Frankfurter Allgemeine Zeitung
Η Ελλάδα βρίσκεται στη ΝΑ Ευρώπη και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τους Κεντροευρωπαίους, είναι ένας δημοφιλής προορισμός διακοπών με μεσογειακό κλίμα, πολυάριθμα νησιά και μερικά αρχαία αξιοθέατα. Ο τουρισμός είναι μια από τις κύριες πηγές εισοδήματος της χώρας.
Η ιστορία της Ελλάδας
Στην αρχαιότητα, η Ελλάδα θεωρούνταν το «λίκνο της Ευρώπης», από το οποίο αναδύθηκαν μεγάλα επιτεύγματα όπως η δημοκρατία, τα πρώιμα μαθηματικά και αστρονομία, η φιλοσοφία και οι πρώτες ιατρικές διδασκαλίες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν επίσης τις ρίζες τους στην Ελλάδα, και ήταν Έλληνες συγγραφείς όπως ο Όμηρος που έγραψαν τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα στην Ευρώπη. Κατά τον Μεσαίωνα, η Ελλάδα ήταν μέρος της Βυζαντινής και αργότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830. Μέχρι το 1913, είχαν προστεθεί περαιτέρω επαρχίες και νησιά. Τα σημερινά εθνικά σύνορα καθορίστηκαν το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, η Ελλάδα εξελίχθηκε σε μια σύγχρονη δημοκρατία και εντάχθηκε στην ΕΕ το 1981.

Η ελληνική κρίση
Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ το 2000, τα εκτεταμένα έργα υποδομών που υποστηρίχθηκαν από την ΕΕ, το υψηλό διοικητικό κόστος και τα δυσανάλογα χαμηλά φορολογικά έσοδα οδήγησαν σε τεράστιο εξωτερικό χρέος, το οποίο δημοσιοποιήθηκε μόλις το 2009 κατά τη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η επακόλουθη χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε δραματική αύξηση της ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα κατέρρευσε η εγχώρια αγορά. Το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα δείχνει σταδιακά τα πρώτα σημάδια βελτίωσης.
Αλλά, πόσες κρίσεις μπορεί να αντέξει μια χώρα; Στην Ελλάδα ξεκίνησαν όλα πάνω από 15 χρόνια πριν, γράφει η εφημερίδα, «στη συνέχεια ήρθαν ο κορωνοϊός, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας και ο πληθωρισμός, ενώ τώρα η κατάσταση φαίνεται να γίνεται ακόμη δυσκολότερη μπροστά στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα».
Σύμφωνα με τον συντάκτη του δημοσιεύματος, Christian Schubert, «όσοι δεν είναι ιδιαίτερα θετικοί απέναντι στη φιλελεύθερη-συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κάνουν λόγο για burnout ενός ολόκληρου λαού και αυτοί είναι πλέον πολλοί. Όσοι πάλι τάσσονται υπέρ του επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν αρνούνται την κοινωνική δυσαρέσκεια, αλλά κάνουν εκκλήσεις για υπομονή και επιμονή των Ελλήνων. Άλλωστε, η χώρα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, έχει βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της και σε αυτή τη βάση αναπτύσσεται κιόλας». Το βασικό ωστόσο ερώτημα, θέτει ο συντάκτης, είναι: πόσο από αυτό θα φτάσει στον πληθυσμό και πότε;
Ο δημοσιογράφος περιλαμβάνει επίσης τοποθέτηση της πρώην υπ. Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου, η οποία εκφράζει την ανησυχία της για την αυξημένη απογοήτευση μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα, για να σημειώσει πως το μοναδικό κόμμα με ανοδική πορεία είναι η Πλεύση Ελευθερίας. Παράλληλα, γράφει η FAZ, η στήριξη προς την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να μειώνεται διαρκώς, με την κοινωνική δυσαρέσκεια να αποτυπώνεται και στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Φεβρουαρίου, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την τραγωδία στα Τέμπη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τόσο ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Μιχάλης Αργυρός, όσο και αξιωματούχοι της Τράπεζας της Ελλάδας υποστηρίζουν ότι οι υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν συνέβαλαν καθοριστικά στην εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, αφού, σύμφωνα με τους ίδιους, «οι πολίτες είχαν υιοθετήσει ένα επίπεδο ζωής που δεν συμβάδιζε με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας».
Το δημοσίευμα καταλήγει πως «επτά στους δέκα Έλληνες αισθάνονται, αν και το ποσοστό που έχει καταμετρηθεί επίσημα ότι το 19% των Ελλήνων κινδυνεύει από τη φτώχεια. Σύμφωνα με τη Eurostat, δεν υπάρχει άλλη χώρα της ΕΕ όπου το χάσμα μεταξύ της αντιλαμβανόμενης και της μετρούμενης φτώχειας να είναι τόσο μεγάλο. Ορισμένοι επιστήμονες το αποδίδουν αυτό στις διαδοχικές κρίσεις, οι οποίες έχουν αυξήσει την ανασφάλεια των πολιτών και συνεπώς και το αίσθημα της φτώχειας. Η κυβέρνηση έχει περιθώριο μέχρι τον Ιούνιο του 2027 το αργότερο, όπου πρέπει να διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, για να βελτιώσει την κατάσταση και το κλίμα στη χώρα».