Η δεύτερη εβδομάδα του έτους μας υποδέχεται με διπλάσια διανομή (σε σύγκριση με την πρώτη). 6 νέες ταινίες θα είναι διαθέσιμες στις κινηματογραφικές αίθουσες από σήμερα Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου. Ανάμεσά τους, arthouse επιλογές που ξεχώρισαν στα Φεστιβάλ όπου προβλήθηκαν το 2024, ντοκιμαντέρ, περιπέτειες και κινούμενα σχέδια για τους μικρότερους θεατές.
Κινηματογραφική βδομάδα άκρως “πολιτική” _θα λέγαμε, αυτή που διανύουμε στη διανομή. Και όταν λέμε “άκρως πολιτική” δεν εννοούμε φυσικά ότι το σινεμά δεν είναι πολιτικό από τη φύση του, αφού κάθε έργο τέχνης επιλέγει πλευρά ακόμα κι όταν «”αίνεται” ότι δεν επιλέγει, όμως αυτήν τη βδομάδα έχουμε πολιτικές ταινίες είτε με πολύ ξεκάθαρα πολιτικά μηνύματα, είτε με πιο “κρυμμένα”, που έπρεπε να ψάξουμε λίγο βαθύτερα ώστε να τα νοηματοδοτήσουμε επαρκώς…
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Να εξηγήσουμε πιο απλά τι θέλουμε να πούμε “πολιτική” , με τη φράση ενός σημαντικού Ισραηλινού σκηνοθέτη, του Εγιάλ Σιβάν. «Ο σκηνοθέτης δεν κρίνεται από το τι τοποθετεί μέσα στο κάδρο του αλλά από όλα εκείνα που αφήνει εκτός κάδρου. Κάθε κάδρο ακόμα και ενός ντοκιμαντέρ είναι η υποκειμενική αλήθεια του σκηνοθέτη που ερμηνεύει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα πιστεύω του».
Την προπερασμένη βδομάδα είδαμε την πρόσφατη ταινία του Μοχάμαντ Ρασούλοφ που τούτη τη στιγμή ταιριάζει γάντι… «Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια ταινία για το Ιράν δεν θα μπορούμε να τη δούμε έξω από το πλαίσιο που διαμορφώνει η ένταση των ανταγωνισμών στην περιοχή. Το ευρωατλαντικό στρατόπεδο και το Ισραήλ αξιοποιούν κάθε δικαιολογημένη αντίδραση σε ζητήματα καταπίεσης και διακρίσεων από το θεοκρατικό καθεστώς για να ξεπλένουν την ιμπεριαλιστική πολιτική τους και να κρύβεται το πραγματικό υπόβαθρο της σύγκρουσης με το Ιράν, την ίδια ώρα που σκοταδιστικά καθεστώτα, όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, ή ακόμα και οι τζιχαντιστές που κατέλαβαν τη Συρία, είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ».
Το Αγαπημένο μου Γλυκό / My Favourite Cake / Keyke mahboobe man
Μάριαμ Μογκαντάμ & Μπεχτάς Σαανέχα / 2024 / 97 λ
Μία τρυφερή, γλυκόπικρη, ανατρεπτική δραμεντί που υπόσχεται να σας γλυκάνει και να σας συγκινήσει, κερνώντας ένα κομμάτι από την πίτα της μοναξιάς – αλλά και της πολιτικής ελπίδας που σιγοψήνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ιρανικής απολυταρχίας. Βραβείο FIPRESCI, Berlinale 2024.
Η εβδομηντάχρονη Μαχίν ζει μόνη στην Τεχεράνη από τότε που έμεινε χήρα και η κόρη της μετανάστευσε στην Ευρώπη μαζί με τα εγγόνια της, δραπετεύοντας από το ιρανικό καθεστώς. Μία μέρα όμως, η ερωτική της ζωή θα αποκτήσει νέα πνοή, και η καρδιά, μαζί με το σπίτι της, θα ανοίξουν και πάλι για έναν άνδρα. Το αναπάντεχο φλερτ τους θα εξελιχτεί σε ένα βράδυ που από κάθε άποψη θα μείνει αξέχαστο.
Μια από τις ωραιότερες ταινίες της περσινής Berlinale με διαφορά. Μπορούμε να πούμε ότι ναι μεν εδώ το Ιράν κριτικάρεται με το γάντι, όμως για μια ακόμα φορά απαγορεύτηκε στους σκηνοθέτες να βγουν από τη χώρα, αντιμετώπισαν δίκη, η Berlinale εξέδωσε ανακοίνωση κ.λπ. Τα ξέρετε πλέον, είναι γνωστά, τα γράφουμε συνέχεια. Ας πάμε στην ταινία μας. Είναι μια από τις πιο γλυκές, τρυφερές και συγκινητικές ταινίες των τελευταίων ετών. Γιατί μας δείχνει ότι ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά. Γιατί μας δείχνει ότι παρά τις απαγορεύσεις οι άνθρωποι κάνουν αυτό που έκαναν πάντα, ζουν κρυφά τις μεγάλες τους στιγμές. Γιατί η ρημάδα η μοναξιά δεν αντέχεται από κανέναν, ειδικά όταν περνάει μια ηλικία… Γιατί είναι όμορφο να μπορείς μετά τα 70 σου να χορεύεις, να μεθάς από χαρά, να κοιμάσαι στο πλάι ενός ανθρώπου, να μοιράζεσαι τη ζωή, τη χαρά και τη λύπη. Γιατί όποια ζωή κι αν έχεις ζήσει, δεν είναι ποτέ αργά να βρεις τον άνθρωπό σου. Ο,τι και να πούμε για τη γλυκύτητα αυτών των δυο υπέροχων πρωταγωνιστών είναι πολύ λίγο.
Η 70χρονη Μαχίν είναι εδώ και 30 χρόνια χήρα. Μένει ολομόναχη στην μονοκατοικία στα προάστια που μεγάλωσε τα παιδιά της για να τα δει να ανοίγουν την αυλόπορτα του φιλόξενου κήπου και του αφιλόξενου Ιρανικού Καθεστώτος και να δραπετεύουν στο εξωτερικό. Τώρα η μοναξιά της διακόπτεται από σκόρπια FaceTime τηλεφωνήματα για να κλέψει δυο κουβέντες από την κόρη της, ένα βλέμμα από τα εγγόνια της. Ο ύπνος της είναι διαταραγμένος, το βαρύ της σώμα κουρασμένο. Δύσκολα θα επισκεφθεί την αγορά της πόλης, ταξί θα της κουβαλήσει τα πράγματα στο σπίτι, σπάνια θα μαγειρέψει όπως συνήθιζε για να έρθουν «τα κορίτσια» – οι παιδικές φίλες της που μένουν μακριά κι έχουν κι εκείνες τις ζωές τους.
Σε μία τέτοια συγκέντρωση όμως, που οι γυναίκες κελαηδούν νέα και κουτσομπολιά, αλληλοπειράζονται και τσακώνονται, όλες συμφωνούν σε κάτι: αρκετά έμεινε η Μαχίν μόνη. Γιατί δεν βρίσκει έναν ελεύθερο κύριο να συντροφευτεί στα τελευταία χρόνια της ζωής της; Και κάπως έτσι, η Μαχίν φοράει και κραγιόν, εκτός από την μαντήλα, στην βόλτα της στην πόλη. Στο εστιατόριο των συνταξιούχων ακούει τον συμπαθή Φαραμάζ να παραπονιέται ότι των τρώει η μοναξιά του και δεν έχει να φάει ένα πιάτο καλομαγειρεμένο φαγητό κι αποφασίζει να τον ακολουθήσει και να του κάνει μία πρόταση: θα ήθελε να έρθει σπίτι της το βράδυ και να του φτιάξει το αγαπημένο της κέικ;
Υπάρχει μία διάχυτη γλυκύτητα, μία απενοχοποιημένη αφέλεια στο πώς πλησιάζουν οι Μπογκαντάμ-Σανιχά την ιστορία τους. Οι πιθανότητες, οπουδήποτε στον κόσμο, για μία 70χρονη γυναίκα να προτείνει ένα βράδυ συντροφιάς σ’ έναν άγνωστο συνομήλικό της κι αυτό να εξελιχθεί σε ένα τρυφερό, ολονύχτιο ραντεβού είναι μηδαμινές. Ομως δεν βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο. Το σύγχρονο απολυταρχικό Ιράν συνήθως αντικατοπτρίζεται κλειστοφοβικό και δυσοίωνο στην μεγάλη οθόνη κι αυτή η ιστορία επιλέγει να εστιάσει στον άνθρωπο που αναζητά αγάπη, ως υπέρτατη πράξη αντίστασης και επανάστασης.
Η ταινία άλλωστε γυρίστηκε κάτω από τη βαριά σκιά των διαδηλώσεων «Woman Life Freedom», που γεννήθηκαν μετά τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί από την ιρανική αστυνομία ηθών. Το ότι οι δημιουργοί της επιλέγουν ως κεντρική ηρωίδα μία 70χρονη γυναίκα που αποφασίζει να φλερτάρει, αψηφώντας τους σπιούνους γείτονες που άνετα θα την έστελναν φυλακή (για άσεμνη συμπεριφορά) είναι από μόνη της μία τολμηρή και γενναία αντικαθεστωτική δήλωση. Δεν έχει ανάγκη από κάποιο σεναριακό μανιφέστο, σοβαροφανείς διαλόγους, κηρύγματα.
Αντιθέτως, οι σκηνοθετικές επιλογές επιτρέπουν να διαπεράσει το απολυταρχικό σκοτάδι το φως. Ο ίδιος ο κήπος της Μαχίμ, που με το υστέρημά της τον έχει φυτέψει, περιποιηθεί, τον έχει μεταμορφώσει στον ιδιωτικό της Παράδεισο, μοιάζει με καταφύγιο από τους κυνηγούς. Το μόνο που έλειπε ήταν λίγο φως – κι ο Φαραμάζ ήρθε στη ζωή της και της επιδιόρθωσε τα βραχυκυκλωμένα της φώτα. Με τα δικά του εργαλεία κι ο διευθυντής φωτογραφίας Μοχάμαντ Χαντάντι ζεσταίνει με ηλιόλουστα απογευματινά πλάνα το σπίτι της Μαχίν και κινεί την κάμερα γλυκά, υγρά και παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις φίλες της όσο τρώνε και χασκογελούν σαν κοριτσάκια. Υπάρχει όμως και κάτι φωτεινό (κι ας είναι μεσάνυχτα) και γεμάτο ελπίδα στο νέο ζευγάρι γερόντων που μοιράζονται δυο ποτήρια κρασί και έναν χορό σαν έφηβοι σε πρώτο ραντεβού. Κοιτάς την οθόνη και χαμογελάς: καμία δικτατορία δεν μπορεί να στερήσει από τον άνθρωπο τη φιλία, τα γέλια, των έρωτα.
Οι δυο πρωταγωνιστές είναι επίσης γοητευτικά ολοφώτεινοι. Η πρωτοεμφανιζόμενη Λίλι Φαραντπουρ κι ο βετεράνος Ιρανός πρωταγωνιστής Ισμαίλ Μεχραμπί ερμηνεύουν τους ήρωές τους με φρεσκάδα, αβρότητα, ευγένεια και τρυφερή συστολή. Πάνω από όλα, οι ρυθμοί της αφήγησης, οι αμηχανίες αλλά και η θερμοκρασία που κρατούν τους διαλόγους τους δημιουργεί πηγαία κωμωδία και κρατά το κλίμα ευδιάθετο και απαλό.
Μόνο που η ελπίδα είναι κάτι το εύθραυστο. Ειδικά στο Ιράν είναι κάτι το απαγορευμένο. Για αυτό και η ανατροπή στο σενάριο (που ναι, οι περισσότεροι από εμάς την περιμέναμε) πρέπει να έρθει και να τη θάψει βαθιά μέσα σε όσους φευγαλέα την ένιωσαν. Να μείνει μόνο το γλυκό που σιγοψήνεται στο φούρνο ως απειλή εκδίκησης για όλες τις χαμένες μέρες, τις χαμένες νύχτες των κατοίκων μιας χώρας βυθισμένης στο σκοτάδι.
Τατάμι: Ο Αγώνας της Ζωής της / Tatami /
Ζαρ Αμίρ-Εμπραχίμι _Γκι Νατίβ / 2023 / 105λ
Μία ταινία είδους, που ξεπερνά τα όρια του είδους της. Ένα αθλητικό action film, που μετατρέπεται σε πολιτικό film noir. Ακόμα κι αν χάνει σε κάποιες λεπτομέρειες, δικαιωματικά ανεβαίνει στο βάθρο για μετάλλιο: ποτέ η γυναικεία οργή για ελευθερία δεν έχει μεταφερθεί τόσο ωμά, δυνατά και σπαρακτικά,
Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Τζούντο, η Ιρανή αθλήτρια Λέιλα και η προπονήτριά της Μαριάμ λαμβάνουν ένα τελεσίγραφο από την κυβέρνηση που διατάσσει την Λέιλα να προσποιηθεί έναν τραυματισμό και να χάσει. Με την ίδια και την οικογένειά της να κινδυνεύουν, η Λέιλα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τεράστιο δίλημμα: Να συμμορφωθεί με το καθεστώς όπως επιμένει η προπονήτριά της ή να συνεχίσει να αγωνίζεται.
Η Ιρανή πρωταγωνίστρια της ταινίας «Ιερή Αράχνη» (Holy Spider) και ο Ισραηλινός σκηνοθέτης της ταινίας «Golda» ενώνουν τις δυνάμεις τους για να φέρουν στο φως αυτή την ιστορία. Είναι η πρώτη συνεργασία σκηνοθετών από το Ιράν και το Ισραήλ στη μυθοπλασία, όπως ενημερωθήκαμε από την περιγραφή του Φεστιβάλ κινηματογράφου Βενετίας. Η ιστορία αυτή αντικατοπτρίζει την ιστορία Ιρανών αθλητών που η ιρανική κυβέρνηση τους απαγορεύει να αγωνιστούν με το Ισραήλ. Φέρνουμε το παράδειγμα της ιστορίας του αθλητή τζούντο Saeid Mollaei, που μοιάζει πολύ με την ιστορία της ταινίας. Εδώ σαφώς το άθλημα παραμένει αλλά το φύλο αλλάζει, ενδεχομένως για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία. Θα πείτε πρέπει κάθε Ισραηλινός σκηνοθέτης να πληρώνει το «προπατορικό αμάρτημα», αλλιώς απορρίπτουμε τη δουλειά του; Κάθε Ισραηλινό σκηνοθέτη που δεν έχει ταχθεί ξεκάθαρα με την πλευρά του δίκιου, σαφώς και τον εξετάζουμε ενδελεχώς για τις προθέσεις του, αν μη τι άλλο… Γιατί είναι το λιγότερο υποκριτικό το να κόπτεται ένας Ισραηλινός σκηνοθέτης για τα ανθρώπινα δικαιώματα μετά από 70 και πλέον χρόνια ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη. Στην περίπτωση του Γκι Νατίβ τα πράγματα είναι πιο απλά, αφού κρατάει «ίσες αποστάσεις»… υπέρ του Ισραήλ. Να πούμε ότι αισθητικά η ταινία είναι υπέροχη, με ασπρόμαυρη εξαιρετική φωτογραφία και ωραίες ερμηνείες… Αλλά τι να το κάνεις; Είναι το ακριβές παράδειγμα πως η άψογη φόρμα περνάει το περιεχόμενο κατά παραγγελία.
Τιφλίδα, Γεωργίας. Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τζούντο Γυναικών. Η Ιρανική ομάδα καταφτάνει στο γήπεδο αποφασισμένη. Η Λέιλα Χοσεϊνί είναι η εθνική πρωταθλήτρια, αλλά ποτέ δεν έχει πάρει το χρυσό σε διεθνή διοργάνωση. Απόλυτα συγκεντρωμένη, δυνατή και πεισμωμένη, κατεβαίνει αποφασισμένη: σήμερα θα είναι η μέρα της. Αλλωστε έχει και την πλήρη στήριξη της οικογένειάς της – ο υπέροχος άντρας της και το μικρό τους αγοράκι, γονείς, θείοι και ξαδέλφια έχουν φτιάξει κερκίδα στον καναπέ του καθιστικού της στην Τεχεράνη και παρακολουθούν τους αγώνες από την τηλεόραση. Οπως έχει και την στιβαρή καθοδήγηση της προπονήτριάς της – στο πλευρό της η αυστηρή, ολιγόλογη μέντοράς της Μαριάμ Γκανμπαρί, μία πρώην πρωταθλήτρια και η ίδια, που, πριν από χρόνια, έχασε την ευκαιρία της στο παγκόσμιο λόγω τραυματισμού. Λογικά, έχει και την ενίσχυση του Ιρανικού Καθεστώτος – μέσω της ελεγχόμενης ομοσπονδίας έχει βρεθεί εκεί να εκπροσωπεί το έθνος της.
Και την έχει. Μέχρι που αρχίζει να κερδίζει. Live παρακολουθεί το Καθεστώς -που ποτέ δεν την είχε πραγματικά πιστέψει- το σερί από νίκες της. Τα προγνωστικά γίνονται ξεκάθαρα: η ταλαντούχα αθλήτριά τους πιθανότατα να βρεθεί στον τελικό – απέναντι στο φαβορί, την Ισραηλινή αθλήτρια. Αυτό είναι καταστροφικό. Γιατί, αν χάσει, το Ιράν θα ζήσει έναν συμβολικό, πολιτικό εξευτελισμό. Δεν μπορούν να το διακινδυνέψουν. Το τηλέφωνο της προπονήτριας Μαριάμ χτυπά κι ο Υπουργός Αθλητισμού της ανακοινώνει το τελεσίγραφο: η Λέιλα πρέπει να προφασιστεί τραυματισμό και να αποσυρθεί. Είναι διαταγή άνωθεν.
Η Μαριάμ αρχικά προσπαθεί να αντικρούσει με επιχειρήματα, να αντισταθεί. Πολύ πιο έμπειρη, αρκετά μεγαλύτερη, πραγματίστρια, σύντομα υποκύπτει. Γνωρίζει πολύ καλά τα αντίποινα στις ίδιες και τις οικογένειές τους σε περίπτωση που αψηφήσουν τις διαταγές του Καθεστώτος. Η Λέιλα όμως είναι οργισμένη. Νεότερη. Το αίμα της βράζει. Η αθλητική φιλοδοξία της για νίκη, τώρα έχει άλλο καύσιμο: την πολιτική αντίσταση, την επανάσταση. Ομως πλέον αντίπαλοί της στο τατάμι (τον αγωνιστικό τάπητα) δεν είναι οι συναθλήτριές της. Οσο ο εαυτός της, το προσωπικό της δίλημμα: τι θα κάνει; Θα αγωνιστεί μέχρι τέλους, με κάθε ρίσκο; Ή θα συμμορφωθεί και θα προστατέψει τον άμαχο πληθυσμό πίσω στην πατρίδα; Πράκτορες ήδη χτυπούν την πόρτα της οικογένειάς της…
Εμπνευσμένοι από μία αληθινή ιστορία από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Τόκιο το 2019 (όπου ο Ιρανός τζουντόκα Σαΐντ Μολάι αρνήθηκε να υποκύψει στις επιταγές του Καθεστώτος και να αποσυρθεί από τον τελικό που θα αντιμετώπιζε τον Ισραηλινό Σάγκι Μούκι), οι συνσκηνοθέτες Γκι Νατίβ («Golda», «Skin») και Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι (η βραβευμένη πρωταγωνίστρια της «Ιερής Αράχνης» που τώρα περνάει πίσω από την κάμερα) συνθέτουν μία ταινία είδους, που ξεπερνά το είδος της. Η αθλητική ταινία δράσης, έντασης κι ανατροπών, μεταμορφώνεται σε πολιτικό και ψυχολογικό θρίλερ, όπου διακυβεύονται πολλά περισσότερα από το χρυσό μετάλλιο.
Η Εμπραχίμι (που έχει διαφύγει από το Ιράν και ζει και εργάζεται στο Παρίσι), είναι γνωστή για την αντιστασιακή της στάση και δράση. Το φεμινιστικό της βλέμμα έχει πέσει έντονο πάνω στις ηρωίδες της (μάλιστα ερμηνεύει η ίδια, σκοτεινά, ανήσυχα και καθηλωτικά την προπονήτρια Μαριάμ). Η Λέιλα αγωνίζεται εναντίον όλων όσων επί δεκαετίες ορίζουν το σώμα της. Ματώνει για να πάρει πίσω τον έλεγχο. Να καθορίσει εκείνη το επόμενο βήμα στη μοίρα της. Η πάλη σώμα-με-σώμα ξαφνικά μεταβολίζεται σε σύμβολο όλων των γυναικών στο Ιράν που κουβαλούν ένα συμβολικό «τατάμι» στην πλάτη τους. Που καθημερινά έρχονται αντιμέτωπες με αποφάσεις συμμόρφωσης ή διεκδίκησης και το τίμημα είναι ξεκάθαρο – φυλάκιση, βασανιστήρια, απαγωγές, εξαφανίσεις. Οπως και το δίλημμα: θα φορούν την ήττα τους μαντήλα, ή θα κρατήσουν το κεφάλι τους ψηλά, περήφανο, ελεύθερο; Αυτό τον αγώνα για ανάσα συλλαμβάνει η ταινία, όπου, στην πιο δυνατή σκηνή της, η τραυματισμένη Λέιλα πετάει ενστικτωδώς το χιτζάμπ της. Οχι ως πρόσταγμα. Αλλά ως τον μόνο τρόπο να αναπνεύσει.
Ευρηματικός στυλίστας πίσω από την κάμερα ο Νατίβ, μπαίνει κι ο ίδιος στο ρινγκ. Πλησιάζει -σε αυτή την απόσταση «αναπνοής»- τις αθλήτριες σε κάθε χτύπημα, σε κάθε λαβή. Η κάμερά του είναι ευλύγιστη, ανήσυχη, η κινηματογράφηση υγρή – όλα ταιριάζουν στο genre της αθλητικής ταινίας που παρακολουθείς με αγωνία. Ο τόνος όμως παραμένει καταπιεσμένος, στοιχειωμένος, σκοτεινός, σε αντίστιξη με το λαμπερό ασπρόμαυρο της εικόνας. Ο διευθυντής Φωτογραφίας Τοντ Μάρτιν κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε αυτό το γήπεδο, με διαδρόμους που εγκλωβίζουν, ημιφωτισμένα γραφεία και κλειστοφοβικά αποδυτήρια. Μόνο όταν οι πόρτες του αγωνιστικού χώρου ανοίγουν διάπλατα, το τατάμι στέκεται υπερφωτισμένο από προβολείς – ως υπόσχεση κι ως απειλή.
Γεωργία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο
Παραγωγή: Aντι Eζρονι, Γκάι Νατίβ, Τζέιμι Ρέι Νιούμαν, Μάντι Τάγκερ
Σκηνοθεσία: Ζαρ Αμίρ-Εμπραχίμι, Γκι Νατίβ
Σενάριο: Ελάμ Ερφάνι, Γκάι Νατίβ
Φωτογραφία: Τοντ Μάρτιν
Μοντάζ: Γιουβάλ Ορ
Μουσική: Ντάσα Νταουενχάουερ
Πρωταγωνιστούν: Αριέν Μαντί, Ζαρ Αμίρ-Εμπραχίμι, Τζέιμι Ρέι Νιούμαν, Ναντίν Μάρσαλ, Λιρ Κατς
Διανομή: Cinobo
Η επιλογή του ασπρόμαυρου είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένη από το «Οργισμένο Είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε, κάτι που φαίνεται και στο πώς ο Νατίβ χειρίζεται το πλήθος στις κερκίδες (περισσότερο ως ήχο, σχεδόν ποτέ ως εικόνα), τις σήμα-κατατεθέν εκτυφλωτικές φλασιές, τα συμμετρικά κάδρα. Εκεί όμως αρχίζει η ταινία να χάνει έδαφος. Γιατί στη σύγκριση καταλαβαίνεις ότι κάτι λείπει. Ναι, η ατμόσφαιρα του θρίλερ είναι πυκνή και καλοφτιαγμένη, αλλά το μοντάζ σε στιγμές παραμένει άτονο, η χρήση της μουσικής άστοχη, τα φλας μπακς ρίχνουν την ένταση.
Παράλληλα, όσο κι αν όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσο το πολιτικό σχόλιο είναι επίκαιρο και κατεπείγον, το σενάριο το χειρίζεται και με έναν αχρείαστο διδακτισμό. Διασώζεται όμως από την απόφαση ενός μη-ηρωικού χειρισμού της αφηγηματικής κορύφωσης, την «τραυματική» ειρωνία του φινάλε, όπως και τις υποδειγματικές ερμηνείες. Ποτέ η γυναικεία οργή δεν έχει μεταφερθεί τόσο ωμά, δυνατά και σπαρακτικά, όσο από την Αριάν Μαντί στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Return of the Creeps /
Νίκος Χαντζής / 2023 / 99λ
Creeps = ανατριχίλα, ρίγος
Αθήνα, 1982. Κάπου ανάμεσα στην Κυψέλη, τα Πατήσια και τα Εξάρχεια, γεννήθηκε η Creep Records. Στα τέσσερα χρόνια λειτουργίας της, η Creep Records παρουσίασε μερικά από τα σημαντικότερα συγκροτήματα του ελληνικού Post Punk και της Dark Wave σκηνής στο ρόστερ της.
Ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ για μια από τις πρώτες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες με επιρροή στην Ελλάδα, η οποία έδωσε καταφύγιο σε αρκετές underground μπάντες της δεκαετίας του ’80. Εκτός από τις προσωπικές αφηγήσεις του ιδρυτή της Creep Records, Μπάμπη Δαλίδη, στην ταινία συμμετέχουν αρκετά μέλη των συγκροτημάτων που ηχογράφησαν με την εταιρεία. Μια πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής δισκογραφίας, που δείχνει ότι εάν δεν υπήρχε το μεράκι της Creep Records, πολλά συγκροτήματα που άφησαν εποχή σε αυτό το είδος μουσικής δεν θα είχαν βγει ποτέ στο φως. Σημαντικό ζήτημα που επίσης αναφέρεται, είναι και το πόσο επηρεάστηκε η δισκογραφία για την ανεξάρτητη μουσική σκηνή τα επόμενα χρόνια. Για τους λάτρεις του είδους αξίζει η θέασή της.
“Return of the Creeps”__
Πώς ο Νίκος Χαντζής μετέτρεψε την αγάπη του για τον σκοτεινό ήχο
σε ένα DIY ντοκιμαντέρ
Ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ για την εμβληματική ανεξάρτητη δισκογραφική Creep Recοrds μιλάει στο Flix για τη σημασία της DIY υλοποίησης ενός τέτοιου πρότζεκτ.
Σας λέει κάτι το όνομα Creep Records; Αν ναι, πιθανώς α) είστε γεννημένοι γύρω στα mid 60s, ή ακόμη-ακόμη στα early 70s, β) αγαπάτε πολύ τα παρακλάδια του σκοτεινού ήχου (post punk, synth/ dark wave) που σημάδεψε τα 80s και είστε εξοικειωμένοι με την αθηναϊκή σκηνή της εποχής. Αν όχι, έχετε την ευκαιρία να έρθετε σε επαφή με το τεράστιο κεφάλαιο για την underground μουσική στην Ελλάδα που ακούει στο όνομα «Creep Records», μέσα από το «Return of the Creeps», το ντοκιμαντέρ-μουσικό (και όχι μόνο) οδηγό που φέρει την υπογραφή του Νίκου Χαντζή.
Το «Return of the Creeps» πραγματοποίησε την πρεμιέρα του τον Σεπτέμβριο του 2023 στο Βερολίνο και προβλήθηκε πρώτη φορά για το ελληνικό κοινό τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Συνέχισε την πορεία του συμμετέχοντας σε 9 ελληνικά και πανευρωπαϊκά φεστιβάλ, αποσπώντας 4 βραβεία (ανάμεσά τους το Βραβείο Κοινού στο 10ο Too Drunk To Watch – PunkFilmFest του Βερολίνου), ενώ για περιορισμένο διάστημα παίχτηκε και σε σινεμά της Αθήνας, στο πλαίσιο κύκλου ειδικών προβολών. Από την Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου, αποκτά την επίσημη κινηματογραφική του διανομή από τη New Star, βρίσκοντας το νέο του σπίτι στο Studio New Star Art Cinema (Σταυροπούλου 33, Αθήνα) για το προσεχές διάστημα.
Τι είναι όμως – επί της ουσίας – το «Return of the Creeps»;
Στα χαρτιά, πρόκειται για το δεύτερο ντοκιμαντέρ του Νίκου Χαντζή, μετά το «Music for Οrdinary Life Machines» του 2019 και την τρίτη δουλειά στη συνολική φιλμογραφία του (που διαδέχτηκε τη μικρού μήκους «Dildo Riot», την οποία συν-σκηνοθέτησε με την ακτιβίστρια Μαρία Κατσικαδάκου-Cyber το 2022). Στην πράξη, αυτό που ξεκίνησε σαν μία προσωπική του επιθυμία να αποτυπώσει κινηματογραφικά, αγαπημένα του μουσικά σημεία αναφοράς που τον συνόδευαν από την εφηβεία του, κατέληξε να λειτουργεί σαν ένα φιλμικό κείμενο που σκιαγραφεί την κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής με αφετηρία την Creep Records, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία η οποία στο βραχύβιο, αλλά ανεξίτηλο πέρασμά της, έδωσε φωνή σε μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες της εγχώριας new wave, post punk και dark wave σκηνής. Σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων, η Creep κυκλοφόρησε μία σειρά από εμβληματικούς δίσκους, στους οποίους συγκαταλέγονται δουλειές των Angelo & His Egos, Art of Parties, Clown, Cpt Nefos, Headleaders, Metro Decay, Rehearsed Dreams, The Reporters, South of No North, Villa 21 και The Vyllies.
Με αφορμή την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ, ο Νίκος Χαντζής μάς μιλά για όλα όσα συνέβαλαν στη γέννηση αυτού του πρότζκετ, από τη σύλληψη της δημιουργικής ιδέας, έως τις απαιτήσεις της εκτέλεσης. Και για πολλά ακόμη.
Θα ήθελες να μάς συστηθείς μέσα από μία μικρή εισαγωγή για τη σχέση σου με το σινεμά (τόσο από τη σκοπιά του θεατή, όσο και του δημιουργού);
Ασχολούμαι με τη βιντεογραφία, κάμερα και μοντάζ. Eχω σπουδάσει εικονολήπτης και πέρα από τα βιοποριστικά μου πρότζεκτ κάνω βίντεο κλιπς σε μπάντες. Χωρίς καν να είμαι σκηνοθέτης, αλλά πολύ περισσότερο θεατής μουσικών ντοκιμαντέρ, αποφάσισα κάπου στο ’18 να επιχειρήσω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για μουσικές που αγαπάω, στηρίζω και ακολουθώ. Ετσι, το ’18 μπήκα πολύ αυθόρμητα σε όλο αυτό το κομμάτι, με πολύ «θράσος» και μεράκι, κάνοντας το «Music for Οrdinary Life Machines». Hταν εντελώς απόφαση της στιγμής, δεν το δούλευα χρόνια. Ηταν από τις σκέψεις που ήρθαν τυχαία και είπα «γιατί να μην το επιχειρήσω». Ξεκίνησα αμέσως τη δουλειά και έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Στο βάθος του μυαλού μου, ήξερα ότι αυτό θα ενδιαφέρει και θα απασχολεί κάποιους ανθρώπους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περίμενα την απήχηση που είχε μετά, πράγμα το οποίο με χαροποιεί πολύ. Πέρα από την ενασχόλησή μου με τα παραπάνω είμαι και Dj. Κάπως έτσι μπλέκω ουσιαστικά τις δύο μου αγάπες, το σινεμά και τη μουσική.
Πάντα όταν γυρνάω κάτι, η μουσική είναι ο βασικότερος παράγοντας στο background για μένα. Και στην περίπτωση του «Return of the Creeps» ξεκίνησα πρώτα ως ακροατής. Σκέφτηκα ότι αυτό το πράγμα που θέλω κι εγώ να δω στο σινεμά, κυρίως σαν ακροατής, θα αφορά κι άλλο κόσμο, οπότε έτσι το προσέγγισα. Επιασα ένα θέμα που το είχα ήδη «μέσα μου», προϋπήρχε στην καρδιά μου και το μυαλό μου, περισσότερο σαν ανάγκη να το κάνω.»
Ανέφερες ότι οι δύο σου μεγάλες αγάπες είναι το σινεμά και η μουσική. Ποια από τις δύο υπερισχύει, ποια θα έλεγες ότι είναι η αφετηρία σου;
Ας πούμε ότι είναι η μουσική. Κάπως το ένα φέρνει το άλλο. Δηλαδή, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να ακούω μουσική και αυτομάτως να κάνω εικόνες στο μυαλό μου για μια ταινία ή να βλέπω μία ταινία κι από αυτήν να μαθαίνω μία μουσική, ένα σάουντρακ, μία μπάντα. Λειτουργούν μαζί αυτά. Μουσική ακούω από μικρός, οπότε σε ένα μεγάλο ποσοστό θα έβαζα πρώτα τη μουσική. Πάντα όταν γυρνάω κάτι, η μουσική είναι ο βασικότερος παράγοντας στο background για μένα. Και στην περίπτωση του «Return of the Creeps» ξεκίνησα πρώτα ως ακροατής. Σκέφτηκα ότι αυτό το πράγμα που θέλω κι εγώ να δω στο σινεμά, κυρίως σαν ακροατής, θα αφορά κι άλλο κόσμο, οπότε έτσι το προσέγγισα. Επιασα ένα θέμα που το είχα ήδη «μέσα μου», προϋπήρχε στην καρδιά μου και το μυαλό μου, περισσότερο σαν ανάγκη να το κάνω.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την Creep Records και πώς προέκυψε η απόφαση να χτίσεις ένα ολόκληρο ντοκιμαντέρ γύρω από αυτή;
Πίσω στα λυκειακά μου χρόνια, αρχές του 2000, η πληροφορία ήταν πολύ πολύτιμη, γιατί τη μάθαινες από στόμα σε στόμα, από κανένα ραδιόφωνο ή από κάποιο μουσικό περιοδικό. Δεν υπήρχε η ευκολία του διαδικτύου, των smartphones κι όλα αυτά. Οπότε αγόραζες κάτι, το άκουγες κι αυτό ήταν. Δεν υπήρχε η δυνατότητα δηλαδή να το ακούσεις από πριν.
Σαν έφηβος κλασικά έψαχνα μουσικές. Πολύ ελληνική σκηνή, ελληνικό πανκ και ροκ. Μία μέρα πήγα σε ένα δισκοπωλείο, όπου έψαχνα CD – αγόραζα πολλά εκείνη την περίοδο. Καθώς έψαχνα σε μία κατηγορία με συλλογές, όπου υπήρχαν χύμα compilations από όλα τα είδη ελληνικής μουσικής, κάτω- κάτω στο ράφι βρήκα μία συλλογή που λεγόταν «Return of the Creeps». Μου ήταν άγνωστος ο τίτλος, δεν ήξερα καμία μπάντα απ’ αυτές που έγραφε το οπισθόφυλλο. Είχε ακριβούτσικη τιμή για το δικό μου χαρτζιλίκι, οπότε το άφησα και για πολύ καιρό έλεγα «ασ’ το μωρέ, θα πάρω κάτι άλλο, μπορεί να μην μου αρέσει». Εντωμεταξύ, τα περισσότερα κομμάτια ήταν αγγλόφωνα, δεν τα ήξερα, αλλά κάτι μου θύμιζαν κιόλας. Ισως τα είχε πάρει το μάτι μου στο βιβλίο του Ντίνου Δηματάτη, «Get That Beat», μία μουσική εγκυκλοπαίδεια που θα τη χαρακτήριζα ως το Discogs της εποχής. Ηταν ένας τρόπος να μάθεις κάτι, να αντλήσεις πληροφορίες, κυρίως για την ελληνική σκηνή που με ενδιέφερε τότε πάρα πολύ. Οπότε ενδεχομένως είχα δει εκεί κάποια ονόματα απ’ αυτές τις μπάντες, αλλά μέχρι εκεί, δηλαδή δεν είχα ακούσει κάποιο κομμάτι τους.
Περνούσε ο καιρός και δεν έπαιρνα τη συλλογή, διάλεγα συνέχεια κάτι άλλο. Μια μέρα όμως είπα «θα την πάρω, δεν γίνεται». Ηταν πολύ ιντριγκαδόρικο το εξώφυλλο και υποψιαζόμουν ότι κάτι ενδιαφέρον θα υπάρχει. Ετσι, την αγόρασα κι εκεί ξεκίνησαν κυριολεκτικά όλα, δηλαδή κάτι άλλαξε μέσα μου. Ηδη το πρώτο κομμάτι της συλλογής («Τα Κειμήλια»), με συγκλόνισε και άλλαξε εντελώς τη μουσική μου «παιδεία» και κουλτούρα. Ουσιαστικά, τότε ξεκίνησα να ακούω αυτό που ονομάζουμε «σκοτεινό ήχο». Μάλιστα, πρώτα ξεκίνησα να ακούω τα ελληνικά, δηλαδή πρώτα άκουσα Metro Decay και μετά άκουσα Joy Division, εντελώς ανάποδα. Η συλλογή λοιπόν αυτή με στιγμάτισε. Είναι η ιστορική συλλογή της Creep Records που έχει μαζεμένα όλα τα σινγκλάκια και απ’ αυτή τη συλλογή άρχισα να ψάχνω οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτήν [την Creep].
Ούτε που θα το φανταζόμουν τότε ότι 20 χρόνια μετά θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ μ’ αυτό το όνομα. Kάπου μέσα στην πανδημία, είχα νιώσει ότι είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος του «Music for Οrdinary Life Machines», οπότε είπα «ας βάλω ένα στοπ προς το παρόν και βλέπουμε». Ωστόσο, ήταν στη σκέψη μου το τι θα κάνω μετά. Και τότε μου ήρθε σαν ιδέα το θέμα της Creep Records. Είναι αυτό που λες «το είχα μπροστά μου και δεν το έβλεπα τόσο καιρό». Μετά, άρχισε να συμπληρώνεται το παζλ και να συνειδητοποιώ ότι το «Return of the Creeps» με έχει στιγματίσει πολύ, οπότε έτσι προέκυψε και ο τίτλος. Εχει δηλαδή πολύ βιωματικό background η δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ. Με το που το σκέφτηκα, είπα θα το κάνω. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισα αμέσως τα τηλέφωνα κι έτσι έγινε.
Αρα η σύλληψη της ιδέας θα λέγαμε ότι ήταν «από το πουθενά» και συγχρόνως «καθόλου από το πουθενά»;
Ακριβώς!
Ποια ήταν η διαδικασία της εκτέλεσης όλου αυτού του εγχειρήματος; Ποιες ήταν οι απαιτήσεις της έρευνας και πώς θα περιέγραφες το προσωπικό process που ακολούθησες;
H αναζήτηση των συμμετεχόντων δεν ήταν δύσκολη. Λίγο τα σόσιαλ μίντια, λίγο από ‘δω, από ‘κει, δεν ήταν δύσκολο να τους εντοπίσω, τους βρήκα εύκολα. Κάποιους ήδη τους ήξερα, άλλους τους γνώρισα για πρώτη φορά, κάποιοι με έφεραν σε επαφή δίνοντάς μου τηλέφωνα, στοιχεία επικοινωνίας κλπ, οπότε δεν ήταν το δύσκολο κομμάτι αυτό. Σε ό,τι αφορά την εκτέλεση αυτή καθ’ αυτή, όταν ένα θέμα με δυσκολεύει, με ιντριγκάρει ταυτόχρονα πάρα πολύ στα γυρίσματα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα έλεγα ότι οι δυσκολίες ήταν πολλές. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να βρω τον ελεύθερο χρόνο που χρειαζόταν για να αφοσιωθώ σ’ αυτό το πράγμα, διότι δεν βιοπορίζομαι όπως είπα και πριν απ’ αυτό, οπότε έπρεπε να γίνεται παράλληλα με τις υπόλοιπες επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό.
Τα γυρίσματα έγιναν σε σπαστό χρονικό διάστημα, δεδομένου κιόλας του ότι διανύαμε post covid εποχή, είχαμε μάσκες, έπρεπε να στέλνουμε SMS κλπ. Από ‘κει και πέρα ακολούθησε ένα γεμάτο τρίμηνο με μοντάζ, στο στάδιο του post production πια. Εκεί ήταν και οι περισσότερες δυσκολίες. Τα γυρίσματα κύλησαν πολύ ομαλά, πολύ ευχάριστα. Το μοντάζ όμως ήταν δύσκολο, καθότι βρέθηκα μπροστά σε έναν τεράστιο όγκο υλικού, έχοντας το κλασικό δίλημμα του τι να κόψω και τι να κρατήσω. Παράλληλα, έπρεπε να μαζέψω και αρχειακό υλικό, είτε από συλλέκτες, είτε από τις ίδιες τις μπάντες που μου παραχώρησαν τα αρχεία τους. Επιπλέον, έπρεπε να δαπανηθούν κάποια χρήματα σ’ αυτό το στάδιο, κάτι το οποίο ήταν επίσης δύσκολο – όσο DIY κι αν είναι ένα πρότζεκτ, ποτέ το μπάτζετ δεν είναι μηδέν. Στις δυσκολίες θα έβαζα επίσης το γεγονός ότι δεν κατάφερα να συμπεριλάβω ορισμένα άτομα που ήθελα, τα οποία δεν μπόρεσα για τον άλφα ή βήτα λόγο να έχω, αλλά νιώθω ότι η απουσία τους αναπληρώθηκε από το αρχειακό υλικό, οπότε μικρό το κακό.
Ως προς την προσωπική διαδικασία που ακολούθησα, πρέπει να αναφέρω ότι δεν είμαι σκηνοθέτης. Το κομμάτι της σκηνοθεσίας χτίστηκε εντελώς στο μοντάζ. Λειτούργησα με τη λογική του ότι πάω και τραβάω το υλικό μου σαν εικονολήπτης, το μοντάρω σαν μοντέρ κ.ο.κ. Ουσιαστκά, με το που πήρα το υλικό στα χέρια μου άρχισα να σκηνοθετώ το ντοκιμαντέρ. Εντελώς ανάποδα δηλαδή. Οσο επεξεργαζόμουν το υλικό προσπάθησα να μην ξεφύγω από το θέμα, το οποίο ήταν η Creep. Ηταν εύκολο να ξεφύγει κανείς, γιατί η Creep έχει μία σειρά από εξαιρετικές μπάντες στις οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε ξεχωριστά, αλλά κάτι τέτοιο δεν γινόταν εξαιτίας του χρονικού περιορισμού. Η επιλογή του τι μπήκε λοιπόν στο ντοκιμαντέρ, είχε να κάνει αυστηρά με το label και με τα άτομα που το πλαισίωναν.
Εφόσον το κομμάτι της σκηνοθεσίας προέκυψε κυρίως στο στάδιο του μοντάζ όπως ανέφερες, έπαιξαν ρόλο αναφορές που είχες για το ντοκιμαντέρ, προκειμένου να κατασκευάσεις τη φόρμα;
Σίγουρα όταν βλέπεις κάτι που σου αρέσει πολύ, καταλήγει να λειτουργεί ως αναφορά και λες «θα το χρησιμοποιήσω ίσως και σε ένα δικό μου πρότζεκτ». Στις μεγάλες μου αγάπες συγκαταλέγονται το «B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin 1979-1989», ένα ντοκιμαντέρ για τις μουσικές – και όχι μόνο – του δυτικού Βερολίνου και το «Synth Britannia» του BBC. Είναι ντοκιμαντέρ που με έχουν στιγματίσει πάρα πολύ, πέρα από το θέμα τους και ως προς τον τρόπο σκηνοθεσίας, μοντάζ και διαχείρισης του υλικού. Θα έλεγα ότι το πώς βγήκε το ντοκιμαντέρ κατέληξε να είναι ένας συνδυασμός εμπειρικού και συγκυριακού.
To DIY το έχω σαν «παντιέρα» κατά κάποιον τρόπο, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Προσπαθώ να προσεγγίζω όσο γίνεται πιο επαγγελματικά τα πρότζεκτ μου, αλλά το DIY στοιχείο είναι δεδομένο. Κανένα από τα πρότζεκτ μου δεν έχει από πίσω χορηγούς, χρηματοδότηση κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το DIY ήταν μονόδρομος, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.»
Ο DIY τρόπος με τον οποίο προσέγγισες το πρότζεκτ αποτελεί προσωπική σου θέση ή ήταν αναγκαία οδός για την υλοποίησή του;
To DIY το έχω σαν «παντιέρα» κατά κάποιον τρόπο, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Προσπαθώ να προσεγγίζω όσο γίνεται πιο επαγγελματικά τα πρότζεκτ μου, αλλά το DIY στοιχείο είναι δεδομένο. Κανένα από τα πρότζεκτ μου δεν έχει από πίσω χορηγούς, χρηματοδότηση κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το DIY ήταν μονόδρομος, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Αφενός δεν με ενδιέφερε να αναζητήσω χορηγούς ή να κάνω κάποια αίτηση στο Κέντρο, αφετέρου το να λαμβάνω χρήματα για να υλοποιήσω κάτι με κάνει να αισθάνομαι δεσμευμένος. Δεν μου αρέσει να λειτουργώ έτσι. Συν τοις άλλοις, η γραφειοκρατία που χρειάζονται όλα αυτά τα θέματα παίρνει χρόνο κι εγώ όταν αποφασίζω να ξεκινήσω κάποιο πρότζεκτ μου θέλω να το κάνω αμέσως. Βαριέμαι την αναμονή, χωρίς βέβαια να υποτιμώ παραγωγές που χρηματοδοτούνται με αυτόν τον τρόπο. Ετσι, αποφάσισα να βάλω χρήματα από την τσέπη μου, χωρίς να ξέρω αν θα τα πάρω πίσω ή όχι. Εχει αυτό το κόστος το DIY, αλλά γενικά έτσι λειτουργώ. Προσπαθώ να μην με νοιάζει το οικονομικό κομμάτι. Λέω «θα το κάνω και ό,τι γίνει», δεν με αφορά αν θα κάνει απόσβεση αυτό το πράγμα μετά.
Σε κάθε περίπτωση, μου αρέσει να δουλεύω μόνος μου. Στα γυρίσματα τα έκανα όλα εγώ – ήχο, κάμερα κλπ. Θέλω το συνεργείο να είναι όσο πιο μίνιμαλ γίνεται. Και για λόγους πρακτικούς και οικονομικούς, αλλά συγχρόνως ήθελα να είμαι μόνος μου με τον συνεντευξιαζόμενο, κυρίως για να «ξεχνάει» ότι δίπλα υπάρχει μία κάμερα, ώστε να γίνεται πιο αρμονικά η κουβέντα.
Οπως ξεκίνησε με μεράκι ο Μπάμπης Δαλίδης να χτίσει το label, o οποίος κλήθηκε να βγάλει τους δίσκους έναν- έναν, να πληρώσει τα πάντα, να ασχοληθεί με τα εξώφυλλα και πολλά ακόμη, ήθελα με την ίδια λογική να λειτουργήσει και η δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Ανεξάρτητα και με αγάπη. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ένα ντοκιμαντέρ για την Creep Records να γίνεται με εταιρία παραγωγής από πίσω, οποιοσδήποτε κι αν το έκανε. Θεωρώ ότι στο θέμα αξίζει μία τίμια προσέγγιση με αγνές προθέσεις, χωρίς περιττές «τυμπανοκορουσίες». Ηθελα να φτιάξω ένα χειροποίητο πράγμα, όπως ήταν και η ίδια η Creep.
Είσαι ευχαριστημένος από την πρόσληψη του ντοκιμαντέρ; Ξεχωρίζεις κάποια στιγμή από την πορεία που έχει διανύσει έως τώρα;
Για μένα, οι αγαπημένες στιγμές που έχουν να κάνουν με την πορεία του ντοκιμαντέρ είναι ένα κολλάζ από πολλά πράγματα. Η κάθε προβολή ήταν ξεχωριστή. Εκτιμώ πολύ το χειροκρότημα που έχω εισπράξει σε κάθε αίθουσα και τα υγρά μάτια που πολλές φορές παρατηρώ κατά τη διάρκεια της προβολής. Μου αρέσει όταν είμαι παρόν στις προβολές να κρυφοκοιτάζω τα βλέμματα των θεατών, να βλέπω τις αντιδράσεις τους. Είναι εξίσου σημαντικά τα βραβεία που έχει πάρει, ο κόσμος που έρχεται και μου μιλάει – αυτό το κομμάτι με συγκινεί πάρα πολύ. Αν έπρεπε να διαλέξω κάτι, θα ήταν το email που έλαβα όταν απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Βερολίνο, όπου δυστυχώς δεν είχα καταφέρει να είμαι παρόν. Επίσης, οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν μία δυνατή στιγμή και τα afterparties που έγιναν μετά από κάποιες προβολές είναι αγαπημένα σημεία αναφοράς, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο.
Το «Return of the Creeps» προβάλλεται από 9 Ιανουαρίου, στο Studio New Star Art Cinema, σε διανομή της New Star. Μείνετε συντονισμένοι, αναζητώντας περισσότερα για τις προβολές, μέσα από τα επίσημα προφίλ του ντοκιμαντέρ σε Facebook και Instagram.