθε μορφής εμπορευματικής παραγωγής, την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Αυτός ο παράγοντας είναι ο πιο σημαντικός, ο καθοριστικός και για τους άλλους δύο που προαναφέραμε. Η ιστορία του 20ού αιώνα έχει επιβεβαιώσει ότι ο υποκειμενικός παράγοντας έχει το προβάδισμα για την επιτυχία της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Εχει αναδείξει τη σημασία της συλλογικής θεωρητικής και πολιτικής προετοιμασίας του Κόμματος, για να αντιμετωπίζει εύστοχα τα νέα καθήκοντα της ταξικής πάλης μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο ως συνειδητής επαναστατικής πρωτοπορίας, τόσο με την άμεση συμμετοχή των δυνάμεών του στη διακυβέρνηση, στα όργανα της εργατικής εξουσίας όσο και ως αυτοτελής οργάνωση. Να επαγρυπνεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια αλλοίωσης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέχρι την πλήρη νίκη του κομμουνισμού.
Στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εμφανίζονται νέα προβλήματα, αλλάζουν συχνά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις (π.χ. προτεραιότητα στη Σοβιετική Ρωσία μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η γρήγορη αποκατάσταση του προπολεμικού επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγής, ενώ στη δεκαετία του ’30 έπρεπε να κερδηθεί η μάχη της βαριάς και της αμυντικής βιομηχανίας και της εκτεταμένης εκμηχάνισης του αγροτικού τομέα).
Οσο θα υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση, όσο θα υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που αντιδρούν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων καθώς και ισχυρό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, η ταξική πάλη θα συνεχίζεται και θα υπάρχει ο κίνδυνος της ανατροπής του σοσιαλισμού.
Π.χ. όσο θα υπάρχουν μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας και θα παραμένει η αντίθεση διευθυντικής – εκτελεστικής εργασίας.
Γι’ αυτό μέχρι την εξάλειψη των τάξεων, ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους της εργατικής εξουσίας δεν πρέπει να αλλάξει. Το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει σταθερά και συνεχώς να παίζει τον αμυντικό – κατασταλτικό του ρόλο απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του σοσιαλισμού καθώς και τη δημιουργική οικονομική, διαπαιδαγωγητική, πολιτιστική λειτουργία του.
Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναγκαία μέχρι τη μετατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, μέχρι τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, μέχρι τη συντριβή του εχθρικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Ο μύθος της “καθαρής δημοκρατίας”
Η πορεία μετάβασης προς τον κομμουνισμό, προς την απονέκρωση του κράτους, προς την ιστορική περίοδο που τα καθήκοντα του σχεδιασμού και του ελέγχου της παραγωγής θα χάσουν πλέον τον ταξικό, πολιτικό τους χαρακτήρα, δεν περνά μέσα από την «εξασθένιση» της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μέσα απ’ την αναβάθμιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της.
Μόνο η αναρχική αφέλεια μπορεί να παραβλέψει την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Ας θυμηθούμε την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τις μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις, την υπονόμευση του κεντρικού σχεδιασμού και την αντεπαναστατική δράση στη Σοβιετική Ένωση.
Γι’ αυτό και χρειάζεται σταθερό ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο απέναντι στην οπορτουνιστική αντίληψη ότι η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να μετασχηματιστεί και να καταλήξει σε μια «καθαρή δημοκρατία», χωρίς στοιχεία ταξικού καταναγκασμού, για να στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
- Καθόλου τυχαία ο Λένιν εστίασε στην κριτική του στον Κάουτσκι που πρόβαλλε αυτήν τη θέση, στην εποχή του. Η θέση του Κάουτσκι εμφανίστηκε σε διάφορες παραλλαγές στη συνέχεια απ’ το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και ορισμένους θεωρητικούς του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού».
- Η έννοια της «καθαρής δημοκρατίας» βασίζεται στον τυπικό αστικό ορισμό της δημοκρατίας, σαν μια συγκεκριμένη μέθοδο διαμόρφωσης των οργάνων εξουσίας και σαν μια ταξικά ουδέτερη διαδικασία αποδοχής των αποφάσεων της διακυβέρνησης, με βάση την ψήφο της πλειοψηφίας των πολιτών. Βασίζεται, δηλαδή, σ’ έναν ορισμό που συγκαλύπτει το συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο του κράτους και της δημοκρατίας.
- Ο Λένιν φώτισε ότι η δημοκρατία είναι έκφραση του κράτους και το κράτος αποτελεί όργανο κυριαρχίας της εκάστοτε άρχουσας τάξης και καταπίεσης άλλων τάξεων. Γι’ αυτό και η έννοια της «καθαρής δημοκρατίας» θεωρητικά δεν έχει κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, ή θα υπάρχει δικτατορία του κεφαλαίου ή θα υπάρχει δικτατορία του προλεταριάτου. Τρίτος δρόμος στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει.
Οι τρεις παράγοντες που παρουσιάσαμε πολύ συνοπτικά συνδέονται οργανικά μεταξύ τους. Η οπισθοχώρηση, οι αδυναμίες, τα λάθη του ενός επιδρούν στου υπόλοιπους και παίζουν ρόλο για τη νικηφόρα πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
“Τα χελιδόνια” του σοσιαλισμού
Το ΚΚΕ κατανοεί τη σημασία της έγκαιρης επεξεργασίας των σύγχρονων θεωρητικών προβλημάτων, της κριτικής εξέτασης της ιστορικής πείρας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και στηριγμένο στα συμπεράσματα του 18ου Συνεδρίου που εξέτασε κριτικά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, συνεχίζει τη μελέτη του εποικοδομήματος και άλλων πλευρών, που βοηθούν στην εξαγωγή πιο ολοκληρωμένων συμπερασμάτων.
Στηριγμένο στο επαναστατικό του Πρόγραμμα συνεχίζει επίσης την προσπάθεια μελέτης και πρόβλεψης των σύγχρονων τάσεων στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Οι επεξεργασίες μας μας βοηθούν να φωτίσουμε, γιατί τώρα μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες μεγάλες δυνατότητες που γεννά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση η πληροφορική, η ψηφιακή τεχνολογία, η ρομποτική, η Τεχνητή Νοημοσύνη, που είναι «τα χελιδόνια του σοσιαλισμού».
Μια σειρά τεχνικοί και επιστημονικοί περιορισμοί, που υπήρχαν στη Ρωσία του 1917 και στη Σοβιετική Ενωση του 1950, για την επιτυχία του κεντρικού σχεδιασμού δεν υπάρχουν σήμερα.
Οι νέες δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας μπορούν να αξιοποιηθούν απ’ την εργατική εξουσία, για να αυξηθεί θεαματικά ο ελεύθερος, μη εργάσιμος χρόνος των εργαζομένων. Μπορούν να αξιοποιηθούν για να αναβαθμιστεί το γενικό μορφωτικό επίπεδο και να αναπτυχθεί ολόπλευρα η προσωπικότητα των εργαζομένων μέσα απ’ την καθημερινή ενεργό συμμετοχή τους στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα απ’ τη δημιουργική εργασία.
Στην Ημερίδα που διοργάνωσε το ΚΣ της ΚΝΕ φωτίσαμε αναλυτικά τις νέες δυνατότητες για την αναβάθμιση της παραγωγής και της αποτελεσματικότητας του κεντρικού σχεδιασμού και δεν θα τις επαναλάβουμε στη σημερινή παρουσίαση.
Ομως, όπως απέδειξε η ιστορική πείρα της ΕΣΣΔ, οι νέες δυνατότητες που διασφαλίζουν τα νέα επιστημονικά τεχνολογικά επιτεύγματα δεν μεταφράζονται αυτόματα σε προωθητική δύναμη για την επέκταση, την εμβάθυνση και την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Οι μεταπολεμικές επιτυχίες της Σοβιετικής Ένωσης στην εξερεύνηση του Διαστήματος, στην πολεμική βιομηχανία, στην Ενέργεια, στις Μεταφορές ήταν συχνά ανώτερες ακόμα και απ’ των ΗΠΑ.
Ομως αυτό δεν μεταφράστηκε σε αναβάθμιση του κεντρικού σχεδιασμού, ούτε εμπόδισε την οπορτουνιστική στροφή του ΚΚΣΕ. Η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, της εργατικής εξουσίας να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες προωθητικά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν καθοριστική. Η ακύρωση των δυνατοτήτων για αξιοποίηση της Κυβερνητικής και του παγκρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης του Β. Γλουσκόφ, απ’ τις κοινωνικές δυνάμεις, που στην ουσία αντιστέκονταν στην επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις (π.χ. διευθυντές με προνόμια, στελέχη με ψηλότερη εισοδηματική κατάσταση) ασκούσαν επιρροή μέσα στα κομματικά όργανα.
Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το ΚΚΕ και κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα η μελέτη των νέων δυνατοτήτων να συνοδεύεται απ’ την ανάλυση και την πρόβλεψη των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, των νέων προβλημάτων της ταξικής πάλης.
Ώστε ο σχεδιασμός να διαμορφώνεται έγκαιρα και εύστοχα για την εδραίωση, επέκταση και εμβάθυνση των νέων σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων που διατρέχουν όλα τα πεδία οργάνωσης της κοινωνίας, απ’ την παραγωγή έως την εκπαίδευση και την πολιτιστική ζωή.
Γι’ αυτό μελετάμε τα νέα προβλήματα που φέρνει στο προσκήνιο η ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως οι απαιτήσεις για συνεχή επανεκπαίδευση των εργαζομένων, για γρήγορη προσαρμογή σε νέα εργασιακά καθήκοντα, για ουσιαστική ομαδικότητα στην εργασία.
Και φωτίζουμε την υπεροχή του σοσιαλισμού που μπορεί να αντιμετωπίσει σχεδιασμένα τα νέα προβλήματα ως ζητήματα κοινωνικής ευθύνης και όχι ως αποκλειστική ατομική υπόθεση κάθε εργαζόμενου. Φωτίζουμε ότι στον σοσιαλισμό οι εργαζόμενοι θα επανεκπαιδεύονται χωρίς τον φόβο ότι θα μείνουν άνεργοι και ανασφάλιστοι. Μέσα σε μια κοινωνία που καλλιεργεί και στηρίζεται στη συλλογική προσπάθεια και όχι στον ατομικό ανταγωνισμό.
Θα αναβαθμιστεί, επομένως, η κύρια παραγωγική δύναμη, ο εργαζόμενος άνθρωπος. Η αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας των εργαζομένων με βάση τις νέες δυνατότητες δεν θα γίνεται σε βάρος της υγείας τους, δεν θα απειλεί τη σωματική και πνευματική τους ευεξία.
Με βάση και τη σοβιετική πείρα προβλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον υπαρκτό κίνδυνο να βαθύνει η κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ διευθυντικής, εποπτικής και εκτελεστικής εργασίας, στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Με βάση τον στόχο να εξαλειφθεί η αντίθεση διευθυντικής – εκτελεστικής εργασίας, επεξεργαζόμαστε κατευθύνσεις και μέτρα του κεντρικού σχεδιασμού, όπως η εκ περιτροπής εργασία σε τομείς διεύθυνσης – οργάνωσης, η απαγόρευση οικονομικών προνομίων των μελών των οργάνων εξουσίας κ.ά.
Στο Πρόγραμμα του Κόμματος διατυπώνουμε με σαφήνεια ως μέτρο συνεισφοράς του εργαζόμενου τον χρόνο εργασίας που καθορίζεται από το σχέδιο, ανεξάρτητα απ’ την ειδίκευση κάθε εργαζόμενου. Συνυπολογίζουμε φυσικά ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. μητρότητα). Αυτή η κατεύθυνση της πολιτικής αμοιβών στηρίζεται στη θεμελιακή μαρξιστική θέση για την ασυμβατότητα του νόμου της αξίας με τον σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, για την κατάργηση της εργατικής δύναμης ως εμπόρευμα στον σοσιαλισμό.
Για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των τάξεων, θα συμβάλει επίσης η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση μέσα απ’ την εκπαίδευση, την πολιτική και την πολιτιστική ζωή της κοινωνίας.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει ακόμα πιο αποφασιστικά το επόμενο διάστημα την προσπάθεια μελέτης της ιστορικής πείρας και επεξεργασίας των σύγχρονων εξελίξεων.
Γιατί η Ιστορία μάς δίδαξε ότι αυτή η πολιτική προετοιμασία, η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού – λενινισμού έχει καθοριστική σημασία, για να παίζουμε σταθερά τον καθοδηγητικό μας ρόλο, ως επαναστατική πρωτοπορία. Γιατί η Ιστορία που μένει να γραφτεί, η Ιστορία των νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 21ο αιώνα, κρίνεται σήμερα απ’ τη δική μας αποφασιστική στάση και δράση.
Σας καλούμε, λοιπόν, όλες και όλους να συμβάλετε με όποιον τρόπο μπορείτε σ’ αυτήν τη μεγάλη πρωτοβουλία. Να συμβάλουμε όλοι και όλες για να γυρίσει ξανά μπροστά ο τροχός της Ιστορίας.
Παραπομπή:
1. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 37,
εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 281.