Για μία ακόμη φορά με αφορμή την επέτειο του ΟΧΙ του ελληνικού λαού ακούστηκαν και γράφτηκαν διάφορες ανιστόρητες απόψεις για την δήθεν «προετοιμασία» έστω και «αθόρυβα» του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά για τη αντιμετώπιση της «έξωθεν» απειλής από τις δυνάμεις του άξονα.
Ας δούμε ορισμένα στοιχεία:
1. Σε στρατιωτικό επίπεδο παρά τα τεράστια ποσά από «εράνους» που διεξήγαγε και αναγκαστικές εισφορές που επέβαλλε για να εξασφαλίσει την πολεμική προπαρασκευή και την εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Την περίοδο 1936-1940 από τον προϋπολογισμό διατέθηκαν περίπου 12 δισ. δραχμές για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Με όλα αυτά αγοράστηκαν μερικές δεκάδες αντιαεροπορικά, 50.000 όπλα μάζουερ, 400 πολυβόλα, 200 οπλοπολυβόλα, 300 φορτηγά αυτοκίνητα και ένας μικρός αριθμός αεροπλάνων. Από τα ίδια ποσά χρηματοδοτήθηκε η γραμμή Μεταξά στη Μακεδονία -ένα σύνολο ασύνδετων μεταξύ τους οχυρών με σκοπό την αναχαίτιση βουλγαρικής επίθεσης- και επιδιορθώθηκε μέρος του παλιού πολεμικού υλικού. Το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού που αγοράστηκε ήταν γερμανικής προέλευσης, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και σε μεγάλο βαθμό άχρηστο. Αποτέλεσμα ήταν οι μονάδες στο αλβανικό μέτωπο να βρεθούν χωρίς πυρομαχικά, εφόδια και μέσα.
2. Σε επίπεδο στελεχών των ενόπλων δυνάμεων είχε γίνει επίσης συστηματική εκκαθάριση, όχι μόνο των δημοκρατικών αξιωματικών αλλά και κάθε στοιχείου που δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στο καθεστώς. Έναν χρόνο πριν από τη δικτατορία Μεταξά, το 1935, είχε γίνει το αποτυχημένο κίνημα των βενιζελικών αξιωματικών στον στρατό. Η καταστολή του κινήματος ακολουθήθηκε από μια τεράστιας κλίμακας εκκαθάριση του στρατεύματος. Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί που είχαν απομακρυνθεί ήταν μόνο τα πιο μορφωμένα στελέχη του στρατού, με εξαιρετική πολεμική εμπειρία αλλά και συνειδητοί πολέμιοι του Άξονα και του φασισμού. Στην θέση τους ευνοήθηκαν γερμανόφιλα και ηττοπαθή στοιχεία, που αποτέλεσαν, άλλωστε, και τον πυρήνα της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης. Οι αξιωματικοί που είχαν αποταχθεί ζήτησαν από το καθεστώς Μεταξά να σταλούν στο μέτωπο και να πολεμήσουν, αλλά πήραν την απάντηση ότι η πατρίδα δεν χρειαζόταν τις υπηρεσίες τους. Λίγο αργότερα, υπό την πίεση των εξελίξεων στο ελληνοϊταλικό μέτωπο, η δικτατορία Μεταξά, έπειτα από απαίτηση και των επιτελείων, θα ανακαλούσε στο στράτευμα το μεγαλύτερο μέρος των απότακτων κατώτερων αξιωματικών μέχρι και τον βαθμό του ταγματάρχη και έναν μικρό αριθμό αντισυνταγματαρχών. Όπως σημειώνει ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ», περισσότεροι από 600 αξιωματικοί, νέοι, ικανοί και εμπειροπόλεμοι, έμειναν αχρησιμοποίητοι μέχρι το τέλος του πολέμου. Πολλοί από αυτούς στρατεύτηκαν αργότερα στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Και ακόμη ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» σημειώνει ότι : «Στους αξιωματικούς που έφευγαν για τις συνοριακές μονάδες κατά το πλείστον, και μάλιστα ανώτερους και επιτελείς, καλλιεργήθηκε η γνώμη ότι εμείς, μικρό κράτος, δεν μπορούμε να τα βάλουμε με την Ιταλία, που διαθέτει Αεροπορία ισχυρή και θωρακισμένες μονάδες… Από τη γνώμη αυτή φαίνεται εμφορούνταν και η κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Στρατού και δεν σκέπτονταν σοβαρά για πόλεμο πραγματικό και αντίσταση με όλα τα μέσα, αλλά για μια μικρή αντίσταση για την τιμή των όπλων και κατόπιν συνθηκολόγηση και αναχώρηση της κυβέρνησης με τον βασιλιά στο εξωτερικό. Έτσι, σε όλους και σε αυτούς, ακόμα και στους αντίπαλους, Γερμανούς και Ιταλούς, είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα δεν θα αντισταθεί πραγματικά, αλλά μονάχα «για τα μάτια»…
3. Στην επίσημη πολεμική έκθεση για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, που συνέταξε ο στρατηγός Γεωργούλης, αναφέρει ότι ο Παπάγος, αρχηγός του Στρατού, του είχε πει τις παραμονές του πολέμου:«Επί των ελληοναλβανικών συνόρων συνεχίζονται συγκεντρώσεις ιταλικού στρατού. Δεν αποκλείεται να ευρεθώμεν προ αιφνιδιαστικής επιθέσεως των Ιταλών. Ένεκα τούτου ανασυνιστώμεν το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας εκ των Β και Γ Σωμάτων Στρατού. Θα πάτε επιτελάρχης εις το Τμήμα Στρατιάς και έχετε υπ’ όψιν σας ότι αν γίνει τίποτε, πρέπει να ρίξωμε μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων».
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα είναι και η διαταγή που έστειλε ο Παπάγος, στις 24 Αυγούστου 1940 στην 8η Μεραρχία Πεζικού, η οποία αναμενόταν να σηκώσει το κύριο βάρος μιας ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης: «Αναγνωρίζεται η δυσχερής θέσις εις ην ευρίσκεται η Μεραρχία. Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της Μεραρχίας νίκας, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων..»
Αλλά και ο ίδιος ο Μεταξάς, στο συμβούλιο αντιστράτηγων που συγκάλεσε τον Μάιο του 1940, φέρεται, σύμφωνα με μαρτυρίες, να είπε ότι «η σύρραξις η οποία θα μας επιβληθεί θα είναι βραχυχρόνιος και θα τελειώσει εντός ολίγων ημερών».
4. Ιδιαίτερη σημασία έχει τα όσα δήλωσαν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί (ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης των δοσιλόγων (21/2/1945) (Λ. Αποστόλου «Η παρωδία της δίκης των δοσιλόγων και η αυτοκαταδίκη της δεξιάς»/ εκδόσεις «Ο ΡΗΓΑΣ» 1945)
– «Ένας λαός ηνωμένος, χωρίς αρχηγόν, εστάθη αντίθετος προς την ηγεσίαν του και χωρίς να υπολογίση θυσίας, ηγωνίσθη δια τη νίκην» (Κατάθεση Αλ. Μυλωνά)
«Το Μάιον του 1940 όταν ο ίδιος ήμιν διοικητής του 3ου Σώματος Στρατού, ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Μεταξάς εκάλεσαν όλους τους αντιστρατήγους και μας ανακοίνωσεν ότι δεν βλέπει προσεχή την σύρραξιν, ότι όμως εάν δεχθή επίθεσιν η Ελλάς θ’ αμυνθεί. Επειδή όμως, προσέθεσεν δεν έχομεν αεροπλάνα, επαρκεί εφόδια, μηχανοκίνητους ομάδας, φορτηγά αυτοκίνητα και πλοία, δια τούτο η σύρραξις η οποία τυχόν θα μας επιβληθή θα είναι βραχυχρόνιος και θα τελειώση εντός ολιγων ημερών, το πολύ εντός 15 ή 20..»
-«Αι ευθύναι δια τη εθνικήν συμφροράν βαρύνουν την Κυβέρνησις της 4ης Αυγούστου η οποία αφήκεν απροετίμαστον την χώραν διά του επερχομένου πολέμου… Τον Νοέμβριον του 1940 όταν ήλθον Αγγλικά αεροπλάνα, δεν είχαν αεροδρόμια διά να προσγειωθούν. Αλλά ούτε και όπλα υπήρχαν διά να εξοπλισθούν αι εφεδρικαί κλασεις» (απολογία Λιβιεράτου)
-«Η κυβέρνησις Μεταξά είχεν παραμελήσει τη οχύρωσιν των συνόρων… Είχον διαταγήν οπισθοχωρήσεως μέχρι Αράχθου και Μετσόβου, πράγμα το οποίον αν εγίνετο θα είχεν χαθή ο πόλεμος… Με την θέλησιν όμως των στρατιωτών το μέτωπον εκράτησεν πού υψηλότερον» (απολογία Κατσιμήτρου)
– «Πάντες ανεμένομεν ότι θα πολεμήση ο Ελληνικός Στρατός επί τινας ημέρας και θα παραδώση τα όπλα. Διότι δεν ημπορούσε να νικήση τη Ιταλίαν. Αυτή ήτο και η γνώμη του Μεταξά…» (απολογία στρατηγού Πετρίτη)
– «Μετά την κήρυξιν όμως της επιστρατεύσεως τα πράγματα ήλλαξαν και άλλος αέρας εφύσηξεν εις το μέτωπον. Τα στρατευμένα παιδιά του ελληνικού λαού με την πίστιν των ενίσχυσαν παρά πολύ τους αξιωματικούς… Ο υποστράτηγος Στρίμπεργκ σύνδεσμος του Γενικού Στρατηγείου με την στρατιάν Ηπείρου ήρχετο εις το Στρατηγείον νύκτα και νύκτα έφευγεν με σβυσμένους τους φανούς του αυτοκινήτου του, ενώ όλα τα άλλα αυτοκίνητα εκυκλοφόρουν με αναμένα τα φανάρια των… Δεν παρηκολούθει την κατάστασιν… Ποτέ δεν ηθέλησεν να ιδή την ημέραν το πεδίον της μάχης… Συνεβούλευσεν τον Αρχιστράτηγον να εγκαταλείψομεν τας καταχτηθείσας γραμμάς μας και να υποχωρήσωμεν εις τας παλαιάς θέσεις…Η αντίστασις μέχρις εσχάτων δια τους αρμοδίους των Αθηνών ήτο ρουκέτα δι’ εσωτερικήν κατανάλωσιν» (απολογία Τσολάκογλου)
– «Ο αρχιστράτηγος Παπάγος απέφευγεν να μεταβή στα Ιωάνινα ακόμη δια να πληροφορηθή την κατάστασιν διότι το ταξίδειον περιέκλειεν κινδύνους» (κατάθεση Π. Παπαγάκου, υπουργού Στρατιωτικών τον Απρίλη του ’41)