Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Σαν σήμερα, 23 Αυγούστου, υπογράφτηκε το 1939 στη Μόσχα το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, η εν λόγω συμφωνία έγινε σημαία κατασυκοφάντησης της ΕΣΣΔ και του Σοσιαλισμού από τους κάθε λογής απολογητές του ιμπεριαλισμού. Ένα ευρύ και ετερόκλητο ιδεολογικά φάσμα συκοφαντών της ΕΣΣΔ (τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι κλπ.) διαστρεβλώνει κατά το δοκούν την ιστορική πραγματικότητα, παρουσιάζοντας το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ως μέσο επεκτατικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη. Έτσι, ο Στάλιν παρουσιάζεται ως… «σύμμαχος του Χίτλερ» και η ΕΣΣΔ ως στήριγμα της ναζιστικής επιθετικότητας.
Πρόκειται, ασφαλώς, για χυδαία διαστρέβλωση της Ιστορίας η οποία αποσκοπεί σε δύο πράγματα: Πρώτον, στην εξίσωση Κομμουνισμού-Ναζισμού, στο πλαίσιο της ανιστόρητης προπαγανδιστικής πολιτικής της Ε.Ε. περί «ολοκληρωτικών καθεστώτων» και δεύτερον, στην εκμηδένιση της καθοριστικής συμβολής της ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη των λαών και στην ήττα των δυνάμεων του Άξονα. Σε αυτό το πλαίσιο, η αστική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να κάνει το άσπρο-μαύρο, να προβάλει ψέματα αναμεμειγμένα με μισές αλήθειες, να ξαναγράψει την Ιστορία από την σκοπιά των συμφερόντων του Κεφαλαίου.
Έτσι, βλέπουμε εκπροσώπους του «νέου κύματος» της ιστοριογραφίας, όπως ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης, να γράφουν για «συνεργασία του ναζισμού και του σταλινισμού κατά τα χρόνια 1939-1941»(!), επιχειρώντας, όπως λένε, να αναδείξουν τις «αναλογίες ανάμεσα στα ολοκληρωτικά συστήματα όπως ο ναζισμός και ο σταλινισμός» («Καθημερινή», 22/3/2015). Στην σοβαροφανή και δήθεν αντικειμενική ανάλυση των «Μαραντζίδηδων» έρχονται να προστεθούν και οι παπαγαλίες δημοσιογραφικών φερέφωνων του αστικού συστήματος, όπως λόγου χάρη ο Γ.Πρετεντέρης, που ασελγούν πάνω στην Ιστορία αναφέροντας «πως όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο» («Τα Νεα», 29/10/2013).
Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα για την ιστορική περίοδο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφτηκε το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ;
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, έχοντας την οικονομική και τεχνική υποστήριξη ευρωπαϊκών και αμερικανικών μονοπωλίων (Ford, Standard Oil, IBM, Hugo Boss, JP Morgan Chase, κλπ) ενίσχυσε σημαντικά του εξοπλισμούς του. Το Μάρτη του 1936 η Γερμανία στρατιωτικοποίησε την περιοχή του Ρήνου, ενώ μαζί με την Ιταλία του Μουσολίνι συνέβαλαν στην ήττα του Λαϊκού Μετώπου και την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία. Όλα αυτά συνέβησαν με την ανοχή και σιωπηλή υποστήριξη των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία).
Στις 30 Σεπτέμβρη 1938, ένα σχεδόν χρόνο πριν το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, υπογράφτηκε στο Μόναχο συμφωνία μεταξύ των «συμμάχων» (Βρετανία Γαλλία), της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Η αστική προπαγάνδα επιχειρεί να συσκοτίσει την σημασία της Συμφωνίας του Μονάχου, η οποία ουσιαστικά παραχώρησε στις χιτλερικές δυνάμεις την Τσεχοσλοβακία, ενισχύοντας σημαντικά τις επιθετικές βλέψεις των Ναζί προς την ανατολή. Τι είχε προηγηθεί όμως της Συμφωνίας του Μονάχου;
- Πριν συμφωνήσουν τον Σεπτέμβρη του 1938 με τον Χίτλερ, Βρετανία και Γαλλία είχαν απορρίψει επανειλημμένες εκκλήσεις και πρωτοβουλίες της ΕΣΣΔ για μέτωπο ενάντια στην φασιστική απειλή. Το Μάρτη του 1938, λίγους μήνες πριν την Συμφωνία του Μονάχου, η ΕΣΣΔ είχε προτείνει την σύγκληση Διεθνούς Συνδιάσκεψης με θέμα την αντιμετώπιση της χιτλερικής επεκτατικότητας. «Αύριο μπορεί να είναι πια αργά», σημείωνε η σοβιετική ηγεσία, «όμως σήμερα υπάρχει ακόμα καιρός, αν όλα τα κράτη και ιδιαίτερα οι μεγάλες δυνάμεις τηρήσουν σταθερή και όχι διφορούμενη στάση απέναντι στα προβλήματα της συλλογικής ασφάλειας του κόσμου» [1].
- Τον Μάρτη του 1939, ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας του Μονάχου, τα ναζιστικά στρατεύματα κατέλαβαν την Πράγα [2]. Στις 23 Ιούλη 1939, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε και πάλι σε Βρετανία και Γαλλία την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την κατάστρωση σχεδίου σε περίπτωση επίθεσης από τη Γερμανία. Τότε, λοιπόν, συνέβη το εξής: Ενώ Βρετανοί και Γάλλοι δέχθηκαν- για λόγους σκοπιμότητας- την πρόταση της ΕΣΣΔ και ξεκίνησαν συνομιλίες στη Μόσχα, ταυτόχρονα στο Λονδίνο διεξάγονταν μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και αντιπροσωπείας του Χίτλερ. Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που παρίσταναν πως συνεργάζονται με την ΕΣΣΔ, οι Βρετανοί διαπραγματεύονταν, πίσω απ’ την πλάτη των σοβιετικών, σύμφωνο μη επίθεσης με τους Ναζί.
- Από την ιστορική μελέτη της περιόδου αυτής προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: Η πολιτική των καπιταλιστικών δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) είχε ως κύριο στόχο να στραφεί σταδιακά η Γερμανία ενάντια στην ΕΣΣΔ. Η λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού» (appeasement policy) απέναντι στον Χίτλερ εντάσσονταν σε αυτό το πλαίσιο. Αυτός ήταν και ο σκοπός της Συμφωνίας του Μονάχου: μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί ο Χίτλερ προς την κατεύθυνση μιας επίθεσης ενάντια στην Σοβιετική Ένωση.
Ο καναδός ιστορικός Μάικλ Κάρλεϊ αναφέρει: «Εάν ο Τσάμπερλεν (σ.σ: βρετανός πρωθυπουργός) ήθελε να σταματήσει τον Χίτλερ, η να συγκρατήσει τη ναζιστική Γερμανία, ο καλύτερος τρόπος να το κάνει ήταν διαμορφώνοντας μια συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο ήταν αποκρουστικό σενάριο για το βρετανό πρωθυπουργό και τους στενούς συμβούλους του. Η Βρετανία- και όχι η ΕΣΣΔ- πρέπει να θεωρείται ότι υπήρξε το βασικό εμπόδιο στην κοινή ασφάλεια ενάντια στη ναζιστική Γερμανία» [3].
Σύμφωνα με τον αμερικανό καθ. Ιστορίας Τζον Σνελ (John Snell) «…τα κράτη της Δύσης έβλεπαν στο Τρίτο Ράϊχ το ισχυρό φράγμα στην κεντρική Ευρώπη κατά της Ρωσίας». Στα κράτη αυτά, πέραν της Βρετανίας και της Γαλλίας, περιλαμβάνονταν και οι- αρχικά- “ουδέτερες” ΗΠΑ. Να τι έλεγε ο αμερικανός γερουσιαστής Ρόμπερτ Ταφτ λίγο πριν τη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ: «Μια νίκη του κομμουνισμού θα είναι για τις ΗΠΑ πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι η νίκη του φασισμού» και σημείωνε πως «γι’ αυτό θα έπρεπε ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την χιτλερική Γερμανία» [4].
Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ ήρθε, λοιπόν, αφότου οι «δημοκρατικές» καπιταλιστικές χώρες είχαν απορρίψει και σαμποτάρει κάθε σοβιετική απόπειρα για αντιφασιστική συμμαχία ενάντια στον Χίτλερ. Αυτό που η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ανερυθρίαστα και συκοφαντικά αποκαλεί «συμμαχία Χίτλερ-Στάλιν» ήταν μια αναγκαία διπλωματική κίνηση ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα, κερδίζοντας χρόνο, η ΕΣΣΔ για τον επερχόμενο πόλεμο. «Στις τότε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες η θέση αυτή του Σοβιετικού Κράτους ήταν απόλυτα ρεαλιστική» αναφέρει ο αμερικανός ιστορικός Φόστερ Ντάλες, παραδεχόμενος πως το Σύμφωνο υπογράφτηκε από την ΕΣΣΔ προκειμένου «να αποφύγει την άμεση επίθεση της Γερμανίας» και να «κερδίσει χρόνο για την ενίσχυση της άμυνας της» [5].
Το Σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (23 Αυγούστου 1939) ήρθε ως φυσική συνέπεια της ανάγκης της Σοβιετικής Ένωσης να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία της αμυντικής της ικανότητας. Την ίδια στιγμή που η ΕΣΣΔ ακολουθούσε, έμπρακτα, πολιτική ειρήνης και αποτροπής πολέμου, βρισκόταν στο στόχαστρο όλων: Και της ναζιστικής Γερμανίας και των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών χωρών που, όπως είδαμε παραπάνω, έστρωναν το έδαφος για την προέλαση των χιτλερικών δυνάμεων προς την ανατολή.
Τι συνέβη στην Πολωνία;
Η χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα για το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ συνοδεύεται και από μια σειρά διαστρεβλώσεις για το ζήτημα της Πολωνίας. Κατηγορούν, μάλιστα, την Σοβιετική Ένωση ότι άφησε… αβοήθητη την Πολωνία, βορά στα νύχια των Ναζί! Η πραγματικότητα, ασφαλώς, είναι διαφορετική. Παρά το γεγονός ότι η πολωνική κυβέρνηση είχε συνάψει (Μάρτης 1939) συμφωνίες συμμαχίας και «αμοιβαίας βοήθειας» με Γαλλία και Βρετανία, όταν οι χιτλερικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πολωνία την 1η Σεπτέμβρη 1939 συνέβησαν τα εξής:
α) Οι ΗΠΑ κήρυξαν στάση ουδετερότητας, β) Βρετανοί και Γάλλοι- που είχαν «εγγυηθεί» την ασφάλεια της Πολωνίας- κήρυξαν λεκτικά τον πόλεμο στη Γερμανία, χωρίς ωστόσο να τον διεξάγουν στην πράξη και γ) η πολωνική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε αμυντικό «Σύμφωνο» που της πρότεινε η ΕΣΣΔ, αλλά διαπραγματεύονταν με το Βερολίνο από κοινού επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης!
Η πολωνική κυβέρνηση- όργανο της άρχουσας τάξης της χώρας- εγκατέλειψε τη Βαρσοβία δυο εβδομάδες μετά την επίθεση των Ναζί μετακομίζοντας στο Λονδίνο…
[1] Στ.Ζορμπαλάς, Η αλήθεια για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο- Η συμβολή της ΕΣΣΔ και οι διαστρεβλωτές της ιστορίας, Σύγχρονη Εποχή.
[2] Με την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ, η Βρετανία παρέδωσε στους Ναζί αποθέματα χρυσού (ιδιοκτησίας της Τσεχοσλοβακίας που ήταν αποθηκευμένα στην Τράπεζα της Αγγλίας) αξίας σχεδόν 9 εκατομμυρίων δολαρίων.
[3] Eιδησ. Πρακτορείο “Sputnik”, 26/9/2015.
[4] CBS, 25/6/1941.
[5] F.Dulles, The Road to Tehran, New York, 1944, σελ. 203-207.
____________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.