Οι αγώνες είναι αφιερωμένοι στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη που εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944 με τους συντρόφους του από τα Ναζιστικά στρατεύματα μέσα στο “Θυσιαστήριο της Λευτεριάς”.
Τα ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΕΙΑ τελούνται για πάνω από 40 χρόνια μέσα στον χώρο με τη συμμετοχή αθλητών όλων των ηλικιών. Με τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη λήξη του Β΄ΠΠ οι αγώνες αποκτούν ξεχωριστή σημασία.
Πολύπλευρη προσωπικότητα ο Ναπολέων Σουκατζίδης , σύνδεσε από νωρίς τη μοίρα του με το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Μέλος της ΟΚΝΕ από το 1927, γλωσσομαθής _από 19 χρόνων μιλούσε και έγραφε έξι γλώσσες. Η διαδρομή Αη Στράτης – Ακροναυπλία – Λάρισα – Χαϊδάρι – Καισαριανή, που σημάδεψε τη σύντομη ζωή του αγωνιστή ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ Ναπολέοντα Σουκατζίδη, είναι ποτισμένη με αίμα. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς του 1944. Ο στρατοπεδάρχης εκφωνεί τον κατάλογο των μελλοθανάτων. Παρών! Παρών! Βροντερό, αντρειωμένο. Με μια βραχνάδα από το ξενύχτι. Καθάριζαν το λαιμό τους όταν έφτανε η σειρά τους, για ν’ ακουστεί καλά. Να μη φανεί εξαιτίας της βραχνάδας υποτονικό, φοβισμένο, δειλό. Ναι, αυτό είναι: Φοβούνται την ξεφτίλα περισσότερο από το θάνατο. Το νούμερο 71 είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης. «Όχι εσύ, Ναπολέων», θα πει ο στρατοπεδάρχης, που χρειαζόταν, ως διερμηνέα το Σουκατζίδη. Και ο Ναπολέων ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ, ο Ναπολέων ο μικρασιάτης, ο Ναπολέων ο κρητικός, ο Ναπολέων ο έλληνας, , θα αρνηθεί την προσφορά, για να μη μπει άλλος κρατούμενος στη θέση του. Και θα βαδίσει οικειοθελώς στο θάνατο, αφήνοντας πίσω του τον ήλιο που εκείνη την ώρα χάραζε, πίσω από τον Υμηττό… Και ύστερα η αναχώρηση και η διαδρομή, η διαδρομή θανάτου.
Τελευταίοι αποχαιρετισμοί. Τα στόματα ανοίγουν για παραγγελίες στους δικούς τους ανθρώπους. Κάποιοι γράφουν και μικρά, πρόχειρα σημειώματα. «Να βρεις τη μάνα μου. Στο επισκεπτήριο. Μην την αφήσεις να περιμένει, μην την ξευτιλίσει ο σκοπός. Φεύγω ευτυχισμένος να της πεις. Να’ ναι περήφανη για το γιο της, όπως ήταν πάντα.» Τα φευγαλέα λόγια του Νίκου, πριν ανέβει στο φορτηγό για το τελευταίο του ταξίδι, την τελευταία του ταλαιπωρία. «Την κορούλα μου, την πριγκίπισσα της καρδιάς μου. Δεν την έζησα. Δεν τη χάρηκα. Θα είμαι νοερά δίπλα της. Μην την ξεχάσετε σύντροφοι., μην την ξεχάσετε..» Δύσκολα έβγαιναν τα λόγια. Την φωτογραφία της πριγκίπισσάς του έσφιγγε στο χέρι ο Γιώργος. Την έσφιγγε σαν να φοβόταν ότι θα του την πάρουν. Όλα του τα είχαν πάρει. Δεν θα επέτρεπε και αυτό. Σφικτά αγκαλιασμένη η πριγκίπισσά του. Να μην την δουν. Και ο Ναπολέων αγέρωχος στη σειρά και αυτός για το τελευταίο ταξίδι. «Μην μας δουν να κλαίμε σύντροφοι., μην τους κάνουμε τη χάρη.
Ακροναυπλιώτικα θα πεθάνουμε.. όρθιοι, όπως τα δέντρα» φώναξε συγκινημένος μπαίνοντας στο φορτηγό. Ο Ανέστης ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι με δυνατή φωνή δίνει το παράγγελμα. «Σε γνωρίζω από την κόψη Του σπαθιού την τρομερή» Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει. Κατάνυξη και συγκίνηση. Ιεροτελεστία ήταν. Από την ψυχή έβγαινε η φωνή. Η δύναμη των στίχων έδειχνε τεράστια. Και οι πέτρες λύγιζαν σ’ αυτό το συγκλονιστικό θέαμα. Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα.. Μέχρι την κορυφή του Υμηττού έφτανε. Και ο αντίλαλος χτυπούσε ευθεία τις καρδιές τους. Και μετά οι ομοβροντίες των μυδραλίων ήταν εκκωφαντικές. Και μετά σιωπή, απέραντη σιωπή. Νεκρική. Λες και αυτό που ακούγονταν ήταν στη φαντασία τους. Και μετά πάλι τα ίδια, οι επόμενοι. Η πιο φτηνή αφαίρεση της ζωής. Η πιο ανεκτίμητη πράξη ζωής. Πάλι τα ίδια. Κατά εικοσάδες τους κατέβαζαν από τα καμιόνια. Τους έμπαζαν μέσα. Τους έστηναν. Και τους εκτελούσαν με τα πολυβόλα που ήταν στημένα σε 4 βάσεις και με οπλοπολυβόλα. Ένας αξιωματικός διέτασσε πυρ και πυροβολούσε πρώτος. Αυτός έδινε και τη χαριστική βολή στον εγκέφαλο. Εμπρός της γης οι κολασμένοι της πείνας σκλάβοι εμπρός, εμπρός …
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια. Στον αγώνα ενωμένοι κι ας μη λείψει κανείς. Τέτοιες φωνές ακούγονται. Ο αντίλαλος από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Παραμένει. Αν γονατίσεις στη γη, εκεί στο θυσιαστήριο και βάλεις το αυτί σου στο χώμα θα τον ακούσεις τον αντίλαλο. Ακόμα και στην γύρω περιοχή, στον συνοικισμό. Ακούγονται οι φωνές, λυπητερές φωνές, οργισμένες φωνές. Όσο κοντοζυγώνει κάποιος στον τόπο που ακούγονται οι φωνές, τόσο αυτές αλαργεύουν. Φωνές που σε ξυπνούν από τον ύπνο τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Για όνειρα που κάναμε, δικαιώματα που κατακτήθηκαν, δικαιωμένες και αδικαίωτες θυσίες που κατατέθηκαν στο βωμό της ελπίδας. Η μνήμη, η ελπίδα, η θυσία, ο αγώνας ολοζώντανες παρουσιάζονται μπροστά σου. Και έχουν τη μορφή των διακοσίων κομμουνιστών.