Ο Σίντνεϊ Λιούμετ, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου, κατάφερε να επιβιώσει στις σκληρές απαιτήσεις του Χόλιγουντ, για πενήντα χρόνια, επιβάλλοντας την ευαίσθητη κοινωνική του ματιά, μέσα από το πλήθος των ταινιών που γύρισε, ενώ θεωρείται δικαίως – ακόμη και από τον Γούντι Άλεν ή τον Μάρτιν Σκορτσέζε – ο κινηματογραφιστής που αποτύπωσε πιο διεισδυτικά από όλους την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης και την ψυχολογία των ανθρώπων της. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο ίδιος, με τον πνευματώδη λόγο του, «δεν είναι ότι έχω κάτι με το Λος Άντζελες, απλώς δεν μου αρέσουν οι εταιρικές πόλεις». Ταυτόχρονα, όμως, ο Λιούμετ μέσα από την κυνική και συχνά απάνθρωπη αστική πραγματικότητα, ξετρύπωνε την ανθρωπιά και την ελπίδα, με τους ήρωές του, να δίνουν τον αγώνα τους για να μην ξεπουληθούν, να μη χάσουν τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας.
Κέρδισε την καταξίωση για τη δημιουργία ρεαλιστικών και σκληρών δραμάτων τοποθετημένα στη Νέα Υόρκη, που εστίαζαν στην εργατική τάξη και αναδείκνυαν τα προβλήματά της και τις κοινωνικές αδικίες που αντιμετώπιζε, ενώ σχεδόν πάντα αμφισβητούσαν την εξουσία απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Παρότι θα προταθεί τέσσερις φορές για το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, το Χόλιγουντ θα του το αρνηθεί και θα του δώσει το Όσκαρ της παρηγοριάς, για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο, το 2005, όταν ακόμη ήταν ενεργός, αλλά πλέον εντελώς εκτός του τεχνοκρατικού κλίματος που επικρατούσε στη βιομηχανία του θεάματος. Για την ιστορία, ο Λιούμετ θα προταθεί για το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας με τις ταινίες «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (1957), «Σκυλίσια Μέρα» (1975), «Το Δίκτυο» (1976) και «Η Ετυμηγορία» (1982).
Φέτος, 100 χρόνια από τη γέννησή του (25 Ιουνίου 1924) είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε τα πρώτα του βήματα και το πολυσύνθετο έργο του, μέσα από τις πέντε κορυφαίες του ταινίες, αν και η υπογραφή του σε κάθε ένα από τα πενήντα φιλμ που γύρισε στη διάρκεια της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του, ήταν εγγύηση, για κάτι ξεχωριστό, ένα γεγονός για τους σινεφίλ, ειδικά με το πέρασμα του χρόνου.
Καλλιτεχνικές ρίζες
Γεννημένος στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, από πατέρα ηθοποιό και μητέρα χορεύτρια, εβραίους μετανάστες, θα βρεθεί στα θεατρικά παρασκήνια από βρέφος, ενώ σε ηλικία πέντε ετών θα πατήσει για πρώτη φορά το παλκοσένικο. Θα βρεθεί με την οικογένειά του από παιδί στη Νέα Υόρκη, όπου θα σπουδάσει υποκριτική – ακόμη και στο περίφημο Actors Studio. Σύντομα θα αφήσει την ηθοποιία για να στραφεί στη σκηνοθεσία, αρχικά στο θέατρο, όπου έδειξε τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του, ενώ με την πρώτη ευκαιρία θα μπει και στον χώρο της τηλεόρασης. Έναν χώρο, που θα του δώσει την άνεση να τελειοποιήσει την τεχνική του κατάρτιση και να εμβαθύνει στον ρεαλισμό και το άμεσο ύφος, που χαρακτήρισε το σύνολο του έργου του.
Εντυπωσιακό ντεμπούτο
Θα κάνει το ντεμπούτο του σε ηλικία 33 ετών το 1957, με ένα από τα σημαντικότερα δικαστικά δράματα στον κινηματογράφο, τους «12 Ενόρκους», με πρωταγωνιστή τον τεράστιο Χένρι Φόντα. Μία ταινία ορόσημο, η οποία προτάθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και για το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, που θα χάσει από το αριστουργηματικό «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι» του Ντέιβιντ Λιν. Στη δεκαετία του ’60, ο Λιούμετ θα καταστεί ένας από τους πιο αξιοσέβαστους σκηνοθέτες, συνοδευόμενος από τη φήμη του ασυμβίβαστου δημιουργού, που δεν δειλιάζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη καυτά κοινωνικά και αντιεμπορικά θέματα. Επίσης, ήταν ένας από τους λιγοστούς σκηνοθέτες που κατάφερνε να αποσπάσει πάντα σπουδαίες ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, ακόμη και όταν αυτοί πατούσαν με το ένα πόδι στα πλατό και το άλλο καβάλα στα αστέρια.
Αξέχαστες δημιουργίες
Μερικές μόνο από τις καλύτερες δημιουργίες του, που θα μας υπενθυμίζουν πάντα ότι ο αμερικάνικος κινηματογράφος δεν είναι μόνο οι εύπεπτες εμπορικές ταινίες του Χόλιγουντ, το μποξ όφις, το υπερθέαμα και η ανέμελη ψυχαγωγία για το ευρύ κοινό, είναι: «Ο Παγοπώλης Έρχεται» (1960), «Μακρύ Ταξίδι Μέσα στη Νύχτα» (1962), «Ο Ενεχυροδανειστής» (1964), «Ο Λόφος» (1965), «Ο Γλάρος» (1968), «Η Μεγάλη Ληστεία της Νέας Υόρκης» (1971), «Σέρπικο» (1973), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» (1974), «Σκυλίσια Μέρα» (1975), «Το Δίκτυο» (1976), «Prince of the City» 1981, «Η Ετυμηγορία» (1982), «Το Επόμενο Πρωινό» (1986), «Επικίνδυνες Ερωτήσεις, Θανάσιμες Απαντήσεις» (1991), «Ένοχη Σιωπή» (2007).
Τα διαμάντια είναι παντοτινά
Οι Δώδεκα Ένορκοι
(“12 Angry Men”) Ένα από τα καλύτερα δικαστικά δράματα όλων των εποχών, που διαδραματίζεται μέσα στην αίθουσα των ενόρκων, για λίγες ώρες, μία καυτή μέρα του καλοκαιριού. Ένα αξιοθαύμαστο και ευφυέστατο εγχείρημα του Σίντνεϊ Λιούμετ, καθώς καταφέρνει χωρίς να δώσει κανένα στοιχείο από τη δικαστική αίθουσα να μεταφέρει όλη τη δίκη μέσα από τους προβληματισμούς και τις σκέψεις των ενόρκων, ενώ ταυτόχρονα προβάλει και την ανθρώπινη πλευρά δώδεκα διαφορετικών χαρακτήρων που καλούνται να στείλουν ένα νέο στην ηλεκτρική καρέκλα ή στο σπίτι του. Κι ενώ η υπόθεση μοιάζει διαδικαστική, ο Χένρι Φόντα, ο ένορκος Νο 8, αμφιβάλει για την ενοχή τού κατηγορουμένου και αρχίζει, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις, να επηρεάζει με επιχειρήματα τους υπόλοιπους ενόρκους, αναδεικνύοντας και τα προβλήματα δικαιοσύνης. Ηλεκτρισμένη και νευρώδης ατμόσφαιρα, αξιοθαύμαστες ερμηνείες και από τους δώδεκα ενόρκους, τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ και φυσικά το καλύτερο ντεμπούτο για ένα νέο σκηνοθέτη.
Η Ετυμηγορία
(The Verdict) Βρισκόμαστε στα 1982 και ο καταξιωμένος Λιούμετ συναντά τον ζωντανό θρύλο Πολ Νιούμαν, στον οποίο οφείλεται ομολογουμένως σημαντικό μέρος τής επιτυχίας του φιλμ. Οι δυο τους θα παραδώσουν ένα σκοτεινό δικαστικό δράμα, σε σενάριο του Ντέιβιντ Μάμετ και με τον αστραφτερό πρωταγωνιστή να υποδύεται έναν μέθυσο ξοφλημένο δικηγόρο, που αναλαμβάνει μία δύσκολη υπόθεση ιατρικής αμέλειας, προσπαθώντας να επιστρέψει στη ζωή, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα πανίσχυρο ιατρικό και οικονομικοπολιτικό κατεστημένο. Και αν ο Λιούμετ κεντάει σκηνοθετικά, ο πρωταγωνιστής μας πείθει για την ετυμηγορία μας: ναι, ο Πολ Νιούμαν εκτός από απόλυτος σταρ είναι και τεράστιος ηθοποιός. Οι πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ (και αυτή του Νιούμαν) πήγαν αλλού, αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, Λιούμετ-Νιούμαν έγραψαν ιστορία.
Σκυλίσια Μέρα
(“Dog Day Afternoon”) Κλειστοφοβικό, δραματικό θρίλερ, έχοντας κεντρικό ήρωα έναν καταπιεσμένο άνδρα, απελπισμένο βετεράνο του Βιετνάμ, ο οποίος θα πραγματοποιήσει μία ληστεία τράπεζας, με ομήρους και αλλά όλα θα πάνε στραβά. Ο Λιούμετ, στην ακμή του, θα συναντήσει τον Αλ Πατσίνο στα καλύτερα του και μετά την εκτόξευσή του από τον «Νονό» και τον «Σημαδεμένο». Οι ρεαλιστικοί διάλογοι, η τρομερή ένταση των σκηνών, που ρέουν σαν καταρράκτης, αλλά και οι διεισδυτικές παρατηρήσεις του Λιούμετ για τη διαφθορά των θεσμών, την ιδεολογική κατάπτωση και την ηθική κρίση στην καρδιά μιας Αμερικής, που από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 εμφανίζει την πιο κυνική και αμοραλιστική πλευρά της. Και φυσικά ένας ασυγκράτητος όσο και τραγικός Πατσίνο, που θα χάσει το Όσκαρ από τον φίλο του Τζακ Νίκολσον.
Ο Ενεχυροδανειστής
(“The Pawnbroker”) Τολμηρό κοινωνικό δράμα για την εποχή του (1964), που εντυπωσίασε για τη ρεαλιστική και αφηγηματική δεξιοτεχνία του Λιούμετ. Επίσης, έδωσε στον Ροντ Στάιγκερ την ευκαιρία να λάβει μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, υποδυόμενος έναν εβραίο ενεχυροδανειστή στη Νέα Υόρκη, θύμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης των ναζί, που έχει χάσει την πίστη του στον Θεό και τους ανθρώπους. Ο Λιούμετ εναλλάσσει εντυπωσιακά εξπρεσιονιστικές και νατουραλιστικές εικόνες, συνδέει τον ναζιστικό ζόφο με τον αμερικάνικο ρατσισμό και υπογράφει μία από τις ριζοσπαστικότερες ταινίες του.
Το Δίκτυο
(“Network”) Ένα πικρό σχόλιο και συνάμα μια προφητική διάγνωση για την παντοδυναμία και την άκρατη επίδραση της τηλεόρασης στις δυτικές και όχι μόνο, κοινωνίες. Εν έτει 1976, ο Λούμετ, που γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει τηλεόραση, μας μεταφέρει στα παρασκήνια ενός σόου, με βασικό παρουσιαστή έναν τηλεοπτικό «μεσσία» που ο πύρινος λόγος του φέρνει τεράστια θεαματικότητα και ακόμη περισσότερα κέρδη στο κανάλι. Μία μελέτη για την χειρότερη μορφή – και πλέον διαδεδομένη – μορφή τηλεόρασης, που σκοπό έχει μόνο το χρήμα και τη χειραγώγηση του κοινού, αδιαφορώντας για τις σοβαρές συνέπειες στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες. Έξοχος ο Πίτερ Φιντς, στον ρόλο του «μεσσία», ακόμη καλύτερη η Φέι Ντάναγουεϊ, που συμβολίζει την ψυχρή κυνικότητα των ΜΜΕ και ο Γουίλιαμ Χόλντεν, που δοκιμάζεται η ηθική του, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον επαγγελματισμό και τον έρωτα. Η ταινία προτάθηκε για δέκα Όσκαρ και θα κερδίσει τέσσερα (ανάμεσά τους τα Όσκαρ Α’ Ανδρικού και Α’ Γυναικείου Ρόλου για τον Φιντς και την Ντάναγουεϊ).
Ο Σίντνεϊ Λιούμετ, που παντρεύτηκε τέσσερις φορές και απέκτησε δυο παιδιά, πέθανε στις 9 Απριλίου του 2011, στο Μανχάταν, προκαλώντας συγκίνηση σε όλους όσους αγαπούν το σινεμά της ανθρωπιάς αλλά και των δημιουργών, που αντιστάθηκαν στις εντολές των παραγωγών, τις εταιρείες και την εξουσία του Χόλιγουντ. Ένας ταπεινός εργάτης του κινηματογράφου, άξιος σεβασμού.
Πηγή: ΑΠΕ – Χ. Αναγνωστάκης