Σε ενίσχυση της πολεμικής προπαρασκευής, που απαιτεί νέες θυσίες από τους λαούς για τους ολέθριους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών, καλεί ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας, θέτοντας μεταξύ άλλων στο προσκήνιο το ζήτημα της στρατιωτικής θητείας και την ενίσχυση του δυναμικού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο καγκελάριος Φρ. Μερτς σε δηλώσεις του στο πλαίσιο των χθεσινών εκδηλώσεων για την Ημέρα του Γερμανικού Στρατού (Bundeswehr), έκανε λόγο για «ψευδή αίσθηση ασφάλειας» των πολιτών και ζήτησε επιπλέον προσπάθειες στον τομέα της «άμυνας».
«Δεν πρέπει να θεωρούμε την ασφάλειά μας δεδομένη. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να ζούμε με ελευθερία, ειρήνη και ασφάλεια» δήλωσε ο κ. Μερτς, αναπαράγοντας τα προκλητικά προσχήματα με τα οποία επιταχύνονται οι πολεμικές προετοιμασίες για μια ενδεχόμενη γενικευμένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική σύγκρουση.
Οι δηλώσεις του Μερτς έγιναν κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στην Επιχειρησιακή Διοίκηση των Ομοσπονδιακών Ενόπλων Δυνάμεων στη Σίλοβζεε του Βρανδεμβούργου. Η Επιχειρησιακή Διοίκηση είναι υπεύθυνη για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, την διοίκηση και την αξιολόγηση και για τα τέσσερα σώματα εντός της χώρας – τον Στρατό Ξηράς, την Πολεμική Αεροπορία, το Ναυτικό και την Δύναμη Κυβερνοχώρου και Πληροφοριών. Εχει επίσης την ευθύνη για τις αποστολές εκτός συνόρων και αποτελεί το κεντρικό σημείο επαφής για τις εθνικές αρχές, το ΝΑΤΟ και τις «φίλιες» ένοπλες δυνάμεις.
Καθόλου τυχαία, ο Μερτς βρέθηκε και στο λεγόμενο «Δάσος της Μνήμης», όπου τσιμεντένιοι πυλώνες φέρουν τα ονόματα των 119 Γερμανών στρατιωτών που έχουν σκοτωθεί μέχρι σήμερα σε αποστολές του γερμανικού στρατού εκτός συνόρων.
Σύμφωνα με τα τρέχοντα δημοσιονομικά σχέδια, η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να υπερδιπλασιάσει τον «αμυντικό» προϋπολογισμό στα 152,8 δισ. ευρώ έως το 2029. Για το 2024 οι δαπάνες ανήλθαν σε 74,5 δισ., με 115,7 δισ. να έχουν ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους.
Στο επίκεντρο και η “νέα” στρατιωτική θητεία

Παράλληλα, εντείνεται και στη Γερμανία η συζήτηση για ενίσχυση του έμψυχου δυναμικού των ενόπλων δυνάμεων, για αύξηση των στρατιωτών που θα σκοτώσουν και θα σκοτωθούν στα πεδία των μαχών για χάρη των ιμπεριαλιστών και του ανταγωνισμού τους για τη διεθνή πρωτοκαθεδρία.
- Σε αυτό το πλαίσιο, το συνέδριο του συγκυβερνώνοντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), έπειτα από πολύωρα παζάρια, ενέκρινε κείμενο στο οποίο επισημαίνει: «Το SPD δεσμεύεται για μια νέα στρατιωτική θητεία βασισμένη στην εθελοντική συμμετοχή και στο σουηδικό μοντέλο στρατιωτικής θητείας. Αυξάνοντας την ελκυστικότητα της στρατιωτικής θητείας, θέλουμε να επιτύχουμε την απαραίτητη ανάπτυξη του εφεδρικού σώματος και της Bundeswehr στο σύνολό της. Η Bundeswehr πρέπει να φτάσει σε προσωπικό τουλάχιστον 60.000 επιπλέον στρατιωτών και 200.000 εφέδρων».
- Με παρέμβαση του υπουργού Αμυνας, Μπ. Πιστόριους, στο κείμενο επισημαίνεται ακόμα ότι «πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιδράσουμε εάν το απαιτούν η κατάσταση ασφαλείας ή οι ανάγκες της Bundeswehr» – αναφορά που αφήνει «παράθυρο» για επαναφορά της υποχρεωτικής στράτευσης σε περίπτωση που δεν καταταγούν αρκετοί «εθελοντές».
- Το συνέδριο του SPD απέρριψε επίσης πρόταση που κατατέθηκε να αγνοηθεί η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ για υπερδιπλασιασμό των στρατιωτικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα με τα παραπάνω, ο καγκελάριος Φρ. Μερτς ζήτησε πρόσφατα από τις εταιρείες να επιτρέπουν στους υπαλλήλους τους να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία και να περνούν περιοδικά από στρατιωτική επανεκπαίδευση και ασκήσεις.
«Θα απαιτηθούν στοιχεία στρατολόγησης» είπε χαρακτηριστικά και τόνισε ότι οι εργοδότες θα πρέπει επίσης να αποδεσμεύουν τους εργαζόμενους για να εκπαιδεύονται από καιρό σε καιρό, συμμετέχοντας σε στρατιωτικές ασκήσεις ως έφεδροι.
«Η Bundeswehr πρέπει να επιστρέψει στο κέντρο της κοινωνίας μας. Ηταν λάθος, όπως γνωρίζουμε πλέον σήμερα, να αναστείλουμε την στρατολόγηση», είπε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στην απόφαση του 2011, με την οποία καταργήθηκε η υποχρεωτική στράτευση.
Η υποχρεωτική θητεία παραμένει ωστόσο κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα και απαιτείται μόνο απλή πλειοψηφία στο γερμανικό κοινοβούλιο προκειμένου να ενεργοποιηθεί ξανά.