Έφυγε σήμερα από τη ζωή η μαχήτρια του ΔΣΕ Ελένη Μακρινιώτη – Τραγγανίδα, μητέρα του δημοσιογράφου Γρηγόρη Τραγγανίδα.
Η «Μυρτιά του βουνού», όπως τιτλοφορείται το πρώτο της βιβλίου, αφού στο Βουνό την αποκαλούσαν «Μυρτιά», γεννήθηκε στο χωριό Μαριολάτα Φωκίδας το 1933. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο, αλλά γαλουχήθηκε στις αξίες και τα ιδανικά του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο από τον κομμουνιστή πατέρα της, τον Ηλία, ο οποίος κυνηγήθηκε για τις ιδέες του και εξορίστηκε από τη μεταξική δικτατορία, ενώ ήταν μεταξύ των γηραιότερων ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αργότερα, το 1947, θα δολοφονούνταν άνανδρα και φρικτά, διά αποκεφαλισμού, από τις συμμορίες που αποτελούνταν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών και λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο. Οπως η πλειοψηφία των παιδιών της γενιάς της, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως Αετόπουλο κι έπειτα στην ΕΠΟΝ, ενώ, με την έναρξη του εμφύλιου πολέμου, κατατάχτηκε εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο Αρχηγείο Παρνασσίδος με αρχηγό τον Διαμαντή και στο Τάγμα του Κρόνου, 2ος Λόχος με λοχαγό τον Φίτσιο. Το Τάγμα είχε χώρο δράσης τη Ρούμελη. Τραυματίστηκε το 1948 στο Κοκοσάλεσι, πιάστηκε αιχμάλωτη και πέρασε στρατοδικείο (τα γεγονότα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο του πρώτου της βιβλίου «Μυρτιά του Βουνού»). Λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν εκτελέστηκε και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Τις εμπειρίες της από το Βουνό αφηγείται και στο «Και τώρα πού να πάω;» (εκδόσεις «BalkanXpress»). Το αφήγημα αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου βιβλίου της με τίτλο «Μυρτιά του Βουνού», στο οποίο αποτυπώθηκαν οι αναμνήσεις από τη συμμετοχή της στην εποποιία του ΔΣΕ, μέσα από τα τμήματα του Αρχηγείου Παρνασσίδας με αρχηγό τον θρυλικό Διαμαντή. Η «κλωστή» πιάνεται από την αποφυλάκιση, λόγω ηλικίας, της αγωνίστριας από τις φυλακές Αβέρωφ και την «έξοδο» ενός κοριτσόπουλου από τα χωριά της Ρούμελης, στην Αθήνα του 1949. Αυτό είναι και το στοιχείο, που καθιστά το αφήγημα αντικείμενο ευρύτερου ενδιαφέροντος για το σημερινό αναγνώστη. Γιατί, μέσα από τις σελίδες του, «μεταφερόμαστε» στην προσφυγομάνα και πόλη – ήρωα, την Κοκκινιά, όπου βρίσκει απάγκιο, αλληλεγγύη και προστασία, φτάνοντας «μ’ ένα αποφυλακιστήριο στην τσέπη και με σφιγμένη από φόβο την καρδιά…». Και όπου, πολύ σύντομα, καταλαβαίνει «πως η Κοκκινιά ήταν η “κλώσα” των κατατρεγμένων και των αγωνιστών (…) που άπλωσε τα φτερά της και σκέπασε κάθε κατατρεγμένο και ξεριζωμένο (…)».
Η συντακτική ομάδα του Ατέχνως εκφράζει τα βαθιά της συλλυπητήρια στον φίλο και συνάδελφο Γρηγόρη και στους λοιπούς οικείους της σ/σας Ελένης.