Ξεκινάμε από εδώ …
Και συνεχίζουμε
Τα ξωτικά «γεννήθηκαν» μέσα στην καθημερινότητα των ανθρώπων του μόχθου και κυρίως από τη σχέση τους με το ύπαιθρο και τη φύση. Η ελληνική παράδοση μαρτυρά πολλούς ξωτικολαούς (τελώνια, δράκοι, νεράιδες, γοργόνες, καλικάντζαροι, λάμιες, γίγαντες), ως εξέλιξη των μυθολογικών πλασμάτων που συντρόφευαν ή στοίχειωναν τη μέρα και τη νύχτα των αρχαίων κατοίκων. Στην Ευρώπη, η ονομασία Faery ή Elf περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά είδη ξωτικών.
Οι νάνοι, πριν γίνουν οι άξιοι Βοηθοί του Αϊ-Βασίλη, έκαναν -ως ξωτικά- ένα σωρό δουλειές. Έγνεθαν μαλλί, άλεθαν σιτάρι, φύλαγαν τα ζώα, κυνηγούσαν τους κλέφτες, άναβαν τη φωτιά και, στην ανάγκη, έσβηναν τις πυρκαγιές. Στη Σκανδιναβία ονομάζονται Γιούλμπουκ Το όνομά τους σημαίνει «αυτοί που πλησιάζουν τα σπίτια», γιατί χτυπούν τις πόρτες των ανθρώπων τη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου. Στη Γερμανία τους λένε Κλάουμπαουφ. 0 πιο γνωστός είναι ο Κνεχτ Ρούπρεχχ. ο συνοδός του Αϊ-Νικόλα -ένα κακομούτσουνο (και τρομαχτικό!) ξωτικό, που φαινόταν να ξέρει όλες τις σκανταλιές που είχαν κάνει τα παιδιά την προηγούμενη χρονιά. Έτσι δεν αποκλειόταν, αντί για δώρα, να πάρουν κανένα δεμάτι βέργες! Δεν είναι τυχαίο το όνομα που του έδωσαν οι κάτοικοι της Λορένης: τον έλεγαν «Μπαρμπα-Μαστίγιο»! Στην Αλσατία τον φώναζαν Χανς Τραπ Στην Ολλανδία ήταν ο Πιτ ο Μαυριτανός (ή αλλιώς Μαύρος Πιτ!) και μπορεί ν’ άφηνε στα ξυλοπάπουτσα των παιδιών, αντί για δώρα, μερικά κομμάτια… κάρβουνο!
Μπεφάνα
Στην Ιταλία, τα δώρα στα παιδιά φέρνει η Μπεφάνα, και μάλιστα όχι τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά αλλά τη μέρα των Φώτων! Σύμφωνα με την ιστορία της η Μπεφάνα. μια πολυάσχολη ηλικιωμένη γυναίκα, είχε αρνηθεί να ακολουθήσει τους τρεις μάγους-Βασιλιάδες. Την είχαν προσκαλέσει να ψάξουν μαζί για το νεογέννητο Χριστό, ακολουθώντας το λαμπερό αστέρι, όμως κείνη προ-τίμησε να συνεχίσει το νοικοκυριό της, αντί να τρέχει στις ερημιές. Αργότερα, που το καλοσκέφτηκε, το μετάνιωσε. Αλλά ήταν ήδη αργά, γιατί οι τρεις ξένοι είχαν ήδη απομακρυνθεί και δεν μπόρεσε να βρει τα ίχνη τους. Έτσι, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ιπτάμενη σκούπα της κι άρχισε να πετάει πάνω από τα σπίτια καβάλα στο σκουπόξυλό της. ρίχνοντας δώρα στις καμινάδες. Σε κάποιο απ’ όλα τα σπίτια -έλπιζε- θα είχε γεννηθεί το θείο βρέφος, έτσι θα έπαιρνε το δώρο που του χρωστούσε…
Όπως συνέβη με τον Αϊ-Βασίλη – Σάντα Κλάους. ο μύθος της Μπεφάνα έχει υποστεί πολλές μεταμορφώσεις στο πέρασμα των αιώνων. Είναι, ενδεχομένως, απόγονος αρχαίων ειδωλολατρικών εξιλαστήριων τελετών που, στη συνέχεια, πέρασαν στους Ρωμαίους. Τις δώδεκα νύχτες που ακολουθούσαν το χειμερινό ηλιοστάσιο (σε μια περίοδο αφιερωμένη στους εορτασμούς για την αναγέννηση της φύσης), πίστευαν ότι μυστηριώδεις γυναικείες φιγούρες πετούσαν πάνω από τα χωράφια για να ευνοήσουν τις μελλοντικές σοδειές. Οι γυναίκες αυτές, υπό την εποπτεία της Ντιάνα (ρωμαϊκή θεότητα του κυνηγιού και της βλάστησης, αντίστοιχη με την αρχαιοελληνική Άρτεμη) ή μίας μικρότερης θεότητας, της Σατία, σηματοδότησαν, πιθανόν, την αρχή του μύθου της «ιπτάμενης γυναίκας» πάνω στο σκουπόξυλο.
Η Μπεφάνα έρχεται τη νύχτα, για να σαρώσει την περίοδο των Χριστουγέννων μ’ ένα σκούπισμα. Ως ηλικιωμένη γυναίκα, με ξεχτένιστα μαλλιά και φθαρμένα ρούχα, συμ-βολίζει τον παλιό, ξεθωριασμένο χρόνο που φεύγει ή την άγονη, χειμωνιάτικη φύση. Το έθιμο να καίγονται μαριονέτες ντυμένες με κουρέλια κατά τη διάρκεια των εορτασμών της Πρωτοχρονιάς είναι διαδεδομένο σε πολλές πόλεις της Ιταλίας και της Ευρώπης, ενώ η σκούπα είναι το σύμβολο του εξαγνισμού και της αναγέννησης. Κάτι αντίστοιχο συναντάμε σε γερμανικές και αυστριακές πόλεις, με τη φιγούρα της Πέρχτα (ή Μπέρχτα). Στη λαογραφία της Βαυαρίας και της Αυστρίας, η Πέρχτα περιπλανιόταν στην ύπαιθρο στα μέσα του χειμώνα και έμπαινε στα σπίτια τις δώδεκα ημέρες μεταξύ των Χριστουγέννων και των θεοφανείων (ειδικά τη Δωδέκατη Νύχτα). Σε αναλογία με τις δοξασίες για την επίσκεψη του Αϊ-Νικόλα (λιγότερο του Αϊ-Βασίλη), ήξερε αν τα παιδιά και οι νέοι υπηρέτες είχαν καλή συμπεριφορά και δούλευαν σκληρά όλο το χρόνο. Αν ναι, μπορεί να έβρισκαν ένα μικρό ασημένιο νόμισμα την επόμενη μέρα, σε ένα παπούτσι ή έναν κουβά. Αν όχι. δεν θέλετε να ξέρετε τι γινόταν…
Η Befana (Μπεφάνα) πήρε το όνομά της, κατά πάσα πιθανότητα, από παραφθορά της ύστερης Λατινικής λέξης epiphania. που πηγάζει από το Αρχαιοελληνικό ουσιαστικό επιφάνεια (εκδήλωση) και το ρήμα επιφαίνω (εκδηλώνω. φανερώνω, αποκαλύπτω, εμφανίζω) γιατί με την πάροδο του χρόνου, η φιγούρα αυτή συνδέθηκε με τη θρησκεία και τη χριστιανική γιορτή των Θεοφανείων. Το γεγονός ότι στη Befana έχει αποδοθεί η ιδιότητα της μάγισσας συνδέεται με τη διάδοση του εθίμου του Halloween και, φυσικά, με την καταδίκη από τον Χριστιανισμό κάθε παγανιστικού συμβολισμού, που κατηγορείται για σατανικές επιρροές, παρά την προσπάθεια εκχριστιανισμού του μύθου της, στον οποίο συνυπάρχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία.
Μπαμπούσκα
Η Μπαμπούσκα (γιαγιά) ήταν μία πάμφτωχη γριά χωρική, που ζούσε κάποτε στην καρδιά της Ρωσίας. Γνωστή σε όλους για τη φιλοξενία της, τη νύχτα των Χριστουγέννων δέχτηκε τους τρεις Βασιλιάδες στην καλύβα της χωρίς να ξέρει ποιοι είναι. Εκείνοι την κάλεσαν να πάει μαζί τους αλλά, όπως η Μπεφάνα, η Μπαμπούσκα αρνήθηκε γιατί είχε να σκουπίσει και να συγυρίσει το σπίτι της. Οι φιλοξενούμενοι της δεν μπορούσαν να την περιμένουν κι έφυγαν. Όταν τελείωσε τη δουλειά της, η Μπαμπούσκα πήρε για να δωρίσει στο νεογέννητο ό, τι της επέτρεπε η φτώχεια της και προσπάθησε να ακολουθήσει το αστέρι που της είχαν δείξει. Η ώρα όμως ήταν περασμένη κι είχε έρθει η αυγή. Κανένα αστέρι δεν υπήρχε για να την καθοδηγήσει κι άρχισε να ψάχνει στα τυφλά, ρωτώντας μήπως είχε δει κανείς τους τρεις ξένους. Πέρασαν βδομάδες και μήνες αλλά δεν μπόρεσε να Βρει εκείνο που έψαχνε. Η ιστορία λέει ότι, κάθε χρόνο, η Μπαμπούσκα επαναλαμβάνει τη διαδρομή, συνεχίζοντας το ψάξιμο και χαρίζοντας δώρα στα παιδιά.
Θεωρείται πως η ιστορία αυτή (Η Μπαμπούσκα και οι Τρεις Βασιλιάδες] είναι διασκευή ενός παλιού ρώσικου παραμυθιού, όμως οι ίδιοι οι Ρώσοι δεν την αναγνωρίζουν ως μέρος της λαϊκής τους παράδοσης. Το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται για παραδοσιακό παραμύθι. Η συγγραφέας του (η Αμερικανίδα Ruth Robbins) χρησιμοποίησε ένα ποίημα που γράφτηκε το 1907, από την επίσης Αμερικανίδα Edith Thomas, στην οποία ανήκει αυτός ο ισχυρισμός. Στην πραγματικότητα, τα βασικά στοιχεία είναι δανεισμένα από την ιστορία της Μπεφάνα, επειδή όμως το παραμύθι της Robbins εικονογραφήθηκε από τον ρωσικής καταγωγής μετανάστη καλλιτέχνη Nicholas Sidyakov, η διαδεδομένη -αν και λανθασμένη- αυτή αντίληψη περιβάλλεται από κάποια αληθοφάνεια. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν συνηθίζονταν τα δώρα. Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δώρου μεταφυτεύτηκε στη Ρωσία από την Ευρώπη και, φυσικά, αφορούσε τα παιδιά μόνο των αριστοκρατικών και πλούσιων οικογενειών.
Λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, οι μύθοι και οι θρύλοι για το Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Θεοφανείων είναι η κληρονομιά που μας άφησαν οι ξωμάχοι των αγροτικών περιοχών. Αντανακλούν τις ιστορικές φάσεις του μετασχηματισμού των ανθρώπινων κοινωνιών στο πέρασμα των αιώνων, γιατί είναι το αποτύπωμα της βιοπάλης τους, των φόβων, των ελπίδων, των ονείρων και των αγώνων τους. Αυτή είναι η πηγή της απαράμιλλης χάρης τους, που αντέχει όχι μόνο στο χρόνο, αλλά και σε κάθε απόπειρα των εκμεταλλευτών μας να ψευτίσουν αυτή την κληρονομιά, να την οικειοποιηθούν ή να την εμπορευτούν.
Εύη Κοντόρα Β’ Αντιπρόεδρος της ΟΓΕ _
Τα στοιχεία για τον Αϊ-Βασίλη – Σάντα Κλάους προέρχονται κυρίως
από το Βιβλίο του Jean Luis Hue
«Τα τελευταία νέα του Αϊ-Βασίλη», Εκδόσεις «θυμάρι»
Καλή χρονιά 2025: Με γεμάτο καλούδια να είναι το καλάθι του νέου χρόνου