Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Η επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας Ερντογάν στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε. Ειπώθηκαν πολλά μπροστά στις κάμερες και σίγουρα πολλά περισσότερα πίσω από κλειστές πόρτες. Θα μπορούσαν να διατυπωθούν πολλά συμπεράσματα αναφορικά με την αδιαμφισβήτητη αναβάθμιση των διεκδικήσεων της Άγκυρας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, το απαράδεκτο αίτημα για «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάνης, τα προσχήματα του προέδρου Ερντογάν περί μειονότητας κλπ.
Αν θέλαμε ωστόσο να αποκωδικοποιήσουμε την ουσία της επίσκεψης Ερντογάν, οφείλουμε να επισημάνουμε συνοπτικά- και με ξεκάθαρο τρόπο- τα εξής:
1. Τόσο ο πρόεδρος Ερντογάν όσο και η ελληνική ηγεσία επανέλαβαν στις δημόσιες τοποθετήσεις τους τα (τετριμμένα) ευχολόγια περί σχέσεων «καλής γειτονίας», «αμοιβαίου σεβασμού», «φιλίας» και «ειρήνης» μεταξύ των δύο χωρών. Πρόκειται για ευχολόγια κενά περιεχομένου, δεδομένου ότι στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού, στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής λυκοσυμμαχίας μέλη της οποίας είναι και οι δύο χώρες, πραγματική φιλία και ειρήνη δε μπορεί να υπάρξει. Πρόκειται για νομοτέλεια δεδομένη και πολλαπλώς αποδεδειγμένη στο διάβα της Ιστορίας. Επομένως, με αυτά τα λόγια, οι Τσίπρας-Ερντογάν δεν εξαπατούν ο ένας τον άλλο, αλλά εξαπατούν από κοινού τον ελληνικό και τον τουρκικό λαό.
2. Η επίσκεψη Ερντογάν έλαβε χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τόσο η κυβέρνηση του, όσο και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αντιμετωπίζουν μια σειρά εσωτερικών προβλημάτων. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα (υπόθεση Ζαράμπ, κοινωνική πόλωση, αύξηση πληθωρισμού, υποτίμηση τουρκικής λίρας, κλπ.) και έχει κάθε λόγο να επιχειρεί να αποπροσανατολίσει πλατιές λαϊκές μάζες. Για την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αδίστακτα τσακίζει εργασιακά-λαϊκά δικαιώματα στο όνομα της «αξιολόγησης», είναι εξίσου συμφέρουσα η- έστω πρόσκαιρη- αλλαγή της πολιτικής ατζέντας. Αυτή η πραγματικότητα απαντά στο ερώτημα «γιατί έγινε τώρα η επίσκεψη Ερντογάν;».
3. Η αντιπαράθεση για την Συνθήκη της Λωζάνης επισκίασε μια πολύ σημαντική παράμετρο των συναντήσεων. Η παράμετρος αυτή δεν είναι άλλη από τη σύναψη οικονομικών συμφωνιών, επιχειρηματικών μπιζνες μεταξύ τμημάτων του ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου. Ο κ.Ερντογάν ήρθε στην Ελλάδα ως εκπρόσωπος του ισχυρότερου τμήματος της τουρκικής αστικής τάξης, τα συμφέροντα της οποίας επιθυμεί να προωθήσει. Το βέβαιο είναι ότι οι εργαζόμενοι και στις δυο πλευρές του Αιγαίου δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε από τις μπιζνες μεταξύ ελλήνων και τούρκων κεφαλαιοκρατών. Αντιθέτως, και οι δύο κυβερνήσεις κινούνται σε ολοένα και πιο αντιλαϊκή-αντιδραστική ρότα, ενισχύοντας- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- την εκμετάλλευση και το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων.
4. Οι κ.κ. Τσίπρας και Ερντογάν ψεύδονται και εξαπατούν συνειδητά τους λαούς όταν κάνουν λόγο για – δήθεν- διευθέτηση μιας σειράς ζητημάτων (Κυπριακό, Αιγαίο, Προσφυγικό κλπ) στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Έχει αποδειχθεί εδώ και πολλά χρόνια, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι οι ιμπεριαλιστικοί αυτοί οργανισμοί όχι μόνο δεν αποτελούν τμήμα της οποιασδήποτε λύσης αλλά, αντίθετα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος. Είναι επομένως σαφές ότι στο ευρωνατοϊκό πλαίσιο κανένα θέμα δεν πρόκειται να λυθεί προς όφελος των λαών, δεδομένου του γεγονότος ότι τα θέματα αυτά συνδέονται άρρηκτα με ισχυρούς ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τελείως ξένους προς τα λαϊκά συμφέροντα.
Με βάση τα παραπάνω – και με φόντο τους κυβερνητικούς διθύραμβους για την «ιστορική επίσκεψη» του Ερντογάν- αξίζει να θυμηθούμε αυτό που ανέφερε τον Αύγουστο του 1952, σε γράμμα του προς τον ελληνικό λαό, ο σπουδαίος τούρκος κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ, που αναφέρονταν σε «δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες». Την αληθινή και την ψεύτικη. Την ανεξάρτητη και τη δουλική.
Όπως τότε υπήρχε η Τουρκία του Μεντερές και η Τουρκία των τούρκων αγωνιστών, έτσι και σήμερα υπάρχει η Τουρκία του Ερντογάν και η Τουρκία του εργαζόμενου λαού της που αντιμετωπίζει διώξεις, καταπίεση, καπιταλιστική βαρβαρότητα. Όπως τότε υπήρχε η Ελλάδα του Πλαστήρα και η Ελλάδα του Μπελογιάννη, έτσι και σήμερα υπάρχει η Ελλάδα του Τσίπρα, του Μητσοτάκη, των αστικών επιτελείων, αλλά και η Ελλάδα του εργατικού-λαϊκού κινήματος που αντιστέκεται στον οδοστρωτήρα της στρατηγικής του κεφαλαίου.
Υπάρχει η Τουρκία μιας χούφτας μονοπωλίων- σύγχρονων «σουλτάνων»- που λημαίνονται τον πλούτο που παράγει ο λαός της γειτονικής χώρας και η Τουρκία των εργατικών φτωχογειτονιών της Κωνσταντινούπολης, των εργατικών συνδικάτων, των τούρκων κομμουνιστών που παλεύουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Όπως αντίστοιχα, υπάρχει η Ελλάδα των μεγαλοβιομηχάνων και των εφοπλιστών και η Ελλάδα των εργατών, των απολυμένων, των απεργών.
Το πραγματικό νόημα της ελληνοτουρκικής φιλίας δεν θα το δώσουν ποτέ, κανένας Τσίπρας και κανένας Ερντογάν. Αυτό το νόημα, το εξέφρασε με μοναδικό τρόπο ο σπουδαίος Χικμέτ, όταν έγραφε: «Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους».
________________________________________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.