Ίσως δεν το γνωρίζετε αλλά η γαλλικά: a Toscà _είναι δράμα σε πέντε πράξεις του Βικτοριέν Σαρντού, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις το 1887 στο θέατρο δίπλα στην Porte Saint-Martin στο Παρίσι, από την Σάρα Μπερνάρ. Όμως εμείς θα μιλήσουμε για την “μεγάλη κυρία”, που παρουσιάστηκε τέτοιες μέρες (1900 _πριν 125 χρόνια) στη Ρώμη με τους φίλους της όπερας να παραληρούν παρακολουθώντας το έργο που επρόκειτο να περάσει ως ορόσημο στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, να «σφραγίσει» μεγάλες σταρ του είδους -αρχής γενομένης από την Κάλλας- και να φτάσει χωρίς ρυτίδες ως τις μέρες μας
Το θεατρικό δράμα La Tosca του Σαρντού παίχτηκε στο Μιλάνο στις αρχές του 1889, ο Πουτσίνι εντυπωσιάστηκε πολύ και άρχισε να σκέφτεται να δημιουργήσει μια όπερα από αυτό. Μίλησε σχετικά με τον εκδότη των έργων του, τον Τζούλιο Ρικόρντι, ζητώντας του να ενδιαφερθεί για τα δικαιώματα μελοποίησής του. Ο Σαρντού δεν έδωσε ξεκάθαρη άρνηση, αλλά έδειξε ψυχρότητα. Πάντως στα τέλη του 1893 ο Ρικόρντι έλαβε την άδεια, αν και υπέρ ενός άλλου συνθέτη, του Αλμπέρτο Φρανκέτι, ο οποίος είχε κάνει το προηγούμενο έτος μεγάλη επιτυχία με την όπερα Χριστόφορος Κολόμβος.
Ο Λουίτζι Ίλικα ετοίμασε το προσχέδιο του λιμπρέτου, το οποίο ο Σαρντού ενέκρινε. Μετά από λίγους μήνες ο Φρανκέτι εγκατέλειψε το εγχείρημα, έτσι ο Ρικόρντι το 1895 ανέθεσε το έργο στον Πουτσίνι, ο οποίος ξεκίνησε το έργο λίγους μήνες μετά την επιτυχία της Λα Μποέμ, στα τέλη της άνοιξης του 1896. Στη σύνταξη του λιμπρέτου συμμετείχε και ο Τζουζέπε Τζιακόζα, παρόλο που δεν θεωρούσε το θέμα πολύ ποιητικό και υποστήριζε ότι η επιτυχία του θεατρικού έργου οφειλόταν στη δεξιοτεχνία της πρωταγωνίστριας Σάρα Μπερνάρ και όχι στο κείμενο. Μετά από κάποιες αντιθέσεις και δεύτερες σκέψεις, τον Οκτώβριο του 1899 το έργο ολοκληρώθηκε και στις 14 Ιανουαρίου 1900 παρουσιάστηκε στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης … η Τόσκα σύντομα καθιερώθηκε στο κλασικό ρεπερτόριο, μέσα σε τρία χρόνια ανέβηκε στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου και έγινε μια από τις πιο διάσημες όπερες όλων των εποχών.
Ήδη νωρίτερα ο μεγάλος ιταλός συνθέτης Τζιάκομο Πουτσίνι είχε παρουσιάσει τη “Μανόν Λεσκώ” και την “Μποέμ”. Με την “Τόσκα” και τη “Μαντάμα” (Μπατερφλάι) θα έπαιρνε τη θέση του στο πάνθεον της όπερας ως ο διάδοχος του Βέρντι. Το 1900 ειδικά ήταν η μεγάλη στγμή της τρίπρακτης “Τόσκα”, βασισμένης στο ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, εμπνευσμένης από την ομώνυμη γαλλίδα που προαναφέραμε . Στην υπόθεση, που εξελίσσεται το 1800 στη Ρώμη των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο ζωγράφος και δημοκράτης Μάριο Καβαραντόσι, εραστής της Τόσκα, συλλαμβάνεται εξαιτίας της συμπάθειάς του προς τον Ναπολέοντα από τον βαρόνο Σκάρπια, αρχηγό της Αστυνομίας. Ο τελευταίος προθυμοποιείται να τον αφήσει ελεύθερο με αντάλλαγμα μια δική του ερωτική συνεύρεση με την Τόσκα. Εκείνη υποκύπτει φαινομενικά, αλλά σκοτώνει τον Σκάρπια όταν την πλησιάζει. Κυνηγημένη από την Αστυνομία αυτοκτονεί πέφτοντας από τις επάλξεις του φρουρίου των φυλακών όπου λίγο νωρίτερα έχει εκτελεστεί ο Καβαραντόσι. Την πρώτη περίοδο που παίχτηκε η όπερα στη Ρώμη δόθηκαν 20 παραστάσεις και κάθε βράδυ το θέατρο ήταν γεμάτο. Ο θρίαμβος επαναλήφτηκε αργότερα στο Μιλάνο, όπου η όπερα ανέβηκε υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι.
Η όπερα _όπως ήδη αναφέραμε παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επί ιταλικού εδάφους στο Θέατρο Κονστάντσι της Ρώμης παρουσία της Margherita di Savoia, του πρωθυπουργού και του συνθέτη Αλμπέρτο Φρανκέτι, ο οποίος είχε αναλάβει αρχικά να συνθέσει το έργο. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ (Hariclea Darclée), που μάλιστα υπήρξε επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι. Στη μουσική διεύθυνση ήταν ο Λεοπόλντο Μουνιόνε, τον οποίο η Αστυνομία είχε προειδοποιήσει να διακόψει την παράσταση σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης και να ανακρούσει τον εθνικό ύμνο.
Υπάρχει καταγεγραμμένη μία παρουσίαση της “Τόσκα” από τον ιδιωτικό θίασο του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος κατά την καλλιτεχνική σεζόν 1916/1917 στο πρώτο θέατρο “Ολύμπια”. Η Εθνική Λυρική Σκηνή, πάντως, τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της το 1942 στο θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη τότε Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Είχε προσληφθεί δύο χρόνια νωρίτερα και αυτός πέρασε στην Ιστορία ως ο πρώτος μεγάλος επαγγελματικός της ρόλος. Διευθυντής ορχήστρας ήταν ο Σώτος Βασιλειάδης.
Το λιμπρέτο, που βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Σαρντού, μειώθηκε από πέντε σε τρεις πράξεις, αφαιρέθηκαν δε πολλές λεπτομέρειες του ιστορικού πλαισίου και πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Η δράση επικεντρώθηκε στους τρεις βασικούς χαρακτήρες δηλαδή την Τόσκα, τον εραστή της Μάριο Καβαραντόσσι και τον διώκτη τους, τον βαρώνο Σκάρπια. Τρία εμβληματικά κτίρια της Ρώμης, ένας ναός, ένα μέγαρο και ένα κάστρο, αντιστοιχούν στις τρεις πράξης της όπερας: η Βασιλική του Σαντ’ Αντρέα ντέλα Βάλε για την Α’ Πράξη, το Παλάτσο Φαρνέζε για την Β’ Πράξη και το Καστέλ Σαντ’Άντζελο για το αποκορύφωμα της Γ’ Πράξης.

Ο Πουτσίνι, με την γκαβότα στο Παλάτσο Φαρνέζε της Β’ πράξης ή το τραγούδι του βοσκού και τις καμπάνες του όρθρου της Γ’ πράξης, μας προσφέρει μια μοναδική ρεαλιστική εικόνα του δραματικού αγώνα που δίνουν οι τρεις πρωταγωνιστές, η Τόσκα, ο Καβαραντόσσι και ο Σκάρπια, δημιουργώντας εντέλει ένα εξαιρετικό δείγμα βερισμού. Τα ρετσιτατιβα, που συνηθίζονταν σε παλαιότερες όπερες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο ενώ πολύ χαρακτηριστική του έργου είναι η χρήση του leitmotiv. Η Τόσκα δεν ξεκινά με ουβερτούρα αλλά με μια ακολουθία τριών πολύ δυνατών συγχορδιών, το leitmotiv που χαρακτηρίζει τον βίαιο χαρακτήρα του Σκάρπια, όπως και ολόκληρη τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου στο σύνολό του, με τις σκηνές του νεωκόρου να είναι οι μόνες ξέγνοιαστες στιγμές. Ο συνθέτης συμπυκνώνει τη δράση με μεγάλη αποτελεσματικότητα και παραχωρεί στους πρωταγωνιστές του μόνο σύντομα αλλά έντονα σόλο που δεν διακόπτουν τη μουσική συνοχή. Η πανταχού παρουσία των leitmotiv και η χρωματική γλώσσα μας προϊδεάζουν για τα έργα των Βάγκνερ και Άρνολντ Σένμπεργκ που ακολούθησαν.
Χαρακτήρες
- Φλόρια Τόσκα \ σοπράνο
- Μάριο Καβαραντόσσι \ τενόρος
- Βαρώνος Σκάρπια \ βαρύτονος
- Τσέζαρε Αντζελόττι \ βαθύφωνος
- Νεωκόρος \ βαθύφωνος
- Σπολέττα \ τενόρος
- Σιαρρόνε \ βαθύφωνος
- Δεσμοφύλακας \ βαθύφωνος
- Βοσκός \ σοπράνο
- Στρατιώτες, χωροφύλακες, παιδική χορωδία, αριστοκράτες, άνθρωποι του λαού
Η ταινία του Ρενουάρ που δεν γυρίστηκε
Το 1939 ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ αποφασίζει να μεταφέρει την “Τόσκα” στη μεγάλη οθόνη και μετακομίζει στη Ρώμη. Μαζί του έρχεται ως βοηθός από το Μιλάνο ο νεαρός τότε Λουκίνο Βισκόντι, δηλωμένος λάτρης του λυρικού θεάτρου, ο οποίος βίωνε τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του. Το σχέδιο φαίνεται να έχει αποκτήσει προοπτικές μέχρι τη στιγμή που η Γκεστάπο κάνει εμφανή την παρουσία της σχεδόν καθημερινά στο πλατό. Ο Ρενουάρ εγκαταλείπει την Ιταλία, ενώ η μεταφορά του έργου ολοκληρώνεται σκηνοθετικά από τον Καρλ Κοχ, συνεργάτη των συντελεστών στη συγγραφή του σεναρίου. Το διαμάντι των ηχογραφήσεων
Η πιο ενδιαφέρουσα ηχογράφηση θεωρείται διαχρονικά εκείνη του 1953 με την Μαρία Κάλλας σε υψηλή φωνητική στιγμή και συναισθηματική αμεσότητα. Αν και μονοφωνική, παραμένει μέχρι σήμερα ένα ορόσημο και για τον Καβαραντόσι του νεότατου τότε Τζουζέπε ντι Στέφανο, αλλά και τον Σκάρπια του Τίτο Γκόμπι. Ο τελευταίος θα ηχογραφήσει ξανά μαζί με την Κάλλας το 1964, αλλά αυτή τη φορά φωνητικά θα είναι και οι δύο πιο ευάλωτοι.
Το Quantum of Solace είναι βρετανική κατασκοπευτική περιπέτεια παραγωγής 2008. Αποτελεί την 22η προσθήκη στη σειρά ταινιών Τζέιμς Μποντ και είναι άμεση συνέχεια της προηγούμενης ταινίας Casino Royale. Την ταινία σκηνοθέτησε ο Μαρκ Φόρστερ και το σενάριο έγραψαν οι Πολ Χάγκις, Νιλ Πέρβις και Ρόμπερτ Γουέιντ.
Η «Τόσκα» στον Τζέιμς Μποντ _Σκηνικό της όπερας που ανέβηκε το 2008 στο Μπρέγκεντς της Αυστρίας χρησιμοποιείται αυτούσιο στην ταινία «Quantum of solace», τη δεύτερη στην ανανεωμένη σειρά του Τζέιμς Μποντ με τον Ντάνιελ Κρεγκ. Ο 007 φτάνει στην όπερα ακολουθώντας τον Ντόμινικ Γκριν (τον υποδύεται ο Ματιέ Αμαλρίκ) και εκεί ανακαλύπτει και άλλα μέλη της οργάνωσης Quantum σε μυστική συνάντηση. Όλα αυτά πριν ξεκινήσει το συνηθισμένο κυνηγητό με πιστολίδια την ώρα που η κορύφωση στην όπερα καταφτάνει με το «Te Deum» και την εκτέλεση του Σκάρπια από την Τόσκα.
Χρήση μοτίβων από την όπερα γίνεται και στις δύο πρώτες σεζόν του «Peaky blinders».gr