Το 78ο φεστιβάλ Καννών πλέον παρελθόν (διεξήχθη 13-24 Μαΐου) με ταινίες και ταινιούλες, θα δούμε στις ελληνικές αίθουσες (κάποιες τρέχουν ήδη ή στριμάρουν στα media).
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας ||
Cannes_ 78ο κινηματογραφικό Φεστιβάλ🎥 κόκκινο χαλί ταινίες και παραλειπόμενα
Με σαφώς λιγότερες ακραίες και πολυσυζητημένες ταινίες σε σχέση με το περσινό πρόγραμμα (η τριπλέτα The Substance – Emilia Perez – Megalopolis θα είναι ένα high που το φεστιβάλ θα κυνηγάει για χρόνια στο εξής) αλλά με σοβαρές πιθανότητες να έχει βγάλει μεγαλύτερο αριθμό σημαντικών ταινιών, το φεστιβάλ Καννών ετοιμάζεται να ρίξει την αυλαία του και φέτος. Μια έντονη αίσθηση απόκοσμης μετα-αποκαλυπτικής εσάνς διαπερνούσε πολλά από τα φιλμ του προγράμματος, ακόμα κι εκείνα που στο χαρτί δεν έμοιαζαν να έχουν τέτοια στοιχεία. Ένα άλλο συχνό μοτίβο ήταν οι αφηγήσεις που υπακούουν περισσότερο σε συναισθηματικούς κανόνες παρά σε αφηγηματικούς, πόσο δε σε γραμμικούς – μεγάλος ήταν ο αριθμός των ταινιών που διαρκώς μετακινούσαν τον θεατή ανάμεσα σε στιγμές που έμοιαζαν να υφίστανται ανακατεμένες στο χρόνο.
77o Φεστιβάλ Καννών🎥 νικητές και απεργιακά – (αντι)τρομοκρατικά παραλειπόμενα Φωτο-Video
Ποιος να το έλεγε, ότι σε μια στιγμή της μοντέρνας μας Ιστορίας όπου η απόγνωση καταπνίγει την ελπίδα και που λάθη και αδιέξοδα του παρελθόντος επαναλαμβάνονται εκκωφαντικά σε κοινή θέα, πως αυτή – μια πλήρως συναισθηματική, ατάκτως ερριμμένη ακολουθία στιγμών, αναμνήσεων και εφιαλτών – θα ήταν μια αφηγηματική προσέγγιση που θα αναδεικνυόταν.
Κάννες 2025 | Όχι μόνο διαγωνιστικό!
10 + 2 ταινίες από το «άλλο» Φεστιβάλ Καννών!

Μπορεί το Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Καννών να κλέβει παραδοσιακά το φως των προβολέων, αλλά οι Κάννες – με ένα σύνολο περίπου 200 ταινιών – λαμβάνουν χώρα και στα παράλληλα επίσημα προγράμματά τους, ανάμεσα σε αυτά και τα Ένα Κάποιο Βλέμμα με νέους σκηνοθέτες, το εκλεκτικό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών και η Εβδομάδα Κριτικής με πρώτες και δεύτερες ταινίες.
Κάννες 2025:
Με κομμένη την… ανάσα
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ να επιστρέφει στη «Nouvelle Vague», την Τζένιφερ Λόρενς και τον Ρόμπερτ Πάτινσον να πεθαίνουν από αγάπη, τους Κρίστεν Στιούαρτ και Πέδρο Πασκάλ να τα βάζουν με τον Τραμπ και ένα φοίνικα (κυριολεκτικά) σε ελεύθερη πτώση.

Το Φεστιβάλ των Καννών συνεχίζει με buzz που προκαλούν φυσικά οι ταινίες του – σε Διαγωνιστικό Τμήμα, αλλά φέτος σε μια ανακουφιστική από τα γνώριμα στροφή και τα ίσως πιο ενδιαφέροντα παράλληλα προγράμματά του – και οι σταρ που δίνουν το στίγμα της βιομηχανίας σήμερα.
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να μας πει τι μπορούμε να κάνουμε και τι όχι..» | Τζαφάρ Παναχί
Αυτή του η νίκη τοποθετεί τον Τζαφάρ Παναχί στο βάθρο μιας εκλεκτικής κάστας δημιουργών που έχουν κερδίσει τα τρία μεγάλα βραβεία στα τρία μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Εκτός από το φετινό Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες είχε κερδίσει το 2015 τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο για το «Taxi» και το Χρυσό Λέοντα το 2000 στη Βενετία για τον «Κύκλο», μπαίνοντας τέταρτος στη λίστα με τους Μικελάντζελο Αντονιόνι, Ρόμπερτ Ολτμαν και Ανρί-Ζορζ Κλουζό.
Επιστροφή στα βασικά
Η πιο κινηματογραφική στιγμή της 5ης ημέρας ήταν φυσικά το «Nouvelle Vague» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, η ταινία που αφηγείται στην πραγματικότητα το making of του «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μια ασπρόμαυρη άκρως χαριτωμένη και σινεφίλ αφιέρωση στους πρωτοπόρους Γάλλους που άλλαξαν κάποτε το σινεμά. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Ζόε Ντόιτς στο ρόλο της Τζιν Σίμπεργκ και ένα καστ από άγνωστους κυρίως Γάλλους ηθοποιούς που μοιάζουν δεν μοιάζουν υποδύονται με κέφι τους θρύλους της εποχής: τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, τον Ζαν-Πολ Μπελοντό, τον Φρανσουά Τριφό, τον Κλοντ Σαμπρόλ και όλη την παρέα των Cahiers du Cinéma.
Τζένιφερ Λορενς – Ρόμπερτ Πάτινσον= Love+Hate 4ever
Το πιο λαμπερό κόκκινο χαλί της ημέρας ανήκε – δικαιωματικά – στην Τζένιφερ Λόρενς και τον Ρόμπερτ Πάτινσον, πρωταγωνιστές του «Die My Love» της Λιν Ράμσεϊ, διασκευή του βιβλίου της Αργεντίνας Αριάνα Χάρουιτς, για τις περίεργες διαδρομές του μυαλού και του σώματος μιας γυναίκας σε επιλόχεια κατάθλιψη.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Die My Love» της Λιν Ράμσεϊ.
Δείτε εδώ ολόκληρο το κόκκινο χαλί της παγκόσμιας πρεμιέρας του «Die My Love» της Λιν Ράμσεϊ:
Φτάνοντας στο 78ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για να παρουσιάσει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο (βασισμένο στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Λίντια Γιούκνοβιτς «The Chronology of Water»), η Κρίστεν Στιούαρτ συνεχίζει να εκπλήσσει για τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες αλλά και τον πολιτικό της λόγο. Το Flix συνάντησε την Κρίστεν Στιούαρτ για μία αποκλειστική συνέντευξη και στην ερώτηση για το αν είναι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη για την Αμερική του Τραμπ απάντησε έξω από τα δόντια.
Διαβάστε εδώ τι είπε αποκλειστικά στο Flix η Κρίστεν Στιούαρτ.
(Και) ο Πέδρο Πασκάλ έχει κάτι να πει στον Ντόναλντ Τραμπ
Στη συνέντευξη Τύπου του «Eddington» του Αρι Αστερ, ο Πέδρο Πασκάλ απάντησε όταν το καστ, ο σκηνοθέτης και οι παραγωγοί της ταινίας ρωτήθηκαν αν φοβούνται να επιστρέψουν στην Αμερική, έχοντας παρουσιάσει στις Κάννες μια ταινία με τόσο έντονο πολιτικό μήνυμα – θυμίζουμε πως το φιλμ του Αρι Αστερ επιστρέφει στα χρόνια της πανδημίας για να μιλήσει για την παράνοια της Αμερικής σήμερα.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Eddington» του Αρι Αστερ.
«Να πάνε να γαμηθούν όσοι προσπαθούν να μας φοβίσουν. Ο φόβος είναι ο τρόπος με τον οποίο θα νικήσουν. Πρέπει να συνεχίσουμε να λέμε ιστορίες, να εκφραζόμαστε ελεύθερα και να προσπαθούμε να είμαστε ο εαυτός μας. Και να αντεπιτεθούμε. να μην τους αφήσουμε να νικήσουν.»
Και συνέχισε: «Προφανώς είναι πολύ τρομακτικό για έναν ηθοποιό να συμμετέχει σε μια ταινία που μιλάει για αυτά τα θέματα. Και δεν νιώθω αρκετά ενημερωμένος για να μιλήσω επί παντός επιστητού που αφορά την αμερικανική κυβέρνηση. Θέλω οι άνθρωποι να νιώθουν ασφαλείς και θέλω πολύ να βρίσκομαι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Είμαι μετανάστης. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από τη Χιλή. Το σκάσαμε από μια δικτατορία και υπήρξα προνομιούχος στο να μπορώ να μεγαλώσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού πήραμε άσυλο από τη Δανία. Δεν ξέρω που θα βρισκόμασταν σήμερα αν δεν είχε συμβεί αυτό. Φοβάμαι οποιαδήποτε επιστροφή σε εκείνα τα χρόνια…»
The Plague του Τσάρλι Πόλιντζερ | Ένα Κάποιο Βλέμμα
Οι γονείς του 12χρονου Μπεν έχουν χωρίσει, η μητέρα του πρόσφατα ξαναπαντρευτεί. Για λίγους μήνες ιδιωτικότητας, οι νιόπαντροι τον στέλνουν να περάσει το καλοκαίρι σε μία αθλητική καλοκαιρινή κατασκήνωση, όπου θα προπονείται με συνομηλίκους του στο πόλο. Ήδη νιώθοντας εγκαταλειμμένος κι ευάλωτος, ο Μπεν εισχωρεί με ανακούφιση στην παρέα των «popular» αγοριών, οι οποίοι με αρχηγό τον bully Τζέικ επιδίδονται σε καθημερινές αλητείες. Σοκαρισμένος ο Μπεν παρατηρεί πόσο εύκολα ο Τζέικ ξεσηκώνει τους υπόλοιπους στην διαπόμπευση οποιουδήποτε θεωρείται διαφορετικός. Όπως ο παχύσαρκος, ιδιοσυγκρασιακός, στα όρια του φάσματος Ελι, τον οποίο απομονώνουν αποκαλώντας την ακμή του «πανούκλα». Σταδιακά, ο Μπεν θα επαναστατήσει εναντίον αυτής της σκληρής, απάνθρωπης συμπεριφοράς για να συνειδητοποιήσει ότι θα βρεθεί εύκολα κι αβίαστα κι ο ίδιος στο στόχαστρο. Ζώντας μία δεύτερη απόρριψη και εγκατάλειψη, θα μπορέσει να μην πνιγεί σε αυτή την εφηβική πισίνα πίεσης και κακοποίησης;Ανατριχιαστικά απολαυστικό body horror, «ψεύτικο» στυλιστικά αλλά ωμά αληθινό στην παρουσίαση του εφηβικού bullying, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τσάρλι Πόλιντζερ ρίχνει το σινεμά είδους στα βαθιά, με γενναίες ιδέες, αλλά κανέναν απολύτως διδακτισμό. Βουτήξετε άφοβα. Mία από τις καλύτερες ταινίες του φετινού φεστιβάλ – με ειλικρινή απορία αναρωτιόμασταν (βλέποντας κι όλα τα υπόλοιπα) γιατί δεν επιλέχθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα.
Το «The Plague» επιπλέει ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του φεστιβαλ
Once Upon a Time in Gaza των Αραμπ και Τάρζαν Νάσερ | Ένα Κάποιο Βλέμμα
Όσο η γενοκτονία στη Γάζα απασχολεί καθημερινά τα media, τους πολιτικούς, την κοινή γνώμη, λίγες αφορμές υπάρχουν για να γνωρίσουμε την πραγματική ζωή στην Παλαιστινιακή γη. Αυτή την ευθύνη τα τελευταία χρόνια έχουν αναλάβει κινηματογραφικά οι (συναρπαστικοί και στην όψη και στον λόγο) αδελφοί Αραμπ και Τάρζαν Νάσερ που εξελίσσουν το έργο που ξεκίνησαν το 2015 με το «Dégradé» και συνέχισαν το 2020 με το «Gaza Mon Amour». Αυτή τη φορά εστιάζουν στη Γάζα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά το σχόλιο για τη σημερινή, απάνθρωπη κατάσταση των Παλαιστινίων στη Γάζα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μεγαλόφωνο. Μετά από μια εισαγωγή-σφήνα με τη δήλωση Τραμπ για το πώς η Γάζα θα μπορύσε να γίνει «η Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής», η ιστορία επικεντρώνεται στον νεαρό Γιάγια, υπάλληλο του Οζάμα στο φαλαφελάδικό του. Ενώ η περιοχή βρίσκεται ήδη σε ισραηλινό κλοιό, ο Οζάμα συνεργάζεται με την αστυνομία για να πουλάει, εκτός από φαλάφελ, και παυσίπονα παρανόμως, επιχείρηση που θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Ο Γιάγια θα ορκιστεί εκδίκηση αλλά όταν γνωρίσει τον «στόχο» του, θ’ αλλάξει και η γνώμη του γι’ αυτόν και η ζωή του. Η κωμωδία είναι χοντροκομμένη, η δράση υποτυπώδης, όμως η ενέργεια των υπό πίεση ανθρώπων και η ατμόσφαιρα ενός τόπου που διεκδικεί την ύπαρξή του με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα αναδύονται εκρηκτικά. Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα. Λήδα Γαλανού
Enzo του Ρομπέν Καμπιγιό | 15ήμερο των Σκηνοθετών
«Μια ταινία του Λοράν Κάντε, σκηνοθετημένη από τον Ρομέν Καμπιγιό». Οι τίτλοι είναι σαφείς αφού το «Enzo», άνοιγμα στο φετινό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, είναι η ταινία που ετοίμαζε ο Λοράν Καντέ με τον Ρομπέν Καμπιγιό στο σενάριο (η μεγάλη τους συνεργασία στο «Ανάμεσα στους Τοίχους» είχε χαρίσει στον Καντέ τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών) πριν ο πρώτος πεθάνει μέσα στο 2025, δίνοντας τη συναίνεσή του να μην μείνει αυτή η ταινία στο συρτάρι. Το αποτύπωμα του Καντέ είναι εμφανές στην ιστορία ενός 16χρονου, γιου μιας αστικής οικογένειας στη Νότιο Γαλλία που αντιδρά στην ταξική του ανέλιξη και θέλει να γίνει οικοδόμος, όπως και το αποτύπωμα του Καμπιγιό («Eastern Boys», «120 Χτύποι το Λεπτό») στη σχέση που θα αναπτύξει ο μικρός Ενζο με έναν Ουκρανό οικοδόμο και η οποία θα εξελιχθεί σε μια απελευθερωτική αλλά και επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης. Ταυτόχρονα ένα coming of age και cοming out φιλμ, το «Εnzo» σαγηνεύει με το φως του καλοκαιριού καθώς αυτό φωτίζει τις πιο σκοτεινές αλλά και τρυφερές πτυχές του «πολέμου» που διαδραματίζεται στα χαρακώματα της εφηβείας, σε μια ταινία που παρά τα κλισέ τα οποία δεν μπορεί να αποφύγει, ολοκληρώνει ένα πορτρέτο ενός αγοριού σχεδόν αρχετυπικό. Μανώλης Κρανάκης
Bono: Stories of Surrender του Αντριου Ντόμινικ | Ειδικές Προβολές
Ο Βοno έφερε στο 78ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου το ντοκιμαντέρ «Bono:Stories of Surrender», την μεταφορά/απόδοση του Αντριου Ντόμινικ («The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford«, «Chopper», «Killing Them Softly») της θεατρικής performance/μεταφοράς του βιβλίου του («Surrender: 40 Songs, One Story») σε μικρές σκηνές ανά τον κόσμο (όπως τα 10 βράδια στο Beacon της Νέας Υόρκης) όπου, αντί να διαβάζει/παρουσιάζει αποσπάσματα «έπαιζε» και τραγουδούσε την αφήγηση της ζωής του. Ξεκινώντας από το έμφραγμα και την εγχείρηση ανοικτής καρδιάς το 2016 όπου συναντήθηκε με το θάνατο, το αγόρι από την Ιρλανδία που αγαπήθηκε ως μουσικός θρύλος, μισήθηκε ως μεγαλομανής νάρκισσος κι έχει μείνει στις καρδιές μας κάπου ενδιάμεση, μάς επιστρέφει στον τόπο που γεννήθηκε, το Δουβλίνο. Kαι τις συνθήκες που μεγάλωσε: τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του στα 14 του χρόνια, την θλίψη και την οργή του πατέρα του που δεν ανέφερε ποτέ ξανά το όνομά της («Αϊρις. Το όνομά της είναι Αϊρις…»), την αέναη και μάταιη και τραυματική προσπάθεια μέσα στα rock star χρόνια να κερδίσει την εκτίμησή του, την εναλλακτική οικογένεια (με όλη την αγάπη, τον ανταγωνισμό, τις προδοσίες) που βρήκε στα 15 του γνωρίζοντας, την ίδια εβδομάδα, τη γυναίκα του Αλις, τον Λάρι, τον Αντι και τον Edge.
Με ένα θεατράλε overacting θα μάς «παίξει» τη ζωή του. Πώς αλλιώς άλλωστε; Στο μισό αιώνα πορείας του δεν προφασίστηκε ποτέ ταπεινότητας ή μέτρου. Θα ήταν υποκριτικό να αρχίσει τώρα. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, αμετροεπές, εκνευριστικό, στομφώδες, ναρκισσιστικό. Αλλά κι άμεσο, μεγαλειώδες, συγκινητικό. Οπως κι ο ίδιος ο Bono δηλαδή. Πόλυ Λυκούργου
Το Flix στην επίσημη πρεμιέρα του «Bono: Stories of Surrender»
Urchin του Χάρις Ντίκινσον | Ένα Κάποιο Βλέμμα
O Mάικλ είναι ένας 28χρονο άστεγος τοξικομανής στους αφιλόξενους δρόμους του μητροπολιτικού Λονδίνου. Ενοχλητικός, αγενής, αλαζονικός, έχει μάθει να επιβιώνει με ασπίδα το θράσος του κι άλλα αθέμιτα μέσα – επαιτεία, εξαπατήσεις, μικροκλοπές. Όταν επιτίθεται σ’ έναν καλό Σαμαρείτη που δέχεται να τον κεράσει φαγητό για να του κλέψει το ρολόι, ο Μάικλ συλλαμβάνεται και μπαίνει για 8 μήνες φυλακή. Το πραγματικό δράμα όμως ξεκινά με την αποφυλάκιση του – μετανιωμένος, συμμορφωμένος, καθαρός από ναρκωτικά, επιχειρεί να πιάσει δουλειά και να τη διατηρήσει. Πόσο όμως μπορεί να αλλάξει η μοίρα ενός «αχινού» – θα σταματήσει να πληγώνει όλους γύρω του; Θα σταματήσει να αυτοκαταστρέφεται κι ο ίδιος με τα δηλητηριώδη του αγκάθια;
Ο Χάρις Ντίκινσον (ο νεαρός συμπρωταγωνιστής της Νικόλ Κίντμαν στο «Babygirl») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μία ταινία καλών προθέσεων, αλλά μέτριας καλλιτεχνικής επίτευξης. Εξαιρετικό (και απροσδόκητο σε σχέση με το stardom του) το ότι μοιάζει να αγαπά πολύ τον νεορεαλισμό, το είδος του «kitchen-sink drama» που καθόρισε το βρετανικό σινεμά. Ομως, η προσέγγιση του στην ντοκιμαντερίστικη κινηματογράφηση και verité αισθητική είναι άγαρμπη, άτσαλη, άγουρη. Και σε συνδυασμό με το ελλειπτικό σενάριο που προσφέρει ισχνούς, αστήριχτους χαρακτήρες και αφηγηματικά άλματα, αλλά και παράλληλους πειραματισμούς στο μαγικό ρεαλισμό που μπαίνουν εμβόλιμοι στην εικονογραφία του, το αποτέλεσμα μοιάζει με φοιτητική ταινία. Εξαιρετικός όμως ο πρωταγωνιστής του Φρανκ Ντιλέιν (δικαίως έφυγε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα) που σηκώνει όλο το βάρος της ταινίας με ευάλωτο τσαμπουκά και τσακαλωμένη γοητεία. Πόλυ Λυκούργου
Eleanor the Great της Σκάρλετ Τζοχάνσον | Ένα Κάποιο Βλέμμα
Η Σκάρλετ Τζοχάνσον δοκιμάζεται για πρώτη φορά στη σκηνοθεσία και το αποτέλεσμα είναι μικρό, γλυκό, ελαφρώς ερασιτεχνικό. Η ταινία τυλίγεται γύρω από τις δυο αγάπες της δημιουργού της, τη Νέα Υόρκη και την 94χρονη ηθοποιό (γνώριμή μας, μεταξύ άλλων, από το «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν), Τζουν Σκουιμπ. Η Σκουιμπ υποδεύεται τη (σπουδαία) Ελινορ, χειμαρρώδη, ευαίσθητη, με πονηρό και λαμπερό βλέμμα, η οποία περνά την τρίτη φάση της ζωής της στη Φλόριντα μαζί με την αγαπημένη της φίλη, Μπέσι, Εβραία επιζήσασα στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οταν έρθει η ώρα η Μπέσι να φύγει από τη ζωή, η Ελινορ, μόνη, θ’ αποφασίσει να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και να ξεκινήσει μια νέα διαδρομή. Θα τη διανύσει παρέα με τη 19χρονη φοιτήτρια Νίνα (η Εριν Κέλιμαν την οποία τόσο αγαπά ο φακός), η οποία αποφασίζει να κάνει την ιστορία της Ελινορ θέμα της εργασίας της για το Πανεπιστήμιο. Η Τζοχάνσον σκηνοθετεί οπωσδήποτε με αγάπη, με θαυμασμό για την πρωταγωνίστριά της, με ειλικρινή φροντίδα, όμως η ιστορία χάνει σε πειστικότητα και η υπερβολική έμφαση στην εβραϊκή θρησκεία, τα έθιμα και την κουλτούρα της οριακά ενοχλεί. Λήδα Γαλανού
Miroirs No.3 του Κρίστιαν Πέτζολντ | 15ήμερο των Σκηνοθετών
Ιδανικά μέρος του Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών (αφού το μέγεθος της δεν θα επέτρεπε μια θέση στο επίσημο πρόγραμμα), η νέα ταινία του Κρίστιαν Πέτζολντ φέρει κάτι από την ονειρική ελευθερία των καλύτερων ταινιών του πιο διακεκριμένου εκπροσώπου της Σχολής του Βερολίνου. Στο γνωστό μοτίβο μιας τραγική στιγμής που αλλάζει τα πάντα προς το καλύτερο, η νεαρή Λόρα θα επιζήσει ενός σφοδρού δυστυχήματος που θα βρει νεκρό τον λίγων μηνών σύντροφο της και θα αναζητήσει καταφύγιο και στέγη σε μια γυναίκα που ζει μόνη της σε ένα αγροτόσπιτο στην εξοχή. Μυστηριώδης, παγωμένη απέναντι σε ό,τι έχει συμβεί, σαν να αναζητά ταυτόχρονα θέση στον κόσμο και ταυτότητα, η Λόρα – ερμηνευμένη εξαιρετικά από την μόνιμη πλέον μούσα του Πέτζολντ, Πόλα Μπίερ – θα γίνει ο καθρέφτης μιας γυναίκας που θα βρει στην Πόλα την νεκρή της κόρη σε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι απώλειας και διεκδίκησης. Χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που γεννιούνται διαρκώς στο θεατή, το «Mirroirs No.3» είναι μια γοητευτικά αινιγματική ταινία, φωτισμένη με το διάφανο φως του καλοκαιριού, που θυμίζει την εμπειρία του να διαβάζεις ένα διήγημα ή να ακούς μια μικρή σουίτα και μόνο μετά το τέλος τους αρχίζεις να ενώνεις τα κομμάτια της συναισθηματικής τους δύναμης.
The Love That Remains του Χλίνουρ Πάλμασον | Cannes Premiere
Ο Χλίνουρ Πάλμασον επιστρέφει στις Κάννες με την τέταρτη ταινία του (και μετά τον θρίαμβο που είχε γνωρίσει στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» με τη «Χώρα του Θεού») για να καταγράψει την ιστορία μίας οικογένειας στο μεταβατικό στάδιο που οι γονείς αποφασίζουν να χωρίσουν. Με την πιο προσωπική ταινία, ο Πάλμασον συνθέτει ένα κινηματογραφικό χρονογράφημα/ημερολόγιο, μία αφήγηση-κολάζ από κλεμμένες στιγμές που ενώνουν μία οικογένεια, ακόμα κι όταν αυτή διαλύεται. Οι σκανταλιές των παιδιών (πρωταγωνιστούν τα πραγματικά παιδιά του Πάλμασον), το ομαδικό μαγείρεμα ενός γλυκού, τα Κυριακάτικα τραπέζια, τα παιχνίδια με το σκύλο (το πανέξυπνο τσοπανόσκυλο του σκηνοθέτη, η «Πάντα» κέρδισε και το Palm Dog των Καννών επάξια!), εκδρομές στους λόφους, βουτιές στα νερά (κι εδώ το υποβλητικό ισλανδικό τοπίο, οι καταρράκτες, οι γκρεμοί, τα χιόνια είναι ένας ακόμα ισχυρός χαρακτήρας στην ταινία), οι εποχές που αλλάζουν – όλα λειτουργούν σαν κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα της καθημερινότητας και της ζωής. Εναλλάσσοντας το σινεμά παρατήρησης, με τρυφερές κλεμμένες στιγμές και αναπάντεχες σεκάνς φαντασίας και μαγικού ρεαλισμού, Πάλμασον τολμά να πειραματιστεί ελεύθερα με τα είδη και να μάς προσφέρει κάτι ξεχωριστό κι αξιοπρόσεκτο. Μπορεί όχι απόλυτα επιτυχημένο, αλλά σίγουρα μοναδικό. Οπως κι η αγάπη. Πόλυ Λυκούργου
Ο Χλίνουρ Πάλμασον μάς δείχνει που να βρούμε «The Love That Remains»
Pillion του Χάρι Λάιτον | Ενα Κάποιο Βλέμμα
Το διαβόητο μυθιστόρημα «Box Hill» του Ανταμ Μαρς-Τζόουνς διασκευάζει ο Χάρι Λάιτον στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινίας, κατεβάζοντας την ένταση στη leather S&M κουλτούρα κι ανεβάζοντας τη feelgood ατμόσφαιρα. Ο Χάρι Μέλινγκ (ναι, ο Ντάντλεϊ του Χάρι Πότερ) υποδύεται τον Κόλιν, έναν εσωστρεφή little man, γκέι αλλά με ανύπαρκτη ερωτική ζωή, που ζει ακόμα με τους εξαιρετικά ανοιχτόμυαλους γονείς του. Ο Χάρι θα γνωρίσει τον Ρέι, έναν πανύψηλο, πανέμορφο, επιβλητικό biker και θα δεχτεί (ποιος θα το αρνιόταν;) να γίνει ο υποτακτικός του, βιώνοντας έτσι και την πρώτη του ερωτική / συντροφική σχέση. Αξεπέραστη είναι η παρουσία του Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ ως Ρέι στην ταινία, ένας λιγομίλητος Βίκινγκ με χιούμορ και ξεκάθαρα «θέλω», ασύλληπτα σέξι με τη δερμάτινη στολή του, ακόμα περισσότερο χωρίς αυτήν. Κατά τα άλλα, η ταινία ξετυλίγεται σαν καλόκαρδη ρομαντική κομεντί, έστω πασπαλισμένη με μπόλικα γυμνά οπίσθια, ωραίες αλλά καλυμμένες σκηνές σεξ, ελάχιστο full frontal κι ένα μάτσο αλυσίδες και λουκέτα. Βραβείο σεναρίου στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα.
Amrum του Φατίχ Ακίν | Cannes Premiere
Στο μικρό, απομονωμένο γερμανικό νησάκι Αμρουμ, το 1945, στις τελευταίες ανάσες του Β’ Παγκόσμιου, μεγαλώνει ο 12χρονος Νάνινγκ, ένα αγγελικό, ξανθωπό αγόρι, σκανταλιάρικο αλλά και τρυφερό, που προσπαθεί στον μικρό χώρο που του έχει αποδοθεί, να μάθει τα μυστικά της φύσης, της ζωής και της κοινωνίας των ανθρώπων. Να μάθει, ακόμα, γιατί ο Ναζισμός στον οποίο τόσο πιστεύει η μαμά του, είναι, ίσως, κάτι κακό. Μια παιδική ταινία, για μικρούς και μεγάλους θεατές, κάνει ο Φατίχ Ακίν, σε εντελώς άλλο κλίμα αλλά με την ίδια τρυφερότητα που είχε εξασκήσει στο «Βερολίνο, Αντίο». Κι αν αυτή είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η αντιπαραβολή του τέλους του ναζισμού με τη σημερινή άνθισή του στη Γερμανία και ολόκληρο τον κόσμο. Θα μπορούσε αντί στο τμήμα Cannes Premiere να βρισκόταν και στο Διαγωνιστικό.
«Reedland» του Σβεν Μπρέσερ | Εβδομάδα Κριτικής
O Γιόχαν ζει μόνος του στην βόρεια επαρχία της Ολλανδίας μαζεύοντας καλάμια στην έκταση που του ανήκει δίπλα στο ποτάμι. Μια μέρα θα βρει το πτώμα ενός νεκρού κοριτσιού και αυτή θα είναι η αφορμή που ανεπαίσθητα αλλά καθοριστικά θα αλλάξει τη σχέση του με την την εγγονή του την οποία προσέχει, τον ίδιο του τον εαυτό. Θα ξεκινήσει μόνος του να ερευνά τα ίχνη του δολοφόνου, στρέφοντας ωστόσο τη συλλογική ενοχή όχι μόνο στην ίδια την κοινότητά του, αλλά και σε βάθος ιστορικού χρόνου, καθώς το «κακό» μοιάζει να βρίσκεται εδώ και χρόνια κάτω από τη φαινομενική ρουτίνα μιας μικροκοινωνίας. Με υπνωτιστικό ρυθμό, φωτογραφία και σχεδιασμό ήχου που αγγίζουν τις περιοχές του θρίλερ και μια ερημιά που απλώνεται στην οθόνη και φτάνει (για καλό και για κακό) μέχρι και τον θεατή, το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Σβεν Μπρέκερ που έκανε πρεμίερα στην Εβδομάδα Κριτικής σε οδηγεί μέσα στις ατραπούς ενός ιδιότυπου αστυνομικού φιλμ, που δεν κορυφώνεται ποτέ, παραμένοντας πεισματικά μια σπουδή πάνω στο χρόνο, την εσωτερική αναζήτησή και την αχανή ανθρώπινη… φύση.
Τhe Chronology of Water της Κρίστεν Στιούαρτ | Ενα Κάποιο Βλέμμα
Εχει έρθει πολλές φορές στις Κάννες, παρουσιάζοντας πρωταγωνιστικούς της ρόλους σε ταινίες άλλων σκηνοθετών (από το «On The Road» του Βάλτερ Σάλες, μέχρι τα «The Clouds Of Sils Maria» και «Personal Shopper» του Ολιβιέ Ασαγιάς). Φέτος όμως, ήρθε στο 78ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για να παρουσιάσει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο. Η Κρίστεν Στιούαρτ περνάει για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα, μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το best seller αυτοβιογραφικό βιβλίο της Λίντια Γιούκνοβιτς «The Chronology of Water». Η ζωή της Γιούκνοβιτς ήταν (και είναι) συναρπαστική: επιχείρησε να ξεφύγει από τη βιαιότητα του πατρικού σπιτιού πέφτοντας στο νερό της πισίνας (από όπου κι ο τίτλος) πηγαίνοντας στο κολλέγιο με υποτροφία στην κολύμβηση (υπήρξε πρωταθλήτρια μέχρι να την νικήσουν οι εθισμοί της) και κατάφερε (;) να σπάσει τον κύκλο του διαγενεαλογικού τραύματος βρίσκοντας εκτόνωση στο γράψιμο – κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό βιβλίο της κι έγινε διάσημη. Εκανε 2 αποτυχημένους γάμους, αλλά έγινε μητέρα στον τρίτο όπου βρήκε ότι η αγάπη δεν είναι συνώνυμη του πόνου.
Η ωμή, δυνατή, προκλητική γραφή της Γιούκνοβιτς που καταγράφει με γενναιότητα την παιδική της σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα της και πώς αυτό οδήγησε σε έναν φαύλο κύκλο δικής της αυτοκαταστροφής, αλκοολισμού, εθισμού στα ναρκωτικά και κατάθλιψη μεταφέρεται από την Στιούαρτ σαν ένα ποιητικό, δυνατό, κατακερματισμένο σε στιγμές/φλασιές αφήγησης εξομολογητικό ημερολόγιο, με την Ιμοτζεν Πουτς να δίνει μία τολμηρή ερμηνεία στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πόλυ Λυκούργου
The Chronology of Water: η Κρίστεν Στιούαρτ τολμά να βουτήξει στα βαθιά
Sirat
Πατέρας (Σέρζι Λόπεζ, φανταστικός) αναζητά την αγνοούμενη κόρη του σε ρέιβ στη μέση της ερήμου παρέα με τον μικρό του γιο και τον σκύλο τους. Όταν κομβόι ξεκινά προς ένα άλλο ρέιβ, η οικογένεια ακολουθεί τους ρέιβερς ελπίζοντας πως εκεί θα είναι αυτό που αναζητούν. Απόκρημνοι δρόμοι βουνού, ξεραμένοι ορίζοντες, σύγκρουση των στοιχείων, εξάντληση… και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως τριγύρω από την ατελείωτη έρημο, ο κόσμος παραδίδεται όλο και περισσότερο στο τέλος του. Ένας ασαφής πόλεμος μαίνεται και απειλεί να εισβάλει στον όλο και πιο επίπονο κόσμο των ηρώων – η αποτύπωση μιας αίσθησης πως βιώνουμε το τέλος του κόσμου αλλά δεν έχουμε τι να κάνουμε από το να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε… κι ας είναι απλά Προς Τα Κάπου.
Ο Όλιβερ Λάσε συνθέτει μια ταινία που μοιάζει να έχει πάρει ιδέες και έμπνευση από ένα σωρό διαφορετικά φιλμικά αντικείμενα, τόσο-όσο χρειάζεται για να πάει παρακάτω. Μετά την προβολή μπορούσες να ακούσεις συζητήσεις σε ένα σωρό διαφορετικές γλώσσες να περιλαμβάνουν όλες τις λέξεις «Mad Max Fury Road», αλλά επίσης σε διαφορετικά σημεία και με διαφορετικούς τρόπους βλέπουμε κομμάτια από το Sorcerer του Γουίλιαμ Φρίντκιν, το Climax του Γκασπάρ Νοέ, το Gerry του Γκας βαν Σαντ. Κι αυτά μόνο σε μια πρώτη ματιά.
Με την μουσική να βρίσκεται παρούσα σχεδόν σε κάθε στάση αυτής της διαδρομής τρόμου, τα μπάσα δίνουν το τέμπο, εντείνοντας την αγωνία όταν οι ήρωες ακολουθούν, αλλά και την αίσθηση τρόμου όταν –σε μια σκηνή στην τελευταία πράξη του φιλμ– η μουσική μοιάζει να διατάζει και οι ήρωες διστάζουν να την ακολουθήσουν.
Αποκαλύπτεται έτσι μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση την οποία το φιλμ αποζητά έτσι κι αλλιώς. Καθώς το ένα κεφάλαιο πλοκής και αγωνίας διαδέχεται το άλλο, τόσο τα πάντα μοιάζουν να αποσυντίθενται. Οι χώροι, οι άνθρωποι, οι ήχοι, τα λόγια. Αυτό που μένει μια νοητική κατάσταση επιβίωσης: Απλά συνεχίζω να υπάρχω, γιατί είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.
Ειδικό βραβείο της Επιτροπής για την πιο πολυσυζητημένη ταινία-έκπληξη του φετινού Διαγωνιστικού_Η ταινία θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα σύντομα
Ένα Απλό Ατύχημα
Ύστερα από το απλό ατύχημα του τίτλου, ένας άντρας (που οδηγώντας με την έγκυο γυναίκα του στο αμάξι, χτυπά και σκοτώνει έναν σκύλο) ζητά βοήθεια σε ένα γκαράζ χωρίς να γνωρίζει πως ο άντρας που τον βοηθά εκεί, τον αναγνωρίζει (;) ως τον βασανιστή του. Ο Βαχίντ όμως δεν μπορεί να νιώθει 100% βέβαιος πως αυτός είναι όντως ο βασανιστής του – εξάλλου δεν είναι το πρόσωπό του που αναγνωρίζει, μα ο ήχος του προσθετικού του ποδιού που τον στοιχειώνει ακόμα. Για να σιγουρευτεί, στρατολογεί άλλα θύματα του ίδιου ανθρώπου, και όπως προκύπτει στην πορεία, κάθε θύμα έχει κάποια άλλη τραυματική ανάμνηση βάσει της οποίας μπορεί να αναγνωρίσει τον βασανιστή. Μια μυρωδιά, μια αίσθηση – είναι τρομερό το τι είναι τελικά αυτό που σου μένει.
Το ηθικό δίλημμα και η στάση των ατόμων χτίζεται μέσα από αγωνία και σασπένς και μια σειρά από περιστατικά που δεν επαναλαμβάνονται, και επιτρέπουν στον Παναχί να δοκιμάσει διάφορα στυλ, και να πει διάφορες μικρές ιστορίες μες στην μεγάλη. Μοιάζει με σκηνοθέτης που βρίσκεται πραγματικά στο τοπ της δημιουργικής φόρμας του, δείχνοντας μια νέα πλευρά του αντί να επαναλαμβάνεται. Η ταινία είναι ένα αλληγορικό θρίλερ πάνω στην αναγκαιότητα της συλλογικής αντίδρασης στις φρικαλεότητες της ισχύος, αλλά και στην ζωτική σημασία του να μπορείς να φανταστείς ένα μέλλον για τον εαυτό σου – δίχως φυσικά ποτέ αυτό να είναι ταυτόσημο με ευκολίες και χολιγουντιανά happy end. Αν μη τι άλλο, το συγκλονιστικό φινάλε υπογραμμίζει την επίμονη φύση του τραύματος. Ένας δίκαιος, όσο και ιστορικός, Χρυσός Φοίνικας για το φετινό φεστιβάλ Καννών.
The Secret Agent
Στη Βραζιλία του 1977 ο Μαρτσέλο, ένας εξπέρ στην τεχνολογία και την καταγραφή, τρέχει να ξεφύγει – από μυστηριώδεις δυνάμεις όσο και από το σιώδες παρελθόν του. Φτάνει στην πόλη Ρεσίφε την εβδομάδα του καρναβαλιού, όταν οι πάντες και τα πάντα ζουν στους ρυθμούς μιας τεταμένης πραγματικότητας, όταν διαφορετικοί κόσμοι και σύμπαντα μοιάζουν να συγκρούονται μες στον ιστό της καθημερινότητας. Στη Ρεσίφε, ο Μαρτσέλο θα πιάσει δουλειά στο τοπικό αρχείο, ενώ θέλει να επανενωθεί με τον γιο του, αλλά αυτό δεν είναι όλο. Η πραγματική φύση του λόγου που είναι εκεί, αλλά και του ποιος είναι, θα αποκαλυφθεί σταδιακά, μέσα από τις μονίμως απρόσμενες στροφές ενός κατασκοπικού, πολιτικού θρίλερ που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το παράλογο και το μυστηριώδες.
Ο σκηνοθέτης Κλέμπερ Μεντόζα Φίλιου, μετά από από το Aquarius και το καλτ Bacurau, σκηνοθετεί την πρώτη αληθινή ταινία εποχής του θέτοντας τη δράση στην περίοδο της δικτατορίας. Όλα τα φιλμ του διαθέτουν βέβαια άκρως πολιτικό λόγο και προβληματική, ενώ το βάρος της Ιστορίας και η ιστορική καταγραφή (μέσα από αρχεία, αναμνήσεις, μουσεία, ακόμα και σινεμά) είναι πάντα παρούσα και νευραλγικής σημασίας στο έργο του. Εδώ, η ιστορία ζωντανεύει με μια κινηματογραφικής στόφας πολυχρωμία, με καθαρή εικόνα γεμάτη ζωντάνια – σαν ο Φίλιου να υπογραμμίζει το ρόλο του σινεμά στη διάδοση των γεγονότων και της παράδοσης, διανθισμένων όπως είναι φυσικό με ακραία στοιχεία φολκλόρ που κάνουν την Ιστορία κάτι ζωηρό και βιωμένο, κάτι που πάλλεται, μακριά από τη ναφθαλίνη.
Ένα χρόνο μετά την μεγάλη επιτυχία του Είμαι Ακόμη Εδώ του Βάλτερ Σάλες που τοποθετείται στην ίδια δεκαετία της βραζιλιάνικης ιστορίας, ο Φίλιου επιχειρεί να πάει το κοινό σε μια διαφορετικής λογικής (και εντελώς αντι-ακαδημαϊκή) προσέγγιση της περιόδου και της ασφυκτικής καταπίεσης της αλήθειας και της ελευθερίας. Αντιπαραβάλει την ιστορική και την προσωπική μνήμη, ανασυστήνοντας μια εποχή αλλά δένοντας το DNA της με μια αναρχική διάθεση ανάγνωσης της Ιστορίας. Κρυφές ταυτότητες, συλλογική δράση και αλληλεγγύη, genre στοιχεία, το βάρος της αλήθειας και η ευθύνη της διάσωσής της, μπλέκονται σε ένα μεθοδικό, απολαυστικά περίπλοκο θρίλερ που παίζει με την Ιστορία την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει την ύψιστη σημασία της – δεν είναι παράλογο που ο Ταραντίνο υπήρξε συχνό σημείο αναφοράς σε πολλές συζητήσεις γύρω από το Secret Agent, όμως ας μας επιτραπεί να τονίσουμε πως ο Φίλιου επιχειρεί κάτι αρκετά πιο μεστό εδώ, από τις (απολαυστικές) ανατρεπτικές ψευδο-ιστορικές αφηγήσεις του Κουέντιν.
Σπουδαία διπλή βράβευση για την ταινία, με τον Φίλιου να κερδίζει το βραβείο Σκηνοθεσίας και τον εκπληκτικό πρωταγωνιστή Βάγκνερ Μόουρα (του Narcos) να τιμάται με το βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον πολυεπίπεδο και γεμάτο εκπλήξεις ρόλο του. Ας τον θυμηθούμε στα επόμενα Όσκαρ.
Put Your Soul on Your Hand and Walk
Η ταινία ξεκίνησε για την ιρανή σκηνοθέτη Σεπιντέ Φαρσί ως μια σειρά συνομιλιών με τη νεαρή παλαιστίνια φωτογράφο Φάτμα Χασούνα. Η Φαρσί καταγράφει με την κάμερά της τις βίντεο συνομιλίες με τη Φάτμα, παραθέτοντας ενδιάμεσα εικόνες που εκείνη κατέγραψε από την καταπλακωμένη Γάζα, αλλά και τηλεοπτικά ρεπορτάζ γύρω από τις εξελίξεις της επίθεσης του Ισραήλ στην περιοχή. Είναι υπό αυτή την έννοια μια χρονοκάψουλα, μια ματιά σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μια εν εξελίξει γενοκτονία, στο πώς τα media την καταγράφουν, και στο πώς είναι η αλήθεια εκεί, στο έδαφος. Μέσα από τις εικόνες της Φάτμα, αλλά και μέσα από τις σχεδόν καθημερινές περιγραφές της. Σε άλλη κλήση είναι ευδιάθετη, χαμογελαστή. Σε άλλη μοιάζει καταπονημένη – από τις βόμβες, από την έλλειψη φαγητού, από τα πάντα. Η Γάζα φτάνει στα μάτια μας, όπως και στα μάτια της Φαρσί, σε απευθείας μετάδοση, μέσα από βίντεο κλήσεις με κακό σήμα, με διακοπές, με κακή εικόνα, διακεκομμένο ήχο. Σε μια περιοχή αποκλεισμένη από το Ισραήλ, και με δημοσιογράφους να στοχοποιούνται ασταμάτητα ακριβώς για να περιοριστεί η διάδοση της αλήθειας, αυτό που φτάνει μπροστά μας μέσα από αυτές τις συνομιλίες και τις εικόνες, είναι δεδομένα ανεκτίμητο. Ένα καθηλωτικό ντοκιμαντέρ που απέκτησε μια επιπλέον τραγική διάσταση σημασίας και αλήθειας, όταν ο Ισραήλ σκότωσε με στοχευμένη βομβιστική επίθεση τη Χασούνα, μια μέρα μετά την ανακοίνωση της ταινίας στο πρόγραμμα του τμήματος ACID των Καννών.
Στην οθόνη-μέσα-στην-οθόνη της ταινίας, η Χασούνα προσφέρει ένα καθημερινό ημερολόγιο καταστροφής, κουβαλώντας συχνότερα από ό,τι όχι, ένα τεράστιο χαμόγελο που κάθε φορά που το αντικρύζεις γίνεται και πιο σπαρακτικό. Στρέφει το κινητό προς τα έξω, για να δείξει στη Φαρσί (και σε εμάς) καπνούς από βομβαρδισμούς σε κάποια διπλανή γειτονιά. Ακούμε τα βομβαρδιστικά να σκίζουν τον ουρανό. Συναντάμε μέλη της οικογένειάς της που μας χαιρετάνε. Βλέπουμε φωτογραφίες και ντοκουμέντα που παίρνει η ίδια από περιοχές πνιγμένες στο γκρεμισμένο μπετόν. Ακούμε τα λόγια της, όταν η κακή σύνδεση δεν επιτρέπει να δούμε την εικόνα της – ή όταν η ίδια νιώθει πως, απλά, δεν μπορεί να μιλήσει περισσότερο.
Μια ταινία που ξεκινά ως αναγκαίο παράθυρο σε μια γωνιά του κόσμου ασφυκτικά αποκομμένη, εξελίσσεται τελικά σε μια τελευταία μαρτυρία διαρκείας. Εξοργιστικό και συνταρακτικό, ένα από τα πιο σημαντικά φιλμ της χρονιάς. Η ταινία _δυστυχώς δεν έχει διανομή στην Ελλάδα.
Resurrection
Η νέα ταινία του νέου ταλέντου που έχει γεννήσει το ασιατικό σινεμά την τελευταία 10ετία. Ο κινέζος Μπι Γκαν εμφανίστηκε το 2015 με το Kaili Blues, ένα από τα κρυμμένα αριστουργήματα των κινηματογραφικών ‘10s, αλλά έκανε μεγαλύτερο θόρυβο στους στενά σινεφιλικούς κύκλους λίγα χρόνια αργότερα με το Long Day’s Journey Into Night: Ένα οδοιπορικό ονείρων με επιρροές από Λιντς και Ταρκόφσκι, που κορυφώνεται με ένα αποστομωτικό 3D μονοπλάνο 40 λεπτών. Φέτος, με την τρίτη του ταινία ο Μπι Γκαν βρίσκεται πλέον στο Διαγωνιστικό των Καννών και δεν περιμένουμε πως θα φύγει από αυτό στο άμεσο μέλλον – τόση αίσθηση δημιούργησε το νέο του φιλμ, μια εξίσου ακατηγοριοποίητη εξερεύνηση στο υποσυνείδητο με οδηγό το σινεμά, τις εικόνες του και την ιστορία του. Η επιτροπή της Ζιλιέτ Μπινός μάλιστα επέλεξε να δώσει στο Resurrection ένα Ειδικό Βραβείο, πέρα από τα κατοχυρωμένα. Αν η ταινία έχει κάτι σχετικά κοντά σε πλοκή, είναι αυτή: Είμαστε σε έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα κατάφερε να κατακτήσει την αιωνιότητα, και το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να σταματήσει να ονειρεύεται. Υπάρχουν όμως και οι “fantasmers”, κάποιοι άνθρωποι που ακόμα αντιστέκονται και ακόμα ονειρεύονται, με αποτέλεσμα να βιώνουν τον χρόνο μη γραμμικά, και διακινδυνεύοντας την δίχως όνειρα, γραμμική αιωνιότητα των υπολοίπων.
Καθώς ένας από αυτούς τους fantasmers μεταπηδά ανάμεσα σε εποχές και στιγμές και όνειρα και πραγματικότητα, μία γυναίκα από την οργάνωση που είναι υπεύθυνη για την εγκαθίδρυση της τάξης στο timeline, θα αναλάβει να τον κυνηγήσει και να τον εξουδετερώσει. Όμως μέσα από τις εποχές, μέσα από τα όνειρα, μέσα από τα κινηματογραφικά είδη, ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί ένα ρομάντσο που ξεπερνά τα όρια και τη λογική. Η ταινία χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια μηδαμινής αφηγηματικής συνοχής, με την παραπάνω κεντρική ιδέα να είναι απλώς η αφορμή για να στήσει ο Μπι Γκαν έναν τεχνικά θριαμβευτικό ύμνο στο σινεμά των διαφορετικών εκφράσεών του. Οι δύο ήρωες, παιγμένοι ενίοτε από την Σου Τσι και τον Τζάκσον Γι, μεταπηδούν ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη, με την κάθε ενότητα να παραπέμπει και σε μια διαφορετική κινηματογραφική εποχή – και όλες μαζί, συνολικά, να αποτελούν ένα παθιασμένο επιχείρημα υπέρ της αθανασίας του σινεμά όπως αυτό γεννιέται μέσα από απαγορευμένα όνειρα.
Διότι, εξάλλου,
πώς είναι δυνατόν να σταματήσει κανείς να ονειρεύεται;
Ο Μπι Γκαν κινηματογραφεί με αποστομωτικό τρόπο μια ενστικτώδη διαδρομή, όπου ακόμα κι αν τα μεσαία κεφάλαια ομολογουμένως σήκωναν αρκετό σφίξιμο, μιας και δεν εμπλουτίζουν τρομερά το σύνολο, η πρώτη κι η τελευταία πράξη του φιλμ του αρκούν για να το στείλουν στα highlights της χρονιάς. Μια εξπρεσιονιστική καταδίωξη μέσα από τη ζωντανή ιστορία της γέννησης της 7ης τέχνης μας βάζει από νωρίς στη σωστή διάθεση, ενώ το φιλμ κορυφώνεται με ένα ακόμα αδιανόητο μονοπλάνο το οποίο μοιάζει να καταργεί την ίδια την ισχύ του χρόνου, διατρέχοντας μια νύχτα και όλα όσα αυτή γεννά αλλά και παίρνει τελικά μαζί της. Όπως ακριβώς και τα όνειρα.
Ξεχώρισαν ακόμα
Οι αδερφοί Νταρντέν με το Young Mothers παραδίδουν την πιο συγκινητική τους ταινία εδώ και πολλά χρόνια, λέγοντας με αφοπλιστική αμεσότητα την ιστορία τεσσάρων κοριτσιών που έχουν γίνει μητέρες και προσπαθούν να ζυγίσουν αυτή την πραγματικότητα με αυτό που θέλουν από τις ζωές τους. Οι ιστορίες περιστρέφονται γύρω από ένα κέντρο στήριξης νεαρών μητέρων, είναι παιγμένες με απίστευτη φυσικότητα από τις νεαρές ηθοποιούς, και πιστά στη νταρντενική παράδοση, δεν ξεχνούν ποτέ πως (να) μιλάνε για φτωχά άτομα της εργατικής τάξης. Οι Νταρντέν, που έχουν βραβευτεί σχεδόν για κάθε ταινία τους στις Κάννες, κέρδισαν και φέτος κάτι: Βραβείο Σεναρίου, το οποίο καταλήγει σχεδόν πάντα να απονέμεται από την επιτροπή ως «κάτι πρέπει να δώσουμε και δεν βρίσκουμε τι» βραβείο. Ας είναι.
Ωραίο το Φοινικικό Σχέδιο του Γουές Άντερσον κι ας μην στέκεται δίπλα στο Asteroid City. Ο Γουές μοιάζει πλέον μάλλον καταδικασμένος να ταξιδεύει στις Κάννες και να μην λογίζεται ποτέ ανάμεσα στους πιθανούς βραβευθέντες, διότι το σινεμά του δύσκολα θα μεταπείσει πλέον κάποιον θεατή που δεν το εκτιμά, και εξίσου δύσκολα θα χάσει κάποιον που το θαυμάζει. “Ο Γουές Άντερσον είναι αντικομφορμιστής σε μια εποχή που ο κομφορμισμός είναι της μόδας”
Πιο άγνωστη ποσότητα ήταν αντιθέτως η Ζουλιά Ντικουρνό που επέστρεψε στις Κάννες μετά τον σοκαριστικό Χρυσό Φοίνικα του Titane. Το Alpha κατασπαράχθηκε από την κριτική, αδίκως κατά τη γνώμη μου. Είναι μια moody, πολύ μελαγχολική, πολύ συναισθηματική fantasy αλληγορία με εξαιρετικές ερμηνείες, που νομίζουμε θα εκτιμηθεί στο μέλλον, μακριά από το βάρος και τις πρεστίζ προσμονές των Καννών. Αντιθέτως, εύκολο πάρε-βάλε ήταν το Sentimental Value του Γιόακιμ Τρίερ. Η ταινία άρεσε πολύ, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (ευτυχώς όχι τον Χρυσό Φοίνικα) και αναμένεται να κάνει γερή οσκαρική πορεία. Είναι καλοφτιαγμένο και κυλάει χωρίς να το νιώσεις σχεδόν – αλλά είναι υπερβολικά λεία τα πάντα σε αυτή την ταινία.
Μεγάλες ενστάσεις.
Εκεί που σίγουρα δεν είναι λεία τα πράγματα, είναι σε μια τριπλέτα συναρπαστικών, αιχμηρών, σκληρών ταινιών που αφήνουν όλες στην άκρη τη γραμμική αφήγηση υπέρ μιας προσέγγισης πολύ πιο άτακτης, πηγαίας και ωμής. Η Μάσα Σιλίνσκι με το Sound of Falling αφηγείται την ιστορία γυναικών από 4 διαφορετικές γενιές που μεγάλωσαν στο ίδιο κτήμα και βίωσαν όλες την ασφυξία και την καταπίεση της πατριαρχίας – με τρόπους διαφορετικούς αλλά ίσως και όχι τόσο. Οι δεκαετίες κι οι ηρωίδες μπλέκονται σε έναν τυφώνα πόνου που νιώθεις πως ξεβιδώνει τον ίδιο τον άξονα του χρόνου. Η Σιλίνσκι μοιράστηκε το Βραβείο της Επιτροπής (το χάλκινο μετάλλιο σα να λέμε) με το Sirat, όμως η Λιν Ράμσεϊ δεν είχε τύχη στα βραβεία με το δικό της εκκωφαντικό, μη γραμμικό δράμα, Die My Love. Εκεί, η Τζένιφερ Λόρενς παίζει μια γυναίκα που χάνει την άγκυρά της στην πραγματικότητα καθώς ο γάμος της καταρρέει. Πόνος, φωτιά και ταραχή, σε μια ταινία ζόρικη, αλλά που σε κάνει να νιώθεις όπως ακριβώς θέλει – κι αυτό είναι σίγουρα κάτι.
Το καλύτερο της μίνι αυτής κατηγορίας όμως ήταν το Chronology of Water της Κρίστεν Στιούαρτ, για μια γυναίκα που δραπετεύει από ένα οικογενειακό περιβάλλον βίας και εθισμών για να χαράξει τη δική της διαδρομή και να βρει την ελευθερία μέσα από τον γραπτό λόγο. Πολύ σωματικό φιλμ μεγάλης συναισθηματικής αμεσότητας, (καρα)σκηνοθετημένο από το πρώτο ως το τελευταίο του καρέ. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Στιούαρτ έχει κάποιες εφηβικές ασθένειες, αλλά θαύμασα την ειλικρίνειά του – θεματικά, όσο και στιλιστικά. Μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρών, συχνά επίπονων, σίγουρα προκλητικών ταινιών (ως περιεχόμενο αλλά και ως φόρμα), είναι σπάνιο στις Κάννες να συναντάς κάτι που δε μοιάζει να στοχεύει σε πολλά επίπεδα ανάγνωσης, ούτε διακατέχεται από έντονες πρεστίζ βλέψεις. Κάτι αναπολογητικά ωμό και αγνά διασκεδαστικό. Φέτος όμως το βρήκαμε, και ήταν το Dangerous Animals – μια καθαρή midnight madness ταινία τρόμου, με τον Τζάι Κόρτνεϊ (Suicide Squad) σε τρελά κέφια, στο ρόλο ενός σίριαλ κίλερ που έχει εμμονή με καρχαρίες, και με το να ταΐζει νέες γυναίκες σε αυτούς.
Μια σκληροτράχηλη σέρφερ όμως θα αποδειχθεί δύσκολο γεύμα για τους καρχαρίες καθώς τα ένστικτα επιβίωσης την κρατάνε ζωντανή, σε ένα διαρκές κυνηγητό σε χώρους ασφυκτικούς και αχανείς την ίδια στιγμή. Τρομερά διασκεδαστικό φιλμ, σε μια ήδη θρυλική προβολή που ξεσήκωσε το κοινό των Καννών. Το Φοινικικό Σχέδιο προβάλλεται ήδη στις αίθουσες, το Sound of Falling θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από το Cinobo (πότε;), ενώ το Dangerous Animals 10 Ιουλίου. Η ταινία The Chronology of Water δεν έχει ελληνική διανομή.