Γράφει ο Φραγκίσκος Λαγωνικάκης //
Δείτε εδώ το Α’ μέρος
Μέρος δεύτερο: Μετά το ξέσπασμα του ΒΠΠ.
Η δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά αντιμετώπιζε τις μειονότητες με μεγάλη σκληρότητα κάτι που έδινε χώρο στη φασιστική Ιταλία να κάνει διπλωματικό παιχνίδι με τους Τσάμηδες.
«Ο ταραγμένος διεθνής ορίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930-1940 και η επιβολή της δικτατορίας των Γεωργίου και Μεταξά δεν βοήθησαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων στη Θεσπρωτία. Εκτός από την Αλβανία, η γειτονική και φιλόδοξη Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους χώρους των Τσάμηδων του εξωτερικού, εκείνων δηλαδή που είχαν καταφύγει στην Αλβανία ή στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, οι πιέσεις που ασκούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στις μειονότητες της χώρας, ειδικά ενάντια σε αυτές που θεωρούνταν «στρατηγική απειλή», έδιναν επιχειρήματα στον αλυτρωτισμό και όξυναν τις τοπικές εντάσεις»1
Με το ξέσπασμα του πολέμου η Φασιστική Ιταλία προσάρτησε την Αλβανία κάτι που οδήγησε στην όξυνση του Αλβανικού αλυτρωτισμού και του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού (Μεγάλη Αλβανία), με διεκδικήσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε Γιουγκοσλαβία. Οι επαφές της Ιταλίας με την Αλβανία προς αυτήν την κατεύθυνση χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 30′, ενώ είχαν αναπτυχθεί και σχέσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας με ισχυρές οικογένειες Τσάμηδων.2
Όσο πλησίαζε ο πόλεμος αυξάνονταν και η παρουσία ενόπλων στις παραμεθορίους, οι οποίοι έβλεπαν τους Τσάμηδες με καχυποψία και υιοθετούσαν απέναντί τους ανάλογη συμπεριφορά. Από τον Απρίλη του 39′ που η Αλβανία κατελήφθη από τους Ιταλούς, το ελληνικό κράτος επιστράτευσε τους Τσάμηδες και τους έστειλε προληπτικά μακριά από την παραμεθόριο. Αυτή η κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια «επιδημία» λιποταξιών από την πλευρά των Τσάμηδων, κάτι που αμαύρωνε περεταίρω την εικόνα που είχαν οι υπόλοιποι Έλληνες για αυτούς και διευκόλυνε την εναντίον τους προπαγάνδα. Οι εκτοπίσεις των Τσάμηδων προς τα νησιά (και ιδιαίτερα την Κρήτη) εντάθηκαν, ενώ οι έρευνες στα σπίτια τους για όπλα και αποδείξεις συνεργασίας με τον εχθρό έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Όπως είναι φυσικό, όλα τα παραπάνω ενίσχυαν το κύμα αναζήτησης άσυλου των Τσάμηδων στην Αλβανία, που εκεί πολλοί από αυτούς στρατολογούνταν από την φασιστική Ιταλία σε τάγματα εθελοντών. Οι Ιταλοί στρατολόγοι τροφοδοτούσαν το αίσθημα αλυτρωτισμού των Τσάμηδων και έριχναν κούτσουρα στην πυρά της εκδίκησης, προκειμένου να τους φανατίσουν για να τους χρησιμοποιήσουν στον επικείμενο πόλεμο με την Ελλάδα.3
Λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, τα Ιταλικά στρατεύματα μπήκαν στην Τσαμουριά, συνοδευόμενα από μονάδες Αλβανών εθελοντών στις οποίες πλειοψηφούσαν οι Τσάμηδες που ήταν διψασμένοι για εκδίκηση. Σύντομα όμως τα στρατεύματα υποχώρησαν και ο ελληνικός στρατός συμπεριφέρθηκε στη μειονότητα των Τσάμηδων σα να βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος. Τα πράγματα τα χειροτέρευε η ιταλική προπαγάνδα, η οποία εξήρε τη συμμετοχή των Τσάμηδων στις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα να τους στοχοποιεί ακόμα περισσότερο στα μάτια των Ελλήνων στρατιωτών και χωροφυλάκων, αλλά και του ελληνικού λαού που υπέφερε από τον πόλεμο.4
Στην κατοχή οι αντεκδικήσεις συνεχίστηκαν, αν και στην αρχή υπήρχε μια μικρή παύση, που οδήγησε σε νέα όξυνση μετά από τον πρώτο χρόνο. Οι Ιταλοί είχαν αφήσει στις περιοχές που κατοικούσαν Τσάμηδες τη διοίκηση στα χέρια Ελλήνων και ο νομάρχης της περιοχής Κ. Κοντογιάννης είχε επιφορτιστεί με την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων. Ενώ προσπάθησε ειλικρινώς να φέρει την ειρήνευση, οι προσπάθειες του αυτές δεν κατάφεραν να καρποφορήσουν. Σε αυτό συντέλεσε και η στάση του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή, αντισυνταγματάρχη Γαριβάλτσι αλλά και του Ιταλού αναπληρωτή πρόξενου Γιελισσόνι, που βομβάρδισαν τα όποια σχέδια του Κοντογιάννη. Ο Γελισσόνι ήταν αντίθετος από την αρχή, ενώ ο Γαριβάλτσι, αν και αρχικώς είχε δεσμευθεί ότι θα στηρίξει τις προσπάθειες του Κοντογιάννη, τελικά έκανε πίσω και δεν έδωσε την έγκριση του.5
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες των Τσάμηδων, ο Γιασίν Σαντίκ, δολοφονήθηκε από αγνώστους. «Την αμέσως επόμενη μέρα απήχθησαν από την κοινότητα των Σπαθαραίων ο πρόεδρος Βασίλειος Τσούπης, ο ιερέας Σπυρίδων Νούτσης και εννέα «σκηνίτες», οι οποίοι και θανατώθηκαν.»6 Όπως ήταν λογικό, όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί το συγκρουσιακό κλίμα, και να επανέλθουν στην καθημερινότητα οι αντιμαχίες ένοπλων ομάδων και από τις δυο πλευρές.7
Οι Τσάμηδες κατά την περίοδο της κατοχής είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα είδος «κρατικής οργάνωσης». Από τη μια συμμετείχαν στην χωροφυλακή με σκοπό να εντοπίσουν χριστιανούς φυγόδικους και να καταδιώξουν χριστιανικές συμμορίες. Ενώ από την άλλη, ίδρυσαν τον Ιούλιο του 1942 το Εθνικό αλβανικό Συμβούλιο, το οποίο οργάνωσε κοινοτικές επιτροπές στα μουσουλμανικά χωριά του νομού. Βαθμιαία, οι επιτροπές αυτές διεύρυναν τις λειτουργίες τους και συμπεριέλαβαν στις αρμοδιότητες τους τμήμα μουσουλμανικής χωροφυλακής, τελωνεία, δικαστικές και οικονομικές αρχές.8
Από την άλλη πλευρά, τη θέση του ολοένα και πιο αδύναμου ελληνικού κράτους την πήρε σταδιακά ο ΕΔΕΣ και οι συγκρούσεις με τις οργανώσεις των Τσάμηδων ήταν συχνές. Εδώ να σημειωθεί ότι στις περιοχές που ζούσαν οι Τσάμηδες το ΕΑΜ δεν είχε ισχυρή παρουσία.9
Μέχρι το καλοκαίρι του 43′, τα ένοπλα σώματα των Τσάμηδων ενισχύθηκαν και εντάχθηκαν στο γερμανικό πλέγμα ασφαλείας. Δύο ήταν τα γεγονότα που σφράγισαν τις μετέπειτα εξελίξεις: Η καταστροφή του Φαναριού τον Ιούλιο του 43′, και η εκτέλεση των 49 πρόκριτων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβρη του 43′. Και στα δυο η πρωτοβουλία ανήκε στην γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Στην επιδρομή που έγινε από τους ναζί στο Φανάρι, συμμετείχαν πολλοί Τσάμηδες που προέβησαν σε μεγάλης κλίμακας αντεκδικήσεις (αρπαγή περιουσιών, βιασμοί γυναικών, δολοφονίες). Η εκτέλεση των 49 έγινε στο πλαίσιο γερμανικών αντιποίνων για το φόνο 6 Γερμανών στρατιωτών από αντάρτες στην περιοχή Σκάλα της Παραμυθιάς. Τα ονόματα για τις συλλήψεις λέγεται ότι τα έδωσε ο ίδιος ο Μαζάρ Ντίνο, που ήταν αρχηγός ένοπλης ομάδας Τσάμηδων και Αλβανών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή και είχαν για όραμα τους τη «Μεγάλη Αλβανία».10 Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για να εγκατασταθεί εκεί η ΞΙΛΙΑ, η Εθνική Επιτροπή Τσάμηδων.11
Τα γεγονότα αυτά έγιναν αιτία να αναζωπυρωθεί ο πόλεμος μεταξύ των ενόπλων οργανώσεων των Τσάμηδων και του ΕΔΕΣ. Στις 26 Ιουνίου του 43′, τμήματα της Χ Μεραρχίας του ΕΔΕΣ επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Παραμυθιά κάμπτοντας την αδύναμη αντίσταση της Τσάμικης πολιτοφυλακής. Σύμφωνα με το Γιώργο Μαργαρίτη, τα θύματα από τις βιαιοπραγίες που ακολούθησαν την κατάκτηση μπορεί να ανέρχονται και στα 500, καθώς ο ΕΔΕΣ έβαλε σκοπό να διαπράξει στο πολλαπλάσιο αντίστοιχες βιαιότητες με αυτές που πρωτύτερα είχαν κάνει οι Τσάμηδες στο Φανάρι.12
Σε περιοχές που είχε ισχυρή παρουσία το ΕΑΜ πάντως, όπως ήταν για παράδειγμα η Σαγιάδα των Φιλιατών, βόρεια του Καλαμά, οι Τσάμηδες έμπαιναν εθελοντικά στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Το 4ο τάγμα του 15ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, ήταν μια μονάδα η οποία αποτελούνταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους μαχητές. Οι μονάδες του ΕΔΕΣ ονόμαζαν την μονάδα αυτή «τουρκαλβανούς παρτιζάνους». Η ονομασία αυτή δεν δόθηκε τυχαία, αλλά έκρυβε από πίσω της την επιδίωξη του ΕΔΕΣ και του αστικού κράτους να τσακίσει αυτήν την αντάρτικη ομάδα, έστω και αν πολεμούσε ενάντιων των κατακτητών. Τις μέρες που γίνονταν η διαπραγμάτευση της Καζέρτα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ με άδεια από βρετανικούς αξιωματούχους, η οποία επικυρώθηκε από τον Σκόμπυ, πέρασαν βόρεια του Καλαμά με σκοπό να πλήξουν το μεικτό τάγμα και τις θέσεις του και να επαναλάβουν τις φρικαλεότητες της Παραμυθιάς.13
Οι συνολικές εκτοπίσεις Τσάμηδων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ε. Μαντά αριθμούν 22.000 – 25.000. Στο μικρό διάστημα που το ΕΑΜ διέλυσε τον ΕΔΕΣ και είχε τον έλεγχο των περιοχών που έμεναν Τσάμηδες, μέρος των απομακρυσμένων επέστρεψε, με σκοπό να περισώσει ό,τι μπορούσε από τις περιουσίες του και τα σπίτια του. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο ΕΔΕΣ επέστρεψε στην περιοχή με την ιδιότητα των μονάδων εθνοφυλακής, και οι διώξεις συνεχίστηκαν μέχρι η μειονότητα να εκδιωχθεί εντελώς.14
Συμπεράσματα
Το ζήτημα των Τσάμηδων μέχρι και σήμερα τροφοδοτεί τον αλυτρωτισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό, κυρίως της γείτονας χώρας Αλβανίας. Το είδαμε με τα αλβανικά πανό του EURO που έκαναν λόγω για τα 100.000 θύματα της τσάμικης μειονότητας (ενώ ο συνολικός πληθυσμός τους έφτανε με τα βίας το ¼ αυτού του αριθμού)15. Το είδαμε με τις επίσημες δηλώσεις Αλβανών αξιωματούχων ακόμα πιο πρόσφατα, και πρόκειται σίγουρα να το ξανασυναντήσουμε και στο μέλλον. Στην ερώτηση αν δικαιούνται αποζημιώσεις οι διωγμένοι Τσάμηδες από την Ελλάδα, τόσο για το διωγμό τους όσο και για τις αδικίες που υπέστησαν, η δική μου απάντηση είναι ότι τις δικαιούνται στον ίδιο βαθμό που τις δικαιούνται και οι χριστιανοί που υπέφεραν από τη συνεργασία των Τσάμηδων και των Αλβανών με τον κατακτητή στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αυτού του είδους η απάντηση όμως δεν μας λέει και πολλά, δεν είναι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να είχαμε διδαχθεί από τα όσα γράφτηκαν στις παραπάνω γραμμές.
Ας εξετάσουμε λοιπόν μερικές άλλες διαστάσεις του ζητήματος:
- Η αναζωπύρωση του εθνικιστικού μίσους, πέρα από τα όποια τοπικά μικροσυμφέροντα τα οποία φυσικά αξιοποιούνται, εξυπηρετεί κυρίως τις επιδιώξεις των μεγάλων, δηλαδή των καπιταλιστικών κρατών και των καπιταλιστικών συμφερόντων που βρίσκονται οργανωμένα πίσω από αυτά. Η αναζωπύρωση αυτή σπάνια ευνοεί τη μια ή την άλλη πλευρά που συγκρούεται όσον αφορά στον απλό λαό, συνήθως ζημιώνονται και οι δυο πλευρές και έχουμε έναν ολάκερο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να μας το θυμίζει..
- Όταν η πολιτική σου για μια μειονότητα δεν είναι πολιτική ήπιας ενσωμάτωσης, τότε αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτή η περιχαρακωμένη μειονότητα να σου αντιταχθεί σε κάθε ευκαιρία. Τέτοιες πολιτικές ήπιας ενσωμάτωσης σπανίζουν σε αστικού τύπου έθνη κράτη. Όπως μας διδάσκει η ιστορία μέχρι και σήμερα, λίγα (αν όχι κανένα) είναι εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη τα οποία δεν μαστίζονται από κάποιου είδους μειονοτικές, θρησκευτικές ή και φυλετικές διαφορές στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό τους, για τις οποίες υπεύθυνος είναι πάντα σε μεγάλο βαθμό και ο κρατικός μηχανισμός.
- Σε περιπτώσεις που έγιναν απόπειρες ενσωμάτωσης, πχ στις περιοχές που δραστηριοποιούταν ο ΕΛΑΣ, οι Τσάμηδες πολέμησαν τους ναζί κατακτητές πλάι-πλάι με τους αντάρτες.
- Ζούμε περίεργες εποχές που ευνοούν συγκρούσεις και «διπλωματία με άλλα μέσα», για αυτό καλό θα ήταν να μην υποτιμάμε τις όποιες προκλητικές εξαγγελίες του τουρκικού ή του αλβανικού κράτους, αλλά να τις συνδέουμε ταυτόχρονα και με την ύπουλη στάση που κρατούν διάφοροι υπερεθνικοί οργανισμοί (ΕΕ, ΝΑΤΟ), οι οποίοι σφυρίζουν ανέμελα όταν γίνεται ευθεία αμφισβήτηση συνόρων κράτους μέλους τους από ανώτατους άρχοντες του ενός ή του άλλου κράτους. Όταν μπαίνει ο κλέφτης στο σπίτι σου, η φράση του αστυνόμου που υποτίθεται σε προστατεύει «να τα βρείτε μεταξύ σας» δεν αποτελεί στάση ίσων αποστάσεων αλλά ευθεία συστράτευση με την πλευρά του κλέφτη.
- Το δικό μας κράτος βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι αθώο του αίματος όπως διαπιστώσαμε παραπάνω. Στην πιο πρόσφατη ιστορία δε, έχει χρησιμοποιήσει και εκείνο την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία για να προωθήσει την διπλωματική του ατζέντα διεκδικήσεων. Τα γειτονικά κράτη στον καπιταλιστικό κόσμο σπάνια έχουν μεταξύ τους πολιτική συνεργασίας και αν αυτό συμβεί δεν κρατάει για πολύ, κυρίως έχουν μεταξύ τους ανταγωνισμούς, που υπό τις ανάλογες συνθήκες μπορούν να πυροδοτήσουν και πολέμους.
Κλείνοντας το άρθρο, να πούμε ότι αν υπάρχει ένα είδος μίσους το οποίο δικαιολογείται και επιβάλλεται να διατηρούν οι λαοί όλου του κόσμου, αυτό σίγουρα δεν είναι το ρατσιστικό μίσος, αλλά το ταξικό μισός ενάντια στον εκμεταλλευτή, με όποιο προσωπείο και αν εμφανίζεται αυτός κάθε φορά.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
1Στο ίδιο, σελ. 144.
2Στο ίδιο, σελ. 145-146.
3Στο ίδιο, σελ. 147-148.
4Στο ίδιο, σελ. 149-150.
5Στο ίδιο, σελ. 159-160.
6Στο ίδιο, σελ. 160. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί ο Μαργαρίτης με τον όρο «Σκηνίτες» για αυτό και μετέφερα την πρόταση επακριβώς.
7Στο ίδιο, σελ. 160-161.
8Στο ίδιο, σελ. 161-162.
9Στο ίδιο, σελ. 162-163.
10http://dialogoi.plato-academy.gr/uploads/1a4d665d-d858-49c0-b5ef-8d74678b5d07.pdf
11Ο.π, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, σελ. 163-164.
12Στο ίδιο, σελ. 165-166.
13Στο ίδιο, σελ. 169.
14Στο ίδιο, σελ. 169.
15Όσον αφορά τώρα τους νεκρούς, οι αριθμοί που αναφέρονται στο υπόμνημα της αντιφασιστικής επιτροπής των Τσάμηδων προς τον ΟΗΕ το 1947 δεν ξεπερνούν τα 2.000 άτομα. Βάσει του ότι αυτός ο αριθμός δίνεται από μια οργάνωση των Τσάμηδων εκείνης της εποχής, εκτιμώ ότι οι νεκροί μπορούν να είναι λιγότεροι από 2.000 αλλά όχι περισσότεροι.