Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
(…)
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ’ αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,— ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
ν’ ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.
[Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ’ ἕνα εἰρωνικό κ’ ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ’ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης.Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ’ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ’ τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ’ τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει]…
Το να ασχολείται κανείς με την ποίηση όταν λείπει το «ψωμί», σε όσους δε σχετίζονται με την κομμουνιστική ιδεολογία, φαίνεται συχνά παράδοξο. Όμως για ποιο λόγο αξίζει στ’ αλήθεια να παλεύει κανείς; Μόνο για το ψωμί; Μα αυτό είναι το πρώτο σκαλοπάτι, δίδασκε και ο Ρίτσος, που όλη του η έγνοια ήταν να ανεβάσει στο μύθο το μερμήγκι και να μάθει στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ’ το ξερό πετσί του, να βοηθήσει, με άλλα λόγια, τους φτωχούς, λαϊκούς ανθρώπους -προπαντός την πρωτοπόρα τάξη τους- να νιώσουν τη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρωπιάς τους, προχωρώντας πιο πέρα και πιο πάνω από ένα σκέτο οικονομικό αγώνα, στο δύσκολο μα μεγάλο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε και το ψωμί και το φιλί – δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του, έγραφε.
Μιαν αλήθεια που ούτε την επινόησε, ούτε τη δανείστηκε, αλλά με το αίμα του την κατάχτησε μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης του καιρού του.
Για όλους εμάς, ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας κορυφαίος ποιητής. Για τον ίδιο όμως το πιο όμορφο ποίημά του ήταν τα αποτυπώματά του στα αρχεία της Ασφάλειας Αθηνών, οι μόνες περγαμηνές του ήταν τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος.
Το λόγο μας τον αποκαλύπτει στο έργο του, όπως στο ποίημά του – ύμνο στο μεγαλείο του ανθρώπου – κοινωνικού αγωνιστή, με τον τίτλο «ο Αποχαιρετισμός» εμπνευσμένο από το θάνατο του Κύπριου Γρηγόρη Αυξεντίου:
Ναι η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα από τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή νικάει και το θάνατο.
Τόμαθα.
Άλλωστε, για τον Ρίτσο η μεγαλοσύνη του ανθρώπου μετριέται στις οριακές καταστάσεις που θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο μέγα χρέος και στο μέγα φόβο.
«Ο Αποχαιρετισμός» – βασισμένος σε βιώματα του ποιητή από το κολαστήριο της Μακρονήσου – φαίνεται πως αποτελεί ποιητική επεξεργασία εσωτερικών του διεργασιών σε μια δραματική στιγμή, που έχει καταγραφεί στη μαρτυρία κάποιου συναγωνιστή του. Είναι η στιγμή που οι δεσμοφύλακές του τον περιμένουν στην κεντρική σκηνή του Διοικητηρίου, στην κορυφή ενός λόφου, για να υπογράψει δήλωση μετάνοιας κι αποκήρυξης του κομμουνισμού, με τους τηλεγραφητές και τα επιτελεία της εθνικής ραδιοφωνίας σε επιφυλακή για τη θριαμβευτική αναμετάδοση της είδησης στο πανελλήνιο και στο εξωτερικό.
Ίσως να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονιά των άλλων.
Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί;
κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;γράφει και συνεχίζει, εξηγώντας ταπεινά στους συντρόφους του, που οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν να αντέξουν, τη μεγάλη αλήθεια του:
Ξέρω πως θα μπορούσε να είμαι στη θέση σας, αδέλφια μου που φύγατε,
γιατί ξέρω όπως κι εσείς τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο και το φόβο σας,
όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα το φόβο της ψυχής μου….Ολα είναι τόσο δύσκολα,
κι ίσως για τούτο ν’ αξίζουν. Ομως δε θα μπορούσα
να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου.
Συγχωράτε με. Γεια σας.
Οι επώδυνες ταλαντεύσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις σε κάθε άνθρωπο, προπαντός σ’ εκείνον που διάλεξε να είναι υποκείμενο και όχι αντικείμενο της Ιστορίας, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα και από τα πιο δυνατά σημεία στα μη εγερτήρια και λιγότερο γνώριμα έργα του Ρίτσου, γραμμένα μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τις εξελίξεις που ακολούθησαν το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Η για πολλά χρόνια περιορισμένη ενασχόληση των κομμουνιστών με αυτό το μεγάλο κομμάτι της ποίησης του Ρίτσου άφησε περιθώρια στην ευρύτερη διάδοση αστικών και οπορτουνιστικών ερμηνειών της, που καταλήγουν τελικά στη διχοτόμησή του: Από ‘δώ ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του οράματα κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που «δεν αξίζει ούτε όσο το χαρτί που γράφτηκε».
Είναι όμως έτσι;
Ο Ρίτσος για παράδειγμα της «Καντάτας για τη Μακρόνησο» είναι άλλος από τον Ρίτσο της «Σονάτας του Σεληνόφωτος»;
Η ίδια η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος, μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής μας, η γυναίκα με τα μαύρα, είναι και ποιήτρια, που σε προχωρημένη ηλικία συνειδητοποιεί το ανώφελο της ιδεαλιστικής, θρησκευτικής κοσμοθεωρίας της. Έτσι, μέσα της μαίνεται μια πάλη ανάμεσα στη μοναχικότητα και την εσωτερικότητα του παλιού τρόπου σκέψης και ζωής της και την ανάγκη της να πολεμήσει το φόβο της φθοράς, της παρακμής και του θανάτου, ζητώντας από έναν νεαρό ποιητή της κοινωνικής ποίησης, να την πάρει μαζί του έξω, στην πολιτεία, στα κοινά ενδιαφέροντα και προβλήματα της πραγματικής ζωής.
Στη «Σονάτα», βέβαια, η ιδέα αυτή γονιμοποιείται μέσα από ένα πλήθος άλλων προεκτάσεων με δεσπόζουσα την καταλυτική κριτική στην αστική κοινωνία, που η σήψη της ακρωτηριάζει, τσακίζει, χαμηλώνει τον άνθρωπο, καθιστώντας τον μοναχικό, άχρηστο για τους συνανθρώπους του, ανέραστο ακόμη και στο συζυγικό του κρεβάτι, όπως η γυναίκα με τα μαύρα. Παράλληλα, αναδείχνονται οι βαθιές χαρακιές που αφήνει στη συνείδηση του ανθρώπου ο παλιός κόσμος και η δυσκολία να εξαλειφθούν, ειδικά όταν υπάρχει – όπως στο νεαρό κοινωνικό ποιητή – ανυπομονησία και εύκολοι χαρακτηρισμοί. Στο φόντο όλης της σύνθεσης, όμως, παραμένει η ίδια κεντρική ιδέα, βαθύτερα επεξεργασμένη και γενικευμένη, πως όχι μόνο η κοινωνική ποίηση, αλλά η κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα και δημιουργία αποτελεί το μόνο μέσο για την υπερνίκηση της φθοράς και του θανάτου σε κάθε του έκφραση, πνευματική, ψυχική, βιολογική, το μόνο πεδίο που μπορεί να ξεδιπλώσει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του.
Ο Ρίτσος, σε αυτού του είδους τη στοχαστική και χαμηλόφωνη ποίησή του, δεν ασχολείται γενικά και αφηρημένα με τα υπαρξιακά προβλήματα του αιώνιου ανθρώπου (τη φθορά, την κόπωση από χαμένους αγώνες, τα αδιέξοδα, το φόβο, τη μοναξιά κ.λπ.), αλλά με την έκφραση που αυτά παίρνουν στις συγκεκριμένες σύγχρονες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες.
Η πρόθεση του ποιητή σ’ αυτήν τη μη ηρωική ποίησή του είναι να αποδοθεί η πραγματικότητα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος ρεαλιστικά: Χωρίς επιπόλαιους συναισθηματισμούς, μεγαλοστομίες, σχηματικότητα και βολικές απλουστεύσεις. Κι αυτό όχι για να υποταχτούμε στην πραγματικότητα, αλλά για να μπορέσουμε πιο ώριμα να την αντιμετωπίσουμε, με βαθύτερη επίγνωση των δυσκολιών της, αλλά και με τη γνώση της διαλεκτικής της ζωής, της κίνησης μέσα στην επιφανειακή ακινησία. Η απάντηση του Ρίτσου στις εσωτερικές αντιφάσεις δεν είναι η αμφισβήτηση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, αλλά η πιο γόνιμη επιβεβαίωσή της, ένα μέγα ΝΑΙ, καρπός βαθύτερης επεξεργασίας και περισυλλογής.
Χαρακτηριστικό του αγώνα του για να βγούμε πιο δυναμωμένοι από τις ήττες και τις ιστορικές επιβραδύνσεις είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», με τίτλο «όταν έρχεται ο Ξένος».
Ο Ξένος που αντιπροσωπεύει τον ποιητή – οδηγητή, την ποιητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, φτάνει μπαρουτοκαπνισμένος σε ένα σπίτι βυθισμένο στο πένθος. Κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει, όπως συχνά συμβαίνει στις δύσκολες ιστορικές καμπές.
Ο Ξένος όμως συνέχιζε πιο πέρα.
Είναι πάντα μια γέννηση, –τους είπε ο Ξένος–
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται…
Ολα δικά μας. Ολα του κόσμου ετούτου.
Και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας, χωρίς ο χώρος να στενεύει,
χωρίς να βαραίνουμε.
Συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθιές στοές και τη σέρνουμε σε ρίζες.
Τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες τον ήλιο.
Και όλα αυτά μπορούμε να τα συναισθανθούμε, αρκεί να ξεφύγουμε από τον ατομικό χρόνο και να αναγνωρίσουμε το γενικό ανθρώπινο χρόνο, την ιστορική συνέχεια. Τότε θα συνειδητοποιήσουμε πόσο μικρές λεπτομέρειες είναι οι προσωρινές ήττες, πόσο ανώφελες είναι οι απογοητεύσεις κι οι αγωνίες μας και θα λάμψει μπροστά μας ολόκληρη η ανθρώπινη πορεία, σα μεγάλος ποταμός που χύνεται στο φως. Γιατί, για τον Ρίτσο ολόκληρη η ζωή, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι κύκλος, μια μάταιη επανάληψη λαθών κι αποτυχιών, αλλά μια συνέχεια σε υψηλότερο κάθε φορά επίπεδο, μια σπείρα, μια ανερχόμενη, ανελισσόμενη σπείρα, όλο και πιο πάνω, όλο και πιο πάνω, που δεν έχει τέλος…. Και τότε όλοι κατάλαβαν πως αυτός ο Ξένος, ήταν ο πιο δικός τους.
Στο ποίημα αυτό αμέσως μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το στίχο του θρυλικού «Επιτάφιου» Γιε μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι / μέσα στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε, ή ακόμη καλύτερα το δυνατό επίλογο του Γιε μου στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου/ σου παίρνω το τουφέκι σου, κοιμήσου εσύ παιδί μου, ανεβασμένο όμως σε γενικότερο, καθολικό επίπεδο. Η ιδέα ότι ένας ηρωικός θάνατος δίνει νέα ορμή στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση έχει διευρυνθεί με τη σκέψη ότι κάθε θάνατος, θυσία, απώλεια, ήττα είναι και γέννηση μιας βελτιωμένης, ανώτερης προσπάθειας στην ανηφορική πορεία της ανθρωπότητας προς τον ήλιο του αταξικού μέλλοντός της.
Με λίγα λόγια, η σωστή ανάγνωση και κατανόηση του έργου του Ρίτσου προϋποθέτει την αντιμετώπισή του σαν ενιαίο, αδιαίρετο και ανοδικό σύνολο από το μέρος στο όλον. Οταν κανείς απομονώνει την εγερτήρια ή την εσωτερική πλευρά αδυνατεί να συλλάβει και να χαρεί το μεγαλείο της ποίησής του, που είναι «οδηγός μάχης και ευτυχίας» όχι μονάχα για τις περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, αλλά παντός καιρού, όπως στις σημερινές συνθήκες της αντεπανάστασης.
Γιατί το είπαμε, αυτός ο Ξένος συνέχιζε πιο πέρα …και ήταν ο πιο δικός μας.
⏩ 🔴 Γιάννης Ρίτσος, πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής