Ο ποιητής είναι ο οργανωτής του κόσμου, λέει ο Γιάννης Ρίτσος, και εκφράζει το συλλογικό, το κοινωνικό συναίσθημα, ακόμη κι αυτό που δεν έχουμε καν προλάβει να συνειδητοποιήσουμε ή έχουμε φροντίσει να απωθήσουμε. Όμως, η Μαρία Μανδάλου δεν το απωθεί, δεν το εξορίζει, αφήνεται να μπει στη δίνη ενός κυκλώνα και τον καταγράφει. Και πως θα μπορούσε αλλιώς; Αδύνατον να παραβεί το αίσθημα ευθύνης που φέρει ο ποιητής, να καταγράψει και να δώσει φωνή στην εποχή και τους ανθρώπους που υποφέρουν…
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής καταλαμβάνουν έναν ιστορικό χρόνο περίπου ενός έτους, από τον Οκτώβρη του 2023 έως και το Νοέμβρη του 2024. Η Μαρία ζει τον πόλεμο στη Γάζα, τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού- για να είμαστε ακριβείς- και αναλαμβάνει να αποτυπώσει στο χαρτί, να εκφράσει με λόγο τη φρίκη, που αυτός μεταφέρει στην ανθρωπότητα. Βρίσκεται σωματικά μακριά από τον πόλεμο, η βιολογική της ύπαρξη δεν μετέχει σε αυτόν, όμως επιλέγει να βυθιστεί σε αυτόν και να τον βιώσει, με όλες τις αισθήσεις σε συναγερμό. Δίνει πνοή στα σώματα αυτών που βιώνουν την αμετάκλητη οδύνη, την διαρκή απειλή, τον θρήνο, τον ξεριζωμό.
Στο ημερολόγιο της Γάζας, η Μαρία προτάσσει ένα απόσπασμα από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
«Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πως να τ ανοίξω; Κουστωδίες γέμισανε τα μάτια μου, που να κοιτάξω; Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!»
Με το απόσπασμα αυτό καταθέτει προλογικά τη θέση μας, τη θέση όλων μας, αυτή των Ανθρώπων. Η ευθύνη του εγκλήματος, η απάθεια στην παρακολούθηση της φρίκης, το ανήμπορο ανθρώπινο γένος. Τα τρία ερωτήματα τη βασανίζουν. Τι να πρωτοσώσω, τι να δω, τι να αρθρώσω αφού η γη κρατά τα χνάρια της φρίκης και η ψυχή μας παραστέκει εξίσου σημαδεμένη. Οξύμωρο ερώτημα γιατί η Μαρία Μανδάλου θα αρθρώσει, θα σταθεί στο ύψος της στιγμής και της ιστορίας.
Στην «Απαγόρευση κυκλοφορίας», πρώτο ποίημα της συλλογής, ο πόλεμος ξεκινά. Το σπουδαίο, μεγαλόσχημο κτήριο, το θηριώδες κτήριο, η «Αλήθεια» παίρνει φωτιά. Αυτοί που το κατοικούν τρέχουν να σωθούν, αυτοί οι «αλλόκοτοι ένοικοι» αλαφιασμένοι αναζητούν τη σωτηρία. Άλλοι σώζονται σ’ ένα λαβύρινθο, άλλοι θα υποστούν τις άγριες συνέπειες του ερχομού των εχθρών. Όμως το κτήριο, που ήταν το σπίτι, η εστία, θα χαθεί για πάντα μες στις φλόγες. Αυτή ήταν η Παλαιστίνη, θα λένε κάποτε;
Στο «Bestiarum», 2ο ποίημα της συλλογής, μπαίνει κανείς με την κάπνα στο στόμα και έρχεται αντιμέτωπος με μια τύφλωση που κυριαρχεί. Η ποιητική φωνή χάνει την όρασή της «τα μάτια μου βγαλαν και δε βλέπω» και αναπολεί αυτά που χάθηκαν για πάντα. Περιφέρεται μέσα σε ένα όνειρο/ εφιάλτη, όπου κυριαρχεί το χάος, ο αχός της πόλης, οι Ναπάλμ. Αναζητά τον πιο καταραμένο όλων των θνητών, τον Οιδίποδα «δεν βλέπω τον άλκιμο εραστή στης μάνας του την κλίνη ριζωμένο, ταίρι παράταιρο». Αναζητά τη φτωχή του χώρα, δε μπορεί να δει «τα χώματα τα ξερικά, τις λιγοστές ριζούλες, της ελιάς της αγκορτσάς, τα εύλογα αμπέλια». «Μου κάψανε τα σπλάχνα» αναφωνεί, «βαδίζω σακάτης», κι ως ένας άλλος Οδυσσέας αναζητά τον Κύκλωπα που δε φαίνεται πουθενά και μια Ιθάκη να πλεύσει, όμως οι άνεμοι δε συναινούν, δεν της χαρίζουν το ταξίδι. Και πως αλλιώς, αφού είμαστε ακόμη στην αρχή του πολέμου (14/10/2023).
«Νόμιζαν ότι θα με θάψουν, αλλά ξέχασαν πως είμαι σπόρος» λέει ο Χριστιανόπουλος και η Μαρία επιχειρεί να περισώσει στο «Δικαίωμα στο θάνατο, διέταξαν…» μέσα σε «στίχους μειοδότες» την ομορφιά και την ελπίδα «κι έθαψα σε σπιρτόκουτο της πεταλούδας το φτερό», «κλείδωσα λόγια και πουλιά φυλάκισα αρίφνητα». Και στέκεται ανάμεσά μας η Ιστορία, ως υλικό των ποιητών και των εθνών, και η ποιήτρια «εμμένει στο κουκούλι της ως ποιητής Καιρός» στο «Ντετερμινισμός».
Η Γάζα δεν είναι απλά το παρόν σκηνικό της δράσης.
Είναι ο βιβλικός χώρος, εκεί που συναντά κανείς τη μάχη της άγνοιας με τη γνώση όταν «το φίδι αναμετριέται με την Εύα», εκεί όπου «αλιείς και προφήτες απλώνουν την πραμάτεια τους».
Είναι ταυτόχρονα ο τραγικός χώρος, όπου παρελαύνουν οι τραγικοί ήρωες. Είναι ο χώρος της Ηλέκτρας που οδεύει προς το θάνατο παρά το κάλεσμα της ομορφιάς της ζωής που την προσκαλούσε «στο μονοπάτι της ελιάς/ με τις γλαυκές κυψέλες /τις μηλίτσες ροδιές και κυδωνιές».
Είναι ο χώρος του μύθου, των Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων, του Ομήρου, του αρχαίου ποιητή.
Είναι ο ιστορικός χώρος, ο Παρνασσός, η Σμύρνη, η Αμμόχωστος, είναι στη Γάζα που μάχεται και αντιστέκεται σήμερα που συναντιούνται «οι πρόγονοί μου, οστά και τέφρα στα λακκώματα».
Η Ηλέκτρα βρίσκεται και πεθαίνει σε κάθε μάχη που καλείται να δώσει, στη Γάζα, στην Αγιά Σοφιά, στο Γιερεβάν της Αρμενίας, στη Μαδρίτη του εμφυλίου, στη Χιλή του Αλιέντε.
Ο Σεφέρης στο τελευταίο σταθμό έλεγε «κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα, γιατί η φρίκη δεν κουβεντιάζεται». Η Μαρία όμως δημιουργεί εικόνες άγριες, στιγμιότυπα οδύνης, θραύσματα πόνου και απόγνωσης. Δε χαρίζεται σε τίποτα, δεν εξωραΐζει τη φρίκη της ανθρωπότητας, την καταγράφει ως έχει και την κουβαλά ως μοίρα.
Προπατορικό
Τα μάτια μου
Κάψαν
στον ασβέστη
Ξερίζωσαν
τα μέλη μου
τα ρίξαν
στα γουρουνια
Στον κόσμο
έφερα παιδιά
τυφλά
με δίχως μύτες
και στόμα παιδιά
με λέπια και φολίδες
κι αυτιά σαλιγαριού
και καύκαλο
καλογριάς χελώνας
Κι άλλα
που ζήσαν
παιδιά γερασμένα
βαθιά στα χαρακώματα
και σέρνουνταν
φίδια ορφανά
σε παράσιτο χώμα.
Ο τάφος μου ρήμαξε
ραδίκια φυτρώσανε
τριγύρω και ζοχοί
και ερχόντουσαν
οι γύφτισσες
και τα κορφολογούσαν.
Με δίχως όνομα
γεννήθηκα
Άνευρη
και ανώνυμη
τίμησα
λήθη
τα στερνά μου.
Η συλλογή είναι πολυφωνική. Η ποιητική φωνή «δανείζεται» σε διάφορα πρόσωπα, ενσαρκώνεται και αναπαράγει τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις επιθυμίες όλων των τραγικών προσώπων. Συχνά είναι παιδί, γίνεται η εσωτερική διεργασία αυτών των πλασμάτων, που εμείς οι Δυτικοί βλέπουμε κατά τη διάρκεια του πολέμου, άλλοτε γελαστά με το σήμα της νίκης μέσα στα χαλάσματα άλλοτε σε απόγνωση, μόνα και τρομοκρατημένα στα ερείπια των νοσοκομείων τους. Σε αυτά δίνει φωνή.
Στο «Deadline» ένα παιδί παρατηρεί την εικόνα μέσα:
«Πάλι κόπηκε το ρεύμα
δε ξέρω πότε θα με σκοτώσουν
έχω κατουρηθεί
και τρώω τις μύξες μου
το μωρό δίπλα μου
μπλάβισε κι η μάνα
το κοιτάει πέτρα
κι ο πατέρας σωπαίνει»
Και δίνει την εικόνα έξω:
«φωτοβολίδες έξω
ριπές και βελάσματα
ακούω να πλατσουρίζουν
στο αίμα μπότες ερπύστριες»
Και πάλι η εικόνα μέσα:
«θέλω τα μάτια να κλείσω
μα δε μπορώ
φτύνω γάλα ασβέστη
ανοίγω μια τρύπα στο σκοτάδι
και χώνομαι κει μέσα βαθιά»
Ένα παιδί, το παιδί, κάθε παιδί του πολέμου, κακοποιημένο από το φόβο, την πείνα, την απειλή, που τίποτα πια δεν έχει να περιμένει γι’ αυτό και το πλησιάζουν «άγγελοι ακαμάτες και προφήτες τρισάθλιοι» που το μόνο που έχουν να του πουν είναι «να κάνεις κουράγιο μπα κι ευδοκήσει και ξαναγεννηθείς σε μήτρα παρένθετη» αφού το μόνο λάθος του ήταν η ταυτότητα του, η παλαιστινιακή.
Και στο «Συμπίλημα» ένα παιδί παρατηρεί την απεγνωσμένη προσπάθεια της μάνας να το φροντίσει μέσα στον άγριο πόλεμο.
«Μέσα στα αίματα
μ έπλενε
μας είχαν κόψει το νερό
κι έσταζε θάλασσα
σιωπή
στα μάτια της»
Σ’ έναν άγριο πόλεμο που οι λέξεις τελειώσαν, που η γλώσσα δεν είχε τίποτα να πει, σ έναν κόσμο που έμεινε άλαλος.
«Είχαν σταματήσει
οι λέξεις όλες
λέξη καμιά
πεινούσαμε ύπνο
και στάρι
και μασούσαμε λέξεις
τόσες πολλές
που τέλειωσαν
καμιά φορά.»
Και στην «Ομίχλη» ένα παιδί καλεί τη μάνα του, εύχεται παράδοξα τη σωτηρία της γιατί ένα παιδί χρειάζεται τη μάνα του, πάντα ένα παιδί τη χρειάζεται.
«Μακάρι να την είχαν με πνοή
ανθρώπου αφήσει
τα θηρία.
Να μου βαστάει το χέρι
στα τυφλά
να μου αλλάζει τον επίδεσμο
να μου φιλάει τα πόδια
που πια δεν έχω
δεν ξέρω και χέρια πια αν έχω.
Να με νανουρίζει στη γλώσσα
των ανέμων
να με πλένει σε σαράντα κύματα
αλάτι και ιώδιο
να μου σφαλνά τα μάτια
να κοιμηθώ στον εφιάλτη
να με αλέθει στο στόμα της
λέξεις ανθρωπερές
ψωμί να με ζυμώνει
να ταΐζει τα αδέρφια μου.»
Και στο «Απόστημα» η ποιητική φωνή γίνεται ένα παιδί αλαφιασμένο που τρέχει να σωθεί, τρέχει μέσα σ ‘έναν πανικό που γνωρίζει καλά, όχι γιατί συμβαίνει αλλά ότι υπάρχει.
«Μέσα στον πανικό
έχασα τα παπούτσια μου
κάτι σανδάλια ξέφτια
έτρεχα πίσω από τη μάνα
και τ αδέρφια μου
έτρεχα μες στις στάχτες
δρασκελούσα χαλάσματα
έπεφτα πέφταμε και σηκωνόμαστε
με γδαρμένα γόνατα
κάτι άλλοι γύρω μας
είχαν τρύπες για μάτια
κι άλλοι μάζευαν κομμάτια
τη γλώσσα τους».
[…]
«εμείς φοβόμασταν
ένα σφουγγάρι φόβος ήμασταν
και το κορμί μας έτρεμε
νύχτα βαθιά
τρέχαμε τρέχαμε τρέχαμε.
[…]
Μας πρόλαβαν οι στρατιώτες»
Άλλοτε ακούμε τον στρατιώτη στον «Ανάπλους»
«απόψε μ’ έβαλαν περίπολο
τα μάτια μου σβήνουν
δεν αντέχεται το σκοτάδι
αυτό το σκοτάδι τυφλοπόντικας
αυτά τα θρύψαλα μέσα μου
και γύρω μέλη κομμάτια
ατελής επανάληψη.»
και στο «Dies irae» ο στρατιώτης λέει:
Έτσι με διέταξαν
εγώ, ένα τίποτα
έτσι μου είπαν να κάνω
είπαν δεν έχω επιλογή
κι αυτό έκανα
[…]
όμως ξέρω
δεν είμαι αθώος
κανείς από μας
αυτό το μωρό θα το σκοτώσω
αυτή τη μάνα θα τη σκοτώσω
αυτή τη μάνα κι αυτό το παιδί
θα τους σκοτώσω
γιατί έτσι μου είπαν
έτσι διέταξαν
κι είναι πολύ αργά
για να πεθάνω…
Άλλοτε η γυναίκα της Παλαιστίνης αποφασισμένη στο «Σίκουελ»
«θα κυοφορήσουμε
τη γύμνια σας
θα κυοφορήσουμε
τον πανικό σας
τον σπαραγμό
τον άρτον τον επιούσιον.
Θα γκαστρωθούμε
τα σάπια σας όνειρα
τα νεκρά σας ψάρια.
Θα γκαστρωθούμε
την οργή.
Θα γκαστρωθούμε
τη φωτιά
τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη
την Κλυταιμνήστρα
και την Μήδεια
την άσεμνη Ωριά
και την Ανασκελάδα».
και η μάνα της Παλαιστίνης που στα όρια της παραφοράς λέει στο «Obsession»
[…]
«απόψε τα μωρά μου κρυώνουν
κρυώνουν πιο πολύ από χθες
τα παιδιά μου κρυώνουν
κι εγώ πήρα φωτιά
να τα ζεστάνω
να τα ζεστάνω
μα που είναι το όριο
γιατί μπορεί και να τα κάψω
να πάρω φωτιά ολότελα
και να τα κάψω.»
και η μάνα που μοιρολογά το παιδί της που φεύγει για τον πόλεμο στην «Προπαγάνδα»
«τον γιο μου τον πήρανε στο μέτωπο
για το μέτωπο ο γιος μου έφυγε
τον πήραν αξημέρωτα
στο μέτωπο ποτέ δε ξημερώνει
για το μέτωπο ο μονάκριβος μου έφυγε
στο μέτωπο τον πήραν»
Το σημερινό έγκλημα στην Παλαιστίνη δεν είναι μια μοναδική ιστορία. Δεν είναι το γεγονός που έκθαμβοι και παγωμένοι παρατηρούμε και αδυνατούμε να το πιστέψουμε. Αποτελεί ένα ακόμη έγκλημα, αθροισμένο σε μια σωρεία τόσων και τέτοιων, που η πολιτισμένη ανθρωπότητα αφήνει να συμβαίνουν, αδιαφορώντας ή νιώθοντας ανήμπορη να τα αποτρέψει. Και μου έρχεται πάλι ο Σεφέρης στο νου κι εκείνοι οι στίχοι από την Αφήγηση
«Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ.»
Σε αυτό το μοτίβο η ποιητική φωνή στο κείμενο Banalite λέει:
«επειδή αυτή τη νύχτα θα πεθάνω ξανά όπως και την προηγούμενη και πριν από αιώνες πέθανα και μέρες άλλες και νύχτες στο έλεος του κτήνους που ντύθηκε άνθρωπος […] επειδή πεθαίνω κάθε μέρα όπως και τα παιδιά μου άλλωστε, τα εγγόνια, οι γονείς μου, οι παππούδες μου, με λευκά μαλλιά και τσεμπέρια και μαντήλια κι απίστων αλληλούια στα χείλη και τον Εσταυρωμένο παραμάσχαλα άλλοι, γιατί είμαστε πολλοί, ο καθείς και το χούι του… δε θέλω να με κλάψετε, δε θέλω, δε θέλω τη συμπόνοια σας ούτε την οργή σας ούτε τα συνθήματα και τις σημαίες και τα πανώ, δε θέλω αναλύσεις, στατιστικές και βελάσματα Επειδή θα πεθάνω δια παντός και ο πολύφημος κόσμος σας τίποτα δεν έκανε για να με σώσει, τίποτα δεν έκανε για να σωθεί εν τέλει ο ίδιος, ως δείγμα ανθρωπερό, και οι επερχόμενες γενιές ένα οιονεί τιποτα κι αυτές, κύμβαλα αλαλάζοντα, έρημος πεπραγμένη.»
Η Μαρία Μανδάλου μας αφήνει να δούμε βαθιά, ν’ ακούσουμε και ν’ αφουγκραστούμε την εσωτερική αγωνία των ανθρώπων που ζούνε στον πόλεμο. Οι άνθρωποι- ήρωες θέλουν να ζήσουν. Αυτή είναι η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου. Να ζήσει, να φύγει από το κακό και να μπορέσει να συνδεθεί με τη ζωή. Γι αυτό στο «Ονειρόδραμα» ακούμε τον ήρωα να λέει:
«Ονειρεύτηκα πως το σκασα. Ήταν βράδυ. Αυτονόητο. Έφυγα, το βαλα στα πόδια, δε με πήρε χαμπάρι κανείς, έτρεξα, έφυγα. Σκιά. Πέρασα τα συρματοπλέγματα. Πέρασα τα σύνορα. Βγήκα στην ελεύθερη ζώνη. Ήταν έρημος. Κι εκεί έρημος. Παντού έρημος. Ψυχή ζώσα. Ούτε καν σκιές. Δεν ήταν. Μόνο η δική μου. Εγώ. Στην ελεύθερη ζώνη. Ήταν έρημος.[…] ονειρεύτηκα πως το σκασα. Ένα βράδυ το σκασα. Έπεφταν βόμβες. Ονειρεύτηκα πως το σκασα. Μας θέριζαν. Όπως κάθε μέρα. Μήνες τώρα. Χρόνια τώρα. Νεκροί. Γύρω μου και μέσα μου νεκροί. Άθαφτοι. Τελειωμένοι. Δίχως λέξεις νεκροί. Για πάντα νεκροί. Δια παντός και εκ νεκρών. Νεκροί κατά διαόλου…»
Η μεγάλη φυγή, τα καραβάνια των προσφύγων που κινούνται από το ένα μέτωπο στο άλλο μέτωπο, αυτοί που κλήθηκαν όλα να τα αφήσουν, αυτοί που ξεριζώνονται από τις εστίες τους, αυτοί που όλα τα χάνουν και διαρκώς πηγαίνουν. Και για αυτούς υπάρχει μια ποιητική φωνή στη «Λιτανεία» που λέει:
[…]
«Φύγαμε αξημέρωτα.
Μόλις που προλάβαμε.
Δεν έμεινε τίποτα όρθιο.
Δε ξέρω πόσα μέτρα πιο μακριά,
εδώ καθόμαστε.
Με τα νυχτικά μας.
Τα παιδιά κλαίνε.
Κλαίω κι εγώ. Κλαίει και η γυναίκα μου.
Είμαστε όλο σάλια και κάτουρο.
Δεν έχουμε λέξεις.
Δεν έχουμε λόγια.
Όλο μουρμουρίζουμε.
Ακατάληπτα.
Δεν έχουμε και νερό.
Διψάμε. Η δίψα
πιο πολύ και από την πείνα.
Λογικό.»
Η Μαρία Μανδάλου μέσα από τις ιστορίες της διακρίνεται για την ευρεία και τη βαθιά της μόρφωση. Έχει την άνεση να συνδέει και να πλέκει νήματα διαχρονικά, να διατρέχει την ιστορία βλέποντας τον κοινό σκελετό της. Κατοικείται η ίδια από το μύθο και την ιστορία, μέσα της ζουν οι μεγάλες μορφές των ηρώων που σήμερα βλέπει τις ποιότητες του σε όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγωνίζονται, μέσα της βρίσκονται όλες οι καθολικές μορφές αγώνα, όπου κι αν δόθηκαν, όπου κι αν χάθηκαν, όπου κι αν κερδήθηκαν. Δεν θέλω να μιλήσω για τις ποιητικές τις δυνατότητες, για τις λέξεις και τα σχήματα που ακολουθεί γιατί έχω πάντα στο νου μου τον Αναγνωστάκη που έλεγε «με πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος».
Η ποίησή της δεν είναι ρομαντική, δεν είναι γλυκερή, δεν είναι ανακουφιστική, δεν είναι άνετη. Δεν τη διαβάζεις για να κοιμηθείς το βράδυ. Η ποίησή της λειτουργεί σαν χαστούκι σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται σε λήθαργο, χαράζει με θόρυβο ανατριχιαστικό την καλογυαλισμένη μας συνείδηση, επιφέρει χτυπήματα σε όλο το ψυχικό μας σώμα. Δεν είναι χαμηλόφωνη, δεν υπονοεί, δεν γυαλίζει τίποτα. Νιώθω ότι διαρκώς απαντά στο ερώτημα που σε μια παλιότερη εποχή έβαζε πάλι ο Αναγνωστάκης «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;». Και απαντά τελικά χρόνια μετά στο μεγάλο ερώτημα για το λόγο, το σκοπό, τη λειτουργία της ποίησης. Αυτή αποτελεί τον μάρτυρα των μεγάλων κοινωνικών γεγονότων, αυτή καταγράφει την κίνηση της ιστορίας, πολύ πριν μπουν οι ιστορικοί για να μιλήσουν για τα γεγονότα. Αυτή κουβαλά το σπαραγμό, την μικροαφήγηση που αποτελεί ταυτόχρονα τη μεγάλη ιστορία, την περιδίνηση των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία.
Υπάρχει κάτι απελυθερωτικό; Υπάρχει μια σπίθα ελπίδας μέσα στην καταχνιά; Νομίζω το ποτάμι της θλίψης και εκείνο της οργής και το άλλο του πόνου και εκείνο της αδικίας, νομίζω πως τα ποτάμια αυτά, όπως κυλούν και θρέφουν τις ακτές τους, θα καταλήξουν στην θάλασσα των ανθρώπων, αυτών που δε θα έχουν πια πουθενά να πάνε και μέσα τους θα μιλούν και θα ζουν χιλιάδες άλλοι. Έτσι και η ηρωίδα της Μαρία στην «Ατραπό»: «Κάθεται τώρα εδώ στ’ ακροθαλάσσι, μνημονεύει στίχους παλιών ποιητών στο λουλάκι, ξεμπλέκει τα λόιδα της κι ανοίγει διάπλατα τα μάτια στο κενό, κενό αλαργινό κατοπινών ανθρώπων…»