Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ο Φυγάς είναι μια ταινία του Άρθουρ Ρίπλεϊ, σε σενάριο του Φιλίπ Γιόρνταν και βασίζεται στο μυθιστόρημα The Black Path of Fear (1944) του Κορνέλ Γούλριτς, κι αποτελεί ένα από τα πιο παράξενα και ατμοσφαιρικά φιλμ νουάρ της χρυσής εποχής του είδους. Η ταινία ξεκινά με τον Τσακ Σκοτ (Ρόμπερτ Κάμινγκς), πρώην ναυτικό, που περιπλανιέται άνεργος, πεινασμένος και απένταρος στο Μαϊάμι, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του μετά τον πόλεμο. Η τυχαία εύρεση ενός πορτοφολιού γεμάτου μετρητά σηματοδοτεί την είσοδό του σε έναν κόσμο εγκλήματος και διαφθοράς. Η απόφαση να επιστρέψει το πορτοφόλι στον ιδιοκτήτη του, τον γοητευτικό αλλά βίαιο γκάνγκστερ Έντι Ρόμαν, τον οποίο υποδύεται ο Στιβ Κόχραν, αποτελεί μια πράξη τιμιότητας που όμως δεν τον προστατεύει από τις συνέπειες ενός κόσμου γεμάτου υποκρισία, βία και εξαπάτηση. Εντυπωσιασμένος από την εντιμότητα και την αθωότητα του Σκοτ, ο Ρόμαν τον προσλαμβάνει ως σοφέρ του, και ο Τσακ μπαίνει σε έναν κύκλο εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπου η ασφάλεια και η λογική ακολουθούν ελάχιστους κανόνες. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Πίτερ Λόρε (M: Ο δράκος του Ντίσελντορφ, Το γεράκι της Μάλτας) παίζει τον Γκίνο, το ύπουλο και ψυχρό δεξί χέρι του Ρόμαν, προσθέτοντας στην ταινία μια αίσθηση υποδόριου τρόμου, με την ήρεμη αλλά απειλητική παρουσία του να αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στον θεατή.

Η είσοδος της Λόρνα, της γυναίκας του γκάνγκστερ, που υποδύεται η Μισέλ Μοργκάν, προσδίδει στην ταινία ένα συναισθηματικό βάθος και μια αίσθηση παγίδευσης που υπερβαίνει την απλή εγκληματική πλοκή. Ξανθιά, αινιγματική και μελαγχολική, το θύμα μιας καταπιεστικής και βίαιης σχέσης, η Λόρνα επιθυμεί να δραπετεύσει από τον χρυσό της κλουβί και να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην Κούβα, σύμβολο ελευθερίας και φυγής από την καταπίεση. Ωστόσο, η Κούβα δεν είναι απλώς ένας εξωτικός προορισμός. Μετατρέπεται σ’ έναν εφιαλτικό χώρο όπου η πραγματικότητα διαλύεται. Σκηνές πυρετώδους σύγχυσης, σκιές, φλας φωτογραφικών μηχανών και η μουσική ενισχύουν την ονειρική, παραισθησιακή ατμόσφαιρα. Εκεί, η Λόρνα δολοφονείται σε ένα νυχτερινό κλαμπ ενώ ο Τσακ κατηγορείται λανθασμένα και καταδιώκεται. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί την αίσθηση ενός κυκλικού εφιάλτη, που προέρχεται από το μεταπολεμικό άγχος του ήρωα και ταυτόχρονα συμβολίζει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας σε έναν κόσμο διαφθοράς και κοινωνικής αστάθειας. Σχεδιάζοντας την απόδρασή τους, ο Τσακ και η Λόρνα αντιμετωπίζουν μια σειρά αλλόκοτων περιστατικών. Είναι εκείνο το σημείο, όπου η ταινία εγκαταλείπει τη γραμμική αφήγηση και εισέρχεται σε έναν χώρο όπου το όνειρο και η πραγματικότητα συγχέονται. Η επιλογή του Ρίπλεϊ να εστιάσει στις ψυχολογικές καταστάσεις των χαρακτήρων μετατρέπει το φιλμ σε ένα υπνωτιστικό παραλήρημα, όπου ο θεατής παρακολουθεί τα γεγονότα μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που δεν έχει συνέλθει από τον πόλεμο και ζει υπό διαρκή φόβο και αμφιβολία.
Η φωτογραφία της ταινίας, γεμάτη αντιθέσεις φωτός και σκότους, αποτυπώνει την ψυχολογική σύγχυση των χαρακτήρων και την πανταχού παρούσα διαφθορά. Οι δρόμοι του Μαϊάμι, τα νυχτερινά λιμάνια και τα πολυτελή σπίτια των εγκληματιών γίνονται πεδία δράσης όπου η απειλή είναι συνεχής. Η μουσική του Μισέλ Μισελέ ενισχύει την αίσθηση ονείρου και παράνοιας με μελαγχολικά και υποβλητικά μοτίβα. Ο Κάμινγκς αποδίδει τον Τσακ με ευαισθησία, ενσαρκώνοντας έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τους σκληρούς, κυνικούς πρωταγωνιστές του νουάρ όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή ο Ρόμπερτ Μίτσαμ – έναν ευάλωτο βετεράνο που βασίζεται σε φάρμακα για το άγχος του, κάνοντας τον ρόλο μη συγκρίσιμο με πιο ανθεκτικές φιγούρες. Από τη δική της πλευρά, η Μοργκάν εμφυσά στην ηρωίδα μια βαθιά θλίψη, ενώ ο Κόχραν αναδεικνύεται σε αρχετυπική, απειλητική ενσάρκωση του κακού. Τέλος, ο Λόρε, χωρίς καμία υπερβολή, κυριαρχεί σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται, παρόλο που δεν συγκαταλέγεται στους πρωταγωνιστές της ταινίας. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ξεχωρίζει ο δικός μας Αλέξης Μινωτής στον ρόλο του αστυνόμου Ντ’ Ακόστα, φέρνοντας στο πρόσωπό του μια αίσθηση αυστηρότητας και αποφασιστικότητας.

Κοινωνικά, χωρίς να προχωρά σε βαθύτερες αναλύσεις – άλλωστε δεν χρειάζονται – η ταινία αντικατοπτρίζει τη μεταπολεμική αίσθηση αβεβαιότητας και απώλειας προσανατολισμού που κυριαρχούσε στην αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’40. Η επιστροφή των βετεράνων, η δυσκολία επανένταξης, η ενοχή για τα γεγονότα του πολέμου και η έκθεση σε νέες μορφές βίας και διαφθοράς αντανακλώνται στον χαρακτήρα του Τσακ Σκοτ. Η Λόρνα, από την πλευρά της, συμβολίζει τη γυναικεία παγίδευση σε κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις που περιορίζουν την ελευθερία της, ενώ η απόδρασή της προς την Κούβα εκφράζει την επιθυμία φυγής από κοινωνικούς περιορισμούς και τη βία του ανδρικού κόσμου.
Άλλωστε, το νουάρ ως κινηματογραφικό είδος είχε ιδιαίτερο ρόλο εκείνη την εποχή, λειτουργώντας ως καθρέφτης της κοινωνικής αβεβαιότητας, της ψυχολογικής αστάθειας και των ηθικών συγκρούσεων. Οι ταινίες νουάρ απεικόνιζαν έναν κόσμο γεμάτο διαφθορά, ψευδαισθήσεις και αδυναμία, συνδυάζοντας ρεαλισμό και ψυχολογική ένταση, ενώ συχνά βασίζονταν σε μυθιστορήματα όπως εκείνα του Γούλριτς, που ενίσχυαν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα και τη διαρκή αμφισημία των χαρακτήρων. Η λογοτεχνία νουάρ επέτρεπε στους συγγραφείς να εξερευνήσουν τα σκοτεινά κίνητρα και τις ηθικές συγκρούσεις του ατόμου και της κοινωνίας, ενώ ο κινηματογράφος πρόσφερε τα οπτικά και μουσικά μέσα για να ενισχυθεί η ψυχολογική εμπειρία του θεατή. Σε σύγκριση με άλλα κλασικά νουάρ της εποχής, όπως το The Big Sleep (1946), που βασίζεται σε περίπλοκη πλοκή και διάλογο για την ανάπτυξη του μυστηρίου, ή το Out of the Past (1947), που χρησιμοποιεί διάφορα flashbacks, ο Φυγάς ξεχωρίζει με την ονειρική του δομή και τα σουρεαλιστικά στοιχεία που αμφισβητούν την πραγματικότητα.

Ο Φυγάς, χωρίς να αποτελεί μια ταινία πρώτης γραμμής, συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του νουάρ: ψυχολογικό δράμα, όνειρο και κοινωνική κριτική. Η πραγματικότητα φαίνεται αβέβαιη, και οι χαρακτήρες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ηθικά διλήμματα και σε κοινωνικές συνθήκες που δεν επέλεξαν, περιορίζοντας έτσι την ελευθερία τους. Η ιστορία εξερευνά την ανθρώπινη αδυναμία και την ανάγκη για φυγή, είτε μέσα από ηθικές πράξεις είτε μέσα από προσωπικές σχέσεις. Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται η αμφισημία ανάμεσα στην ηθική, την ελευθερία και τη διαφθορά: ένα ταξίδι όπου οι ανθρώπινες ανάγκες για αγάπη και κατανόηση περιορίζονται μέσα στην ψυχολογική ένταση και την κοινωνική πίεση της εποχής, καθιστώντας την ταινία όχι μόνο ψυχαγωγικό νουάρ αλλά και ένα έμμεσο κοινωνικό σχόλιο για την Αμερική της μεταπολεμικής περιόδου.








