Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Η βαθιά ανθρώπινη και ανεπιτήδευτη γραφή του Αντρέα Καμιλλέρι (1925-2019) μού κρατά συντροφιά το τελευταίο διάστημα, από το καλοκαίρι και έπειτα. Οι αστυνομικές και ρεαλιστικές ιστορίες του αστυνόμου Μονταλμπάνο, γειωμένες στην πραγματικότητα αλλά και πλέρια αυτοσαρκαστικές, δεν είναι απλώς για να περνάς την ώρα σου – χρήσιμο οπωσδήποτε και αυτό, και φυσικά απολύτως αναγκαίο στη χαοτική εποχή που διανύουμε. Καταφέρνουν να ψυχαγωγήσουν και να διασκεδάσουν τους/τις αναγνώστες/ριες με την παράθεση γεγονότων και χαρακτήρων, όπως ο αξιαγάπητος Καταρέλλα, που μοιάζει να προέρχεται κατευθείαν από τις παραδόσεις της Κομέντια ντελ Άρτε και του νεορεαλιστικού κινηματογράφου. Παράλληλα, αγγίζουν επίκαιρα αλλά και βαθιά συναισθηματικά θέματα – μαφία, διαφθορά, μετανάστευση, περιβαλλοντική καταστροφή, σύγκρουση παράδοσης-νεωτερικότητας, τον ρόλο της εκκλησίας και τους κράτους, ηθικά διλήμματα – που δεν θυμίζουν απλώς την καθημερινότητά μας, αλλά την ερμηνεύουν, τη σχολιάζουν και την αποδομούν.
Τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Καμιλλέρι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αιχμηρές παρατηρήσεις πάνω στην κοινωνία της εποχής, διατυπωμένες με τρόπο που εμπλουτίζει την παράδοση της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας. Έγιναν ιδιαίτερα αγαπητά στη γειτονική Ιταλία και εξελίχθηκαν αμέσως σε ένα μοναδικό εκδοτικό φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας, με κάθε αφορμή, εκφράζει ανοιχτά την αγάπη και τη στήριξή του προς τους αδύναμους, τους καταπιεσμένους, τους φτωχούς και τους εργάτες, μια στάση που διαπερνά και το ίδιο του το έργο, μέσα από τη συμπόνοια και τη βαθιά ανθρωπιά των ηρώων του. Η τεχνική του συγγραφέα δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην αστυνομική πλοκή· επικεντρώνεται κυρίως στην παρουσίαση και τη δράση του αστυνόμου Σάλβο Μονταλμπάνο – ο οποίος πήρε το όνομά του από τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ως φόρο τιμής στον Καταλανό συγγραφέα – καθώς και στον περίγυρό του. Ο Μονταλμπάνο δεν είναι ο αγέραστος ή αήττητος ήρωας· βασανίζεται από όνειρα, δεν είναι χωρίς εξαρτήσεις και προτιμήσεις. Λατρεύει το καλό φαγητό – για το οποίο φροντίζει η Αντελίνα – τον ύπνο, τις ωραίες γυναίκες, είναι συναισθηματικός και ευαίσθητος. Ίσως ο χαρακτήρας του να αποτελεί ένα μήνυμα του συγγραφέα προς τους αναγνώστες του τύπου: «γράφω για τη σύγχρονη Ιταλία, αλλά ο πρωταγωνιστής μου είναι σχεδόν ψεύτικος· μόνο ένας φανταστικός χαρακτήρας μπορεί να επιβιώσει σαν άνθρωπος σε μια εικόνα παρακμής». Ο Μονταλμπάνο περνάει την κρίση της μέσης ηλικίας, όπως στο μυθιστόρημα Ο χορός του γλάρου, και μέσα από αυτή την καθημερινή, ανθρώπινη πλευρά, η αφήγηση αποκτά βάθος και ζωντάνια.
Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αναζήτησης και της αμφιβολίας
Γύρω από τον αστυνόμο αναπτύσσεται ένας πλούσιος μικρόκοσμος δευτερευόντων χαρακτήρων, που συμβάλλουν καθοριστικά στη σκιαγράφηση της σικελικής κοινωνίας. Ο Φάτσιο, ο πιστός και πρακτικός αρχιφύλακας, λειτουργεί ως αντίβαρο στην εκρηκτική και συχνά απρόβλεπτη προσωπικότητα του προϊσταμένου του. Ο Καταρέλλα, με την αφοπλιστική του αφέλεια, την παραμορφωμένη προφορά και το απρόσμενο χιούμορ του, είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του έργου – ένα γνήσιο τέκνο της λαϊκής σικελικής ψυχής. Ο Μίμι Αουτζέλλο, φίλος και συνάδελφος του Μονταλμπάνο, με ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες που πολλές φορές τον βάζει σε επικίνδυνες περιπέτειες, συμβολίζει τον ρομαντικό αλλά και ασταθή χαρακτήρα ενώ η Λίβια, η μακροχρόνια σύντροφός του, προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική διάσταση και αποκαλύπτει την ανθρώπινη πλευρά ενός ήρωα που παλεύει ανάμεσα στο καθήκον και στο συναίσθημα. Η Ίνγκριντ, φίλη του από τη Σουηδία, φέρνει έναν αέρα ελευθερίας και ανεμελιάς, ενώ ο Νικολό Τζίτο, ο αριστερός δημοσιογράφος της τηλεόρασης, ενώνει τον κόσμο της δημοσιογραφίας με εκείνον της αστυνομικής έρευνας. Όλοι μαζί συγκροτούν έναν ζωντανό θίασο που καθρεφτίζει με τρόπο παραδειγματικό τα ήθη, τις αντιφάσεις και τη βαθιά ανθρωπιά της σικελικής κοινωνίας. Τέλος, υπάρχει ένας ακόμη πρωταγωνιστής στα έργα του Καμιλλέρι και ειδικά σε αυτά με ήρωα τον Μονταλμπάνο. Η Βιγκάτα, η φανταστική παραθαλάσσια ιταλική πόλη, αποτελεί το σκηνικό δράσης του Μονταλμπάνο αλλά και όλων των μυθιστορημάτων του· μέσα από αυτήν, ο Καμιλλέρι αναδεικνύει με ζωντάνια και χιούμορ την καθημερινή ζωή, τις αντιφάσεις και τα ήθη της σικελικής κοινωνίας, δημιουργώντας συγχρόνως έναν τόπο που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε σύγχρονη πόλη σήμερα.
Με τη σειρά της, η σικελική κοινωνία – «με τους οικογενειακούς καβγάδες, τους έρωτες, τα κερατώματα, τις ζήλιες, τα κουτσομπολιά» – λειτουργεί ως καθρέφτης όχι μόνο της σύγχρονης Ιταλίας αλλά και της ίδιας της Ευρώπης. Στην Ιταλία, η ιστορική ήττα της Αριστεράς, η μακρόχρονη διακυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η διαρκής, διαβρωτική παρουσία του μουσολινικού φασισμού άφησαν βαθιά σημάδια. Η κατάσταση κορυφώθηκε με την εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι στην πρωθυπουργία· μιας πολιτικού που ξεκίνησε από το νεοφασιστικό MSI και έχει δηλώσει ανοιχτά ότι θεωρεί τον εαυτό της «πολιτικό παιδί» του Τζόρτζιο Αλμιράντε, ιδεολόγου του φασισμού επί Μουσολίνι και υπουργού στην κυβέρνηση του Σαλό που συγκρότησαν οι ναζί στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας το 1943. Έτσι, ο Καμιλλέρι κατορθώνει να αποτυπώσει μια κοινωνία σε κρίση, παρόλο που δεν πρόλαβε – ίσως και καλύτερα – την εκλογή της Μελόνι. Η κοινωνία αυτή δεν αφορά μόνο την Ιταλία αλλά και το ελληνικό και ευρωπαϊκό μας περιβάλλον, σε μια εποχή καπιταλιστικής κρίσης, ιστορικού αναθεωρητισμού και γενικευμένης επίθεσης ενάντια στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Και μέσα σε μια τέτοια κοινωνία κι εποχή, είναι λογικό να αναπτύσσεται και το έγκλημα. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καμιλλέρι στον πρόλογο που έγραψε για το Εγκώμιο του εγκλήματος του Καρλ Μαρξ «Η σαρωτική επιστημονική πρόοδος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα διεύρυνε κατά πολύ τις δυνατότητες και τις ποικιλίες (θα πρόσθετα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά) του εγκλήματος και επομένως αύξησε εκθετικά τον αριθμό εκείνων που κινούνται γύρω από το έγκλημα, είτε ως συνένοχοι είτε ως πολέμιοι».

Παράλληλα, η ανθρώπινη διάσταση των αστυνομικών έργων του Καμιλλέρι αναδεικνύεται μέσα από τον θεατρικό και κινηματογραφικό του χειρισμό. Από την πρώτη του διάκριση σε διαγωνισμό θεατρικών έργων, όταν ένας κριτικός τον παρότρυνε να σπουδάσει σκηνοθεσία, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη με υποτροφία και αφιέρωσε τον εαυτό του στο θέατρο. Η σημασία του θεάτρου στο έργο του φαίνεται στα μυθιστορήματα του Μονταλμπάνο, όπως στο Η μέθοδος Καταλανόττι, και στα διηγήματα της συλλογής Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο, όπως το Πρόβα τζενεράλε, όπου η σκηνοθετική ματιά του καθιστά τη δράση σχεδόν θεατρική. Ως σκηνοθέτης υπήρξε από τους πρώτους που ανέβασε στην Ιταλία έργα του παραλόγου (Μπέκετ, Ιονέσκο, Πίντερ) ενώ πολλά από τα αστυνομικά του μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση με τεράστια επιτυχία (Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, με τον Λούκα Ζινγκαρέττι στον ομώνυμο ρόλο). Ταυτόχρονα, η πειραματική γραφή στα μη αστυνομικά έργα, όπως στα «ιστορικά» μυθιστορήματα Η εξαφάνιση του Πατό και Αίτηση για τηλέφωνο με επιστολές, τηλεγραφήματα, αποκόμματα εφημερίδων και διαλόγους, αναδεικνύει την κοινωνία της Σικελίας με όλες τις αντιφάσεις, την ατιμωρησία και την εκμετάλλευση από εγκληματικές οργανώσεις ενώ στο Η Πινακίδα αποδομεί, με ακρίβεια χειρουργού, τα σαθρά θεμέλια της φασιστικής ιταλικής κοινωνίας.
Μέσα σε αυτή τη συνδυαστική πειθαρχία θεάτρου, κινηματογράφου και λογοτεχνίας, η ευεργετική γραφή του Καμιλλέρι προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο ψυχαγωγία, αλλά και μια βαθιά, πολύπλευρη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης.
Πληροφορίες:
Η εξαφάνιση του Πατό (μετάφραση: Δήμητρα Δότση, εκδ. Καστανιώτη), Αίτηση για τηλέφωνο (μετάφραση: Μάρα Ευθυμίου, εκδ. Ωκεανίδα), Ο χορός του γλάρου – Η μέθοδος Καταλανόττι – Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο – Η Πινακίδα (μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη), Καρλ Μαρξ, Εγκώμιο του εγκλήματος, με πρόλογο του Καιμιλλέρι (μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη, εκδ. Άγρα)










