Μια σάτιρα που κοιτάζει το χάος χωρίς να το αγγίζει
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Σε μια εποχή όπου η πολιτική και η ποπ κουλτούρα συχνά συνυπάρχουν σε ένα θολό, αμφίθυμο πεδίο, η ταινία «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» (2025) του Πολ Τόμας Άντερσον επιχειρεί να σταθεί ακριβώς πάνω σε αυτή τη γραμμή. Πρόκειται για ένα έργο που μοιάζει να κοιτάζει γύρω του περισσότερο απ’ όσο μέσα του, προσπαθώντας να καταγράψει την αμηχανία μιας κοινωνίας που διψά για νοήματα και προοπτική αλλά κουράστηκε από τα συνθήματα. Και αυτό, από μόνο του, είναι ένα τολμηρό και δύσκολο εγχείρημα. Σε έναν κόσμο όπου τα memes μετατρέπονται σε πολιτικά μανιφέστα και οι δημόσιες προσωπικότητες γίνονται ακτιβιστές μέσα από στιγμιαίες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η ταινία τολμά να ανιχνεύσει τα όρια αυτής της σύγχυσης. Δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση αλλά αφήνει τον θεατή να περιπλανηθεί σε ένα τοπίο όπου οι ιδεολογίες συγκρούονται με την ποπ κουλτούρα, συχνά χωρίς νικητή.

Η ταινία δεν αποτελεί ένα αγωνιστικό μανιφέστο αλλά δεν παύει να λειτουργεί ως καθρέφτης των σύγχρονων ΗΠΑ, ιδίως της εποχής Τραμπ και όχι μόνο. Απεικονίζει με σατιρική ματιά τόσο τις σκοτεινές πτυχές –τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, την σκληρή αστυνομική και στρατιωτική βία, τη διαπλοκή κεφαλαίου και πολιτικής– όσο και τις φωτεινές, όπως τις γυναίκες που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στον αγώνα και την ελευθερία του σώματός τους. Στο πρόσωπο του συνταγματάρχη Στίβεν Λόκτζο (Σον Πεν), η ταινία σατιρίζει το ακροδεξιό πολιτικό και στρατιωτικό καθεστώς ενώ παράλληλα αναδεικνύει πτυχές της αντίστασης με έναν τρόπο βαθιά ρεαλιστικό, στο μέτρο που το επιτρέπει το είδος της περιπέτειας δράσης, που στοχεύει τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην εμπορική επιτυχία. Το «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις. Αντίθετα, προκαλεί τον θεατή να αναρωτηθεί: με ποιον τρόπο η τέχνη μπορεί να αποτυπώσει την εποχή της, διατηρώντας παράλληλα τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα; Αυτό το ερώτημα, αν και αναπάντητο, είναι που δίνει στην ταινία τη μοναδική της ταυτότητα. Η νέα δημιουργία του σκηνοθέτη είναι μια ωραιότατη αλλά δυστυχώς και απρόσμενα αντιφατική κινηματογραφική εμπειρία. Όσοι περιμένουν ένα ευθύ πολιτικό μανιφέστο, θα απογοητευτούν: ο δημιουργός επιλέγει να κινηθεί σε πιο αμφίσημα νερά, ισορροπώντας επικίνδυνα ανάμεσα στη σάτιρα και την καταγγελία της λεγόμενης «woke» κουλτούρας και του «δικαιωματισμού». Το έργο παρουσιάζει ενδιαφέρον και πνευματώδες ύφος, προσφέροντας στιγμές αληθινής ευστοχίας, ενώ αφήνει στον αναγνώστη ένα υπόκωφο ερώτημα για το ποια πλευρά υποστηρίζει.

Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Τόμας Πίντσον, στο μυθιστόρημα Vineland (1990), στο οποίο βασίζεται η ταινία, δεν φαίνεται να προσεγγίζει με αυτόν τον τρόπο τα θέματα αυτά, όπως άλλωστε δεν το έκανε ούτε στο Έμφυτο Ελάττωμα (2014), που επίσης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Π. Τ. Άντερσον. Από τους σπουδαιότερους εν ζωή Αμερικανούς λογοτέχνες, ο Πίντσον, με έργα όπως τα V., Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας και Ενάντια στη Μέρα, έχει περιγράψει την ταραχώδη μεταπολεμική πραγματικότητα της χώρας του με έναν (μετα)μοντέρνο, αντισυμβατικό και ανατρεπτικό αφηγηματικό τρόπο, σε μόλις εννέα μυθιστορήματα, ανάμεσά τους και το Shadow Ticket, που κυκλοφόρησε φέτος και αναμένεται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή. Το Vineland εκδόθηκε σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα από το πρώτο μυθιστόρημα του Πίντσον και διαδραματίζεται στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’80, με φλας μπακ στα ’60s. Το έργο εξερευνά την παρακμή των κινημάτων της αντικουλτούρας και την επιβολή του καταναλωτισμού και των μίντια στην εποχή του Ρίγκαν, σκιαγραφώντας ένα τοπίο όπου η επαναστατική ορμή έχει μετατραπεί σε νοσταλγία και απογοήτευση. Πρόκειται για ένα πιο σατιρικό και προσγειωμένο μυθιστόρημα σε σχέση με τα πρώιμα έργα του συγγραφέα, λιγότερο χαοτικό στη δομή του αλλά με εντονότερο πολιτικό σχολιασμό και δηκτική κοινωνική παρατήρηση. Οι ήρωές του, πρώην ριζοσπάστες και απογοητευμένοι ιδεολόγοι, προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο όπου το “όνειρο των ’60s” έχει πια διαβρωθεί και ενσωματωθεί στην κυρίαρχη κουλτούρα. Πάνω σε αυτό το υλικό βασίστηκε η ταινία που εξετάζουμε, σε μια μεταφορά που παίρνει ωστόσο αρκετές δημιουργικές ελευθερίες. Στο Έμφυτο Ελάττωμα, για παράδειγμα, ο ήρωας Ντοκ Σπορτέλο περιπλανιέται σε έναν λαβύρινθο συνωμοσιών, ναρκωτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων, χωρίς ποτέ να βρίσκει σαφή έξοδο και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο. Εκεί, το χάος, η παρανόηση και η σύγχυση δεν λειτουργούσαν ως καταγγελία ή ειρωνεία απέναντι σε κάποια κοινωνική ομάδα, αλλά ως σχόλιο πάνω στην ίδια τη φύση της αμερικανικής παράνοιας και της μεταμοντέρνας εξάντλησης. Ο Πίντσον γελούσε με τον κόσμο, όχι εις βάρος του, Η ταινία, αντίθετα, μοιάζει κάποιες στιγμές να παρασύρεται από την ευκολία ενός φτηνού σαρκασμού. Εκεί όπου ο Πίντσον έβλεπε την εντροπία ως μια φυσική κατάσταση της κοινωνίας –την αργή, αναπόφευκτη διάλυση κάθε τάξης μέσα σε ένα κύμα πληροφοριών, επιθυμιών και ιδεολογιών– η ταινία φαίνεται να στέκεται διστακτικά.
Με λίγα λόγια, δεν βουτά στην ουσία αυτής της διάλυσης αλλά επιμένει να την παρατηρεί από απόσταση, σαν να φοβάται ότι θα χαθεί μέσα στη δίνη της. Για παράδειγμα, σε σκηνές όπου οι χαρακτήρες συζητούν για την κοινωνική δικαιοσύνη ή για προσωπικά τους ζητήματα, η ταινία προτιμά να σχολιάσει με εξυπνάδες αντί να αφήσει τη σύγκρουση να ξετυλιχθεί φυσικά. Έτσι, ενώ το έργο του συγγραφέα αγκαλιάζει την αταξία ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, η ταινία μοιάζει να διστάζει να αφεθεί πλήρως σε αυτήν. Η «Μάχη» προσπαθεί να αναμετρηθεί με το αδιέξοδο της σύγχρονης συνείδησης αλλά δεν τολμά να το αφήσει να την καταπιεί. Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που αγγίζει την εντροπική ιδέα του Πίντσον, χωρίς να την ενσαρκώνει πραγματικά, μια ταινία που βλέπει την αποσύνθεση αλλά δεν την αποδέχεται. Κεντρικός αντι-ήρωας του σχεδόν τρίωρου έπους είναι ο Μπομπ Φέργκιουσον (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), πρώην μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης French 75. Ως πυροτεχνουργός, συμμετείχε σε επαναστατικές δράσεις κόντρα σε ένα ακροδεξιό καθεστώς, με έναν νεανικό ενθουσιασμό που ισορροπούσε ανάμεσα στον ανατρεπτικό ιδεαλισμό και την ηδονή της παρανομίας. Τρελά ερωτευμένος με την ορμητική, ακατάβλητη και μονίμως οργισμένη Περφίντια Μπέβερλι Χιλς (μια δυναμική Τεγιάνα Τέιλορ) ο Μπομπ ζει την ένταση μιας σχέσης που καταρρέει υπό το βάρος των ιδεολογικών συγκρούσεων και εμμονών. Μαζί αποκτούν μια κόρη (Τσέις Ινφινίτι), όμως η Περφίντια αυτονομείται, συνεχίζοντας τον αγώνα της με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο αλλά αδιαφορώντας για τα πιο απλά και ανθρώπινα: τη φροντίδα του μωρού της. Στις οδομαχίες, την διεκδικεί ο συνταγματάρχης Στίβεν Λόκτζο, ένας σκληρός ρατσιστής που υποκύπτει στον πειρασμό της σάρκας και της εξουσίας πάνω στους άλλους, απολαμβάνοντας με σαδισμό το άπιαστο τρόπαιό του.

Η σκηνοθεσία είναι συγκρατημένη, χωρίς φανφάρες ή επιδεικτικές κινήσεις, και αυτό λειτουργεί υπέρ της. Ο ρυθμός, αν και άνισος, έχει μια παράξενη συνέπεια: πότε σε παρασέρνει, πότε σε αφήνει να χαθείς. Κάπως όπως και οι ήρωες της ιστορίας. Το μοντάζ υπηρετεί αυτή την αίσθηση αποδιοργάνωσης χωρίς να τη μετατρέπει σε χάος και παράλληλα έχει την αμηχανία που έχουν και οι άνθρωποι της ταινίας, και αυτό το κάνει, με έναν τρόπο, ειλικρινές. Δεν αποτελεί μια ταινία πρώτης γραμμής αλλά είναι φτιαγμένη με συναίσθηση του τι προσπαθεί να πει. Παρά τις αστοχίες αυτές, η «Μάχη» διαθέτει στυλ, ρυθμό και ξεκάθαρη κινηματογραφική ταυτότητα. Η φωτογραφία ενισχύει τη διφορούμενη ατμόσφαιρα, ενώ οι ερμηνείες –ιδίως στους δευτερεύοντες ρόλους– κρατούν ζωντανή την ειρωνική ένταση. Στην ταινία υπάρχουν σαφείς αναφορές σε προγενέστερες ταινίες με παρόμοια θεματική, όπως η Μάχη του Αλγερίου (1966) του Τζίλλο Ποντεκόρβο, που εστιάζει στον μαχητή αντάρτη Αλή Λα Πουέν κατά τα έτη 1954–1957, όταν οι μαχητές του FLN αναδιοργανώθηκαν και κυριάρχησαν στην Κασμπά, την κεντρική περιοχή του Αλγερίου. Γενικότερα, υπάρχουν σκηνές όπου το χιούμορ συναντά τη μελαγχολία με πραγματική δεξιοτεχνία, θυμίζοντας τις καλύτερες στιγμές του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Απολαυστική μεν, η ταινία δεν αποφεύγει τα κλισέ. Συχνά φαίνεται να χρησιμοποιεί το θέμα της περισσότερο ως πρόσχημα για μια τυπική ταινία δράσης, γεμάτη καταδιώξεις, ανταλλαγές πυροβολισμών, «καλούς» και «κακούς», προδότες, μια δυναμική ηγέτιδα της «επανάστασης» και την τρυφερή σχέση πατέρα-κόρης που αποτελούν τα στοιχεία μιας δοκιμασμένης συνταγής εμπορικής επιτυχίας. Και το κάνει με επιτυχία. Ωστόσο, σε αρκετά σημεία, η απεικόνιση των ανταρτών ή της επαναστατικής ομάδας μοιάζει υπερβολικά σχηματική, σχεδόν καρτουνίστικη, αποκαλύπτοντας ίσως μια επιφανειακή κατανόηση του σκηνοθέτη για τη βαρύτητα των θεμάτων που επιχειρεί να αγγίξει. Προφανώς, δεν ήταν υποχρεωμένος να διατυπώσει ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο ούτε να μεταφέρει το μυθιστόρημα λέξη προς λέξη· άλλωστε πρόκειται για διαφορετικές μορφές τέχνης, η κάθε μία με τα δικά της εκφραστικά μέσα και εργαλεία. Όμως η ευκολία και ενδεχομένως, η επιπολαιότητα με την οποία καταφεύγει στα στερεότυπα, κρατώντας αποστάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, αφαιρεί κάτι από την αυθεντικότητα και το βάθος του έργου.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία που αξίζει να τη δει κανείς. Όχι επειδή τα λέει όλα σωστά αλλά γιατί προσπαθεί να τα πει με έναν τρόπο ειλικρινή, έστω και αντιφατικό. Είναι ένα έργο που σε προκαλεί να σκεφτείς, να θυμώσεις, να γελάσεις και στο τέλος να αναρωτηθείς πού σταματά η τέχνη και πού αρχίζει η πολιτική δήλωση. Σε μια εποχή όπου η τέχνη κατηγορείται είτε για υπερβολική «πολιτική ορθότητα», είτε για κυνική αδιαφορία, η «Μάχη» τολμά να παραμείνει στη γκρίζα ζώνη, προκαλώντας τον θεατή να βρει το δικό του νόημα μέσα στην αταξία της εποχής. Δεν προσφέρει λύσεις και παράλληλα ανοίγει έναν διάλογο: πώς μπορεί η τέχνη να συνομιλήσει με μια κοινωνία που κινείται ολοένα και πιο γρήγορα προς την αποσύνθεση; Το μέγεθος της, αισθητικά και ιδεολογικά, είναι σαφώς μικρότερο απ’ ό,τι θα ήθελε ή απ’ ό,τι θα περίμενε το προοδευτικό κοινό. Όμως η πρόθεσή της είναι αυθεντική. Η «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» δεν είναι σπουδαία ταινία αλλά είναι μια ειλικρινής απόπειρα, μέσα σε μια περίοδο σκληρής ακροδεξιάς τραμπικής καταστολής, να συνομιλήσει με το πνεύμα της εποχής που μοιάζει ολοένα και περισσότερο να κινείται σύμφωνα με τους θερμοδυναμικούς νόμους της εντροπίας που τόσο καλά γνώριζε ο Τόμας Πίντσον. Και μόνο γι’ αυτό, αξίζει την προσοχή μας.
Στοιχεία
Υπόθεση: Όταν ο εχθρός τους επανεμφανίζεται μετά από 16 χρόνια, μια ομάδα πρώην επαναστατών ενώνεται για να σώσει έναν δικό τους άνθρωπο.
Ηθοποιοί: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τεγιάνα Τέιλορ, Σον Πεν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Ρεγκίνα Χολ, Γουντ Χάρις, Αλάνα Χέιμ, Ντιτζιον, Σάινα ΜακΧέιλ, Σταρλέτα Ντυπουά, Τζοι Σίλβα
Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον
Σενάριο: Πολ Τόμας Άντερσον, Τόμας Φίνκον
Μουσική: Τζόνι Γκρίνγουντ
Μοντάζ: Αντι Γιούργκενσεν
Φωτογραφία: Μάικλ Μπάουμαν, Πολ Τόμας Αντερσον








