Η «λευκή τρομοκρατία» έκανε την εμφάνισή της αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ. Ηταν η τρομοκρατία του κράτους και διαφόρων ομάδων υπό άμεσο ή έμμεσο κρατικό έλεγχο, που δολοφονούσαν χωρίς δισταγμό τα μέλη, τα στελέχη και τους οπαδούς της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Ετσι, μετά τις εκλογές, η λευκή τρομοκρατία πέρασε πια ολοκληρωτικά και οργανωμένα στα χέρια του κράτους και ντύθηκε με το «κύρος» της εφαρμογής των νόμων που θεσμοθετήθηκαν, χωρίς καμία καθυστέρηση, γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Ενας τέτοιος νόμος ήταν και το διαβόητο Γ` Ψήφισμα, που ψηφίστηκε από την ψευτοβουλή στις 18 Ιούνη του 1946. Η πλήρης ονομασία του ψηφίσματος αυτού ήταν «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότηταν του κράτους»
Το Γ` Ψήφισμα, από το πρώτο του ακόμη άρθρο, απειλούσε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε είχε σκοπό «να αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε εις στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις». Ομως, τα πράγματα δεν έμεναν σ’ αυτό το σημείο, αφού ο νομοθέτης φρόντιζε να θέτει υπό διωγμό και εκείνους, των οποίων οι ιδέες θεωρούνταν ότι τείνουν στην απόσπαση ή αυτονόμηση μέρους της επικράτειας. «Πάσα εκ προθέσεως προπαρασκευαστική ενέργεια της ηγουμένης πράξεως – αναφερόταν χαρακτηριστικά – τιμωρείται με ειρκτήν, υπαρχουσών δε επιβαρυντικών περιπτώσεων με δεσμά πρόσκαιρα ή διά βίου. Ως προπαρασκευαστική ενέργεια θεωρείται και η καθ’ οιονδήποτε τρόπον, αμέσως ή εμμέσως, γενομένη προσπάθεια προς διάδοσιν, ανάπτυξιν και εφαρμογήν ιδεών τεινουσών εις απόσπασιν ή αυτονόμησιν μέρους της Επικρατείας ή η ενέργεια προσηλυτισμού εις τας ιδέας ταύτας».
Τρεις μόλις μέρες μετά την ψήφιση του από τη Βουλή συγκροτήθηκαν τα πρώτα έντεκα έκτακτα στρατοδικεία, στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στην Αλεξανδρούπολη, στα Γιάννενα, στην Κοζάνη, στη Φλώρινα και στη Λάρισα, των οποίων οι αποφάσεις ήσαν τελεσίδικες. Τα «θανατοδικεία» άρχισαν το μακάβριο έργο τους!
Οι δύο πρώτες εκτελέσεις
Σε λίγο, άρχισαν και οι εκτελέσεις. Οι δύο πρώτες εκτελέσεις έγιναν δίπλα στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για τους αγωνιστές Σαπρανίδη και Καλέμο. Αναδημοσιεύαμε το συγκλονιστικό ρεπορτάζ της εκτέλεσης της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (17/7/1946) το οποίο είχε στείλει ανταποκριτή. Φυσικά το όλο ρεπορτάζ θα πρέπει να το συνδυάσουμε αφενός με το γενικότερο κλίμα της εποχής και αφετέρου με τον ίδιο τον πολιτικό-ιδεολογικό προσανατολισμό της εφημερίδας. Υπάρχει έντονο το λογοτεχνικό στοιχείο στις περιγραφές ενώ ο συντάκτης όχι μόνο δεν καταδικάζει το γεγονός, αλλά δείχνει και να το υποστηρίζει κιόλας (σκληρός ο Νόμος, αλλά Νόμος…), ενώ εμφανής είναι και η προσπάθεια να μειώσει την αγωνιστική στάση των εκτελεσμένων, στέλνοντας προφανώς ανάλογα μηνύματα και για «το μάταιο»» της αντίστασης στους αναγνώστες της εφημερίδας. Παρόλα αυτά όμως δίνει ανάγλυφα και αναλυτικά το δραματικό αυτό γεγονός (αλλά και για την όλη «τελετουργία» των εκτελέσεων) συνδυασμένο και με φωτογραφίες! Το σχετικό ρεπορτάζ είναι στη 3η σελ. ενώ υπήρχε για δύο μέρες το όλο θέμα πρωτοσέλιδα.
«Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΩΝ ΔΙΑ ΜΕΤΟΧΗΝ ΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΣΙΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ. ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΤΙ-ΚΟΥΛΕ, ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΛΙ ΤΩΝ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΩΝ. ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΩΝ. «ΝΑ ΕΛΘΟΥΝ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ». Προς ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ Της ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ. Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΩΝ «ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΝΕΚΡΩΝ». «ΑΔΙΚΑ ΘΑ Μας ΠΑΡΕΤΕ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΣΑΣ». Ο ΣΑΠΡΑΝΙΔΗΣ ΖΗΤΕΙ ΤΣΙΓΑΡΟ. Ο ΚΑΛΕΜΟΣ ΖΗΤΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΔΕΣΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ. Περιγραφή του παρακολουθήσαντος συντάκτου μας»
Και συνεχίζει το ρεπορτάζ: « Δύο ακόμη άνθρωποι επότισαν με το αίμα των το πετρόχωμα του συνήθους τόπου των εκτελέσεων. Δύο ζωές έσβυσαν, δύο ζευγάρια μάτια βασίλεψαν με την αυγή. Θα είνε τουλάχιστον τα τελευταία, το άλικο αίμα που αναπήδησε από τα τραύματα τους θα γίνει τάχα ποτάμι, χείμαρρος αδιάβατος να σταματήση το όργιο το αδελφοκτόνο; Τα κορμιά που έπεσαν νεκρά θα γίνουν άρα γε φράγμα και εμπόδιο στον Πυρρίχιο που έχει στηθή σ’ αυτόν τον δύσμοιρο τόπο; Τα μυαλά που τινάχθηκαν στον αέρα θα κάνουν ίσως άλλα, σαλευμένα, να δουλέψουν κανονικώτερα και να ιδούν πως επάνω από όλα στέκεται η Ελλάς, η Ελλάς με τον λαόν της που δεν θέλει τίποτε άλλο παρά την ησυχίαν για τη ανασύνταξή του;
Δεν γνωρίζομεν. Το ευχόμεθα όμως. Ευχόμεθα οι δύο χθεσινοί νεκροί να είνε τα τελευταία θύματα του εθνοκτόνου διαχασμού, να σταματήση πλέον το αίμα που απειλεί να πνίξη τον τόπον, να αφανίση Εθνος και Φυλήν.
Μία είδησις, ότι την 5ην πρωϊνήν εις τον συνήθη τόπον των εκετλέσων θα εκτελεσθούν οι υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου της πόλεως μας εκ Περιστερίου Θεοχ. Σαπρανίδης και Γ. Καλέμος καταδικασθέντες εις θάνατον διότι προέβησαν εις τη κατάρτησιν ενόπλων ομάδων, μας έφερε πολύ ενωρίς εις τας φυλακάς του Γεντή Κουλέ.
Ακόμη δεν έχουν έλθει ούτε το απόσπασμα, ούτε η ορισθείσα ως δύναμις τάξεως χωροφυλακή και στρατός. Αγουροξυπνημένοι οι περίοικοι παρακολουθούν περίεργοι την πρωϊνήν αυτήν εμφάνισίν μας. Ακόμη δεν ξέρουν τι συμβαίνει και δεν γνωρίζουν τι να υποθέσουν. Ο ήλιος ακόμη δεν επρόβαλεν εις τον ορίζοντα και το φεγγάρι ρίχνει τις τελευταίες λιγοστές χλωμές ακτίνες του στον Θερμαϊκό. Η θάλασσα γαλήνια απλώνεται κάτω από τα πόδια μας. Η ατμόσφαιρα, θερμή πρωϊνή ατμόσφαιρα καλοκαιριού, δίνει μιάν υπόνοια τροπικού με την ανάλαφρη υγρασία της.
ΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΑΝΕ…
Σε λίγο φθάνει ένα αυτοκίνητο της ΕΣΑ. Φέρει τον Βασιλικόν Επίτροπον και τον γιατρό. Ευθύς αμέσως έρχεται ο αντιπρόσωπος του Δήμου. Και τώρα ο παπάς των φυλακών είνε στο κελί τους… Αρχίζει ο πρόλογος τους δράματος που, λίγο έπειτα, δύο μεγάλες κόκκινες βούλες στο ζεστό χώμα της γης κλείνουν το βιβλίο της ζωής δύο ανθρώπων…Οι φύλακες τους ξυπνάνε κι ο παπάς- τι σκληρή αποστολή- προσπαθεί με λόγια παραμυθίας να τους εγκαρδιώση!
Εκείνοι δεν θέλουν να πιστέψουν. Ελπίζουν. Και παρακαλούν, ικετεύουν μια μικρή αναβολή. Ελπίζουν πως κάτι ημπορεί να γίνει μέσα σε 24 ώρες. Νάρθουν μάρτυρες. Νάρθη όλο το χωριό. Δεν είνε δυνατόν να πεθάνουν έτσι. Έχουν πάντα την ελπίδα…Πόσοι δεν γίνονται μάρτυρες και ήρωες στην πάλη με τη ζωή γιατί ελπίσουν! Ελπίζουν κι αυτοί λοιπόν. Τι; Σε τι; Σ’ ένα θαύμα. Δεν θέλουν να πεθάνουν κι ελπίζουν και πιστεύουν πως κάποιο θαύμα και τη τελευταία στιγμή θα τους σώση.
Ο Νόμος όμως έργον ανθρώπινο-και οι άνθρωποι δεν κάμνουν θαύματα- είνε άτεγκτος. Είνε όμως Τιμωρός. Και ο Νόμος είπε τη τελευταίαν του λέξιν. Ο Σαπρανίδης και ο Καλέμος θα πληρώσουν με την ζωήν των δι’ ότι έπραξαν. Και δεν μπορεί παρά να εφαρμοσθή, όσον σκληρός και αν είνε…
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ
5 και 30’. Ο ήλιος έχει ήδη ανεβή επάνω απ’ τον Χορτιάτη και χρυσώνει τον ουρανό. Το πρώτο αυτοκίνητο με το απόσπασμα καταφθάνει. Ηδη έχει έλθει και η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας κατέλαβον θέσεις εις όλον τον δρόμο από τις φυλακές έως τον τόπον εκτελέσεως. Ακολουθούν κατόπιν αυτοκίνητα με στρατιώτας, οι οποίοι σχηματίζουν μίαν «ζώνην ασφαλείας» γύρω και εις αρκετήν απόστασιν από τον τόπο της εκτελέσεως, πέραν απ’ την οποία απαγορεύεται να πλησιάση ιδιώτης.
Τώρα οι περίοικοι έχουν καταλάβει. Βουβοί παρακολουθούν τις προετοιμασίες Δύο κατάδικοι με ένα φτυάρι και ένα κασμά στον ώμο βγαίνουν απ’ τη μεγάλη εξώπορτα της φυλακής. Τους φρουρούν δύο φύλακες ένοπλοι. Τραβούν προς «τον συνήθη τόπο εκτελέσεων». Κάποιος ψιθυρίζει: «Οι νεκροθάφτες!» Εκείνοι όμως δεν τον προσέχουν. Ισως ούτε τον άκουσα καν. Και, καθώς είνε ελαφρά κατηφορικός ο δρόμος, τα βήματα τους γίνονται πιο ελαφρά και γρήγορα. Ίσως είνε και το συναίσθημα πως για λίγη ώρα είνε έξω απ’ τους πανύψηλους τοίχους του Γεντή Κουλέ και σιδηρόφρακτα παράθυρα που τους κάνει να μην ακούνε τίποτε και νάνε ελαφροί…
ΝΑ ΦΕΡΟΥΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ…
5 και 40’. Οι μελλοθάνατοι βγαίνουν. Με κόπο κρατιούνται στα πόδια τους. Διασκελίζουν τη εξώπορτα- τόσο μεγάλη πόρτα κι όμως πόσο δύσκολο την περνά κανείς για να βγή! Για μια στιγμή στέκονται. Είνε και οι δύο κατάχλωμοι. Συντετριμμένοι. Εχουν τα χέρια τους δεμένα εμπρός. Ο Σαπρανίδης με χειροπέδες, ο Καλέμος με ένα καλώδιο από ηλεκτρικό. Και οι δύο νέοι, έως 35 χρονών.
Ο Σαπρανίδης αμίλητος, σκυφτός, κυττάζη μπροστά του. Φαίνεται σαν να τάχη χαμένα. Ο Καλέμος πιο ψηλός μόλις στάθηκαν, χωρίς να κυττάζη κατάματα κανέναν αρχίζει να μιλά:
– Αδέλφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε. Είμαστε αθώοι…άδικα. Σταθήτε να το εξετάσουμε το ζήτημα. Να φέρουμε όλο το χωριό. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα.
Είνε ξέσπασμα φόβου τούτο; Ηθελε να επηρεάση τους στρατιώτες του αποσπάσματος να μην πυροβολήσουν; Αγνωστον. Ισως μάλλον το πρώτο.
Κι εσυνέχισε:
Νάρθη κι ο παπάς κι ο πρόεδρος να ιδήτε πως άδικα πάμε.
Κάποιος σε μια στιγμή που σταμάτησε τον ρωτά:
Μ’ αφού έγινε δίκη, ήρθαν μάρτυρες.
«Να το εξετάσουμε πάλι το ζήτημα» συνεχίζει, ενώ ο Σαπρανίδης εξακολουθεί να σιωπά με σκυφτό ο κεφάλι και βλέποντας τριγύρω λογά. Τι να σκεφτότανε άρα γε; Τι άλλο από τη ζωή που σε λίγο θα άφηνε, για το μεγάλο ταξείδι. Ίσως μέσα του να καταριότανε εκείνους που τον παρέσυραν στην αιματηρή αυτή περιπέτεια. Ίσως πάλι πως «ο αγώνας θέλει θύματα σύντροφοι» και να ήταν ικανοποιημένος γιατί τουλάχιστο κι εκείνος ήταν ένα από αυτά. Ποιος ξέρει!
Και όταν ένας συνάδελφος τον ρώτησε: «Συ Σαπρανίδη, δεν έχεις τίποτε να πεις;» απάντησε στωϊκότατα, σαν νάβγαινε από κάποια νάρκη: «Τι να πω;»
Και πραγματικά τι νάλαγε; Φαίνεται πως είχε συλλάβει καλύτερα το νόημα όλης της καταστάσεως. Καταλάβαινε πως ότι κι αν έλεγε ήταν ανωφελές η κατάστασις δεν επρόκειτο ν’ αλλάξη, η ζωή του είχε φθάσει πια στο τέρμα της. Δεν έλειπαν παρά μερικά βήματα ακόμη να κάμη, όσα ήσαν έως τον μοιραίο τόπο. Και σ’ ένα νεύμα του επί κεφαλης, απόσπασμα και μελοθάνατοι ξεκίνησαν για κει.
Η ΧΑΡΑΔΡΑ
Είνε ένας τόπος πίσω- προς τα ανατολικά των φυλακών, που αναδιπλώνεται ελαφρά σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους με λίγο χώμα και περισσότερη πέτρα. Μια ελαφρή χαράδρα κόβει έναν από τους λόφους από έναν άλλον μικρότερον του όπου αρκετοί σταυροί ξύλινοι φαντάζουν πένθιμα: Είνε το νεκροταφείον των εκτελουμένων καταδίκων.
Η συνοδεία συνεχίζει προς τα εκεί την πορεία της από ένα ελικοειδές μονοπάτι. Από μακρυά φαίνονται καθαρά οι δύο κατάδικοι που χτυπάνε τον κασμά και φτυαρίζουν το χώμα, γοργά, θάλεγε κανείς χαρούμενα, σαν να θέλουν να υπογραμμίσουν και να τονίσουν πως αυτοί άλλων τάφο ετοιμάζουν και αυτοί δεν πρόκειται να πεθάνουν! Ισως από μέσα τους να βρίζουν, μα ίσως-ποιος ξέρει- και να σιγομουρμουρίζουν και κανένα τραγουδάκι, κάποιο σκοπό…Μακάβρια σκέψη βέβαια, μα ανθρώπινα πράγματα… Ετσι είνε η ζωή…Αλλοι πάνε κι άλλοι έρχονται.
Σε δέκα λεπτά η συνοδεία έχει φθάσει. Τελευταίος έρχεται ο παπάς βαστώντας το θυμιατό στα χέρια μουρμουρίζοντας τη νεκρώσιμη ακολουθία. Κι ένας ακόμη μουρμουρίζει: Ο Καλέμος, επαναλαμβανοντας πάντα πως άδικα πεθαίνει. Ολοι οι άλλοι φθάνουν αμίλητοι σχεδόν. Που και πού ανταλλάσουν καμμιά κουβέντα. Κι αυτό κυρίως μεταξύ των ανδρών του αποσπάσματος, προκειμένου να δώσουν ή να πάρουν διαταγές.
ΠΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ
5 και 50’ Σε μιάν απότομη κατάβαση του εδάφους στήνονται οι μελλοθάνατοι όρθιοι, με μέτωπο προς τον Θερμαϊκό που τώρα λαμποκοπά κάτω απ’ τον πρωϊνό καλοκαιρινόν ήλιο σαν ασημένο πιάτο.
Απέναντί τους, στο νεκροταφείο, πενήντα μέτρα πιο κάτω, οι δύο κατάδικοι συνεχίζουν βιαστικά το έργο τους. Ο κασμάς γοργά χτυπά τη γη, που θα κρύψει έπειτα από λίγο μια μεγάλη ντροπή: Την τροπή δυό Ελλήνων που θέλησαν να εξοντώσουν άλλους Έλληνας. Και λίγο πιο εδώ, δέκα μέτρα σχεδόν από τους δυό μελλοθανάτους παρατάσσεται το απόσπασμα, υψώνει το ανάστημά της η Ελλάδα που θέλει να ζήση.
Ο Καλέμος συνεχίζει πάντοτε να διαμαρτύρεται:
– Αδέλφια, άδικα θα μας πάρετε στο λαιμό σας!
Και στρεφόμενος προς τον Βασιλικός Επίτροπον ζητεί μία χάριν, σαν τελευταία του θέληση, αλλά μίαν χάριν που ο κ. Επίτροπος δε έχει το δικαίωμα να του την κάμη:
– Κύριε Επίτροπε λέγει. Εγώ μία χάρη θέλω μόνο. Μία μικρή αναβολή. Μη μας σκοτώνετε τώρα. Αφήστε μας 24 ώρες μόνο. Να το συζητήσουμε πάλι το πράγμα. Είμαστε αθώοι..άδικα πάμε. Θα φέρουμε μάρτυρες όλο το χωριό. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτ’ απ’ όλα αυτά.
– Ενας συνάδελφος ερωτά:
– Δεν είσαστε στη συμμορία του καπετάν Βορηά; Ετσι είπαν οι μάρτυρες.
Ούτε στη συμμορία είμασταν, ούτε τον καπετάν Βορηά τον ξέρουμε. Αδικα σας λέω θα πάμε…Κι ένας αναστεναγμός βγαίνει από τα στήθη του.
Ο Σαπρανίδης εξακολουθεί τη σιωπή του. Ενας φύλακας τον πλησιάζει και τον ρωτά αν θέλη να του δέσουν τα μάτια. Κι’ εκείνος απαντάει καταφατικά και τον παρακαλεί να πάρη το μαντήλι ου από την πίσω σέπη του παντελονιού του και να του τα δέση. Κι ο φύλακας κάμνει όπως του λέγει. Η ερώτησις επαναλαμβάνεται και στον Καλέμο. Αυτός όμως αρνείται να δεχθή να του δέσουν τα μάτια
«ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΤΕ»
Αίφνης ο επί κεφαλής αξιωματικός παραγγέλλει «παρουσιάσατε». Ο Καλέμος παύει να ομιλή, το εκτελεστικό απόσπασμα παρουσιάζει όπλα κι ο Βασιλικός Επίτροπος διαβάζει την απόφαση. Η σιγή είνε απόλυτη, νεκρική. Κι ο κασμάς ακόμη στο νεκροταφείο έχει σταματήσει το μακάβριο χτυπημά του. Δεν ακούγεται παρά μόνον η φωνή του κ. Βασιλικού Επιτρόπου, αλλά για λίγα μόνον, ελάχιστα λεπτά. Η απόφασις του Εκτάκτου Στρατοδικείου είνε συντομωτάτη. Αναφέρει ότι ο Γ. Καλέμος και ο Θ. Σαπρανίδης καταδικάζονται εις θάνατον διά παράβασιν του άρθρου 2 & 1 του Γ’ Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων ασφαλείας» διότι προέβησαν εις τη κατάρτησιν ενόπλων ομάδων
«ΔΕΣΤΕ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ»
Η ώρα είναι 6η πρωϊνή. Η ζωή αρχίζει κάτω στην πόλη. Θολός και συγκεχυμένος ακούγεται έως εκεί επάνω ο βόμβος της. Τα τραμ κινούνται σαν μυθικά φίδια στις δύο αρτηρίες της. Ένα πανάκι ολόλευκο αρμενίζει στο βάθος της θάλασσας χαρωπά φουσκωμένο απ’ το πρωϊνο αεράκι. Κάτι μοτόρια λερώνουν τον ορίζοντα με την κάπνα τους και λεκιάζουν το γαλάζιοι της θάλασσας με τον σκούρο τον όγκο τους. Στο κύτος τους φέρνουν τη ζωή για τη πόλη. Ο ήλιος ταξιδεύει στο στερέωμα στο πύρινο άρμα του για να χαρίση τη ζωή στον κόσμο…
Ο επί κεφαλής αξιωματικός δίνει το παράγγελμα «παρά πόδα» κι ευθύς κατόπιν «πυρ κατά βούλησιν γονυπετώς».
Οι στρατιώται γονατίζουν, γεμίζουν και σκοπεύουν.
Ο Σαπρανίδης με δεμένα τα μάτια ζητά ένα τσιγάρο.
Ο Καλέμος όταν βλέπη τις κάννες γυρισμένες επάνω του, έτοιμες να ξεράοσυν τον θάνατο, δειλιά. Για μια στιγμή κλείνει τα μάτια του. Ζητά να του δέσουν.
Δέστε μου τα μάτια, φωνάζει
Είνε όμως αργά πια. Ποιος να πλησιάσει ενώ το απόσπασμα σκοπεύει!
Φαίνεται πως δεν θ’ αννθέξη. Δεν θέλει να βλέπη τα όπλα κι’ όμως γι’αυτά τα όπλα έπαιξε τη ζωή του κορώνα-γράμματα και την έχασε!
Είνε έτοιμος να λιποθυμήση. Προσπαθεί να γυρίση τις πλάτες προς το απόσπασμα. Για ια στιγμή πάει να κάνει μεταβολή. Δεν κάμνει όμως παρά μία κλίση δεξιά.
Υστερα πάλι μετανοημένος, φαίνεται, για την δειλία του αυτή, με μίαν υπέρτατη προσπάθεια κάνει άλλη μια μεταβολή αριστερά και γυρίζει το στήθος τους προς το απόσπασμα, με τα μάτια μισόκλειστα.
Όλα αυτά όμως μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα όσο φθάνει για να τα συλλάβη το ανθρώπινο μάτι.
Η ΥΣΤΑΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
Εξαφνα μια ομοβροντία εδόνησε την ατμόσφαιρα και δυό κορμιά ξαπλώθηκαν κατά γης ανάσκελα, ανάμεσα στη σκόνη που σήκωσαν πέφτοντας στη γη και στους καπνούς των 24 όπλων του εκτελεστικού.
Δύο στρατιώτες βγαίνουν από το απόσπασμα. Ο ένας σκοπεύει στο κεφάλι του Σαπρανίδη και δίνει χαριστική βολή. Ο άλλος πλησιάζει τον Καλέμο. Είνε ακόμη ζωντανός και συνεχίζει τις διαμαρτυρίες του ανάμεσα σε βόγγους.
Ωχ, αδέλφια άδικα!
Μια ριπή ακόμη στο κεφάλι και τον απαλλάσσει από το μαρτύριο της παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας.
Πλησιάζει ο γιατρός και πιστοποιεί τον θάνατο. Κι ύστερα το απόσπασμα με μά διπλή αλλαγή κατευθύνσεως επ’ αριστερά περνά εμπρός από τα πτωματά των και φεύγει. Το ακολουθούν και οι άλλοι. Δεν μένουν παρά ο παπάς για τις τελευταίες ευχές και μερικοί χωροφύλακες για τη ταφή. Και κάτω, λιγο ΄πιο περα, στον διπλανό λοφίσκο ο κασμάς και το φτυάρι που είχαν σταματήσει για μερικές στιγμές, ξανάρχισαν τον μακάβριο ρυθμικό χτύπο τους, ανάμεσα στους άλλους τάφους.
ΤΙ ΛΕΓΕΙ Ο κ. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ
Ο εν τη πόλει μας ευρισκόμενος υπουργός των Πολεμικών Υπουργείων πληροφορηθείς την εσπέραν εκ δημοσιογράφων την εκτέλεσιν των Σαπρανίδη και Καλέμου, των πρώτων καταδικασθέντων εις θάνατον βάσει του Γ’ Ψηφίσματος «περί εκτάκτων μέτρων ασφαλείας» εξέφρασε την ικανοποίησίν του και την ελπίδα ότι τυχός ομόφρονες τούτων θα φρονιματισθούν παραδειγματιζόμενοι από την εκτέλεσιν αυτήν.
– Διότι, προσέθεσεν η μη εκτέλεσις ουδεμιάς των μέχρι τούδε εκδοθεισών θανατικών καταδικών είχεν αποθρασύνει τους ανθρώπους αυτούς και εφθάσαμεν όπου εφθάσαμεν».