Την πρώτη τηλεφωνική συνομιλία τους έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια είχαν νωρίτερα σήμερα ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς και ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου και γερμανικά ΜΜΕ τα οποία επικαλούνται κυβερνητικούς κύκλους. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η συνομιλία, η πρώτη μετά τον Δεκέμβριο του 2022, διήρκεσε μια ώρα.
Το τηλεφώνημα Σολτς σε Πούτιν επιβεβαιώνει ότι οι εκλογές σε ΗΠΑ και Γερμανία αλλάζουν τα δεδομένα του πολέμου, κυρίως τη στάση της Δύσης απέναντι στη Μόσχα.
Ενα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης στη Γερμανία επιθυμεί να τελειώσει ο πόλεμος και μάλιστα κάποιοι ψηφίζουν και κόμματα, που το έχουν κάνει αυτό «σημαία» τους. Και φυσικά τα δεδομένα αλλάζουν άρδην μετά την επικράτηση Τραμπ, ο οποίος επιμένει ότι είναι σε θέση να τελειώσει τον πόλεμο άμεσα.
Ο Γερμανός καγκελάριος είχε το τελευταίο διάστημα κατ’ επανάληψη αφήσει να εννοηθεί ότι επίκειτο τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο. «Θα γίνει την κατάλληλη στιγμή», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του την περασμένη Κυριακή στο ARD, διευκρινίζοντας ότι θα προηγείτο συνεννόηση με τον πρόεδρο της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της καγκελαρίας, Όλαφ Σολτς και Βολοντίμιρ Ζελένσκι συνομίλησαν πριν από δύο ημέρες και θα το ξανακάνουν μετά το τηλεφώνημα με τον Πούτιν.
Πηγή στο Κίεβο πάντως δήλωσε πως ο Ουκρανός πρόεδρος προειδοποίησε τον Γερμανό καγκελάριο να μη μιλήσει τηλεφωνικά με τον Πούτιν, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα μείωνε την απομόνωση του Ρώσου ηγέτη και θα συνέχιζε τον πόλεμο.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της καγκελαρίας, ο Σολτς μίλησε με τον Ζελένσκι πριν από δύο ημέρες.
Η υπηρεσία Τύπου του Κρεμλίνου αναφέρει ότι η επικοινωνία έγινε «με πρωτοβουλία της γερμανικής πλευράς» και οι δυο τους είχαν μια «λεπτομερή και ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων» για την κατάσταση στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν είπε ότι η τρέχουσα κρίση ήταν «άμεσο αποτέλεσμα πολλών ετών επιθετικής πολιτικής του ΝΑΤΟ με στόχο τη δημιουργία ενός αντιρωσικού εφαλτηρίου στο ουκρανικό έδαφος, αγνοώντας τα συμφέροντα της χώρας στον τομέα της ασφάλειας και της καταπάτησης των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων κατοίκων».
Οσον αφορά τις προοπτικές για πολιτική και διπλωματική διευθέτηση της σύγκρουσης, η ανακοίνωση του Ρώσου Προέδρου σημειώνει ότι «η ρωσική πλευρά παραμένει ανοιχτή στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων που διέκοψε το καθεστώς του Κιέβου», αλλά ξεκαθαρίζει πως «οι πιθανές συμφωνίες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον τομέα της ασφάλειας, να βασίζονται σε νέες εδαφικές πραγματικότητες και, το πιο σημαντικό, να εξαλείφουν τις βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης».
Επιπλέον, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είπε ότι η υποβάθμιση των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας συνέβη λόγω της μη φιλικής πορείας του Βερολίνου και συμπλήρωσε ότι η Μόσχα εκπληρώνει πάντα τις υποχρεώσεις της στον ενεργειακό τομέα και είναι έτοιμη να συνεχίσει τη συνεργασία.
Οι δύο ηγέτες συζήτησαν και για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, εστιάζοντας «στις προσπάθειες της Ρωσίας για αποκλιμάκωση και αναζήτηση ειρηνικών λύσεων στην κρίση στην περιοχή», ανέφερε η υπηρεσία Τύπου του Κρεμλίνου.
Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός υποστηρικτής της Ουκρανίας και ο μεγαλύτερος πάροχος οπλικών συστημάτων, μετά τις ΗΠΑ. Ωστόσο ο ισορροπίες ενδέχεται να αλλάξουν με την εκλογή Τραμπ, που έχει δεσμευτεί να λήξει τον πόλεμο σε «24 ώρες», χωρίς πάντως να έχει εξηγήσει ακόμη το πώς.
Σημειώνεται εξάλλου ότι ο Σολτς ήταν εδώ και καιρό ο ισχυρότερος εκ των συμμάχων του Κίεβου που υποστήριζε με θέρμη την ανάγκη επαναπροσέγγισης με τον Ρώσο Πρόεδρο. Εξάλλου η Γερμανία είναι και η μεγαλύτερη χαμένη της Ευρώπης από τη ρήξη με τη Ρωσία. Το φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο τροφοδοτούσε για χρόνια την ευρωπαϊκή «ατμομηχανή», η οικονομία της οποίας πλέον βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης. Επιπλέον η υποστήριξη της Ουκρανίας μεταφράζεται σε ένα τεράστιο κόστος για τη γερμανική κυβέρνηση και τελικά αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα για την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού.