Γράφει ο Φραγκίσκος Λαγωνικάκης //
Πρόλογος
Επιδίωξη μας, εμάς των κομμουνιστών, πρέπει να είναι να μην αφήνουμε τον λαό να παρασύρεται από εθνικιστικές ρητορικές και πρακτικές μίσους. Και αυτό επειδή στη σύγχρονη ιστορία (και όχι μόνο στη σύγχρονη), οι ρητορικές αυτές κατά κανόνα, κρύβουν από πίσω τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, διαπλοκές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που μπορούν να οδηγήσουν τους λαούς ακόμα και στο αιματοκύλισμα. Σκοπός μας, λοιπόν, πρέπει να είναι να αναλύουμε αυτές τις παγίδες, να δίνουμε σε κάθε περίπτωση στον λαό να καταλάβει, ότι η μόνη σύγκρουση που μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του, δεν είναι άλλη από την ταξική σύγκρουση, τον εμφύλιο πόλεμο δηλαδή με την αστική του τάξη.
Χρειάστηκε να κάνω αυτόν τον γενικό πρόλογο πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα επειδή ζούμε περίεργες εποχές που οι μεγαλοϊδεατισμοί και οι φανατισμοί του παρελθόντος αναβιώνουν από και προς κάθε πλευρά των συνόρων. Φτάνουν μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις να γίνονται ακόμα και επίσημη κρατική θέση διάφορες αλυτρωτικές επιδιώξεις (βλέπε πιέσεις Αλβανίας για την Τσαμουριά, και Τουρκίας για τα Ελληνικά νησιά).
Στο άρθρο που ακολουθεί αποπειράθηκα να κάνω μια ιστορική αναφορά στο ζήτημα της Τσαμουριάς, όχι για να βρούμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά για να γίνει ξεκάθαρο το γεγονός ότι τις μονομαχίες των βουβαλιών τις πληρώνουν πάντα τα βατράχια, δηλαδή οι λαοί. Στηρίχθηκα κυρίως στο βιβλίο του Γ. Μαργαρίτη, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο που αφορά τους Τσάμηδες, αλλά δεν υιοθετώ στο 100/100 την οπτική του. Το θέμα είναι εξόχως ευαίσθητο και θέλει προσοχή η όποια ενασχόληση με αυτό. Για να καταλάβουμε όμως την ιστορία, για να διαμορφώσουμε τη θέση μας, και για να μπορέσει αυτή η θέση να εξυπηρετήσει το σκοπό μας, πρέπει να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τα ιστορικά περιεχόμενα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να συγκαλύπτουμε τις όποιες αιχμές του παρελθόντος, αλλά να τις εξετάζουμε, και σε κάθε περίπτωση να αποφεύγουμε τους «ταλιμπανισμούς». Αν υποκριθούμε ότι δεν βλέπουμε τις αιχμές αυτές, τότε θα ξεχαστούμε και οι αιχμές αυτές θα μας ματώσουν ξανά στο μέλλον. Αν πάλι με ταλιμπανισμούς προσπαθούμε να δώσουμε τροφή στην μηχανή του αλυτρωτισμού και του εθνικισμού, με διαστρεβλώσεις και με ψέματα να καλλιεργήσουμε το μίσος μεταξύ δυο ή και περισσότερων λαών, τότε θα επαναληφθεί η ιστορία και ως τραγωδία και ως φάρσα.
Εισαγωγή
Οι Τσάμηδες είναι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας (Ηγουμενίτσα, Φιλιάτες, Παραμυθιά …) που έζησαν εκεί από τις αρχές του 17ου αιώνα ως και τα μέσα του 20ου. Ο πληθυσμός τους, που ήταν κυρίως αγροτικός, το 1940 υπολογίζονταν περίπου στα 20-25 χιλιάδες άτομα1 ή ακολουθώντας άλλες πηγές μέχρι τα 30 χιλιάδες.2 Σύμφωνα με το Γ. Μαργαρίτη, αν και μουσουλμάνοι, οι Τσάμηδες δεν είχαν σοβαρές αναφορές στην Τουρκία αλλά ένιωθαν οικείοι με τους Αλβανούς:
«Το γεγονός ότι οι Τσάμηδες είχαν, οφθαλμοφανώς, ελάχιστη σχέση με την Τουρκία και ότι επρόκειτο σίγουρα για Αλβανούς, ελάχιστη σημασία θεωρείται ότι έχει.»3
Το άρθρο είναι χωρισμένο σε δυο κύρια μέρη, το ένα μέρος αφορά τα γεγονότα πριν τον πόλεμο, ενώ το δεύτερο μέρος αφορά τα γεγονότα από το ξέσπασμα του ΒΠΠ και ύστερα. Ο λόγος που γίνεται αυτή η διχοτόμηση, είναι η τομή που έφερε ο πόλεμος και η προετοιμασία του στη στάση των Τσάμηδων, στάση που κρατήθηκε ή και ενισχύθηκε και την περίοδο της κατοχής (δηλαδή τη στάση συνεργασίας τους με τον κατακτητή, κάτι που από [κυρίως] θύματα τους μετέτρεψε σε [κυρίως] θύτες). Το άρθρο βέβαια δεν έχει σκοπό να καταδείξει ενόχους και να διαλέξει πλευρά, όχι τουλάχιστον ανάμεσα στους μουσουλμάνους Τσάμηδες και στους Χριστιανούς Έλληνες, αλλά να αναδείξει μια σειρά από προβληματισμούς που προκύπτουν από τα ιστορικά γεγονότα.
Μέρος πρώτο: Πριν το ξέσπασμα του ΒΠΠ πολέμου:
Οι Τσάμηδες συμβίωναν σχετικά ομαλά με τους χριστιανούς κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και τα όποια προβλήματα ήταν περιορισμένης εμβέλειας και λύνονταν τοπικά. Οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1912 στα πλαίσια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, όπου δημιουργήθηκαν αντιπαρατιθέμενες συμμορίες Ελλήνων και Αλβανών, στις οποίες δεύτερες συμμετείχαν και Τσάμηδες.4
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τσάμηδες αντιστάθηκαν στο να μετεγκατασταθούν στην Τουρκία, αφενός επειδή είχαν δεσμούς με τον τόπο τους αλλά και με την γειτονική Αλβανία (ενώ με τους Τούρκους δεν ένιωθαν κάποιου είδους «συγγένεια»), και αφετέρου επειδή είχαν φτιάξει τη ζωή τους και τις κοινότητες τους στην Ελλάδα. Τελικά οι Τσάμηδες δεν ανταλλάχθηκαν. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι αυτό έγινε για να ενισχυθούν οι διπλωματικές σχέσεις του Ελληνικού κράτους με το νεοσύστατο Αλβανικό.5 Ο Μαργαρίτης διαφωνεί, θεωρεί ότι η ανταλλαγή δεν έγινε, όχι επειδή η Ελλάδα ήθελε να τείνει χέρι φιλίας στην Αλβανία, αλλά επειδή τους Τσάμηδες δεν τους ήθελε το Τουρκικό κράτος.6 Η ανταλλαγή των πληθυσμών όμως έφερε άλλα προβλήματα στην Τσαμική μειονότητα:
Άλλωστε: «Την ίδια περίοδο, στα 1923 και 1924, έφθασαν στην περιοχή μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, «ανταλλάξιμοι», χριστιανοί της Μικράς Ασίας δηλαδή, σταλμένοι εκεί από τις ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες, με σκοπό να εντείνουν την πίεση προς τους Τσάμηδες και να τους υποχρεώσουν να αναχωρήσουν. Οι πρόσφυγες με στήριγμα την νομοθεσία περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων, εγκαταστάθηκαν στα χωράφια των Τσάμηδων, ειδικά στις πλούσιες ζώνες της Ηγουμενίτσας και, προπαντός, του Φαναριού. Το κατά τον νόμο υποχρεωτικό, εξάλλου, εκτός από το μοίρασμα των καλλιεργημένων χωραφιών, περιλάμβανε και τη μοιρασιά των κατοικιών.»7
Ο κρατικός μηχανισμός του ελληνικού κράτους έριξε τη μια μειονότητα πάνω στην άλλη, βάζοντας τες να τσακωθούν μεταξύ τους για την ίδια φρατζόλα ψωμί. Αυτό φυσικά δημιούργησε μυριάδες προβλήματα, όμως το κράτος, σαν Πόντιος Πιλάτος έπλυνε τα χέρια του, έχοντας όμως πρώτα προβεί σε πράξεις που έριχναν λάδι στη φωτιά. Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, οι δυο πληθυσμοί είδαν ο ένας τον άλλον σαν τον νούμερο ένα εχθρό του, αφού η έλλειψη πόρων και των στοιχειωδών για την ανθρώπινη ζωή μετέτρεψαν τον αγώνα για επιβίωση σε έναν αγώνα του τύπου «ο θάνατος σου η ζωή μου». Εδώ να πούμε ότι υπήρχε έτσι και αλλιώς ανταγωνισμός μεταξύ Τσάμηδων και χριστιανών για τη διαθέσιμη γη, καθώς πολλοί χριστιανοί θεωρούσαν ότι οι Τσάμηδες δεν θα έπρεπε να είχαν δικαίωμα στις εθνικές γαίες.8
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι –και όσο το ζήτημα της ανταλλαγής ήταν ακόμη ανοιχτό- οι Τσάμηδες έπαιρναν εντολές και εξαναγκάζονταν από τον κρατικό μηχανισμό να συγκεντρωθούν στην παραλία για να περιμένουν τα καράβια που θα τους μεταφέρουν στην Τουρκία. Τα καράβια δεν έρχονταν ποτέ, και οι Τσάμηδες μετά από πολλές βδομάδες αναμονής επέστρεφαν στον τόπο τους για να βρουν τις περιουσίες τους λεηλατημένες από τους πρόσφυγες ή από τους χριστιανούς γείτονες τους. Άλλες φορές –αντιμετωπίζοντας αυτή την πολιτική διωγμών ή πιστεύοντας ότι θα ανταλλαχθούν- πούλαγαν τις περιουσίες τους όσο όσο και κατέφευγαν σε αλβανικές κοινότητες και ομάδες. Αυτές οι ομάδες αποτελούνταν από άτομα τα οποία ανήκαν στις συμμορίες εκείνες που είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική δράση στους βαλκανικούς πολέμους.9
Είχε δημιουργηθεί λοιπόν ένα ζήτημα με τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, και οι Τσάμηδες ζητούσαν από το ελληνικό κράτος αποζημιώσεις, οι οποίες, ακόμα και στις περιπτώσεις που εξαγγέλλονταν, σπάνια δίδονταν ή σπάνια ικανοποιούσαν με το ύψος τους εκείνους που τις διεκδικούσαν. Στο ζήτημα των αποζημιώσεων ανακατεύονταν διπλωματικά και η Αλβανία, είχε μάλιστα καταλήξει να αποτελεί μείζον θέμα στη σχέση μεταξύ των δυο χωρών.10 Τα πράγματα οξύνθηκαν με το νόμο του 1937 που προέβλεπε την απαλλοτρίωση για τις υπολειπόμενες τσάμικες περιουσίες στο όνομα του αναδασμού της γης.11
Αυτό ήταν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί στις σχέσεις των Τσάμηδων με τους γείτονες τους και με το ελληνικό κράτος, ενώ το αλβανικό κράτος είχε αναλάβει χρέη «προστάτη» των Τσάμηδων, κρύβοντας από πίσω τις όποιες διπλωματικές και επεκτατικές βλέψεις. Επιπλέον, όπως θα δούμε παρακάτω, πίσω από τις επιδιώξεις της Αλβανίας κρύβονταν η εξωτερική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας που σκοπό είχε να εντάξει την Αλβανία στους σχεδιασμούς της για τη διαμόρφωση των στρατοπέδων στη μεγάλη ιμπεριαλιστική σύγκρουση που θα ακολουθούσε.
(Συνεχίζεται…)
Φραγκίσκος Λαγωνικάκης / Poexania
Σημειώσεις
2Γ. Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων στην Ελλάδα, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σελ.151.
3Στο ίδιο, σελ. 136.
4Στο ίδιο, σελ. 138-139.
5http://palio.antibaro.gr/national/xolebas_tsamhdes.htm
6Ο.Π, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, σελ. 139-140.
7Στο ίδιο, σελ. 140.
8Στο ίδιο, σελ. 143.
9Στο ίδιο, σελ. 141-142.
10Στο ίδιο, σελ. 144.
11Στο ίδιο, σελ. 145.