Γράφουν: Νίκος Μάλλιαρης – Γιώργος Μουσγάς //
Συμπληρώθηκαν οχτώ χρόνια απ’ το φευγιό του Τάκη (Νεοτάκη) Λουκανίδη (25 Σεπτέμβρη 1937 – 11 Γενάρη 2018), του πληρέστερου, ίσως, Έλληνα ποδοσφαιριστή, καθώς μπορούσε να παίξει με μεγάλη επιτυχία σε οποιαδήποτε θέση.
Ο Λουκανίδης γεννήθηκε στο Παρανέστι της Δράμας το 1937. Ήταν παιδί αγροτικής οικογένειας και είχε τέσσερα αδέρφια. Αδερφός του ήταν ο Θανάσης, επίσης ποδοσφαιριστής. Σε πολύ μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, Γιώργο, τον οποίο κρέμασαν οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις για τη σθεναρή αντίστασή του. Η οικογένειά του πέρασε δύσκολα χρόνια. Η μάνα του έκανε δύο δουλειές για να ζήσει τα πέντε παιδιά της. Μετακόμισε από το χωριό σε ένα μικρό φτωχικό σπίτι στην πόλη της Δράμας, από όπου αναγκάστηκε να στείλει το μικρό Νεοτάκη σε ορφανοτροφείο.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ Κομοτηνής πριν μεταγραφεί το 1955 στη Δόξα Δράμας, η οποία με τον νεαρό τότε Λουκανίδη έπαιξε τρείς συνεχείς χρονιές στον Τελικό κυπέλλου Ελλάδας. Οι εμφανίσεις του με την ομάδα της Δράμας του άνοιξαν την πόρτα της Εθνικής ομάδας. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής εκτός ΠΟΚ (του αθλητικού τράστ Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού και ΑΕΚ), που φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο.
Το 1961, μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή μέσω Κύπρου, μεταγράφηκε από την Δόξα Δράμας στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε εφτά πρωταθλήματα και ένα κύπελλο. Είχε μεγάλη συμβολή στο πρωτάθλημα του 1964 το οποίο έμεινε στην ιστορία καθώς ο Παναθηναϊκός το κατέκτησε αήττητος, επίδοση που χρειάστηκε να περάσουν 55 χρόνια για να επαναληφθεί. Το 1969 και σε ηλικία 32 ετών ο Λουκανίδης μεταγράφηκε για μια σεζόν, κι έκλεισε την καριέρα του, στον Άρη Θεσσαλονίκης, συμβάλοντας τα μέγιστα να κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας το 1970.
Νίκος Μάλλιαρης (Παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, ταμίας και γενικός γραμματέας στα πρώτα Διοικητικά Συμβούλια του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών): Νεοτάκη δεν ήσουν μόνο κορυφαίος ποδοσφαιριστής, αλλά και η προσωποποίηση της αγάπης, της ευγένειας, του ήθους, της μπέσας και της λεβεντιάς. Ολοι οι φίλαθλοι και οι άνθρωποι σε αγαπήσαμε και δεν θα σε ξεχάσουμε. Ο Νίκος Χρηστιδης, τερματοφύλακας στον Άρη -όταν έπαιζες και σύ στην ομάδα της Θεσσαλονίκης- σε αποχαιρέτησε λέγοντας: «Είναι η πρώτη φορά που έπεσε ο Τάκης και δεν σηκώθηκε ξανά!»
Χαλάλι του χάρου που σε πήρε! Έπεφτες πολύ μεγάλος για αυτούς που διαχειρίζονται το ποδόσφαιρο στη χώρα μας. Δεν άντεχαν μέσα στην καρικατούρα του ποδοσφαίρου τους το Λουκανίδη, το Γιώργο Δεληκάρη, τους Μίμηδες Παπαϊωάνου και Δομάζο, το Γιώργο Κούδα, το Χρηστίδη, τον Κούλη Αποστολίδη, το Λάκη Νικολάου, το Βασίλη Χατζηπαναγή – και τόσους άλλους από τη σειρά σου, αλλά και τους νεότερους.
Αγαπημένε Νεοτάκη! Πόσο πολύ σου άρεσε να συναντιέσαι και να μιλάς με απλούς ανρθωπους. Να συμβουλεύεις με αγάπη νεαρά παιδιά και να συμπαραστέκεσαι στους απεργούς χαλυβουργούς, τους διαμαρτυρόμενους πολίτες στις πλατείες, να μιλάς με τον Μίκη στο σπιτι του και την Αλέκα Παπαρήγα στον Περισσό, όταν ήταν Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Αξέχαστοι οι διάλογοι μαζί σου.
- Βρε Νίκο! Εγώ δεν είμαι κομμουνιστής. Που με πάς κάθε τόσο;
- Νεοτάκη μου! Είσαι καλός άνθρωπος. Σε αγαπούν πολύ οι άνθρωποι που σε νοιώθουν κοντά τους.
Αυτό του άρεσε πολύ και όντως το χαιρόταν. Του άρεσε η αλήθεια, το δίκιο και ο αγωνιζόμενος συνάνθρωπός του.
Δομάζος στις διανομές, Λουκανίδης στις κεφαλιές!
Γιώργος Μουσγάς (Δημοσιογράφος): Δεκαπενταύγουστο, γύρω στα 1965. Πιτσιρικάς με κοντά παντελόνια πήγε η μάνα μου στο πανηγύρι ενός ορεινού χωριού της Άρτας. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας άρχισαν οι κομπανίες τα τραγούδια.
Όμως το δικό μου ενδιαφέρον ήταν στην πραμάτεια, που ο μπακάλης είχε απλωμένη πάνω σε μια κουβέρτα. Ανάμεσα στα εδέσματα ήταν και μπισκότα με τις φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών της εποχής.
Κάθε πώληση μπισκότου τραβούσε τα μάτια πολλών πιτσιρικάδων για να δούν ποιός ποδοσφαιριστής ήταν στη φωτογραφία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος εκείνη την εποχή για να γνωρίσεις τους ποδοσφαιριστές σε αυτά τα απομονωμένα μέρη.
Ήρθαν οι αδερφές Τούλα και Μαίρη, ανεψιές αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και φίλου του πατέρα μου, και αγόρασαν μπισκότα. Η Τούλα έβγαλε τη φωτογραφία του Τάκη Λουκανίδη, όταν άνοιξε το μπισκότο της.
Τα κορίτσια έφυγαν. Εγώ τις πήρα ξωπίσω περιμένοντας μπας και πετάξουν τη φωτογραφία. Τα κορίτσια αντιλήφτηκαν οτι τις ακολουθούσα.
Κάποια στιγμή η Τούλα γύρισε και με ρώτησε άν θέλω κάτι.
- Κάνεις συλλογή με φωτογραφίες με ποδοσφαιριστές; ρώτησα.
- Όχι. Τη θέλεις; απάντησε και μου χάρισε τη φωτογραφία του Τάκη Λουκανίδη.
Ήταν τέτοια η χαρά, που εκείνη η στιγμή αποτυπώθηκε τόσο έντονα στη μνήμη μου. Και για την ιστορία: Η φωτογραφία του Τ. Λουκανίδη ήταν η μοναδική καθώς μέχρι το απόγευμα, που ξεπουλήθηκαν τα μπισκότα, κατέγραψα όλες τις φωτογραφίες!
Τέλη της δεκαετίας του 1990. Δημοσιογράφος πιά στο «Ριζοσπάστη» έκανα, σχεδόν καθημερινά, τη διαδρομή Ομόνοια-Περισσός με το τραίνο.
Κάποια μέρα ήμουν κρεμασμένος απ’ τη χειρολαβή και δίπλα μου στεκόταν ένας ηλικιωμένος επιβάτης. Απέναντί μας καθόταν ένας κύριος, που διάβαζε αθλητική εφημερίδα. Μόλις έκλεισε την εφημερίδα, και φάνηκε το πρόσωπό του, ο διπλανός με σκούντηξε λέγοντας φωναχτά:
- Ρε σύ αυτός είναι! Ο Λουκανίδης είναι! Τον έχω δεί να παίζει. Τι παικταράς Παναγία μου!
Ο Λουκανίδης έδειξε λιγάκι ξαφνιασμένος και ρώτησε: «Τι έγινε ρε παιδιά;».
Πήρα το λόγο: «Τίποτε κύριε Τάκη. Απλά ο κύριος θυμήθηκε εκείνους τους ωραίους στίχους: “Στο κέντρο της πεντάδας/ που δεν λυγάν ποτές/ Δομάζος Πιτυχούτης να κάνουν διανομές/ κι ο Τάκης Λουκανίδης να δίνει κεφαλιές. Ώ! Ώ! Να δίνει κεφαλιές!”».
Έδειξε κατασυγκινημένος. Σηκώθηκε και ήρθε κοντά μας. «Που το θυμήθηκες;» ρώτησε.
Αλλά η κουβέντα μας δεν είχε συνέχεια. Εγώ, μετά από μια θερμή χειραψία, κατέβηκα στη στάση Περισσός και ο Λουκανίδης συνέχισε μέχρι τη Νέα Ιωνία, όπου τότε διατηρούσε ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ, το οποίο ήταν ένα μουσείο ποδοσφαίρου με τις φωτογραφίες που είχε στους τοίχους.
Αυτοί οι στίχοι που απάγγειλα στο Λουκανίδη ήταν η πρώτη μεγάλη εξάσκηση της μνήμης μου.
Πάλι εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ένα καλοκαίρι πήγα στο χωριό που ήταν παντρεμένη η αδερφή του πατέρα μου. Τα δυό ξαδέρφια μου ήταν βέροι Παναθηναϊκοί.
Είχαν κι έναν πρώτο ξάδερφο, απ’ τον πατέρα τους, το Χρήστο, που ήταν αστυνομικός και υπηρετούσε στην Αθήνα. Ήταν φανατικός οπαδός της ΑΕΚ. Φρόντιζε να εργάζεται τις Κυριακές που έπαιζε η ΑΕΚ, ώστε να κάνει υπηρεσία στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας και να βλέπει την αγαπημένη ομάδα του, χωρίς εισιτήριο.
Εκείνο, λοιπόν, το καλοκαίρι ο Χρήστος δώρισε στα ξαδέρφια μας ένα βιβλιαράκι για τον Παναθηναϊκό. Εμένα με γοήτευσε το ποίημα. Ζήτησα αυτό το βιβλιαράκι αλλά τα ξαδέρφια μου, δεν έθελαν ούτε να ακούσουν κάτι τέτοιο.
Ήταν τόση η στέρηση, που δεν υπήρχε ούτε μια κόλλα χαρτί με ένα μολύβι να το αντιγράψω. Έτσι αποφάσισα να το απομνημονεύσω. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του. Θυμάμαι, όμως, τους στίχους:
ΠΑΟ, ΠΑΟ, ποτέ σου δεν λυγάς,
στα δίχτυα σαν βράχος
θα είναι ο Βουτσαράς.
Ώ! Ώ! Ποτέ σου δεν λυγάς!
@@@
Στην άμυνα θηρία
Τα τρία σου παιδιά
Αντρέου, Παπουλίδης,
Καμάρας λεβεντιά.
Ώ! Ώ! Τα τρία σου παιδιά!
@@@
Στο κέντρο της πεντάδας
που δεν λυγάν ποτές
Δομάζος Πιτυχούτης να κάνουν διανομές
κι ο Τάκης Λουκανίδης να δίνει κεφαλιές.
Ώ! Ώ! Να δίνει κεφαλιές!
@@@
Παναγιωτίδης βράχος,
αέρας και καπνός.
και Παπαμανώλης
βολίδες κεραυνός!
Ώ! Ώ! Κι ο Σούρπης ο γιατρός!
Το ποίημα το ανέσυρα στη μνήμη σε ένα μνημόσυνο του αξέχαστου Πάνου Γεραμάνη όταν στη συντροφιά ήρθε ο Αριστείδης Καμάρας. «Δεν θυμάμαι τους στίχους. Θυμάμαι όμως ότι το έγραψαν κάποια παιδιά στην κερκίδα» είπε ο Αριστείδης Καμάρας.
Ο Παπαμανώλης, ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ (1939-2020) –έπαιξε και στην ΑΕΚ- όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο έγινε προπονητής, ξεκινώντας απ’ τη θρυλική Αναγέννηση Άρτας, το 1972. Υπό τις οδηγίες του Κούνελου, όπως ήταν το παρατσούκλι του, έκανα, έφηβος πια, προπονήσεις και με έβαζε σε κάποια διπλά… Συνάντησα το Φραγκίσκο Σούρπη σε διαδήλωση των ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών ενάντια σε μια ρύθμιση, του, τοτε, υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου. Πήγα στην παρουσίαση του βιβλίου του Μίμη Δομάζου «Μυστικά και άλλες …αποκαλύψεις» που έγινε στη Νέα Ιωνία. Ρώτησα: «Υπολογίσατε πόσα χιλιόμετρα έχετε κάνει μέσα στα γήπεδα;». Και ο «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου απάντησε: «Όχι! Αλλά αν υπήρχε κοντέρ θα το έσπαγα!»
(Οι φωτογραφίες είναι απ’ το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη).