Μέρες τώρα διαβαζε τη σχετική ανακοίνωση, όμως δεν έλεγε να το αποφασίσει.
“Με αφορμή τη συμπλήρωση και τον εορτασμό φέτος των 50 χρόνων του Φεστιβάλ, το Κεντρικό Συμβούλιο της ΚΝΕ καλεί όλους τους συντρόφους, φίλους και συναγωνιστές που διαθέτουν αρχειακό υλικό που αφορά στο Φεστιβάλ, να συμβάλουν στην προσπάθεια της ΚΝΕ για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου αρχείου των Φεστιβάλ μας. Φωτογραφίες, οπτικοακουστικό υλικό, έντυπα, αναμνηστικά, σε οποιαδήποτε μορφή κι αν υπάρχουν (έντυπη ή ηλεκτρονική, σε πρωτότυπο ή αντίγραφο), μας ενδιαφέρουν! Το υλικό που θα συγκεντρωθεί θα αξιοποιηθεί με διάφορους τρόπους στις εκθέσεις και τις εκδηλώσεις του 50ού Φεστιβάλ, ενώ στόχος είναι και η παραπέρα αξιοποίησή του στο μέλλον….”
Είχε την τύχη και την τιμή να το παρακολουθεί και να συμμετέχει ενεργά σ’ αυτό από τα πρώτα του βήματα.
Ταυτόχρονα είχε κολλήσει εκείνη την “μανία” από τη συγχωρεμένη μητέρα του, να κρατά αρχεία από διάφορα πράγματα. Από τα περιοδικά “Κλασσικά εικονογραφημένα”, τον “Μικρό Ηρωα”, “Ημουν και εγώ εκεί”, “Διπλανητικά” κ.α μέχρι τα τεύχη της “Μαθητικής Φωνής” (της ΜΟΔΝΕ στην οποία ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της στη μεταπολίτευση) καθώς και προκηρύξεις που έβγαιναν με το σωρό από διάφορες παρατάξεις τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και που σήμερα οι πολλοί αγνοούν ακόμη και το όνομά τους. Ξεχωριστή θέση φυσικά είχαν τα υλικά των διάφορων φεστιβάλ της ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ (από αφίσες και αποκόμματα εισιτηρίων, μέχρι ειδικές εκδόσεις, κονκάρδες, μπλουζάκια κ.α). Αυτό όμως που κρατούσε βαθιά μέσα του- ως κόρη οφθαλμού- ήταν πλήθος αναμνήσεων από στιγμιότυπα που είχε ζήσει στη μεγάλη αυτή γιορτή της νεολαίας που 50 χρόνια τώρα συνεχίζει τα ταξίδι της, με στόχο πάντα το φωτεινό μέλλον της νεολαίας.
Για το πρώτο Φεστιβάλ στην Καισαριανή είχε διαβάσει πολλά στην εφημερίδα. Τους είχαν άλλωστε ενημερώσει για την επιτυχία του και την ανάγκη συνέχειας, πηγαίνοντας για το 1ο Συνέδριο της Νεολαίας. Μάλιστα εκεί στη Βόρεια Ελλάδα είχε γίνει νύξη ότι στο επόμενο η συμπρωτεύουσα δεν θα μπορούσε να λείψει, ενώ για τις υπόλοιπες επαρχιακές πόλεις, υπήρχε καιρός…
Από τις αρχές του καλοκαιριού στα 1976 είχε καθοριστεί ο χώρος και ο χρόνος που αυτό θα γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Η απόφαση ήταν να βοηθήσουν στην κατασκευή του και τα μέλη από τις γειτονικές πόλεις. Η “χρέωση” ήταν “χρέωση” και θα έπρεπε να βρει τρόπο ν’ ανταποκριθεί στο έπακρο. Το να φύγει από το σπίτι του ως 16 χρονος μαθητής ήταν σχετικά εύκολο, να βρει όμως μία δικαιολογία να διανυκτερεύσει κιόλας φάνταζε σχεδόν ακατόρθωτο. Τα αυστηρά ήθη της οικογένειας ήταν συχνά οι αλυσίδες τους για κάτι τέτοια ξεπετάγματα. Υπήρχε όμως μία διέξοδος. Κια αυτή ήταν το μπάσκετ. Ως παίκτης της τοπικής ομάδας συχνά έκανε τα ταξίδια στην κεντρική Μακεδονία κάθε Κυριακή για τους αγώνες. Με ναυλωμένο λεωφορείο πήγαιναν και μετά το παιχνίδι που συνήθως ήταν πρωινό επέστρεφαν πίσω, εκτός και αν ήταν νικηφόρο, οπότε τους έκαναν και το σχετικό τραπέζι. Απαραίτητος συνοδός του στα ταξίδια αυτά ήταν ένας κόκκινος σάκος με άσπρες ρίγες. Ηταν το δικό του θησαυροφυλάκιο, μια και συχνά σ’αυτό εκτός από τα αθλητικά του κουβαλούσε, Μαθητική Φωνή, Οδηγητή, Ριζοσπάστη, αλλά και κουπόνια και προκηρύξεις. Ηταν και άβατο ταυτόχρονα, μας και ο πατέρας του ποτέ δεν τον άνοιγε, ενώ η μητέρα του έκανε το ίδιο απλά του έλεγε να βγάζει τα ρούχα έξω για να μην βρωμάνε ή για να τα πλύνει.
Οπότε το σχέδιο καταστρώθηκε με υπομονή έγκαιρα:
“Ξέρεις πατέρα με κάλεσαν να πάρω μέρος στις προπονήσεις για το κλιμάκιο παίδων της Βόρειας Ελλάδας που θα γίνει στο Παλέ ντε Σπορ. Θα χρειαστεί να καθίσω δύο μέρες. Μας έχουν εξασφαλίσει και ξενοδοχείο. Και πού ξέρεις αν εκτιμήσουν ότι είναι καλός παίκτης να με κρατήσουν κιόλας”
“Να πας παιδί μου, αν και πιστεύω ότι δεν θα σε κρατήσουν όχι γιατί δεν είσαι καλός παίκτης, αλλά γιατί δεν έχεις μέσον.” Τα περίφημα “3Μ” που από μικρός μου τόνιζε ότι πρέπει να έχει κανείς στο σύστημα που ζούμε για να προχωρήσει…
Με τους άλλους δύο μεγαλύτερους από μένα συντρόφους ξεκινήσαμε με το λεωφορείο της γραμμής για την αποστολή μας, όλο περηφάνια για την επιλογή, αλλά και χαρά γιατί θα είμασταν από τους πρωτομάστορες στη Βόρεια Ελλάδα για το σημαντικό αυτό πολιτιστικό γεγονός.
Φτάνοντας εκεί, το πρώτο που κάναμε ήταν να κλείσουμε δωμάτιο- ο Θεός να το κάνει τέτοιο- σε ξενοδοχείο δίπλα στο τέρμα των ΚΤΕΛ και στη συνέχεια να κατευθυνθούμε στα γραφεία της Οργάνωσης για να αναλάβουμε καθήκοντα. Αυτά ξεκινούσαν με βοήθεια στο στήσιμο που συμπεριλάμβανε κουβάλημα σημαιών και πανό στο χώρο του Φεστιβάλ, ενώ στη συνέχεια χρεωθήκαμε με το καθήκον της περιφρούρησης του. Ο χώρος του Φεστιβάλ ήταν κατάμεστος, ο επαναστατικός ενθουσιασμός μεγάλος, ενώ η κουρασή μας είχε από τις πρώτες ώρες αποζημιωθεί από όσα εισπράτταμε στη ψυχή και στο μυαλό μας. Γυρίσαμε ξημερώματα στο ξενοδοχείο, δεν κοιμηθήκαμε αμέσως, διηγούμενος ο ένας στον άλλον, τις εμπειρίες του από το χώρο στον οποίο είχαμε χρεωθεί.
Η Θεσσαλονίκη μεγάλη πόλη, η “φτωχομάνα” όπως τη έλεγαν, με αγωνιστικές παραδόσεις, αλλά και πλήθος πολιτικές δολοφονίες, με πολύ κόσμο αλλά και πολλά άτια που κατέγραφαν τα πάντα, χωρίς να μπορεί κανείς να τα πάρει χαμπάρι. Πόλη στην οποία συχνά τα Σαββατοκύριακα πήγαιναν για βόλτα ή για ψώνια πολλοί κάτοικοι των γειτονικών πόλεων.
Όπως ήταν και γείτονάς μου Γ…. συνταξιούχος αστυνομικός γνωστός κομμουνιστοφάγος στα νιάτα του που ήταν μαθημένος να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα χωρίς να μπορεί να τον πάρει κανείς είδηση.
Πλησίασε το απόγευμα της Κυριακής του πατέρα μου και με τον γνωστό ασφαλήτικο αέρα του του ανακοίνωσε τα μαντάτα: “Είδα και τον γιό σου στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας κάτι σημαίες. Ποιος ξέρει τι είχαν πάλι εκεί οι κομμουνιστές”.
Η επιστροφή μου στο σπίτι δεν ήταν θριαμβευτική όπως το περίμενα. Ο πατέρας με κάλεσε και μου είπε ορθά κοφτά: ” Εκτός από τον κόκκινο σάκο, έμαθα ότι κουβαλούσες και κόκκινα λάβαρα στη Θεσσαλονίκη. Δεν θέλω άλλη φορά να μου πεις ψέματα. Όμως πρόσεχε. Ο τόπος μας έχει πολλούς χαβιέδες”. Τα επόμενα χρόνια κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο πατέρας του…
Το σκέφτηκε πολλές φορές το σχετικό κάλεσμα τις επόμενες ημέρες. Δεν του πήγαινε η καρδιά να τα στείλει τα υλικά που κρατούσε σε ψηφιακή μορφή στο μειλ που υπήρχε. Φώναξε τη γυναίκα του να του ανεβάσει από το υπόγειο εκείνον τον κόκκινο σάκοπου είχε κρατήσει ως ενθύμιο. Τον γέμισε με ότι υλικό είχε κρατημένο εδώ και 50 χρόνια από τα Φεστιβάλ. Πήρε στο τηλέφωνο που υπήρχε στο σχετικό κάλεσμα:
“Ξέρετε σύντροφοι έχω έναν κόκκινο σάκο με υλικά από τα διάφορα Φεστιβάλ. Πού μπορώ τελικά να σας τον παραδώσω;”