Με μια μεγάλη εκδήλωση-συναυλία τίμησε η ΚΕ του ΚΚΕ τον Κώστα Βάρναλη, τον ιδρυτή της επαναστατικής τέχνης στη χώρα μας με αφορμή τη συμπλήρωση 140 χρόνων από τη γέννησή του, 50 από τον θάνατό του και 65 από τη βράβευσή του με το Βραβείο «Λένιν». Στην εκδήλωση παρευρέθηκε πολυμελής αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον ΓΓ της Δημήτρη Κουτσούμπα.
Επιστημονικό Συνέδριο ΚΚΕ με συναυλία – αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη
Η σημερινή μουσικοαφηγηματική εκδήλωση αποτελεί μέρος των πολιτιστικών εκδηλώσεων της ΚΕ του κόμματός μας ενόψει του επιστημονικού συνεδρίου της με τίτλο «Η λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)» η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 21 και 22 Δεκέμβρη 2024 στον Περισσό. Προηγήθηκε η θεατρική παράσταση «Τα Μαγικά Βουνά» και ακολουθεί στις 14 Δεκέμβρη η συναυλία με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τη δεκαετία 1940-1950, με ερμηνευτές τους Βασίλη Γισδάκη, Μανώλη Μητσιά, Νατάσσα Μποφίλιου και Μαρία Φαραντούρη. Στο φουαγέ της αίθουσας φιλοξενείται έκθεση με εικαστικά έργα της περιόδου, από την Πινακοθήκη του ΚΚΕ.
Ο επαναστατικός λόγος του «παππού των λαϊκών αγώνων», όπως τον είχε αποκαλέσει ο άλλος μεγάλος κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος αντήχησε δυνατά στην Αίθουσα Συνεδρίων της ΚΕ του ΚΚΕ.
Μέσα από κείμενα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη το κοινό που κατέκλυσε την Αίθουσα έγινε δέκτης του λόγου μιας από τις κορυφαίες προσωπικότητες των γραμμάτων μας. Τα κείμενα απήγγειλαν οι ηθοποιοί Ελένη Γερασιμίδου και Γιάννης Γεραμαζίδης. Τα μελοποιημένα κομμάτια ερμήνευσαν οι Κώστας Θωμαΐδης, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, Πολυξένη Καράκογλου και Κώστας Τριανταφυλλίδης. Έπαιξαν οι μουσικοί Γιώργος Κατσίκας, Μίμης Ντούτσουλης, Ευαγγελία Μαυρίδου, Μαρίνος Γαλατσίνος, Νίκος Σαμαράς, Βασιλική Μαζαράκη και Γιάννης Παπαζαχαριάκης, ο οποίος έκανε και τις ενορχηστρώσεις.
Στην εκδήλωση μίλησε η Νίκη Κυριαζή, μέλος του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία σημείωσε, μεταξύ άλλων:
«Ο Βάρναλης υπήρξε πολύπλευρος δημιουργός. Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμια, κριτική, χρονογραφήματα, άρθρα σε εφημερίδες κάτω πάντα από το φως της πρωτοπόρας ιδεολογίας του, ενώ ως εξαίρετος κλασσικός φιλόλογος μετάφρασε κείμενα κυρίως της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Με όποιο είδος του γραπτού λόγου κι αν καταπιανόταν δεν έχανε ποτέ το καθάριο ταξικό του κριτήριο. Στους άγριους καιρούς και τις φουρτούνες που αντιμετώπισε το κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια του, το ορθόπλωρο καράβι της τέχνης του δεν έχασε ποτέ τον δρόμο του.
Για την αταλάντευτη τοποθέτησή του στο πλευρό των αδικημένων δεν ήταν λίγες οι διώξεις που δέχτηκε. Δεν ήταν όμως λίγες και οι τιμές που του αποδόθηκαν. Ο Βάρναλης ήταν ο ένας από τους δύο Έλληνες διανοούμενους που προσκλήθηκαν στο Α’ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, το 1934. Ο άλλος ήταν ο Δημήτρης Γληνός. Και ήταν ο πρώτος Έλληνας ποιητής που τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1959. Ο άλλος, 18 χρόνια αργότερα, ήταν ο νεώτερός του Γιάννης Ρίτσος.
Με τα μάτια του ανοιχτά και κυρίως με σκέψη κοφτερή ξεκίνησε από τη Βάρνα, ως ατίθασος μαθητής και συνέχισε ως υπότροφος και χαρισματικός φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε τις εξελίξεις, αναζήτησε τις αιτίες, προσπάθησε να ξεδιαλύνει το τοπίο των αρχών του 20ου αιώνα. Διέκρινε την όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Α΄ΠΠ και τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ανατροπές και ανακατατάξεις στην Ελλάδα και τον κόσμο, με μεγαλύτερη τη νικηφόρα σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917.
Η εξαθλίωση του ελληνικού λαού, των εργατών, των ανθρώπων του μόχθου, η Μικρασιατική Εκστρατεία και η τραγική της κατάληξη τον ωρίμασαν βίαια.
Απότομα πέρασε από την ιδεαλιστική κοσμοθεωρία του στον μαρξισμό και σύντομα συνδέθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Έτσι ξεκίνησε η ανεπίστρεπτη πορεία του προς τη συνειδητοποίηση της αποστολής του, που είναι αποστολή κάθε πνευματικού ανθρώπου, κάθε εργάτη, κάθε δίκαιου ανθρώπου. Να συμβάλλει στην “κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης για την κατάληψη της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την πραγματοποίηση του δικού της πολιτισμού”, όπως ο ίδιος έγραφε.
Για το επαναστατικό συγγραφικό έργο του, αλλά και για την εμπλοκή του, ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, πρώτα στα “Αθεϊκά” του Βόλου -που οδήγησαν στο κλείσιμο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου – και αργότερα στα “Μαρασλειακά” στο πλευρό των κομμουνιστών δασκάλων Ρόζας Ιμβριώτη και Δημήτρη Γληνού, γνώρισε διώξεις, ως την οριστική απόλυσή του από τη δημόσια εκπαίδευση το 1926. Το 1936 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου τον εξόρισε μαζί με χιλιάδες άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς δημοκράτες αγωνιστές στον Αη Στράτη. Τα σκοτεινά εκείνα χρόνια τα έργα του απαγορεύτηκαν και κάηκαν. Οι σελίδες τους έγιναν κυριολεκτικά … το φως που καίει!
Στα χρόνια της τριπλής κατοχής η ποίησή του έγινε πηγή έμπνευσης για τον απελευθερωτικό αγώνα και τραγούδι των μελλοθάνατων κομμουνιστών μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Μετά την απελευθέρωση, η αιχμηρή και αλύγιστη πένα του μπήκε στην υπηρεσία των εντύπων του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπου με συνεχή αρθρογραφία συνδαύλιζε την ταξική πάλη εκείνων των χρόνων. Το φρόνημα του δεν κάμφθηκε και το ποιητικό έργο του συνεχίστηκε τα επόμενα πέτρινα χρόνια και την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Κώστας Βάρναλης με τη διαλεκτική σκέψη του είχε την ικανότητα να διεισδύει βαθιά στην κοινωνική πραγματικότητα, να αποκαλύπτει τις αιτιώδεις σχέσεις της και τις αντιφάσεις της. Μα ποτέ δεν αρκέστηκε στην αναγνώριση της πραγματικότητας. Ήθελε και να την επηρεάσει, δίνοντας έναν απαράμιλλο ποιητικό αγώνα για να αφυπνιστούν και να αποτινάξουν οι ταπεινοί και καταπιεσμένοι τη συνήθεια, την αδράνεια, τη μοιρολατρία που τους κρατούν δεμένους στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και σκλαβιά και να πάρουν την τύχη τους στα δικά τους χέρια. Σαν τον αυστηρό δάσκαλο, τον γονιό που παιδεύει από αγάπη και έγνοια, ο Βάρναλης, δεν κολακεύει τον λαό. Απεναντίας σφυροκοπά αδιάκοπα τις αδυναμίες του, την ίδια ώρα που τον εξυψώνει ως δημιουργό του πλούτου και της ιστορίας. Όταν καυτηριάζει τις λαϊκές μάζες και σατιρίζει την παθητικότητά τους, το κάνει για να τις κεντρίσει, να τις ταρακουνήσει. Ο φτωχός λαός είναι η μεγάλη του αγάπη, το πάθος που κουβαλάει μέσα του και προσδοκά να τον δει να βγαίνει από το βυθό της υπόγειας ταβέρνας, από τον λάκκο του … όσο κι αν είναι βαθύς.
Τον κατηγόρησαν πως είναι μια στείρα άρνηση, πως είναι μόνο χαλαστής. Μα ο Βάρναλης είναι πρώτα απ΄ όλα πλάστης. Ο πλαστουργός μιας νέας συνείδησης, της συνείδησης της εργατικής τάξης ως τάξη για τον εαυτό της, για τους δικούς της σκοπούς και τα δικά της συμφέροντα και όχι για αυτά των αφεντικών της.
Είπαν ακόμη πως η μορφή των έργων του είναι παλιά και ξεπερασμένη, προφανώς γιατί μαζί με τη μορφή επιχειρούν να ξεπετάξουν ως αναχρονιστικό και το επαναστατικό περιεχόμενο της τέχνης του. Όμως το ποιητικό σύμπαν του Βάρναλη είναι μια πρωτοποριακή, ιδιότυπη και εντελώς προσωπική ολότητα μορφής και περιεχόμενου. Η εναλλαγή της ανελέητης, καυστικής σάτιρας απέναντι στην αστική εξουσία, τους θεσμούς και τις ιδεολογικές μορφές της με τη δροσιά του λυρισμού και την τρυφερότητα, η διαδοχή και ανάμειξη διαφορετικών ειδών λόγου από τον θεατρικό διάλογο ή μονόλογο στον έμμετρο στίχο και την αφήγηση, η αναστροφή πανάρχαιων συμβόλων και μύθων, η διαλεκτική ευλυγισία του λόγου του, η χρήση της ατόφιας δημοτικής και τα ενσωματωμένα στοιχεία της αργκό του εργατόκοσμου αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη της μεγάλης μορφικής ανανέωσης που έφερε ο Βάρναλης στο λογοτεχνικό λόγο του καιρού του. Με τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία τελικά στο περιεχόμενο και τη μορφή του έργου του, δημιούργησε μια αξεπέραστη αισθητική και νοηματική παρακαταθήκη.
Τη δύναμη του έργου του, την αδιάλλακτη στάση του, το σύστημα δεν του τη συγχώρεσε, ούτε όσο ζούσε ούτε και στα μετέπειτα χρόνια. Η προσπάθεια το έργο του να το καταπιεί η σιωπή είναι συστηματική, ειδικά στην εκπαίδευση. Απόλυτα λογικό, γιατί η επαναστατική τέχνη του είναι επικίνδυνη.
Άλλωστε ο Βάρναλης καθόλου δεν ενοχλούνταν με όλα αυτά. Αδιαφορούσε για τη μη αναγνώριση του από το κράτος και τους φορείς του … Το έβρισκε απολύτως ταιριαστό με τα έργα του.
Αλλωστε την καταξίωση τη γνώρισε και την απόλαυσε από αυτούς που λογάριαζε πάντα τη γνώμη τους. Ακούστε ορισμένα παραδείγματα:
Το 1946 οι κρατούμενοι ΕΠΟΝίτες στην Ακροναυπλία του έγραφαν: «Μεγάλε μας πνευματικέ οδηγέ […]ζητάμε να μας βοηθήσης να πλουτίσουμε τη βιβλιοθήκη μας και το ρεπερτόριο του θεατρικού μας ομίλου».
Το 1957 τον ευχαριστούσαν από την Αλικαρνασσό και τη Γυάρο με«… για όσα έγραψε για τους Γιουρίτες». Το 1959 από την Αίγινα. Και το 1969 από τις φυλακές Αβέρωφ: «Έγινες ο μεγάλος βάρδος της λαϊκής ψυχής, της φλογερής κι αδούλωτης. […]Σε ευχαριστούμε».
Η μεγαλύτερη ανταμοιβή του είναι η διάρκεια και η αντοχή του έργου του που είναι αδιαμφισβήτητη.
Μια απόδειξη αποτελεί και το πλήθος των σπουδαίων μουσικοσυνθετών που μελοποίησαν την ποίησή του, όπως θα το διαπιστώσετε και στη σημερινή εκδήλωση, αλλά και ο μεγάλος αριθμός νεότερων συνθετών που συνεχίζουν αυτή την παράδοση. Η εξήγηση είναι μία, είναι η αλήθεια του Βάρναλη, η διαρκής προσπάθειά του να τη φανερώσει και να τη μεταδώσει στον λαό. Είναι τα θέματα που πραγματεύεται, η αδικία, η εκμετάλλευση, που είναι και σήμερα επίκαιρα. Είναι η γλώσσα του που συναρπάζει. Είναι το επαναστατικό κάλεσμά του για ανατροπή του σαπισμένου καπιταλιστικού συστήματος, που είναι το μεγάλο αίτημα της εποχής μας.
Δεν το είχε σκοπό, ούτε και το πολυπίστευε αλλά έγινε μεγάλος. Και είναι η ώρα το χρέος μας απέναντι του, να το αποδώσουμε… έτσι όπως το απαιτούσε… «Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!/ Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!…».