Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Δεν χωράει αμφιβολία ότι είναι δύσκολο να γράφει κανείς με ουδέτερο τρόπο για γεγονότα που συγκλονίζουν και κλονίζουν μια χώρα σε βαθμό που να διαλύσει αυτό που λέμε «ομαλή ζωή», «ειρηνική καθημερινότητα» ή/και για να μείνουμε στη λεκτική μόδα της ελληνικής κυβέρνησης «κανονικότητα» με ό, τι αυτό σημαίνει για την πλειονότητα των πολιτών σε μια κοινωνία με μικρότερες ή μεγαλύτερες, πόσο μάλλον ακραίες ανισότητες. Το δύσκολο δεν βρίσκεται μόνο στα πρακτικά προβλήματα που ανήκουν στη σύνθεση ενός βιβλίου, αλλά κυρίως στα όρια του επιτρεπόμενου που καθορίζονται σε κάθε κοινωνία με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο ρητό. Στις κοινωνίες στις οποίες δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση βιβλίων, υπάρχει η υπονοούμενη, σιωπηλή διάκριση από εκείνους που αποφασίζουν την προώθηση ή μη κάποιων βιβλίων. Δηλαδή, κάτι σαν κατευθυνόμενη προτίμηση, επιλογή, ακόμα και «γούστο». Η εμπορική επιτυχία που ονομάζεται συχνά ως κριτήριο καθορίζεται πάλι από αυτό που η κατευθυνόμενη «δεξαμενή σκέψης» έχει κάνει με το μυαλό και τα κριτήρια του αναγνωστικού κοινού. Κι αυτή δεν θέλει με κανέναν τρόπο να καλλιεργηθεί κλίμα εξέγερσης στην κοινωνία και σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Τι να κάνει λοιπόν ένας συγγραφέας που θέλει να φέρει ένα θέμα που «έκαψε» και εξακολουθεί να «καίει» την πατρίδα του; Θα έχει τα μάτια του δεκατέσσερα και θα κρατάει «ίσες αποστάσεις» που στην ουσία δεν υπάρχουν; Δηλαδή, να μην πάρει θέση, που στην ουσία σημαίνει ότι παίρνει θέση. Αυτό έκανε ο Περουβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Ρονκαλιόλο στο βιβλίο του Κόκκινος Απρίλης που κυκλοφόρησε το 2007 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Καστανιώτης» και για το οποίο έγραψα στο «Ατέχνως» ( για κάποια ιστορικά στοιχεία παραπέμπω εκεί). Αυτό έκανε και στο βιβλίο του Η τέταρτη ρομφαία που κυκλοφόρησε το 2010 στα ελληνικά από τις ίδιες εκδόσεις και που στέκεται στο επίκεντρο της παρούσας παρουσίασης. Το ότι το θέμα της θέσης που παίρνει κανείς είναι προβληματικό, φαίνεται αμέσως από την αρχή όπου ο συγγραφέας επέλεξε να παραθέσει τα εξής αντεπαναστατικά λόγια του Τ.Μ. Κούτσι*: «Ο επαναστάτης είναι ένας άνθρωπος καταδικασμένος. Δε ενδιαφέρεται για τίποτα, δεν έχει αισθήματα, δεν έχει δεσμούς που να τον ενώνουν με κάτι, δεν έχει καν όνομα. […] Δεν το λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά ωστόσο επέλεξε ακριβώς αυτό. Στο βιβλίο αυτή η θέση «μαζεύεται» κάπως από τις ίδιες τις συνεντεύξεις με επαναστάτες, προφανώς για χάρη του… πλουραλισμού των απόψεων, στον οποίο μπλέκεται ο συγγραφέας στις ίδιες τις αντιφάσεις του. Όπως θα δούμε παρακάτω.
*John Maxwell Coetzee, Νοτιοαφρικανός μυθιστοριογράφος, γλωσσολόγος, κριτικός, μεταφραστής που ζει στην Αυστραλία. Βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003.
Πώς κατευθύνεται η σκέψη των αναγνωστών
Ο Ρονκαλιόλο έχει αισθανθεί στο πετσί του τη «δημοκρατική» λογοκρισία μιας χώρας σαν την Ισπανία, όταν μετά από έξι μήνες έρευνα σχετικά με το ΚΚ Περού-Φωτεινό Μονοπάτι και ιδιαίτερα σχετικά με την ηγετική του ομάδα και δη τον ιδρυτή του Αμπιμαέλ Γκουσμάν για την ισπανική εφημερίδα Ελ Παϊς, το ρεπορτάζ του θα δημοσιευόταν μετά από μεγάλη καθυστέρηση σε συνέχειες. Ο Ρονκαλιόλο νόμιζε πως επιτέλους είχαν λυθεί όλα τα προβλήματά του και ότι είχε τελειώσει το βιβλίο του. Ακούμε τον ίδιο στη σελίδα 200: «Αλλά η ψευδαίσθηση κράτησε μόνο είκοσι δευτερόλεπτα πριν γίνει τρόμος. Πράγματι, η ιστορία ήταν εκεί, στη σελίδα 15. Αλλά αντί για τον τίτλο που είχα επιλέξει εγώ, είχε έναν πιο αποτελεσματικό, πιο ελκυστικό για τους αναγνώστες: “Ο πιο επικίνδυνος τρελός της Αμερικής» για να σχολιάσει στη συνέχεια «Ένα ολόκληρο εξάμηνο έρευνας πήγε στα σκουπίδια» . Ο δικηγόρος του Γκουσμάν του έστειλε ένα οργισμένο μέιλ και παρ’ όλες τις προσπάθειες του Ρονκαλιόλο να του εξηγήσει ότι δεν είχε επιλέξει ο ίδιος τον τίτλο και ότι για να δουλέψει κανείς σε εφημερίδα πρέπει να αποδεχτεί τους κανόνες (!) της, ο δικηγόρος δεν τον πίστεψε… Όμως, δεν κάνει πίσω το κείμενο του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδοσης μιλώντας για το «τρομοκρατικό κίνημα «Φωτεινό Μονοπάτι», «την πιο θανατηφόρα αντάρτικη οργάνωση στην ιστορία της αμερικανικής ηπείρου» και τον πόλεμο ανάμεσα σε αυτό και το κράτος («κράτος» χωρίς το διακοσμητικό επίθετο «τρομοκρατικό») του Περού τις δεκαετίες του 80 και 90 του περασμένου αιώνα. Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο «καθοδήγησε όλη αυτή τη βία» θεωρώντας τον εαυτό του «τέταρτη ρομφαία του διεθνούς κομμουνισμού μετά τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Μάο» χωρίς ο ίδιος να φέρει όπλα. Ούτε υποστήριξη από ξένες κυβερνήσεις δεν πήρε ποτέ ο Γκουσμάν, ούτε πήγε στο πεδίο της μάχης, αλλά «για δώδεκα όμως ολόκληρα χρόνια, πίσω από ένα γραφείο, οπλισμένος με μια άκαμπτη ιδεολογία, προσπαθούσε να ελέγξει μια ολόκληρη χώρα» καταλήγοντας το κείμενο ότι «η ιστορία του αποτελεί ένα ανατριχιαστικό παράδειγμα της καταστροφικής δύναμης των ιδεών». Των ιδεών γενικά και αόριστα. Κρίνει το κείμενο ότι το βιβλίο αποτελεί «εμβάπτιση στο μυαλό ενός σφαγέα, ένα πορτρέτο του Κακού». Το κείμενο του οπισθόφυλλου συνδυάζεται με την εικόνα που επιλέχθηκε στο μπροστινό εξώφυλλο που δείχνει έναν Γκουσμάν με μαύρα γυαλιά, ριγέ (των φυλακών) μπλούζα και σηκωμένη τη γροθιά υποβάλλοντας την ιδέα της φυλακισμένης πια τρομοκρατικής αγριάδας τη στιγμή που στο βιβλίο βγαίνει μια αρκετά διαφορετική εικόνα. Διότι ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει να διαβάσει αυτό το σύμφωνα με το οπισθόφυλλο «συνταρακτικό μυθιστόρημα-δημοσιογραφικό ντοκουμέντο» θα σχηματίσει μια αρκετά διαφορετική εικόνα. Παρ’ όλο που ο συγγραφέας προσπαθεί να κρατάει ίσες αποστάσεις αφήνοντας τους μάρτυρες από τους οποίους πήρε τις συνεντεύξεις να μιλάνε προσθέτοντας ελάχιστα σχόλια δικά του σε μια προσπάθεια να μην πάρει θέση, αδικείται από το κείμενο του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδοσης. Ο Γκουσμάν δεν βγαίνει από τα ντοκουμέντα ούτε «σφαγέας» ούτε «ο πιο επικίνδυνος τρελός της Αμερικής».
H αμηχανία ενός δημοσιογράφου
Ο συγγραφέας δείχνει μια κατανόηση γνωρίζοντας πολύ καλά την απελπιστική κατάσταση των περισσότερων Περουβιανών, στην ύπαιθρο, αλλά και στην πόλη. Ο ίδιος γόνος μεσαίου στρώματος δεν κατακρίνει, αλλά παρακολουθεί με λύπη τις καταστροφές στη χώρα του. Σε πολλά σημεία του βιβλίου δείχνει ακόμα ότι τα έχει χαμένα, αλλά και διακρίνουμε ίχνη θαυμασμού ανακατεμένα με απορία για τα μέλη του Μονοπατιού στη διάρκεια των συνεντεύξεων στις φυλακές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον του προκάλεσαν οι γυναίκες-ηγέτιδες. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι στο Περού τα πράγματα είχαν ξεφύγει σε αυτό τον ιδιόμορφο εμφύλιο της δεκαετίας του 80 με τους σχεδόν συνολικά 70.000 νεκρούς. Μακριά μας να δικαιολογούμε τις σφαγές, αλλά πόσες έγιναν από την αστυνομία, το στρατό, το επίσημο κράτος δηλαδή, κάτι το οποίο έκανε να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο τα αντίποινα; Είπαμε, ο συγγραφέας προσπαθεί να καταλάβει και εδώ κι εκεί εκφράζει κάποιες δικές του φιλοσοφίες γύρω από «τον» άνθρωπο και την κοινωνία που δεν αποτελούν με κανέναν τρόπο απάντηση, πόσο μάλλον ανάλυση. Συχνά τον προσγειώνουν οι συνεντεύξεις με παράγοντες της αστυνομίας, του στρατού, του δικαστικού σώματος, αλλά και του ίδιου του «Φωτεινού Μονοπατιού» και ενδεχομένως συγγενείς των μελών του. Για παράδειγμα, αναφέρεται μια συζήτηση με τον αδερφό του Αμπιμαέλ Γκουσμάν που δεν τόλμησε έως τότε να επισκεφτεί τον αδερφό του στη φυλακή, αλλά ομολόγησε ότι θα τολμούσε πια μην κρύβοντας το θαυμασμό για τον αδερφό του.
«Ο Αμπιμαέλ άφησε τη δυνατότητα μιας άνετης ζωής, μιας αξιοσέβαστης θέσης στο πανεπιστήμιο για να ηγηθεί ενός έπους».
«Και συμφωνείτε με τον αδερφό σας;» ρώτησα. «Θέλω να πω… στα πάντα;»
«Έχετε δει πώς ζουν οι χωρικοί;» είπε ήρεμα, με επαρχιακή βραδύτητα. «Χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς σχολεία, χωρίς νοσοκομεία. Δεν συμφωνείτε ότι πρέπει να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη σε αυτή τη χώρα;»
«Δεν συμφωνώ με τη χωρίς διακρίσεις χρήση βίας για την επίτευξή της»
«Αχ, δεν συμφωνείτε με τα μέσα. Και τι προτείνετε στους αγρότες; Να τη ζητήσουν ευγενικά;»
«Αν η επανάσταση βελτίωνε πραγματικά τη ζωή των αγροτών, θα το καταλάβαινα. Αλλά αν δούμε την ιστορία της, τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο απέτυχαν. Σκεφτείτε τη Ρωσία ή τη Βόρεια Κορέα».
«Νεαρέ μου, εγώ δεν έχω πάει στη Ρωσία ή στη Βόρεια Κορέα. Αλλά εδώ το μόνο πράγμα που έχει αποτύχει είναι αυτό που εσείς ονομάζετε δημοκρατία. Για να μην το βλέπει κανείς, θα πρέπει να είναι φανατισμένος» (σελ. 40)
Η βία έχει ασκηθεί για αιώνες από τα πάνω και αν υπάρξει σαν αντίδραση πια η βία από τα κάτω, αυτό σημαίνει ότι κάθε άλλη μέθοδος για απόκτηση δικαιοσύνης έχει ναυαγήσει. Η ρήση ότι η βία είναι καταδικαστέα απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι υποκρισία βλέποντας την ιστορία και των Ευρωπαϊκών χωρών με τις πολλές αιματηρές αστικές επαναστάσεις και την κατακτητική και συχνά ληστρική και φονική επέκταση σε όλη τη γη σε βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Ο Ρονκαλιόλο φεύγει από την συζήτηση με τον αδερφό του Γκουσμάν «απογοητευμένος», διότι «αντί για ένα αρπακτικό, έχω βρει μόνο έναν επαρχιώτη και καθόλου απειλητικό μικροαστό, με ευγενείς προθέσεις».
Ο Ρονκαλιόλο οχυρώνεται στα ντοκουμέντα και στις ιστορίες των μαρτύρων από τις αντίθετες πλευρές τονίζοντας το «μη μυθοπλαστικό μέρος της ιστορίας που πρόκειται να αφηγηθεί» αντιπαραβάλλοντάς τα με ένα προφίλ του Γκουσμάν στο περιοδικό «Granta» το 1988. Αργότερα είχε πρόσβαση σε μια συνοπτική βιογραφία του αρχηγού του «Φωτεινού Μονοπατιού» γραμμένη από το Πολεμικό Ναυτικό του Περού. Μαθαίνει ο αναγνώστης την ιστορία ζωής του Γκουσμάν από την παιδική ηλικία. Κι εδώ ο δημοσιογράφος αφήνει τα ντοκουμέντα και τους μάρτυρες να μιλούν, αν και υπάρχει μια ασθενής προσπάθεια παραπομπής της ευθύνης στην παιδική ηλικία που ο δημοσιογράφος Ρονκαλιόλο αφήνει, ωστόσο, ανοιχτή.
Ιδεολογία και αγώνας
Πνευματικός και ιδεολογικός ταγός του «Φωτεινού Μονοπατιού» ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, σύμφωνα με κάποιους ο «πατέρας του μαρξισμού στη Λατινική Αμερική». Το Φωτεινό Μονοπάτι είναι το μονοπάτι του Μαριάτεγκι. Σύμφωνα με τον τελευταίο η επανάσταση στο Περού δεν θα ήταν εργατική, αλλά αγροτική, επειδή το Περού δεν είχε βιομηχανία. Άρα ούτε βιομηχανικό προλεταριάτο. Οι καταπιεσμένοι ζούσαν κυρίως στην ύπαιθρο. Ιδού και η προσκόλληση στη διδασκαλία του Μάο-τσε-Τουνγκ. Ωστόσο, ο Μαριάτεγκι που ο ίδιος ήταν αυτοδίδακτος ήθελε να εδραιωθεί η επανάσταση στο πανεπιστήμιο ώστε να γίνει το πανεπιστήμιο εργαλείο της ταξικής πάλης. Ο ιστορικός Φερνάντο Ιουασάκι θα πει σχετικά με αυτό: «Ο Μαριάτεγκι αντιλαμβανόταν το πανεπιστήμιο σαν φάμπρικα και τους φοιτητές σαν εργάτες. Ο στόχος των ακαδημαϊκών αμφιθεάτρων ήταν να συνεργαστούν με τα εργατικά συνδικάτα, αποκτώντας αγωνιστικές εμπειρίες ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις και ασκώντας αυτοκριτική ώστε να παραμείνουν στην πρωτοπορία της ιδεολογικής καθοδήγησης» (στο βιβλίο, σελ. 45).
Ο Γκουσμάν τοποθετήθηκε μέσα σε αυτά τα πλαίσια «αριστερότερος της Αριστεράς» εκφραζόμενος απαξιωτικά για την Κούβα ως «προηγμένο αστικό κράτος» και για τον Τσε Γκεβάρα, παρακαλώ, ως «γελοίο ανθρωπάκι». Το κεφάλαιο με τίτλο Το Φωτεινό Μονοπάτι του Μαριάτεγκι ο Ρονκαλιόλο το ξεκινάει ως εξής: «Τώρα ας μιλήσουμε για ιδεολογία» (σελ. 56). Φαίνεται ότι τη δεκαετία του 90 του περασμένου αιώνα στο Περού δεν χρησιμοποιούσαν πια τη λέξη «ιδεολογία». Και, θα προσθέταμε, πού δεν ήταν υπό διωγμό η έννοια αυτή μέσα στη θύελλα της «από-ιδεολογικοποίησης» που ακολούθησε τις ανατροπές του 1989-91; Δεν υπήρχε, βέβαια, παντού δικτατορία, όπως στο Περού με το καθεστώς του Φουχιμόρι της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, όταν είχαν γίνει οι ανατροπές της για 40 δεκαετίες παγιωμένης κατάστασης στον κόσμο. Σε άλλες χώρες η καταδίωξη της κάθε έννοιας της ιδεολογίας γινόταν με πιο πονηρό τρόπο. Δεν απαγορεύτηκε, αλλά την έκαναν να πέφτει σε δυσμένεια μέσα από έναν θεωρητικό ιδεολογικό πόλεμο και μιας γερής στρέβλωσης μαρξιστικών θεωρητικών βάσεων προβάλλοντας ακόμα και το «τέλος της ιστορίας». Στις σελίδες που ακολουθούν, η κουβέντα με κάποιο πρώην στέλεχος του «Φωτεινού Μονοπατιού» περιστρέφεται γύρω από την κίνηση των ιδεών και την πολιτική ζωή σε διεθνές επίπεδο στις δεκαετίες που προηγήθηκαν και την αντιπαράθεσή του με τον Αμπιμαέλ σε φοιτητικό συνέδριο στα τέλη του 1963. Ξέρουμε ότι τη δεκαετία του 60 ήταν ιδιαίτερα παραγωγική σε εξεγέρσεις και αποδεσμεύσεις (ή τουλάχιστον προσπάθειες αποδέσμευσης) πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών από την ιμπεριαλιστικό επιρροή. Ήταν και χρόνια που ετοιμαζόταν να γεννηθεί το κίνημα που θα εξελισσόταν σε Φωτεινό Μονοπάτι. Η εκτίμηση που επικράτησε τότε ήταν ότι η τακτική του Τσε Γκεβάρα δεν ήταν κατάλληλη για το Περού.
Μια μεθοδολογική παραχώρηση
Ο συγγραφέας του Η τέταρτη ρομφαία αφηγείται την ιστορία της σύλληψης και της φυλάκισης του Γκουσμάν με νότες θρίλερ. Δεν κρύβει –έστω σε λίγες φράσεις – την ενεργή βοήθεια της CIA: «Οι Αμερικάνοι συνεργάστηκαν (για την αντιμετώπιση του αντάρτικου) μέχρι την τελευταία στιγμή με εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας Μέχρι που εντοπίστηκε ο Γκουσμάν. Μια μέρα πριν από τη σύλληψη αποσύρθηκαν σιωπηλά από το πεδίο» (σελ. 148/149). Προς το τέλος ο Ρονκαλιόλο αναρωτιέται αν μπορεί να τα γράψει όλα αυτά χωρίς να πάρει θέση και αν υπάρχει αλήθεια ανεξάρτητη από τον αφηγητή! Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο Κώδικας Μηδέν θα πει ότι μεθοδολογικά πιστεύει όλες τις πλευρές και ότι παίρνεις θέση ανάλογα με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείς: «Δεν υπάρχει μια ουδέτερη γλώσσα, αποστειρωμένη, η οποία να στερείται θέσεις. Δεν υπάρχει ένας κώδικας μηδέν, χωρίς άποψη, χωρίς προσωπικές αποχρώσεις» (σελ. 191). Σε άλλα σημεία ο λόγος του αντιφάσκει με αυτά και επιδίδεται σε διάφορα ιδεολογικά και πολιτικά «φάλτσα». Καταλαβαίνει περισσότερα απ’ ό, τι θέλει να μας δείξει ο δημοσιογράφος και ήθελε να κρατήσει το βιβλίο στα όρια του επιτρεπτού της συγκαλυμμένης λογοκρισίας των «δημοκρατικών» χωρών; Για να διαβάζεται και να μην ρίχνεται στη λήθη; Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, καλά έκανε και έπιασε ένα τόσο ευαίσθητο και καυτό θέμα της περουβιανής ιστορίας εφιστώντας την προσοχή του αναγνωστικού κοινού σε πλευρές που αλλιώς θα θάβονταν. «Εκτιμά ότι, για πρώτη φορά, ένας συγγραφέας μιλά για μας χωρίς να μας βρίζει. Ωστόσο, πιστεύει ότι είναι πολύ ουδέτερο. Στο θέμα αυτό πρέπει κανείς να τοποθετηθεί, πρέπει να πάρει θέση» θα πει η συντρόφισσα του Γκουσμάν, η Ελένα Ιπαραγίρε, όταν ο Ρονκαλιόλο τη ρώτησε για τη γνώμη του Γκουσμάν σχετικά με το βιβλίο του Κόκκινος Απρίλης (σελ. 205).
Ο γυναικείος παράγοντας
Η συζήτηση αυτή περιλαμβάνεται στον Επίλογο του Η τέταρτη ρομφαία με τίτλο Η βασίλισσα των μελισσών, στον οποίο ο δημοσιογράφος συναντιέται με φυλακισμένες γυναίκες μέλη του Φωτεινού Μονοπατιού και δη με τις τρεις ηγετικές μορφές. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, γιατί θα μπορούσε να αναπτυχθεί σαν θέμα χωριστό γύρω από το ερώτημα «γιατί παγκοσμίως, στα αντάρτικα κινήματα το ποσοστό των γυναικών είναι πάντα τόσο ανεβασμένο ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την πλήρη αντίθεση της συμμετοχής αυτής με το παραδοσιακό ρόλο των γυναικών, ιδιαίτερα σε καθυστερημένες κοινωνίες; Μήπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί η απόλυτη αφοσίωσή τους – ιδιαίτερος φανατισμός, σύμφωνα με πιο συντηρητικές απόψεις – που φτάνει στο να εγκαταλείπουν ακόμα και τις οικογένειές τους, κάτι που «συγχωρείται» ευκολότερα στους άντρες αντάρτες παρά στις γυναίκες, τουλάχιστον στην ύστερη κατεστημένη ιστοριογραφία. Και σε αυτό το σημείο ο Ρονκαλιόλο μένει αμήχανος. Ψάχνει την απάντηση στον «τύπο» του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ούτε ο παραλληλισμός με θρησκευτικούς λειτουργούς δεν στέκει, αν και πολυδοκιμασμένος από κατασκευαστές της κοινής γνώμης διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Δεν ξεφεύγει από τον γνωστό αυτό παραλληλισμό ούτε ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, στο Η τέταρτη ρομφαία του: «Στην πραγματικότητα, ορισμένα μέλη του Μονοπατιού όπως η Νέλι Έβανς είχαν φορέσει ράσα πριν πάρουν τα όπλα. Δεν είναι τυχαίο. Καθώς συζητούσα μαζί τους, μου έδωσαν την ίδια αίσθηση που μου δίνουν συχνά οι φίλοι μου οι ιερείς: ανθρώπων που έχουν ανάγκη από μια υπερβατική λογική στη ζωή τους. Είναι άνθρωποι που αγκαλιάζουν έναν λόγο για τον οποίο ζουν και πεθαίνουν, και ως εκ τούτου, ένα πρότυπο δράσης σαφές, άκαμπτο, χωρίς αμφιβολίες, ρωγμές ή αποχρώσεις. Με λίγα λόγια, μια αλήθεια» (σελ. 202/203).
Όχι Σαντιάγο, δεν μπαίνουν στον αγώνα με κίνδυνο για τη ζωή τους απλώς από ανάγκη μιας αλήθειας. Παράθεσες τα λόγια του αδερφού του Γκουσμάν και καταλάβαμε, παρ’ όλο το κάπως χαοτικό ύφος του βιβλίου, μια συνέπεια του οποίου είναι ότι ο αναγνώστης θα καταλάβει το βιβλίο ανάλογα με την ιδεολογική και μορφωτική συγκρότησή του. Δηλαδή, το μήνυμα που ενδεχομένως βγαίνει, είναι ότι ο καθένας έχει την αλήθειά του κι αυτό, όμως, αντικρούεται από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα και την επιστημονικά αντικειμενική αναζήτησή της!
Το βιβλίο περιλαμβάνει χάρτη του Περού με τα κύρια θέατρα επιχειρήσεων του Φωτεινού Μονοπατιού μέχρι το 1988 και μετά το 1988, χρονολόγιο από το 1934 (ημερομηνία γέννησης του Αμπιμαέλ Γκουσμάν) μέχρι το 2006 με πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Επίσης υπάρχει φωτογραφικό υλικό και μια βιβλιογραφία με τις πηγές που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας.
_______________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.