Ο πολυβραβευμένος Ιταλός σκηνοθέτης μιλάει από τις Κάννες με αφορμή τη νέα του ταινία, Παρθενόπη, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες. Μπορείς με κάποιο τρόπο να δεις την Παρθενόπη κι ως κάτι στο οποίο οδηγούσε όλη η καριέρα του Paolo Sorrentino. Με τις εμμονές του να παρελαύνουν στη μεγάλη οθόνη – η Νάπολη, η σχέση των αντρών με τις γυναίκες, η ομορφιά, ο χρόνος, η ομορφιά σε σχέση με το χρόνο. Και για πρώτη φορά στο σινεμά του, όλα περνάνε μέσα από μια κεντρική ηρωίδα.
Η Παρθενόπη (Parthenope) του Paolo Sorrentino κυκλοφορεί αύριο Πέμπτη 7 Νοεμβρίου από την The Film Group. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε κατά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, στο φεστιβάλ Καννών.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Η Παρθενόπη του τίτλου, που στην ταινία αποκτά επικές, σχεδόν μυθικές διαστάσεις ζώντας μια ζωή ταυτόχρονα συνηθισμένη αλλά και larger than life – μια προσωπική εποποιία που ξεκινά από ένα τραγικό σημείο απώλειας και απλώνεται σε μια ολόκληρη ζωή. Γεμάτη επιθυμία, γεμάτη αναζήτηση αγάπης, γεμάτη στοχασμό πάνω στην ομορφιά και τον χρόνο που περνάει και σχηματίζει τα πάντα.
Στο ρόλο ο Sorrentino βάζει την πρακτικά πρωτοεμφανιζόμενη Celeste Dalla Porta να κυριαρχεί σε κάθε κάδρο της ταινίας, ενώ σε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο εμφανίζεται ο Gary Oldman – παίζοντας τον λογοτέχνη John Cheever που τότε βρισκόταν όντως στη Νάπολη και, σε αυτή τη μυθοπλασία, παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην πορεία που παίρνει η ζωή της Παρθενόπης.
Στην παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες, ο Ιταλός σκηνοθέτης, με γυαλιά ηλίου και το χαρακτηριστικό του πούρο ανά χείρας, μίλησε για τις εμμονές του σινεμά του, για τα μυστήρια που πάντα θέλει να λύσει κάνοντας ταινίες, για την ομορφιά και το τραύμα, για τους άντρες και τις γυναίκες, για την Παρθενόπη και –φυσικά– για τη Νάπολη.
Ήταν μια ταινία που ήθελες να κάνεις καιρό;
Molto tempo!
Εδώ και 4 ή 5 χρόνια επιθυμούσα με ανυπομονησία
να γυρίσω αυτή την ταινία.
Από πού προήλθε η αρχική ιδέα για αυτή την ταινία;
Ήταν ένα πράγμα που είχα στο μυαλό μου όλα αυτά τα 4-5 χρόνια. Προσπάθησα αρκετές φορές να το καταφέρω και στο μεταξύ έκανα άλλες ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και το Χέρι του Θεού. Προέκυψε επειδή ένιωσα πραγματικά την ανάγκη να κάνω μια ταινία για ένα θέμα που είναι αγαπητό στην καρδιά μου: τη σχέση με τον χρόνο και το πώς ξεδιπλώνεται και πώς ρέει και πώς μας αλλάζει.
Είναι η πρώτη φορά που έχετε γυναίκα
πρωταγωνίστρια σε ταινία σας, ήταν μια ανάγκη που είχατε;
Ναι, ήταν πάντα μια γυναίκα ως κύρια πρωταγωνίστρια αυτής της ταινίας μου. Αφενός προσπαθούσα να εμβαθύνω στο πώς οι γυναίκες αναζητούν την ελευθερία τους, και το πώς γι’ αυτές η αναζήτηση αυτή είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ’ ό,τι για τους άντρες. Επιπλέον, ήθελα οι πτυχές αυτής της αφήγησης να μεταφερθούν σε ένα σύγχρονο έπος. Και αυτό το έπος έχει πάντα έναν ήρωα. Και για μένα, αυτός ο ήρωας ήταν μια γυναίκα, άρα μια ηρωίδα.
Σε ένα έπος, υπάρχει πάντα πόλεμος. Ο πόλεμος που διεξάγουμε σήμερα έχει να κάνει με κάτι που είναι μια εσωτερική μάχη. Κι αυτό είναι κάτι που οι γυναίκες το κάνουν καλύτερα από τους άντρες. Επίσης, ένας πόλεμος είναι και το ραντεβού μας με τον χρόνο, μας αλλάζει. Κι οι γυναίκες νομίζω πως αντιμετωπίζουν αυτή την αλλαγή καλύτερα από τους άντρες. Οι άντρες προσπαθούν να αποφύγουν αυτή την πτυχή.
Βλέπετε τις γυναίκες ως πιο μυστηριώδεις από τους άντρες;
Επειδή οι άνθρωποι συχνά τη ρωτούν τι σκέφτεται… είναι αυτό
μια αντανάκλαση του πώς οι άντρες
βλέπουν τις γυναίκες κατά την άποψή σας;
Ακριβώς. Για τους άντρες στην πραγματικότητα, οι γυναίκες είναι ένα μυστήριο. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχίζουν να ρωτούν τις γυναίκες: «Τι σκέφτεσαι; Τι σκέφτεσαι;» Επειδή εννέα φορές στις δέκα, φοβούνται ότι μπορεί να σκέφτονται κάποιον άλλο άντρα. [γελάει] Νομίζω ότι οι άντρες δεν γνωρίζουν τις γυναίκες. Τις θεωρούν μυστήρια, και αυτό ισχύει σίγουρα και για μένα.
Ήταν άρα δύσκολο για εσάς ως σκηνοθέτη να γυρίσετε μια ταινία
για τη θηλυκότητα ή με γυναίκα ηρωίδα, αφού βλέπετε τις γυναίκες ως τόσο μυστηριώδεις;
Κάνω πάντα ταινίες για αυτά που δεν γνωρίζω. Έκανα μια ταινία για την πολιτική, επειδή δεν ήμουν ενήμερος για την πολιτική. Έκανα μια ταινία για έναν πολιτικό επειδή είχα επίγνωση ότι δεν γνώριζα σε βάθος αυτόν τον πολιτικό. Έτσι ξεκινάω πάντα όταν κάνω μια ταινία. Ακολουθώ την ιστορία και θέλω να καταλάβω και να γνωρίσω κάτι. Και δεν αισθάνομαι καν απαραίτητα ότι στο τέλος της ταινίας έχω καταλάβει. Απλώς ακολουθώ όλη την ιστορία. Και τότε αρχίζω να έχω μια ιδέα του τι συμβαίνει. Έτσι, δεν ξέρω τις γυναίκες, δεν ξέρω τους άντρες, αλλά συνεχίζω να κάνω ερωτήσεις στον εαυτό μου. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι για τα πράγματα. Και κάπως έτσι προκύπτουν οι ταινίες μου.
Πώς βρήκατε την Celeste,
τι ήταν αυτό σε αυτήν που την έκανε καλή για αυτό το ρόλο;
Τη γνώρισα κατά τη διάρκεια του κάστινγκ, είχε σπουδάσει σε σχολή κινηματογράφου και είχε παίξει κι έναν ρόλο ως κομπάρσος στο Χέρι του Θεού, αλλά αυτή η σκηνή κόπηκε από την ταινία. Είναι καλή ηθοποιός. Είναι σπουδαία. Μπορεί να παίξει με μεγάλη φυσικότητα, τόσο μια 18χρονη όσο και μια 35χρονη γυναίκα. Και στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της, μπορώ πραγματικά να δω και να κατανοήσω την ελευθερία της νιότης και μια κάποια υπόγεια θλίψη που κατοικεί μέσα της και την οποία δεν γνωρίζει. Αυτός είναι ο λόγος που σκέφτηκα ότι θα ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να υποδυθεί αυτόν τον χαρακτήρα.
Ο λογοτέχνης John Cheever είναι ένας μικρός χαρακτήρας στην ταινία,
τι σας ενδιέφερε σε αυτόν και πήρατε αυτή την απόφαση;
Ο John Cheever είναι συγγραφέας αλλά είναι κι ένας χαρακτήρας που αγαπώ. Ήταν στη Νάπολη κιόλας και την ήξερε καλά, οπότε ταίριαξε. Ήθελα η Παρθενόπη να βιώσει αυτή την έκρηξη ελευθερίας και κατανόησης. Οπότε ήταν σημαντική η συνάντηση με έναν χαρακτήρα που ήταν παγιδευμένος κι αυτός μέσα σε ένα δικό του κλουβί, αλλά είχε τα διανοητικά εργαλεία να της εξηγήσει τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Και άρα να την οδηγήσει προς μια δική της απελευθέρωση.
Βασικός χαρακτήρας της ταινίας σας είναι και η Νάπολη.
Και φαίνεται να έχετε και μια πολύπλοκη σχέση μαζί της, την αγαπάτε αλλά έχετε και αρνητικά.
Λοιπόν, οι περισσότεροι Ναπολιτάνοι θα μιλήσουν άσχημα για αυτή την πόλη, αλλά βαθιά μέσα τους, αγαπούν τη Νάπολη. Είναι μια πόλη των άκρων. Είναι μια πόλη παρεμβατική, διάχυτη, αισθησιακή. Ως εκ τούτου, υπάρχει αυτή η βαθιά ερωτική σχέση με την πόλη της Νάπολης, και αυτή η σχέση αποτελείται από νησίδες επιθυμίας, επιθυμίας φυγής και ανεπάρκειας σε ορισμένα πράγματα, ακριβώς όπως σε μια ερωτική σχέση.
Υπάρχει ένα είδος ενσάρκωσης μεταξύ της Παρθενόπης και της Νάπολης. Είναι και οι δύο πολύ σαγηνευτικές. Βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά παρ’ όλα αυτά κρύβονται. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μερικές φορές όταν βρίσκεσαι στο προσκήνιο – ψάχνεις να κρυφτείς. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, ως εκ τούτου, είναι μυστηριώδεις και οι δύο.
Έχετε πει πολλές φορές ότι σας ενδιαφέρει ο χρόνος ως κύριο θέμα της ταινίας.
Τι συμβαίνει λοιπόν με την ομορφιά με την πάροδο του χρόνου;
Εκεί υπάρχει μια διαφορετική ομορφιά. Είστε όμορφοι με διαφορετικό τρόπο, πιθανότατα. Και τελικά, ξέρετε, δεν είναι η ομορφιά που με ενδιαφέρει πραγματικά. Είναι ο χρόνος. Και άρα το τραύμα. Γιατί όταν είσαι νέος, στην πραγματικότητα, νομίζεις πως ξέρεις την ιστορία της ζωής σου. Αυτό που λες για τον εαυτό σου είναι κατά κάποιο τρόπο ψεύτικο. Είσαι γεμάτος επιθυμία, τα πάντα είναι θετικά. Και τότε… αυτή η επική αφήγηση για τον εαυτό σου, τελειώνει εκεί. Πάντα κάποιο γεγονός θα μας οδηγήσει να γίνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε. Όπως έλεγε κι ο Νίτσε. Αυτό λοιπόν είναι το τραύμα. Αυτή είναι η κρίση. Αυτό είναι που θέλω να πω και να εξερευνήσω.
Η ταινία ξεκινά με έναν ρεαλιστικό τρόπο
και σταδιακά γίνει πιο φανταστική.
Γιατί θελήσατε να αγγίξετε τη σφαίρα του φανταστικού;
Όντως η σκηνοθεσία γίνεται πολύ φανταστική. Αλλά πιστέψτε με, όλοι οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις που εμφανίζονται είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι με μια πραγματικότητα. Με αυτό τον τρόπο, αυτοί οι χαρακτήρες βιώνουν υπερβατικά την ίδια τους τη ζωή. Αλλά τελικά αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν είναι μια φαντασίωση. Πίσω από κάθε φανταστικό στοιχείο βρίσκεται το πραγματικό.
2021
Paolo Sorrentino, γιατί αφιέρωσες το Όσκαρ σου
στον Diego Maradona;
Η ταινία Grande Bellezza (η τέλεια ομορφιά _2013) δεν είναι σαν όλες τις υπόλοιπες. Όχι μόνο επειδή ο δημιουργός της μαζί και του τηλεοπτικού δίπτυχου Young Pope / New Pope (Νέος Πάπας σατιρική δραματική μοιάζει αυτή τη φορά πιο συγκρατημένος στυλιστικά, αλλά κι επειδή το ίδιο το στόρι μοιάζει πιο προσγειωμένο στη γη. Για την ακρίβεια, προσγειωμένο στη Νάπολη των ‘80s. Αλλά και Γιατί πολύ απλά τότε ανδρώθηκε ο Sorrentino, τότε πήρε τις μεγαλύτερες αποφάσεις της μετέπειτα ζωής του, τότε γνώρισε το είδωλό του, το Hand of God, τον Maradona τότε έχασε τους γονείς του, τότε, τότε, τότε. Και κάπως έτσι, ο μεγάλος Sorrentino αφήνει για λίγο στην άκρη τις μεγαλειώδεις φιγούρες, τις πολιτιστικές εξτραβαγκάντσες, τις πολιτικές μορφές της χώρας, και επιχειρεί μια επιστροφή στις ρίζες. Πίσω, στις στιγμές που καθόρισαν την προσωπικότητά του για μια ζωή. Ξέρετε πώς είναι. Κάποιες φορές ένα μικρό χρονικό διάστημα μοιάζει να επεκτείνεται σε μια ολόκληρη ζωή… Η ταινία The Hand of God (Το Χέρι του Θεού) στριμάρει στο Netflix.
Με πληροφορίες από _oneman.gr
Στιγμές…
Άλλοτε τραγικές ή κωμικές (κάθε συνάντηση με το θεοπάλαβο βέρο ιταλιάνικο σόι), στιγμές που αγγίζουν την πιο τρελή φαντασία, όπως η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο με τον θεϊκό Maradona, το είδωλό του, την άπιαστη φαντασίωση που έγινε πραγματικότητα, τον έκανε να πιστέψει στα θαύματα και –σύμφωνα με τον ίδιο– του έσωσε τη ζωή. Τόσο, ώστε όταν η Grande Bellezza κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσου Φιλμ, ο Sorrentino να το αφιερώσει ανάμεσα σε άλλους, στον ίδιο τον Maradona. Για να κατανοήσουμε το γιατί, πρέπει να βουτήξουμε στον κόσμο του Hand of God. Μια ταινία που έκανε πρεμιέρα στη Βενετία (κερδίζοντας μάλιστα δύο βραβεία)
Μεγαλώνοντας στη Νάπολη
Στην ταινία βλέπουμε έντονα τις ομορφιές της Νάπολης, ήταν μια από τις προθέσεις σου να μας δείξεις αυτό που έβρισκες όμορφο στη γενέτειρά σου;
Απλά έδειξα τη Νάπολη όπως την ήξερα μεγαλώνοντας. Τα σπίτια είναι ακριβώς όπως ήταν το σπίτι μου και το μέρος που μεγάλωσα. Απλά πήγα πίσω, στα μέρα που ήξερα.
Δηλαδή γύρισες στο ίδιο το σπίτι που ζούσες όταν ήσουν παιδί;
Ναι, ο κάτω όροφος! Τώρα ανήκει σε μια γηραιότερη γυναίκα, η οποία δεν άλλαξε απολύτως τίποτα στο σπίτι, οπότε αυτό που είδατε στην ταινία ήταν ακριβώς το σπίτι μου, όπως ήταν όταν ήμουν 10-11 χρονών.
Τι κάνει λοιπόν τόσο ιδιαίτερη τη Νάπολη;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Υπάρχουν πολλές λέξεις για τη Νάπολη, καθένας βλέπει κάτι άλλο, και μισώ την ιδέα πως θα είμαι ο τελευταίος στη σειρά που θα πρέπει να προσθέσω λέξεις για τη Νάπολη! Μεγάλωσα εκεί, για μένα αυτή ήταν η ζωή. Για μένα η Νάπολη αντιπροσωπεύει ακριβώς το πώς πρέπει να είναι η ζωή, γιατί είναι η πρώτη ζωή που συνάντησα.
Όλοι διατηρούν κάποιο δεσμό με την παιδική τους ηλικία, με την εφηβεία. Και έχεις μια αίσθηση όταν είσαι παιδί πως τελείωσε, αυτό είναι η ζωή, έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Και για μένα η Νάπολη είναι απλά τα πάντα, όλα όσα ήξερα. Για μένα όλα αυτά τα πράγματα [σσ. δείχνει τριγύρω μας] είναι παράξενα και αξιοπερίεργα, όχι η Νάπολη. Για τον υπόλοιπο κόσμο ισχύει το ακριβώς ανάποδο, η Νάπολη είναι το παράξενο.
O Maradona και το χέρι του Θεού
Πώς είναι να έχεις τον σπουδαιότερο ποδοσφαιριστή να έρχεται στην πόλη σου
όταν είσαι 10-11 χρονών;
Ήμουν 14. Θυμάμαι… τι να πω, ήμασταν ήδη ενθουσιασμένοι για τους λόγους που μπορείς να φανταστείς. Σπουδαίος παίχτης σε μια πόλη όπου όλοι είναι τρελοί για το ποδόσφαιρο. Αλλά το αληθινό θέμα είναι ότι ο Maradona μας έδωσε την ιδέα πως είμαστε ελεύθεροι. Γιατί αν μπορεί να συμβεί ένα θαύμα, σημαίνει πως είσαι ελεύθερος. Πως η ελευθερία είναι κάτι που μπορείς να αρπάξεις.
Πώς ένιωσες όταν έμαθες ότι πέθανε;
Ήμουν πολύ θλιμμένος. Λυπόμουν επίσης γιατί το μεγάλο μου όνειρο ήταν να του δείξω αυτή την ταινία. Και τώρα δεν είναι πια δυνατόν. Όταν πέθανε εγώ ήμουν στη διαδικασία του μοντάζ.
Όταν κέρδισες το Όσκαρ το αφιέρωσες σε αυτόν.
Είχες από τότε κατά νου ότι ήθελες να κάνεις αυτή την ταινία,
με τόσο μεγάλη παρουσία από τον ίδιο;
Πάντα είχα στο μυαλό μου αυτή την ταινία, αλλά όταν πήρα το Όσκαρ δεν την είχα γράψει ακόμα…
Ναι, αλλά εννοώ, του το αφιέρωσες. Γιατί;
Αφιέρωσα εκείνο το Όσκαρ στους masters μου της τέχνης. Και για μένα ο πρώτος όλων ήταν ο Maradona. Επειδή ανακάλυψα την τέχνη χάρη στον Maradona. Όταν ήμουν 15 χρονών δεν είχα διαβάσει βιβλία, δεν είχα πάει ποτέ να δω ταινία στο σινεμά, είχα δει πολύ λίγες ταινίες. Οπότε δεν ήξερα τι είναι τέχνη. Η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα τι σημαίνει η ιδέα του να υπερβαίνεις την πραγματικότητα, ήταν λόγω του Maradona.
Ο Paolo Sorrentino (Πάολο Σορεντίνο, γεννημένος 31-Μαΐου-1970) είναι Ιταλός σκηνοθέτης, και σεναριογράφος και συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους πιο εξέχοντες κινηματογραφιστές του ιταλικού κινηματογράφου που εργάζονται σήμερα. Είναι γνωστός για τα οπτικά εντυπωσιακά και πολύπλοκα δράματα και έχει συχνά συγκριθεί με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις, όπως Όσκαρ, BAFTA, δύο βραβεία του Φεστιβάλ Καννών, τέσσερα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και τέσσερα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Στην Ιταλία τιμήθηκε με οκτώ βραβεία David di Donatello και έξι Nastro d’Argento.
Ο Σορεντίνο έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνοθετική ταινία με την ιταλική κωμωδία-δράμα One Man Up (2001) για την οποία έλαβε το Nastro d’Argento Καλύτερου Νέου Σκηνοθέτη, ακολουθούμενο από το The Consequences of Love (2004), το The Family Friend (2006) και το This Must Be the Place (2011). Το βιογραφικό δράμα Il Divo (2009) τιμήθηκε με το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών. Έλαβε την αναγνώριση των κριτικών με το καλλιτεχνικό δράμα The Great Beauty (2013) που κέρδισε το Όσκαρ, τη Χρυσή Σφαίρα και το Βραβείο BAFTA Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ακολούθησε με το Youth (2015), το Loro (2018) και το The Hand of God (2021), το τελευταίο από τα οποία προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας μεγάλου μήκους. Είναι επίσης γνωστός για τη δουλειά του στην τηλεόραση, δημιουργώντας και σκηνοθετώντας τη δραματική σειρά του HBO The Young Pope (2016) και The New Pope (2019). Έχει συνεργαστεί με τους τραγουδοποιούς Antonello Venditti, Paloma Faith και Mark Kozelek και έγραψε τρία βιβλία.
Πρώιμη ζωή
Ο Σορεντίνο γεννήθηκε στην περιοχή Αρενέλα _από τις πλέον φτωχογειτονιές της Νάπολης το 1970 και έμεινε ορφανός σε ηλικία 16 ετών αφού έχασε και τους δύο γονείς του.
1998–2012
Η πρώτη του ταινία ως σεναριογράφος, The Dust of Naples (σσ. το 90% των τίτλων είναι στα Αγγλικά), κυκλοφόρησε το 1998. Άρχισε επίσης να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους, όπως το L’amore non ha confini το 1998 και το La notte lunga το 2001. Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του ήταν το One Man Up, για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο Nastro D’Argento.
Έγινε διεθνής αναγνώριση το 2004 για το θρίλερ του The Consequences of Love. Η ταινία, η οποία εξερευνά τη νοοτροπία ενός μοναχικού επιχειρηματία που χρησιμοποιείται ως πιόνι από τη Μαφία, κέρδισε πολλά βραβεία και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 2004. Η επόμενη μεγάλου μήκους μεγάλου μήκους του Σορεντίνο, The Family Friend, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 2006. Αφηγείται την ιστορία ενός κακόβουλου τοκογλύφου που αναπτύσσει μια κολλημένη σχέση με την κόρη ενός από τους πελάτες του. Ο Σορεντίνο έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός την ίδια χρονιά με μια εμφάνιση στην ταινία της Nanni Moretti Ο αλιγάτορας _Il caimano, η οποία προβλήθηκε επίσης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου το 2006.
Η ακόλουθη ταινία του, Il Divo (2008), είναι μια δραματοποιημένη βιογραφική ταινία του Giulio Andreotti, του αμφιλεγόμενου Ιταλού πολιτικού, που κέρδισε το Prix du Jury στο Φεστιβάλ των Καννών, βλέπει τον Σορεντίνο να επανενώνεται με τον πρωταγωνιστή των Συνεπειών της Αγάπης, Τόνι Σερβίλο, ο οποίος υποδύεται τον Ανδρεότι. Το 2009, ανακοινώθηκε ότι ο Σορεντίνο έγραψε το σενάριο για μια κινηματογραφική εκδοχή του μυθιστορήματος του Niccolò Ammaniti Ti prendo e ti porto via (Steal You Away), ενώ το This Must Be the Place (2011) σηματοδότησε το οριστικό αγγλόφωνο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Ιταλού σκηνοθέτη. Η υπόθεση επικεντρώνεται σε έναν μεσήλικα, πλούσιο ροκ σταρ, τον οποίο υποδύεται ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Σον Πεν, ο οποίος βαριέται στη συνταξιοδότησή του και αναλαμβάνει την αναζήτηση του φρουρού του γερμανικού στρατοπέδου όπου ήταν φυλακισμένος ο πατέρας του και τώρα ζει κρυμμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ταινία γράφτηκε από κοινού από τον Sorrentino και τον Umberto Contarello και έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό φεστιβάλ των Καννών το 2011.
2013–σήμερα
Η ταινία του 2013 Η τέλεια ομορφιά , στην οποία ήδη αναφερθήκαμε κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα Όσκαρ 2014. Ο Τζέι Βάισμπεργκ του Variety χαιρέτισε την ταινία ως “μια πυκνή, συχνά εκπληκτική κινηματογραφική γιορτή που τιμά τη Ρώμη σε όλο της το μεγαλείο και την επιπολαιότητα” _Κέρδισε επίσης τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 2013., ενώ έλαβε επίσης αρκετές διακρίσεις στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου του 2013, συμπεριλαμβανομένων των “Καλύτερης Ταινίας” και “Καλύτερης Σκηνοθεσίας”.
Στη συνέχεια ο Σορεντίνο σκηνοθέτησε το Youth (2015), τη δεύτερη αγγλόφωνη ταινία του στην οποία εμφανίζεται ο Μάικλ Κέιν ως συνταξιούχος μαέστρος ορχήστρας. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν επίσης οι Harvey Keitel, Rachel Weisz και Jane Fonda. Διαγωνίστηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 2015.[15] Ο Kenneth Turan του NPR περιέγραψε την ταινία ως “ένα διαλογισμό για τα θαύματα και τις επιπλοκές της ζωής, μια εξέταση του τι έχει σημασία για τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους”.
Ο Σορεντίνο έλαβε το Nastro d’Argento Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Το 2019, ανακοινώθηκε ότι ο Σορεντίνο θα σκηνοθετούσε την Τζένιφερ Λόρενς ως πληροφοριοδότη _Arlyne Brickman στο Mob Girl. Η ταινία είναι μια προσαρμογή του ομώνυμου βιβλίου της Teresa Carpenter. Ο Σορεντίνο θα εργαστεί επίσης ως συμπαραγωγός στην ταινία με την Λόρενς, καθώς και θα συνυπογράψει το σενάριο.
Η ταινία του _2021, The Hand of God, που γυρίστηκε στη Νάπολη, περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Σε σχετικά άρθρο, ο The Guardian την αποκάλεσε μια ιστορία ενηλικίωσης που ήταν η “πιο προσωπική” ταινία του Σορεντίνο μέχρι σήμερα, αντιπροσωπεύοντας μια απομάκρυνση από το απομονωμένο ύφος μερικών από τα προηγούμενα έργα του. Ο Σορεντίνο αποκάλεσε επίσης την ταινία “μια τελείως διαφορετική ταινία” όσον αφορά το στυλ και, όσον αφορά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναγνώρισε ότι “σχεδόν όλα είναι αλήθεια.” Η ταινία, η οποία επανένωσε τον Σορεντίνο με τον Τόνι Σερβίλο, επιλέχθηκε ως η ιταλική συμμετοχή για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας μεγάλου μήκους στα 94α Βραβεία Όσκαρ _ήταν υποψήφια αλλά τελικά έχασε από την Ryusuke Hamaguchi Drive My Car (2021).
Όπως ανακοινώθηκε το 2021, ο Sorrentino θα σκηνοθετήσει στη συνέχεια τη βιογραφική ταινία Sue με πρωταγωνιστή και παραγωγό επίσης την Lawrence. Η ταινία – που θα γράψουν οι Lauren Schuker Blum, Rebecca Angelo και John Logan – θα εξιστορήσει τη ζωή της πράκτορα του Χόλιγουντ Sue Mengers. Σε έναν άγριο πόλεμο προσφορών για την ταινία μεταξύ της Apple και του Netflix, οι προσφορές του πακέτου κυμαίνονταν από 80 εκατομμ$ έως 95 για τον προϋπολογισμό _για να φτάσουμε στο άλλο “γράμμα αγάπης στη Νάπολη”, την Παρθενόπη, με πρωταγωνιστή τον Γκάρι Όλντμαν (απ όπου ξεκίνησε και το αφιέρωμά μας)
σσ.
Δεν συνηθίζει να μιλάει για την προσωπική του ζωή, απλά αναφέρουμε πως όταν ρωτήθηκε για την επιρροή του Βατικανού στην κοινωνία, ο Σορεντίνο είπε ότι ήταν άπιστος.
Το 2015, ο Σορεντίνο τιμήθηκε ως Honorary Doctorate of Humane Letters (Επίτιμος Διδάκτορας Ανθρωπίνων Γραμμάτων) στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης.