Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αλμύρα το μυθιστόρημα της Κατερίνας Νεοφύτου «Η ΒΕΡΑΝΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΟΥΚΑΜΒΙΛΙΕΣ».
Μια ιστορία γυναικών στην αποικιοκρατούμενη Κύπρο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Γυναίκες που αρνούνται να συμβιβαστούν, απέναντι στις εμμονές και τις αντιλήψεις μιας ακραία συντηρητικής-πατριαρχικής κοινωνίας, που επιχειρεί ένα βίαιο άλμα προς την αστικοποίηση.
Απόσπασμα: Όταν το αυτοκίνητό του δεν φαινόταν πια, η Φωτεινή πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στο σπίτι. Πάνω στη βεράντα οι βουκαμβίλιες είχαν απλώσει τα γυμνά τους κλωνιά σε όλο το μήκος της σιδερένιας κατασκευής που τις στήριζε. Τις είχε φυτέψει με τη θεία της την πρώτη χρονιά που ξεκίνησε στο Θηλέων. «Θέλω κάτι να μου θυμίζει το χωριό, θεία». «Μόνο τα λουλούδια και τα δέντρα μπορούν να το κάνουν αυτό». Αγόρασαν δύο μεγάλες γλάστρες και τις φύτεψαν. Μέχρι την επόμενη άνοιξη είχαν δυναμώσει τόσο, που τις μεταφύτευσαν στη γη, έδεσαν μερικά κλωνιά τους γύρω από το κάγκελο και έφτιαξαν ένα αυτοσχέδιο δίχτυ για να απλώνονται και πάνω στον τοίχο. «Οι βουκαμβίλιες θα σου δείχνουν τον ερχομό της άνοιξης. Θέλουν αρκετή φροντίδα και υπομονή. Άμα μπει το φθινόπωρο για τα καλά, θα τις κλαδεύουμε με την όρεξή μας. Όσο τις κόβεις, τόσο δυναμώνουν. Τίποτα όμως δεν μπορεί να τις σταματήσει να ανθίζουν, αν τις φροντίζεις. Η ροζ είναι δικιά σου και η πορτοκαλί για την Ανθούσα, που θα μας έρθει του χρόνου».
Ήταν τέλος Φεβρουαρίου και οι βουκαμβίλιες δεν είχαν αρχίσει ακόμα ν’ ανθίζουν. Η άνοιξη δεν βιαζόταν να έρθει εκείνη τη χρονιά….
Χαρακτηριστικά Βιβλίου: 15x23cm_280 σελίδες
ISBN 978-9925-6220-8-5
Για περισσότερες πληροφορίες: Εκδόσεις Αλμύρα
Τηλ. Επικοινωνίας: 00357 99658683
Διανομή Κύπρου:
Βιβλιοπωλείο «ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ» – Τ. 00357 24 645646
Διανομή Ελλάδας:
Πρακτορείο Βιβλίων Αριάδνη – Τ. 0030 210 382 311
No pasaran! Δε θα περάσουν: αυτοβιογραφία της Ντολόρες Ιμπάρουρι “La Pasionaria”
Η Κατερίνα Νεοφύτου κάνει το συγγραφικό της ντεμπούτο με το βιβλίο “Η Βεράντα με τις Βουκαμβίλιες” με επίσημη παρουσίαση Τρίτη 17 Ιουνίου στο “Αίθριο” (Λάρνακα).
Οι ιστορίες που άκουγα παιδί από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μου για την τότε εποχή, με τις δυσκολίες, τη φτώχια και την καταπίεση με είχαν συνεπάρει. Μεγαλώνοντας ξεκίνησα να φιλτράρω διαφορετικά τις αναμνήσεις τους, συνειδητοποιώντας ότι οι γυναίκες εκείνης της εποχής όσο έξυπνες, ικανές ή εργατικές ήταν, περιορίζονταν από την κοινωνία. Ήταν πολλές φορές που αναρωτιόμουν πως θα ήταν η γιαγιά μου αν γεννιόταν σήμερα. Από την άλλη, οι μικρές αντιστάσεις που μπόρεσαν να κάνουν στη ζωή τους, θεωρώ ότι ήταν για εκείνη την εποχή πολύ σημαντικές για να αλλάξει σιγά-σιγά ο κόσμος για όλες μας. Ήθελα επομένως να γράψω μια ιστορία για τις γυναίκες αυτές και για τους άντρες που στάθηκαν δίπλα τους.
Το μυθιστόρημα μου έχει να κάνει με τη ζωή και την καθημερινότητα τριών γυναικών στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τις ανησυχίες και τα προβλήματα τους μέσα στην πατριαρχική κοινωνία που τις καταπίεζε. Έχει να κάνει με τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την απώλεια, με τη φτώχεια, την μετανάστευση, την προίκα, τα όνειρα των ανθρώπων και τους έρωτές τους. Είναι οι ιστορίες, της θείας Ελένης που επέλεξε να μείνει ανύπαντρη, της Φωτεινή που ήθελε να πάει γυμνάσιο, της Ανθούσας που αρνιόταν να μην λέει την άποψη της. Είναι και οι ιστορίες των ανθρώπων γύρω τους, αντρών και γυναικών που βάδισαν στη ζωή αναζητώντας την ευτυχία.
Από μικρή μου άρεσε το γράψιμο. Η ζωή όμως τα έφερε να μην μπορώ να συνεχίσω να γράφω. Όταν ξαφνικά βρεθήκαμε κλεισμένοι στο σπίτι κατά την περίοδο της πανδημίας πήρα τον υπολογιστή μου και ξεκίνησα, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα το πόσο δύσκολο είναι να επανέλθεις σε κάτι που έχεις παρατήσει. Έτσι, ολοκληρώθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξεκίνησα το γράψιμο με τη σκέψη ότι κάποτε θα εκδώσω, μιας και δεν βλέπω τον εαυτό μου ως συγγραφέα αλλά ως μια παραμυθού. Η σκέψη να εκδοθεί «Η Βεράντα με τις Βουκαμβίλιες» ήρθε πολύ αργότερα. Είπα στον εαυτό μου «γιατί όχι» και προχώρησα. Συνοδοιπόρο στην προσπάθεια βρήκα τις Εκδόσεις Αλμύρα που πίστεψαν στην ιστορία μου και τους ευχαριστώ.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου συγγραφείς;
Πολύ δύσκολη ερώτηση επειδή η απάντηση είναι μακροσκελής. Δεν έχω αγαπημένο είδος και γι’ αυτό συνάντησα μέσα από τα γραφόμενα τους, πάρα πολλούς μυθιστοριογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς που με έχουν κάνει να αγαπήσω το διάβασμα. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιους θα είναι πρώτιστα οι συγγραφείς των εφηβικών και νεανικών μου χρόνων, οι τρεις αδερφές Μπροντέ, η Τζέιν Όστεν, ο Ερνεστ Χέμινγουέι, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Άγκαθα Κρίστι, η Διδώ Σωτηρίου, ο Λεό Τολστόι, η Λιλή Ζωγράφου, ο Χαλίλ Γκιμπράν, ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ. Μετέπειτα συνάντησα τον Ζοζέ Σαραμάγκου, τον Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, τον Φραντς Κάφκα, τον Τζο Νέσμπο, τον Άντον Τσέχωφ, την Ισαμπέλ Αλιέντε και δεκάδες άλλους και άλλες.
Για μένα ένας καλός συγγραφέας είναι εκείνος που έχει κάτι να πει, μέσα από τους χαρακτήρες του έργου του, μέσα από τις περιγραφές των σκηνών του, με τρόπο απλό και κατανοητό. Η ιστορία του να μπορεί να ξυπνά τη φαντασία και η κάθε περιγραφή ή αναφορά να δημιουργεί εικόνες ζωντανές στο μυαλό του αναγνώστη. Διότι, για μένα, η λογοτεχνία δεν είναι οι φιλολογικές αναλύσεις που είναι και αυτές απαραίτητες στη διδαχή της γλώσσας. Η λογοτεχνία είναι το συναίσθημα που σου προκαλεί η αράδα των λέξεων, είναι το ξύπνημα της λογικής και του παραλόγου, είναι η τροφή της σκέψης και η δημιουργία μιας ακόρεστης ανάγκης να διαβάζεις περισσότερο.
Είμαι ένα άτομο με ιδιαίτερες ευαισθησίες στα θέματα των γυναικών. Θεωρώ πως η κάθε φωνή συμβάλλει στις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία. Οι πρωτοπόρες γυναίκες, οι γυναίκες που προπηλακίστηκαν γιατί ήθελαν να μην είναι αόρατες μέσα στην κοινωνία, οι γυναίκες που άνοιξαν δρόμους για να ζούμε εμείς καλύτερα σήμερα, δεν θα μπορούσαν να πετύχουν τους στόχους τους, αν οι γυναίκες της δεύτερης και τρίτης γραμμής δεν πίστευαν πως μπορεί να αλλάξει ο κόσμος για όλες μας. Αν αυτές οι γυναίκες δεν έκανα πράξη στην καθημερινότητα τους την αλλαγή. Άρα, η κάθε αντίσταση ή διεκδίκηση σε προσωπικό επίπεδο ενδυναμώνει με τη σειρά της τους μεγάλους αγώνες για ισότητα. Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους και οι ηρωΐδες μου, με τις απλές ζωές τους, συμβάλλουν σε αυτή τη σχέση έστω και αν δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Ποιο μήνυμα θα ήθελα να κρατήσουν οι αναγνώστες από το βιβλίο μου σχετικά με τη γυναικεία ελευθερία και αυτονομία; Το βιβλίο είναι η εξιστόρηση της ζωής των ηρωΐδων μου που δεν συμβιβάστηκαν με τα πρέπει της κοινωνίας, που έκαναν ότι μπορούσαν, που πάλεψαν για εκείνες και για τους γύρω τους και δεν σταμάτησαν να αναζητούν την προσωπική και συλλογική ευτυχία. Αν είναι να κρατήσουν κάτι οι αναγνώστες ας είναι αυτό που έγραψε ο Νερούδα: «…για να είναι κανείς ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής». Η πλοκή του εκτυλίσσεται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αλλά δεν είναι ιστορικό βιβλίο, χρειάστηκε όμως να προηγηθεί αρκετή έρευνα για τα πάντα. Από τη μια, έπρεπε οι χαρακτήρες να είναι πιστοί στην περίοδο που αναφέρομαι και από την άλλη, οι όποιες αναφορές γίνονται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή συνθήκες να είναι ιστορικά ακριβείς. Ένα όχι εύκολο εγχείρημα το οποίο γίνεται ευκολότερο αν υπενθυμίζεις στον εαυτό σου πως δεν γράφεις ιστορία. Αν τα κατάφερα ή όχι θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Κανένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο ούτε βασίζεται σε συγκεκριμένο άτομο. Όμως, μέσα σε όλους τους ήρωες και ηρωΐδες υπάρχουν στοιχεία από άτομα που έχω συναντήσει στην προσωπική μου ζωή ή έχω ακούσει γι αυτά. Κάποια γεγονότα είναι εμπνευσμένα από διάφορες εξιστορήσεις. Για παράδειγμα, το ότι η δασκάλα κάλεσε τους γονείς της Φωτεινής για να τους προτρέψει να στείλουν την κόρη τους στο γυμνάσιο, είναι η προσωπική ιστορία της γιαγιάς μου, χωρίς όμως ο χαρακτήρας και η πορεία της Φωτεινής να είναι βασισμένα σε αυτήν.
Όταν βλέπω βουκαμβίλιες δεν μπορώ παρά να φέρω στη μνήμη μου τη γιαγιά μου και την εποχή της νιότης της. Η βουκαμβίλια είναι ένα δυνατό φυτό, φυτό με γινάτι όπως μας έλεγε η γιαγιά, που όσο και να την κλαδέψεις θα φουντώσει ξανά και ξανά. Όπως τη γιαγιά μου, όπως πολλές γυναίκες της τότε εποχής που παρά τα προβλήματα, έβρισκαν τη δύναμη να ξανασταθούν στα πόδια τους. Κάθε αυλή ή βεράντα είχε τις βουκαμβίλιες της. Κάθε βεράντα, ήταν τότε το επίκεντρο της κοινωνικοποίησης των ανθρώπων γιατί τα σπίτια ήταν μικρά και στενάχωρα, και δεν χωρούσαν ανθρώπους, καημούς ή χαρές.
(Κλείνοντας) … σκέφτομα αν έχει αλλάξει ουσιαστικά η θέση της γυναίκας στην κυπριακή κοινωνία, αν υπάρχουν ακόμα αγώνες που πρέπει να δοθούν και πόσοι__ Αδιαμφισβήτητα, η γυναίκα σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από τη γυναίκα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Υπάρχουν όμως πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν για να μιλούμε για ισότιμη συμμετοχή στο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα ως δεδομένο. Πολύ πιο εύκολα χάνεις κάτι που έχεις κερδίσει μετά από δεκαετίες αγώνων. Ταυτόχρονα, ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει καθολικότητα σε εκείνα που θεωρούμε δεδομένα. Ερωτώ: Μπορούν όλες οι γυναίκες να είναι πραγματικά ανεξάρτητες σήμερα στην πατρίδα μας; Είναι όλες ισότιμες στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία; Είναι οικονομικά ανεξάρτητες; Η φτώχεια είναι η μεγαλύτερη μορφή καταπίεσης για όλους, πόσο μάλλον για τις γυναίκες. Αυτά και πολλά άλλα είναι ζητήματα που πρέπει να μας απασχολούν για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι την πραγματική απελευθέρωση μας.
Πηγή SkalaTimes.com