Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Έφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας δημιουργός που καθόρισε όσο λίγοι τη μουσική, πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα της νεότερης Ελλάδας. Το έργο του σημάδεψε εποχές, γενιές και διαθέσεις· υπήρξε ένας καθρέφτης αλλά και παραμορφωτικός φακός της νεοελληνικής κοινωνίας, συνομιλώντας με την ιστορία, τις ιδεολογίες, τα πάθη και τις μεταμορφώσεις της. Με τη φωνή, το λόγο και τη στάση του, ο Σαββόπουλος εξέφρασε, όπως ελάχιστοι, το αντιφατικό πνεύμα μιας εποχής που αναζητούσε ελευθερία, ταυτότητα και ελπίδα μέσα στις αλλεπάλληλες μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές της περιπέτειες.
Είναι μια σκληρή αλήθεια, ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Περιβόλι του τρελού (1969), στον Μπάλλο (1971) και στο Βρώμικο ψωμί (1972), για να αναφέρω κάποια από τα σημαντικότερα μουσικά έργα του, δεν είναι ο ίδιος Σαββόπουλος που θα συναντήσουμε λίγο αργότερα στη Ρεζέρβα (1979) – διαφαίνεται ήδη μια πρωτόλεια “αντιδραστική” θεώρηση του κόσμου και της τέχνης, ακόμα και της δικής του προγενέστερης και φωτεινά προοδευτικής παρουσίας – στον δίσκο Τραπεζάκια έξω (1983) που περιλαμβάνει το τραγούδι «Ας κρατήσουν οι χοροί» με τον εθνικιστικής απόχρωσης στίχο «σε μέρη αυτόνομα μέσα στην τουρκοκρατία» και, βέβαια, στο Κούρεμα (κυκλοφόρησε, τι ειρωνεία, στο “βρώμικο” ’89), που αποτέλεσε το λιγότερο επιτυχημένο εμπορικό δίσκο του, αν και περιέχει ένα διαχρονικό αριστούργημα, το Καλοκαίρι. Ωστόσο, πέρα από τις σκληρά συντηρητικές ιδεολογικές στροφές του, τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του και τη στήριξή του σε πολιτικές που στρέφονται ενάντια στις ανάγκες και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης στον τόπο μας, ο Σαββόπουλος υπήρξε ένας βαθύς καταγραφέας του ελληνικού μικρόκοσμου: της αμηχανίας και της οργής του, του φόβου και της χαράς του, της ανάγκης του να σταθεί όρθιος μέσα στην Ιστορία. Από το Μωρό και τη Δημοσθένους Λέξις μέχρι τη σπουδαία τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ1 Ζήτω το ελληνικό τραγούδι που μεταδιδόταν την περίοδο 1986-1987, ο λόγος του άλλοτε προφήτευε κι άλλοτε απογοήτευε.
Σήμερα που φεύγει, μένει να θυμόμαστε πως ο Σαββόπουλος, με όλες του τις αντιφάσεις και τις επιλογές, υπήρξε κάτι ιδιαίτερο: ένας διαχρονικός δημιουργός, που ακόμα και ενάντια στις δικές του, απέλπιδες προσπάθειες να αλλάξει τα νοήματα του προγενέστερου έργου του για να ταιριάξει με την «αναθεωρητική» τάση στην Ιστορία – την οποία προβάλλουν και διαφημίζουν με επιμονή από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μέχρι την τραμπική ακροδεξιά – όπως κάνει, για παράδειγμα, στην αυτοβιογραφία του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκη), ξέρει και γνωρίζει ότι «όλα είναι συνειδητά», ιδιαίτερα σε μια εποχή κρίσεων αλλά και αγώνων. Με τα χρόνια, ο Σαββόπουλος, τόσο πολιτικά όσο και καλλιτεχνικά, πέρασε στην αντίπερα όχθη· όμως μάς άφησε τραγούδια (Κιλελέρ, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Ζεϊμπέκικο, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο, Άγγελος εξάγγελος), που μέχρι σήμερα υπερασπίζονται τη θέση τους μέσα στη συλλογική μας μνήμη – όχι μόνο για να μας θυμίσουν τι ίσως χάθηκε αλλά και για να μας καλέσουν να ξαναβρούμε εκείνη τη χαμένη δυνατότητα του τραγουδιού να λέει την αλήθεια.
Ας είμαστε ειλικρινείς: όσο κι αν αλλοιώθηκε η δημόσια και καλλιτεχνική περσόνα του, πίσω από τις δηλώσεις, τις επιλογές και τις υποχωρήσεις του, παραμένει ο δημιουργός που κάποτε – μεταξύ άλλων – ένωσε την ποίηση με τον δρόμο, το όνειρο με την πολιτική, το ατομικό βίωμα με τη συλλογική μοίρα. Κι αν τελικά ο Σαββόπουλος δεν άντεξε το βάρος των νεανικών του επιλογών, το έργο του εξακολουθεί να μάς προκαλεί: να σκεφτούμε, να αμφισβητήσουμε, να τραγουδήσουμε. Αυτό, ίσως, είναι και το πιο τίμιο μνημόσυνο που μπορούμε να του κάνουμε.









