Ο Νικίτα Μιχαλκόφ γεννήθηκε στη Ρωσία, το 1945. Πατέρας του ήταν ο πολύ γνωστός και καλός ποιητής Σεργκέι Μιχαλκόφ , ο οποίος, θυμίζουμε, έγραψε τους στοίχους για τον εθνικό ύμνο της Ρωσίας. Ποιήτρια, εξίσου σημαντική, ήταν και η μάνα του, η οποία ήταν κόρη του μεγάλου ζωγράφου της ρωσικής πρωτοπορίας Πιοτρ Κοντσαλόφσκι. Αδελφός του Νικήτα Μιχαλκόφ είναι ο, επίσης γνωστός και πολύ καλός σκηνοθέτης, Αντρέι Κοντσαλόφσκι (ο οποίος έφυγε για την Αμερική, αφού πρώτα υπήρξε βοηθός και συνεργάτης του Ταρκόφσκι).
Ο Μιχαλκόφ τελείωσε την περίφημη σχολή κινηματογράφου VGIK στη Μόσχα το 1971 και άρχισε αμέσως να δουλεύει. Ο Μιχαλκόφ , με αυτό το οικογενειακό μπακγκράουντ και με τις γνώσεις που απόκτησε στην περίφημη Σοβιετική σχολή κινηματογράφου (VGIK), δεν έμεινε ούτε στιγμή έξω από τη δημιουργία. Είναι γνωστό πως υπήρξε από τους ευνοημένους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν άξιζε της όποιας προσοχής. Η αξία του σαν καλλιτέχνη τον έφερε για μεγάλο διάστημα και πρώτον (πρόεδρο) στο σωματείο των Σοβιετικών σκηνοθετών. Οσο ο σοσιαλισμός κρατούσε καλά στη Σοβιετική Ενωση ο Μιχαλκόφ , ο οποίος είναι και πολύ καλός ηθοποιός, έδειχνε ότι του ήταν πιστός. Με τους πρώτους τριγμούς, άρχισε να διαφοροποιείται. Σήμερα, πια, επιθυμεί την επιστροφή του Τσάρου στο Θρόνο!
Η καλλιτεχνική διαδρομή
Ως σπουδαστής ακόμη, θα εμφανιστεί το 1964 και σε ηλικία μόλις 19 χρόνων, στην ταινία «Ι Georgi Daneliya», κυρίως λόγω του μεγαλύτερου αδελφού του, του Αντρέι Κοντσαλόφσκι, ενώ στη συνέχεια γύρισε τρεις μικρού μήκους ταινίες. Μετά την αποφοίτησή του, θα παίξει σε πάνω από 20 ταινίες, πριν σκηνοθετήσει την πρώτη μεγάλη του μήκους ταινία το 1974, ένα αρκετά καλό σοβιετικό… γουέστερν, με τίτλο “At Home Among Strangers” _”Στο Σπίτι Ανάμεσα σε Ξένους”. Την ίδια εποχή, ενώ εργαζόταν ως ηθοποιός θα μπει στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου Γκεράσιμοφ, λαμβάνοντας μαθήματα από τον περίφημο σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ.
Θα γίνει ευρύτερα γνωστός και θα λάβει θερμές κριτικές ακόμη και στις ΗΠΑ, όταν παρουσίασε το 1976, τη δεύτερη ταινία του, “A Slave of Love” _”Σκλάβος της Αγάπης”, μία αισθηματική κομεντί, με θέμα τις περιπέτειες ενός κινηματογραφικού συνεργείου να γυρίσει ένα βωβό μελόδραμα, ενώ η επανάσταση μαίνεται
Τον επόμενο χρόνο θα ενθουσιάσει κοινό και κριτική με το γνωστό φιλμ “Μηχανικά Πιάνα”, εμπνευσμένος από τον μικρόκοσμο του Τσέχοφ και το θεατρικό έργο “Πλατόνοφ”. Μια εξαίρετη ταινία, που του άνοιξε τον δρόμο, στην οποία κυριαρχεί η αίσθηση του ανέφικτου, η ειρωνεία και η κριτική ματιά για την κοινωνία της ρωσικής μπουρζουαζίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, μέλος της οποίας ήταν και η ίδια του η οικογένεια…
Μαύρα Μάτια
Ο Μιχαλκόφ, που πλέον άρχισε να έχει την άνεση να γυρίζει ότι θέλει κι ενώ συγχρόνως έπαιζε και ως ηθοποιός, θα καταστεί ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους σοβιετικούς σκηνοθέτες. Μάλιστα, το 1987, θα παρουσιάσει μία από τις σημαντικότερες ταινίες της σταδιοδρομίας του, αν όχι τη σημαντικότερη, τη ρομαντική κομεντί “Μαύρα Μάτια“, βασιζόμενος σε τέσσερις ιστορίες του Τσέχοφ και κυρίως στο διάσημο μυθιστόρημά του Νικίτα Μιχαλκόφ “Η Κυρία με το Σκυλάκι”. Μία υπέροχη ατμοσφαιρική ταινία, ιταλικής συμπαραγωγής και με διεθνές ευπρόσωπο καστ. Δίπλα στον έξοχο πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, έπαιζαν οι Μάρθα Κέλερ, Γελένα Σαφόνοβα και Ιζαμπέλα Ροσελίνι, ενώ ήταν και η τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της αξέχαστης Σιλβάνα Μάγκανο.
Χρυσός Λέοντας
Το 1991, θα κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας με το υπέροχο λυρικό φιλμ «Ούργκα», εστιάζοντας στη σύγκρουση της ερωτικής ορμής με τα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και την αλλοτρίωση του Ασιάτη ήρωα από τον δυτικό βιομηχανικό πολιτισμό. Μία εξαίσια ταινία, με πανέμορφες εικόνες, αυθεντικότητα και ανθρωπιά, που αναδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την αξία του Μιχαλκόφ ως σκηνοθέτη.
Μαύρη πέτρα
Τρία χρόνια μετά, θα έρθει, κατά πολλούς, η κορυφαία στιγμή του, με την ονειρική του ταινία «Ο Ψεύτης Ήλιος», με την οποία θα κερδίσει το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας και το Μέγα Βραβείο στις Κάννες, χάνοντας το κορυφαίο βραβείο, τον Χρυσό Φοίνικα, από το «Pulp Fiction» του Ταραντίνο, κάτι που τον εξαγρίωσε δικαιολογημένα και έφυγε από τη γαλλική λουτρόπολη, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.
Το στόρι του “Ψεύτη Ήλιου” θέλει τις ειδυλλιακές διακοπές του ήρωα της επανάστασης, συνταγματάρχη Κοτόφ (ρόλο που κρατά ο Μιχαλκόφ) να διαταράσσονται από την εμφάνιση του πρώην αρραβωνιαστικού της γυναίκας του, Ντμίτρι, ύστερα από πολλά χρόνια. Γοητεύοντας τους πάντες ο Ντμίτρι, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα σκοτεινά κίνητρα του Κοτόφ, ενώ βρισκόμαστε στην εποχή του Στάλιν. Η ταινία γυρίστηκε στην εποχή της πλήρους καταδίκης του Στάλιν και ο Μιχαλκόφ, εξαπολύει μύδρους εναντίον του, σαν να έπεσε στη γη εκείνη την εποχή και γι’ αυτό θα κατηγορηθεί από μερίδα της κριτικής. Πάντως, ο Μιχαλκόφ, που αφιέρωσε την ταινία του σε αυτούς «που κάηκαν από τον ήλιο της επανάστασης», θα κάνει μαγικά πράγματα ως σκηνοθέτης, σε μια ταινία υποδειγματικής δομής και κεντώντας με τους χαρακτήρες. Ο Μιχάλκοφ, θα ενορχηστρώσει με μαεστρία το μωσαϊκό των χαρακτήρων του, ενώ ξεχωρίζει για τον πλούτο των συναισθημάτων του και βεβαίως για τις εξαίσιες ποιητικές εικόνες του, που έρχονται απευθείας από την κλασική ρωσική τέχνη.
Ουσιαστικά ο “Ψεύτης Ήλιος”, θα σημάνει και το τέλος της μεγάλης του δημιουργικής εποχής, καθώς τα επόμενα χρόνια θα γυρίσει αρκετές ταινίες, άλλες αδιάφορες, άλλες με ενδιαφέρον, αλλά ποτέ στα επίπεδα που έφτασε τις δεκαετίες 70-90. Και ο λόγος βρίσκεται στην ανάμιξή του με την ενεργό πολιτική, τις εθνικιστικές – ακόμη και μοναρχικές του – απόψεις,
Την προσωπική ιδεολογική σταδιακή διαφοροποίηση, που για πολλούς επικριτές του θεωρείται μεθοδευμένος αριβισμός, ακολούθησε και το έργο του. Ηδη, από την εποχή του Γκορμπατσόφ και νωρίτερα, οι ταινίες του άρχισαν να μπάζουν νερά. Με τον καιρό, πέρασε στην επίθεση και στη στείρα και μεροληπτική κριτική. Πάντα, βέβαια, μέσα σε «αξιοπρεπή» πλαίσια τόσο από την κουλτούρα του, όσο και από τη σκοπιμότητα που τον διακρίνει και με την οποία λειτουργεί (δεν τεντώνει τα πράγματα στα άκρα). Δείγμα αυτής της τακτικής του είναι η ταινία οι “12”.
12
Στους “12”, που είναι ριμέικ (ξαναγύρισμα) της ταινίας του Λιούμετ, “12 angry men” (1957), ο Μιχαλκόφ απομονώνει σε ένα δωμάτιο, σε ένα γήπεδο μπάσκετ σωστότερα, 12 ενόρκους, δώδεκα διαφορετικούς, με όλες τις έννοιες, ανθρώπους, οι οποίοι στη συζήτησή τους αν είναι ένοχος ή αθώος ένας νεαρός Τσετσένος, ο οποίος κατηγορείται για τη δολοφονία του Ρώσου πατριού του, ανοίγουν δεκάδες πολιτικά, ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Μέσα από τις συμφωνίες τους και τις διαφωνίες τους, περνάνε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική κατάσταση σήμερα και χτες στη Ρωσία, με την Ιστορία, με τον πόλεμο, με τον πολιτισμό, με τον άνθρωπο. Αν η ταινία δεν υπέκυπτε στην αντικομμουνιστική εμμονή του δημιουργού της και δε μεροληπτούσε, θα ήταν ένα πραγματικό μικρό αριστούργημα. Τώρα εξακολουθεί να είναι ένα μικρό αριστούργημα, αλλά ένα άδικο και μεροληπτικό μικρό αριστούργημα.
Παίζουν: Σεργκέι Μοκοβέτσκι, Σεργκέι Γκάρμας, Αλεξέι Πετρένκο, Νικίτα Μιχαλκόφ , κ.ά.
Πηγές: Ριζοσπάστης / ΑΠΕ







