Woman of the Hour
H Anna Kendrick κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, μεταφέροντας στην οθόνη την αληθινή ιστορία ενός serial killer της δεκαετίας του ’70, με μια θαυμαστή δεξιοτεχνία.
Την Άννα Κέντρικ την έχουμε γνωρίσει ως μια από τις πιο πολλά υποσχόμενες και ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς της. Έχει πρωταγωνιστήσει δίπλα σε ονόματα όπως των Τζορτζ Κλούνεϊ, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Τόνι Κολέτ, Μπεν Αφλεκ και πολλούς άλλους. Όμως για την ίδια φαίνεται πως ήρθε η ώρα να κάνει αυτό το, «τρομαχτικό» για αρκετούς, επόμενο βήμα και να δοκιμάσει την τύχη της και στη σκηνοθεσία.
Και με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με τίτλο «Ραντεβού Μ’ Εναν Serial Killer» η Κέντρικ αποδεικνύει ότι έχει όχι μόνο το ταλέντο ως ηθοποιός, αλλά και τη σκηνοθετική ικανότητα να δημιουργήσει ένα καθηλωτικό και ουσιαστικό θρίλερ, με μια προσέγγιση που φέρνει στο φως ζητήματα εξουσίας, εκμετάλλευσης και έμφυλης βίας.
Ο serial killer Ρόντνεϊ Αλκάλα με IQ 170 _που ακόμα τρομάζει τις ΗΠΑ το 1980 καταδικάστηκε σε θάνατο για πέντε βιασμούς και φόνους – παρά το γεγονός ότι οι Αρχές πιστεύουν…
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, μας μεταφέρει στο 1978, όπου ένας κατά συρροή δολοφόνος, ο Ρόντνεϊ Αλκάλα, εμφανίστηκε ζωντανά στην τηλεόραση και διαγωνίστηκε ως εργένης στο “Ραντεβού στα Τυφλά”, ενώ συνέχιζε να ψάχνει τα επόμενα θύματά του. Οι μόνοι άνθρωποι που τον υποπτεύθηκαν ήταν οι γυναίκες που καταδίωκε… Το συγκεκριμένο τηλεπαιχνίδι “The Dating Game” ζει μια από τις χρυσές του περιόδους στις ΗΠΑ.
Στο επεισόδιο η νεαρή Σέριλ πρέπει, χωρίς να τους βλέπει, να διαλέξει έναν από τους τρεις άντρες που βρίσκονται πίσω από έναν τοίχο. Μεγάλος νικητής είναι ο 35χρονος Ρόντνεϊ “επιτυχημένος φωτογράφος, που του αρέσουν οι μηχανές και οι πτώσεις με αλεξίπτωτο“. Το ραντεβού, ωστόσο, δεν θα γίνει ποτέ, καθώς όταν τον γνώρισε τον Ρόντι από κοντά τον θεώρησε “ανατριχιαστικό”. Η Σέριλ αποδείχθηκε πολύ τυχερή. Ο Ρόντνεϊ Αλκάλα είχε ήδη δολοφονήσει δύο γυναίκες έως τότε.
Στην συγκεκριμένη ιστορία από το τηλεπαιχνίδι “The Dating Game”, αλλά και την αιματηρή πορεία του Ρόντνεϊ Αλκάλα μας μεταφέρει η ταινία και μας βάζει στον κόσμο ενός δολοφόνου με IQ 170, που οι Αρχές πιθανολογούν ότι δολοφόνησε περισσότερες από 100 γυναίκες.
Πανέξυπνος και αντικοινωνικός
Γεννημένος το 1943 στο Τέξας, τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ειδυλλιακά. Στα 7 του μετακόμισαν οικογενειακός στο Μεξικό, τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του τους εγκατέλειψε και τελικά το 1954 επέστρεψε με τη μητέρα του στις ΗΠΑ και στο Λος Άντζελες. Ωστόσο ο Ρόντνεϊ Αλκάλα αποδείχθηκε χαρισματικός μαθητής, καταφέρνοντας να τελειώσει το σχολείο ως πρώτος της τάξης του. Στα 17 του χρόνια σε μια απροσδόκητη κίνηση θα καταταγεί στο στρατό, αλλά θα μείνει μόνο τρία χρόνια.
Σύμφωνα με τα αρχεία του διοικητή του ο Αλκάλα ήταν χειριστικός, εκδικητικός και ανυπάκουος, ενώ τιμωρήθηκε για επιθέσεις εναντίον νεαρών γυναικών. Μετά από έναν νευρικό κλονισμό το 1954, απολύθηκε από τον στρατό για ιατρικούς λόγους και αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο UCLA, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου με καθηγητή τον Ρόμαν Πολάνσκι στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Τότε ήταν που ξεκίνησε και την πορεία του στον κόσμο της κακοποίησης.
Το 1968 στο Λος Άντζελες βιάζει και αφήνει σε κώμα ένα 8χρονο κορίτσι, ωστόσο καταφέρνει να ξεφύγει από τις Αρχές. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και αλλάζει το όνομά του σε Τζον Μπέργκερ. Στο «Μεγάλο Μήλο» θα έρθει και κάνει και την πρώτη του δολοφονία το 1971: θύμα του η 23χρονη Κορνίλια Κρίλεϊ, την οποία θα βιάσει και θα πνίξει μέσα στο διαμέρισμά της – η υπόθεση διελευκάνθηκε το 2011. Η αιματηρή του ποιρεία μόλις είχε ξεκινήσει.
Η παράνοια του δικαστικού συστήματος
Το 1972 ο Ρόντνεϊ Αλκάλα θα πέσει στα χέρια της αστυνομίας και θα καταδικαστεί για κακοποίηση ανηλίκου και απόπειρα δολοφονίας. Ωστόσο, χάρη σε κάτι παραθυράκια που βρήκαν οι δικηγόροι του, 17 μήνες αργότερα θα αφεθεί ελεύθερος, για να συλληφθεί ξανά δύο μήνες αργότερα για επίθεση σε ένα 13χρονο κορίτσι, για να αφεθεί ξανά ελεύθερος το 1976. Και τότε ξεκινάει η κόλαση.
Από το 1977 και για τα επόμενα δύο χρόνια θα βιάσει και δολοφονήσει πέντε γυναίκες (τουλάχιστον τα εγκλήματα που κατάφεραν να αποδείξουν οι Αρχές), αλλά ως φωτογράφος θα βρεθούν στην κατοχή του περισσότερες από 1.000 εικόνες με νεαρές γυναίκες και αγόρια σε ερωτικές και προκλητικές πόζες.
Η δολοφονία της 12χρονης Ρόμπιν Κριστίν Σαμσόε τον Ιούνιο του 1979 ήταν αυτή που θα τον οδηγήσει στα χέρια της αστυνομίας. Στη δίκη θα επιλέξει να μην έχει δικηγόρο και να υπερασπιστή ο ίδιος τον εαυτό του, δίνοντας ένα μοναδικό σόου. Ωστόσο το 1980 καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά η δίκη κρίνεται άκυρη χάρη σε ένα «παραθυράκι» του συστήματος. Έξι χρόνια αργότερα, κρίνεται και πάλι ένοχος. Καταδικάζεται ξανά σε θάνατο. Ωστόσο ο Ρόντνεϊ Αλκάλα δεν θα κάτσει ποτέ στην ηλεκτρική καρέκλα, ούτε θα θανατωθεί με ένεση – θα μείνει για πάντα μέσα στη φυλακή, όπου θα αφήσει και την τελευταία του πνοή το 2021. Σε αυτό το διάστημα είχε κριθεί ένοχος για ακόμα τρεις φόνους.
Η Κέντρικ σκηνοθετεί έχοντας μια απόλυτη αυτοπεποίθηση για την ιστορία που θέλει να διηγηθεί. Επιλέγει να επικεντρωθεί στην ατμόσφαιρα και στις λεπτές δυναμικές εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, προσεγγίζοντας την ταινία με ευαισθησία και βάθος, βάζοντας ως επίκεντρο την ένταση και την ευαλωτότητα που δημιουργείται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις στιγμές κρίσης. Αν και οι επιρροές της είναι αρκετά σαφείς, (από την ατμόσφαιρα των ταινιών του Ντέιβιντ Φίντσερ μέχρι και το απαράμιλλο σασπένς των ταινιών του Αλφρεντ Χίτσκοκ), η Κέντρικ αποφασίζει να αποφύγει τις όποιες τροπές του είδους και να κάνει κάτι που είναι εντελώς δικό της.
Οι σιωπηλές σκηνές, οι άδειοι χώροι και η υπαινικτική απειλή χτίζονται μέσα από την ερμηνεία της Κέντρικ, αλλά και τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Ζακ Κούπερστιν (του «Βάρβαρου»), ο οποίος αποτυπώνει τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις μέσα από την κομψή κίνηση της κάμερας σε άγονα τοπία της ερήμου, σκοτεινούς χώρους στάθμευσης και το γεμάτο φως Λος Αντζελες. Αυτή η ατμόσφαιρα τρόμου, χωρίς να χρησιμοποιούνται υπερβολικά γραφικές σκηνές βίας, αποτελεί τον κινητήριο τροχό όλης της ταινίας.
Προσεγγίζοντας την ιστορία με ιδιαίτερη φροντίδα και με μια ισορροπία ανάμεσα στη σκοτεινή θεματολογία της και τις ανθρώπινες στιγμές, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητά της με έναν έντονα συναισθηματικό τρόπο, η Κέντρικ δεν φοβάται να εξερευνήσει τα όρια ανάμεσα στο χιούμορ και τον τρόμο, καθώς και τον τρόπο που οι άνθρωποι εκφράζουν την πραγματική τους φύση υπό πίεση. Χρησιμοποιώντας πάντα μια πιο φεμινηστική ματιά στη σκηνοθεσία της (κάτι που ταιριάζει απόλυτα εδώ), δίνει έμφαση στις γυναικείες εμπειρίες και προκλήσεις, στην αγνόησή τους από τους άνδρες όταν χρειάζονται βοήθεια αλλά και στη βαθιά γυναικεία αλληλεγγύη, κάτι που αντικατοπτρίζεται με τον τρόπο που χειρίζεται η ίδια την ιστορία και τη δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες.
Ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας είναι η κριτική ματιά της Κέντρικ πάνω στο μισογυνισμό και την κουλτούρα του σεξισμού, με την ηρωίδα της, την Σέριλ Μπράντσο (μια πραγματικά εξίσου ισορροπημένη και μεστή ερμηνεία από την ίδια η οποία εκφράζει υπέροχα την αίσθηση φόβου που βιώνουν οι γυναίκες καθημερινά καθώς έρχονται αντιμέτωπες με τον σεξισμό και την εκμετάλλευση), να βιώνει συνεχείς πιέσεις για να συμμορφωθεί με τα πρότυπα ομορφιάς και συμπεριφοράς που της επιβάλλονται. Η έντονη σύγκρουση ανάμεσα στην επιφανειακή γοητεία και τον υποβόσκοντα τρόμο δίνει στην ταινία τη δύναμή της τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Από την άλλη ο Αλκάλα, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Ντάνιελ Ζοβάτο, εμφανίζεται ως ένας γοητευτικός αλλά ταυτόχρονα απειλητικός χαρακτήρας. Η Κέντρικ αποφεύγει να τον παρουσιάσει ως το απόλυτα κακό, έχοντας μια βαθιά ενσυναίσθηση για τον χαρακτήρα του και αλλά πάντα βάζοντας μπροστά τη σκοτεινή, βαθιά ψυχικά διαταραγμένη πλευρά του, δίνοντας έτσι μια ανθρωπιστική πινελιά σε μια πιο ζοφερή εικόνα.
Αυτό που εμποδίζει, όμως, το φιλμ από το να γίνει μια αληθινά δυνατή ταινία είναι το σενάριο του Ιαν ΜακΝτόναλντ, καθώς η αφήγηση πηγαίνει μπρος-πίσω μεταξύ των εγκλημάτων του Αλκάλα και της ζωής της Σέριλ, χωρίς να υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση, σε ενότητες που ποικίλλουν ως προς τη διάρκεια, την τοποθεσία και τη χρονική περίοδο, με την ταινία να πηδάει χωρίς προειδοποίηση από τη μια περίοδο στην άλλη, κάτι που σου αποσπά τελείως την προσοχή, χωρίς να δίνει τη βαρύτητα που χρειάζεται στην πλοκή της.
Όμως αυτό δεν πάει να πει πως το «Ραντεβού Μ’ Εναν Serial Killer» δεν είναι ένα δυνατό σκηνοθετικό ξεκίνημα για την Άννα Κέντρικ, μια ταινία που μιλά για το τι μπορεί να συμβεί όταν κάποιος αγνοεί τις φωνές βοήθειας των γυναικών εκείνων που βρίσκονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε κίνδυνο, κάτι που συμβαίνει (τρομαχτικά πολύ) ακόμα και σήμερα. Και για την Κέντρικ (και για όλους μας) το μόνο που έχει να κάνει κάποιος για να το σταματήσει αυτό είναι απλώς να τις ακούσει.
Η.Π.Α., 2023, Έγχρωμο 95λ
- Σκηνοθεσία: Άννα Κέντρικ
- Σενάριο: Ιαν ΜακΝτόναλντ
- Φωτογραφία: Ζακ Κούπερστιν
- Μοντάζ: Αντι Κάνι
- Μουσική: Νταν Ρόμερ, Μάικ Τουτσίλο
- Πρωταγωνιστούν: Άννα Κέντρικ, Ντάνιελ Ζοβάτο, Τόνι Χέιλ, Νικολέτ Ρόμπινσον, Πιτ Χολμς
- Διανομή: Spentzos Film
Είναι ακόμα νωπή στη μνήμη η δραματοποίηση της δράσης του Τζέφρι Ντάμερ στη μίνι σειρά «Dahmer-Monster» των Ράιαν Μέρφι και Ίαν Μπρέναν, όχι μόνο λόγω της βαναυσότητας των πράξεών του αλλά λόγω της εγκληματικής αδιαφορίας των αρχών, παρά τις επίμονες κλήσεις και εκκλήσεις για την ύπαρξη ενός serial killer της «γειτονιάς» με επιδεικτική διάθεση και χαρακτηριστική ευελιξία κινήσεων. Και πάλι στα τέλη των ’70s, ο Ρόντνεϊ Αλκάλα, φωτογράφος στο επάγγελμα και πολύ πιο χαρισματικός στις κοινωνικές του επαφές (παρότι διαγνωσμένος με αντικοινωνική διαταραχή στα χρόνια που ακολούθησαν τη θητεία του ως αλεξιπτωτιστή), ξεκίνησε ένα τρομακτικό κυνηγητό γυναικών που εξελίχθηκε σε ασταμάτητο φονικό. Κι ενώ το θανάσιμο σερί του σε επιθέσεις βρισκόταν στο απόγειο, το 1978 δήλωσε συμμετοχή στο δημοφιλές «Ραντεβού στα τυφλά» και, χωρίς πρόβλημα, έγινε δεκτός!
Επτά χρόνια μετά την προβολή της σχετικής τηλεταινίας με τίτλο The dating game killer του Βρετανού Πίτερ Μέντακ, η γνωστή ηθοποιός, υποψήφια για Όσκαρ στο Up in the air, Άννα Κέντρικ κάνει το ευοίωνο σκηνοθετικό της ντεμπούτο με το Ραντεβού με έναν serial killer, παίζοντας μάλιστα την πρωταγωνίστρια του τηλεπαιχνιδιού, η οποία καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις δυνητικούς συνοδούς, χωρίς να βλέπει τα πρόσωπά τους, κρίνοντας μόνο από τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που εκείνη θέτει. Η Σέριλ Μπράντσοου που υποδύεται αποφασίζει, στη μέση της προκατασκευασμένης συνέντευξης, να κάνει τα δικά της, ρωτώντας ό,τι θεωρούσε πως κούμπωνε περισσότερο στη δική της ιδιοσυγκρασία, δειγματίζοντας ταυτόχρονα το ταμπεραμέντο της ως ηθοποιού – άρπαξε την ευκαιρία της να διακριθεί με ένα αυτοσχέδιο stand up μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
Το εύρημα του σεναρίου φωτίζει το γρήγορο delivery της Κέντρικ στην ατάκα και τον τρόπο που συναισθάνεται τις πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων τριγύρω της και, στη συγκεκριμένη περίπτωση τραγικής ειρωνείας, να αφουγκράζεται τη θερμοκρασία στο δωμάτιο. «Πάντα κερδίζω το κορίτσι», απάντησε αποστομωτικά στον φιγουρατζή συμπαίκτη του ο Αλκάλα, όταν εκείνος τον προκάλεσε με την υπερβολική του αυτοπεποίθηση, μη διστάζοντας να εκθέσει στο φιλοθεάμον κοινό την κατ’ ιδίαν κουβέντα που είχαν οι δυο τους λίγο πριν βγουν στον αέρα. Η Κέντρικ αποδεικνύεται ικανότατη στο παράλληλο μοντάζ, αφού η σεκάνς του τηλεπαιχνιδιού απλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν την ταινία, πλαισιώνοντας και αποκαλύπτοντας όλα αυτά που έκανε ο Αλκάλα εκτός πλατό, όταν καιροφυλακτούσε, στόχευε και εγκλώβιζε τα θύματά του στην internet free, προ κινητών εποχή του οτοστόπ και του μεταχίπικου ηδονισμού, σε μια ξέφραγη από πραγματική προστασία Καλιφόρνια – όχι πως στις υπόλοιπες Πολιτείες η επιτήρηση έσωζε ζωές…
Τα στάδια του Ραντεβού στα τυφλά αναπτύσσουν αποσπασματικά και διεξοδικά τον χαρακτήρα του serial killer: τον συνδυασμό μιας κάποιας γοητευτικής ρητορικής ικανότητας με τα ανεπαίσθητα στην αρχή και αυξανόμενα στη συνέχεια επικίνδυνα σημάδια ενός αρπακτικού κάτω από τη λαμπερή, αν και αυστηρή συνθήκη του υποτίθεται ελεγχόμενου τηλεοπτικού show. Κι ενώ το γύρισμα βρίσκεται σε εξέλιξη, μια έντρομη κοπέλα τον αναγνωρίζει ως τον πιθανό δολοφόνο της καλύτερής της φίλης και με τρεμάμενο βηματισμό φτάνει ως το στούντιο, για να την παραπέμψει ο ένστολος κλητήρας σε μία από τις χειρότερες εκπλήξεις που μπορεί να επιφυλάξει σε μια ευάλωτη γυναίκα η προσβλητικά δύσπιστη στις καταγγελίες ανδροκρατία – στην καλύτερη σκηνή της ταινίας. Το πορτρέτο της Κέντρικ δεν εστιάζει μόνο στο βιογραφικό οδοιπορικό του Αλκάλα, που άλλωστε μπορεί ο καθένας να πληροφορηθεί εύκολα, αλλά τονίζει τα περιστατικά και τα δένει συνολικά με αξιόπιστο χειρισμό και δραματικές επινοήσεις, εναλλάσσοντας τις απίστευτες ολιγωρίες με αγωνιώδεις εντάσεις.
Τόσα χρόνια το φόρτε της Κέντρικ είναι η ψυχαγωγική κομεντί. Με έναν έξυπνο τρόπο εδώ δεν προδίδει τον καλλιτεχνικό της χαρακτήρα – μια ισορροπημένη, και δικαιολογημένη λόγω του show, δοσολογία μαύρης κωμωδίας κάνει πιο ενδιαφέρουσα και σίγουρα πρωτότυπη τη ματιά πάνω στον Αλκάλα. Επιλέγοντας ως κέντρο βάρους μια παράξενη κατάσταση, δηλαδή τη στάση και συμμετοχή ενός πολυάσχολου, ειδεχθούς κατ’ εξακολούθησιν δολοφόνου σε ένα ζωντανό ψυχαγωγικό πρόγραμμα για πιθανό καμάκι που δεν θυμίζει τη συνήθη, ανατριχιαστική μεθοδολογία που προηγήθηκε και ακολούθησε, δίνει τον τόνο στο δράμα που τον περικυκλώνει, επιτρέποντας στον θεατή να αναρωτηθεί πόση ελευθερία είχε κάποτε ένας ευφραδής, «λευκός» και αδέσποτος δημόσιος κίνδυνος, χωρίς να καταφύγει σε σοκαριστικές εικόνες για να καταδείξει τη φρίκη του πράγματος, δίνοντας επίσης φωνή σε πρόσωπα-κλειδιά της ιστορίας.