Δ. ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΣ
Είμαστε σίγουροι ότι θα έρθει η εποχή
που οι ποιητές και οι λογοτέχνες θα εμπνέονται
από την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας,
θα θαμπώνονται
από τον ήλιο του σοσιαλισμού
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας απηύθυνε χαιρετισμό στην έναρξη των εργασιών του 6ου κατά σειρά Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ, στην Αίθουσα Συνεδρίων στον Περισσό, με θέμα «Η λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)» – Για τη συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με την ΕΑΜική Αντίσταση και τον αγώνα του ΔΣΕ.
Παραθέτουμε τον χαιρετισμό του Δημήτρη Κουτσούμπα:
«Το προηγούμενο Σάββατο σε αυτήν εδώ την αίθουσα είχαμε μια εκπληκτική συναυλία αφιερωμένη στον μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι, ενώ είχαν προηγηθεί άλλες σημαντικές εκδηλώσεις όπως η συναυλία με τραγούδια σε ποίηση Κώστα Βάρναλη ή πιο πριν η θεατρική παράσταση αφιέρωμα στον Γιώργο Κοτζιούλα και στο θέατρο του Βουνού.
Έσμιξαν στα πλαίσια του σημερινού μας επιστημονικού Συνεδρίου η μουσική, η ποίηση, το θέατρο, τις μέρες που στο κτήριο της Σανταρόζα δέσποζε η εικαστική απεικόνιση της απελευθέρωσης και των συγκλονιστικών γεγονότων που ακολούθησαν εκείνα τα χρόνια της Θύελλας.
Σοφά ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε ότι η τέχνη μπορεί να κινητοποιεί τις αληθινές ευαισθησίες των ανθρώπων.
Το ζήσαμε μέσα από όλες αυτές τις εκδηλώσεις για το Επιστημονικό μας Συνέδριο, θα το ζήσουμε και αυτό το διήμερο, μιας και έχουν γίνει αυτά τα Συνέδρια πλέον θεσμός. Ιδιαίτερα, για το περιεχόμενο αυτού του Συνεδρίου για τα χρόνια της θύελλας, για τη δεκαετία του ’40, την πιο σπουδαία δεκαετία της επαναστατικής έξαρσης, σπουδαίων διδαγμάτων, την πιο κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, κατά τον 20ο αιώνα.
Γιατί, υπάρχουν εκείνες οι στιγμές της ιστορίας και των αγώνων του λαού, που γεννούν σπουδαίες μελλοντικές παρακαταθήκες. Υπάρχουν εκείνες οι συγκυρίες και οι ιστορικές συνθήκες που ξεσπούν από μέσα τους σαν ώριμος καρπός οι μεγαλειώδεις εικόνες από το προκαθορισμένο μέλλον της επαναστατικής αλλαγής. Υπάρχουν εκείνοι οι καιροί μέσα στον χρόνο, που δεν αφήνουν μόνο το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους στο διάβα της ιστορίας, αλλά επηρεάζουν βαθιά, ριζικά, ολοκληρωτικά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς το κοινωνικό γίγνεσθαι.
“Τα χρόνια της θύελλας”, η δεκαετία του ’40, με την ΕΑΜική Αντίσταση και τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας είναι ακριβώς ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα όλων αυτών. Είναι η στιγμή που το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα βάζει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στα γεγονότα και η λογοτεχνία του αγωνίζεται να γίνει πηγή έμπνευσης για τους χιλιάδες ανθρώπους που ρίχνονται στην φωτιά του πολιτικού αγώνα και της ένοπλης πάλης, ώστε όλο αυτό το μεγαλείο να καταγραφεί με τον πιο ζωντανό τρόπο στην ιστορία.
Είναι θύελλα που πολεμά για το ελπιδοφόρο μέλλον των ονείρων και των προσδοκιών
Γνωρίζουμε, πως η λογοτεχνία μπορεί, όχι απλά να περιγράψει τα γεγονότα μιας εποχής, αλλά και να διεισδύσει βαθύτερα στους σκοπούς και τις ανάγκες της. Όταν διαπνέεται από τα πιο προωθημένα ανθρώπινα ιδανικά, έχει την ικανότητα να διαμορφώνει, να σφυρηλατεί και να εξυψώνει τον άνθρωπο, να δυναμώνει την πίστη στις δυνάμεις του, στην ικανότητά του να παρεμβαίνει στην ζωή για να την αλλάξει, να την φέρει στα ανθρώπινα μέτρα από την βαρβαρότητα.
Απόλυτα δικαιολογημένα, λοιπόν, μιλώντας για τη συγκεκριμένη δεκαετία, μία δεκαετία ανόδου και όξυνσης της ταξικής πάλης στη χώρα μας, την χαρακτηρίζουμε ως τα “χρόνια της θύελλας”. Γιατί είναι θύελλα κοινωνική, ανατρεπτική, ιστορική, η πάλη ενός λαού που με το όπλο στο χέρι, διεκδικεί το άλμα προς το αύριο. Που πολεμά για το ελπιδοφόρο μέλλον των ονείρων και των προσδοκιών του, για πιο όμορφες μέρες, πιο δίκαιες, πιο ανθρώπινες.
Είναι η θύελλα που επιδιώκουμε να σαρώσει τον παλιό, ξεπερασμένο κόσμο της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Μία τέτοια ιστορική συνθήκη θα ήταν αδύνατο να μην αγγίξει, να μην επηρεάσει και τους λογοτέχνες. Θα ήταν παράταιρο να τρέμει ο κόσμος γύρω τους από την αγωνιστική ανάταση του λαού και αυτό το ρίγος να μην διαπεράσει τη λογοτεχνική δημιουργία, να μην προκαλέσει καινούργια συναισθήματα και σκέψεις στους ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος.
Οι λογοτεχνικές συνειδήσεις έχουν άμεση συνάρτηση με το επίπεδο της λαϊκής πάλης
Η αντιστασιακή λογοτεχνία της εποχής είναι στιγματισμένη από τις αιματηρές συγκρούσεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις. Ο αντιστασιακός πεζός και ποιητικός λόγος εκφράζει αισθητικά την ψυχολογία των ανθρώπων εκείνης της πολυτάραχης εποχής. Εκφράζει τους φόβους, την απόγνωση, ακόμα και την απελπισία που νιώθουν μπροστά στη φρίκη του πολέμου, της πείνας και των συγκρούσεων. Μάλιστα, πολλά από τα ποιητικά έργα έρχονται από νέους ποιητές, που δεν είναι «πολιτογραφημένοι» στα λογοτεχνικά αρχεία, όμως πρωτοεμφανίζονται εμπνεόμενοι από τα βάσανα, τις κακουχίες και τα προσωπικά βιώματα της θυελλώδους εκείνης εποχής.
Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής αρκετά από τα έργα που τυπώθηκαν αποτέλεσαν μία λογοτεχνία φυγής. Ένα μέσο απόδρασης από την πνιγηρή, βάναυση πραγματικότητα, από τις φρικαλεότητες των κατακτητών και των ντόπιων συμμάχων τους. Γι’ αυτό θα δούμε έργα γενικού περιεχομένου που χαρακτηρίζονται από τη νοσταλγία παλαιότερων εποχών, ενώ θα διαπιστώσουμε σε ορισμένα εξ αυτών την απαισιοδοξία για το μέλλον, ως αντανάκλαση της τότε κοινωνικής πραγματικότητας.
Φυσικά η στάση των λογοτεχνών δε θα μπορούσε να είναι ενιαία, ούτε βέβαια να διαμορφωθεί από τη μία στιγμή στην άλλη. Αντίθετα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι οι λογοτεχνικές συνειδήσεις έχουν άμεση συνάρτηση με το επίπεδο της λαϊκής πάλης, σφυρηλατούνται μέσα από το θέριεμα της ΕΑΜικής Αντίστασης και καθορίζονται από την εξέλιξη κάθε φάσης του αγώνα. Όπως και οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στον προοδευτικό λογοτεχνικό κόσμο με τους φιλελεύθερους λογοτέχνες είναι ορατές, ακόμα και στον τρόπο προσέγγισης του αγώνα για την απελευθέρωση.
Ύστερα από την απελευθέρωση το 1944, θα παρουσιαστεί στην αστική διανόηση η αμηχανία για την απήχηση και το κύρος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στον λαό, ενώ μετά τον Δεκέμβρη του ’44, θα διαμορφωθεί η ανάγκη στο αστικό πολιτικό σύστημα να θωρακίσει την εξουσία του, επιδιώκοντας τη στήριξη των αστών λογοτεχνών, ως μέσο για να προσεγγίσει την πολυπληθή μάζα που έβλεπε ακόμα φιλικά το ΕΑΜικό κίνημα. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν από το κράτος στους αστούς λογοτέχνες, οι δικές τους παλινωδίες και η, τελικά καταδικαστική για τον αγώνα του ΔΣΕ, στάση των περισσότερων, αποτελούν ένα θέμα που θα απασχολήσει αυτό το Συνέδριο.
Στην σύγκρουση του Δεκέμβρη θα πάρει μέρος ένα τμήμα των ΕΑΜικών λογοτεχνών, ένα άλλο όμως όχι, υπό το βάρος της εκτίμησης ότι η στρατιωτική δράση ακυρώνει το αναγκαίο «ενωτικό» πνεύμα. Εκτός αυτού, με το πρώτο άνθισμα της αντιστασιακής τέχνης άρχισαν οι διωγμοί, οι ομαδικές εξορίες, οι καταδίκες, οι φυλακίσεις και οι ομαδικές εκτελέσεις. Μία συνθήκη φοβίας αρχίζει να επικρατεί που επηρεάζει φυσικά και τους λογοτέχνες.
Σε λογοτεχνικό επίπεδο αντανακλώνται και οι πολιτικές κατευθύνσεις του ΚΚΕ στη συγκεκριμένη περίοδο. Κομβικό σημείο είναι ότι ορίζεται ως διακύβευμα της δεκεμβριανής σύγκρουσης η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία, γενικά η προκοπή του λαού. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί ο αντικειμενικά ταξικός χαρακτήρας της σύγκρουσης. Έτσι οι ΕΑΜικοί λογοτέχνες, ακόμα και όταν προσπαθούν να υπερασπιστούν τον Δεκέμβρη, αδυνατούν να διαχωριστούν μεθοδολογικά από την ενιαία εθνική αφήγηση μέρους της αστικής διανόησης. Στις προσεγγίσεις ορισμένων λογοτεχνών διαφαίνεται, παρά τις αντιφάσεις τους, μία άλλοτε φανερή και άλλοτε λανθάνουσα απόπειρα ταξικής νοηματοδότησης του Δεκέμβρη.
Παρά το γεγονός ότι η πολιτική δραστηριότητα των λογοτεχνών προσφέρει πλούσια στοιχεία για την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας της δεκαετίας ’40 – 50, ο πολιτικός προσανατολισμός του έργου τους περιέχει αδυναμίες, που συνδέονται άμεσα με την μεταβαλλόμενη κομματική γραμμή και κυρίως με την αδυναμία της να συνδέσει τον αγώνα με τον στόχο του σοσιαλισμού, ζήτημα που αποτυπώνεται και στο δικό τους λογοτεχνικό έργο.
Θα δούμε, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της Αντίστασης, όπως και του τρίχρονου αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού που ακολούθησε, αρκετοί λογοτέχνες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, έδειξαν αυτοθυσία, κράτησαν ηρωική στάση απέναντι στους κατακτητές και την αστική εξουσία. Όμως, αμέσως μετά την ήττα της ένοπλης πάλης, αρκετοί από αυτούς απογοητεύτηκαν και αποστρατεύτηκαν από τον αγώνα.
Ο ρόλος της κομμουνιστικής διανόησης κατά την κρίσιμη περίοδο του ’46-49 αντανακλά την όξυνση και την ένταση της πάλης. Αναδεικνύει την ταξική της διάσταση και υπογραμμίζει την εναντίωση απέναντι στο αστικό σύστημα και τους διεθνείς συμμάχους του. Παρά το γεγονός, ότι στα περισσότερα έργα λείπει η ιδέα της κοινωνικής επανάστασης για έναν νέο, σοσιαλιστικό κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, η ταξική διάσταση των έργων τους, καθόρισε την αρνητική στάση που είχε η αστική ιστοριογραφία και η λογοτεχνική κριτική απέναντι στα έργα της εποχής.
Η συμμετοχή των λογοτεχνών στον Δημοκρατικό Στρατό, η ιδεολογική διαπάλη που έφερε ο αγώνας του, η αποτύπωση των γεγονότων και των συγκρούσεων καθορίζονται από πολλούς παράγοντες. Ανασταλτικά λειτούργησε η διά νόμου απαγόρευση του ΚΚΕ, οι διώξεις, το κυνήγι του αστικού κράτους απέναντι στους κομμουνιστές, που επεκτάθηκε και στον χώρο της διανόησης. Οι κομμουνιστές λογοτέχνες είχαν να αντιμετωπίσουν φυλακίσεις, εκτοπισμούς, ενώ η αστική εξουσία επεδίωκε την “εκκαθάριση της πνευματικής ζωής από τον συμμοριτισμό”, όπως χαρακτηριστικά έγραφαν. Τις αντοχές του κάθε λογοτέχνη καθόρισαν εν τέλει ο βαθμός αφομοίωσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των στόχων της, η οργανωτική του σχέση με το Κόμμα και με τον βαθμό σύνδεσής του με το λαϊκό κίνημα και τους δεσμούς που είχε αναπτύξει με αυτό.
Έτσι πολλοί στρατεύτηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και πλαισίωσαν τον εκδοτικό μηχανισμό, το σώμα ανταποκριτών, το θεατρικό και κινηματογραφικό συνεργείο, όπως και τον τομέα διαφώτισης. Τότε αρκετοί λογοτέχνες φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν από το αστικό κράτος.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της λογοτεχνίας δεν έμεινε πίσω. Με ευθύνη της Επιτροπής Διαφώτισης έγιναν ανάλογες δημοσιεύσεις στα κομματικά έντυπα, ενώ ενθαρρύνθηκε το διάβασμά τους στις στρατιωτικές μονάδες. Τα λογοτεχνικά έργα αντανακλούν την αντίληψη και στρατηγική που είχε το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, όμως ταυτόχρονα τονίζεται ιδιαίτερα η ηρωική στάση του λαού και των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στον αγώνα για τη λευτεριά. Παράλληλα, έγινε κατορθωτό να φωτιστούν -σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με προηγούμενα χρόνια- τα αντιτιθέμενα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα, ενώ ήρθε με περισσότερη θέρμη στο προσκήνιο η αναγκαιότητα μίας κοινωνικής – σοσιαλιστικής, επαναστατικής αλλαγής.
Κοιτάμε τον ήλιο του σοσιαλισμού – κομμουνισμού και λαχταράμε να μας φωτίσει
Ο Κώστας Βάρναλης στο “Ημερολόγιο της Πηνελόπης” επιχειρεί μία αλληγορική επαναδιαπραγμάτευση της ομηρικής θεματολογίας αποτυπώνοντας την αντίθεση μεταξύ καταπιεζόμενων και εκμεταλλευτών. Εκεί τοποθετεί τις φράσεις: «Εμείς που φκιάσαμε τον τόπο μας θα γίνουμε και αφέντες του. Ζητάμε να πάρουμε μονάχοι μας το δίκιο μας και την λευτεριά μας, που θα πει την εξουσία».
Στις γειτονιές του κόσμου, στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που γράφτηκε το 1949, ο ποιητής χρησιμοποιεί την φράση “Από εδώ, για τον Ήλιο” η οποία λειτουργεί στην ποίησή του σαν σύμβολο υπέρβασης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτόν τον ήλιο κοιτάμε και σήμερα και λαχταράμε να μας φωτίσει, τον ήλιο του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Αυτό είναι το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας και δεν έχουμε το δικαίωμα να προσδοκούμε τίποτα λιγότερο από αυτό. Δεν έχουμε το δικαίωμα ως κομμουνιστές να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από έναν καινούργιο, ηλιόλουστο κόσμο.
Είμαστε σίγουροι ότι θα έρθει η εποχή που οι ποιητές, οι λογοτέχνες θα εμπνέονται από την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Θα θαμπώνονται από τον ήλιο του σοσιαλισμού και θα αποτυπώνουν στο χαρτί το μεγαλείο της ανθρώπινης προόδου και της επαναστατικής αλλαγής. Καλή επιτυχία στο Συνέδριό μας!».
Ο Μάνος Χατζιδάκις και τα χρόνια της θύελλας (1940-1950) – Podcast της ΚΝΕ με την Αλέκα Παπαρήγα
Η εναρκτήρια ομιλία
της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
με θέμα “Τέχνη και ζωή”
Η εναρκτήρια ομιλία στο 6ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ για τη «λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)» έγινε από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ και είχε θέμα «Τέχνη και ζωή».
Παραθέτουμε την ομιλία της:
«Το έχουμε πει ήδη πολλές φορές στην πορεία προς αυτό το συνέδριο τούτο, πως τη δεκαετία 1940-50 για πρώτη φορά αναπτύσσονται σε τόσο μεγάλη έκταση οι δεσμοί της λογοτεχνίας με την Ιστορία. Κι όμως, η ανάπτυξη αυτής της σχέσης δεν ήταν δεδομένη. Αντίθετα αποτελούσε το κεντρικό αντικείμενο μιας σκληρής διαπάλης ανάμεσα στη αστική και την κομμουνιστική διανόηση σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.
Τέχνη που να πηγάζει από τα βαθιά στρώματα και υποστρώματα του ψυχισμού ή τέχνη που να τροφοδοτείται από την ιστορική πραγματικότητα και να την τροφοδοτεί; Αυτονομία της τέχνης με αποκλειστικό σκοπό την αισθητική συγκίνηση, ή τέχνη – πνευματικό όπλο για τη λαϊκή πάλη; Σε τελευταία ανάλυση τέχνη ατομοκεντρική ή τέχνη κοινωνική; Σ’ αυτά τα ερωτήματα συμπυκνώνεται λίγο-πολύ η αντιπαράθεση τη δεκαετία που εξετάζουμε, τόσο οξυμένη γιατί στην ουσία της δεν αφορούσε μόνο την αισθητική, αλλά την ιδεολογία και την πολιτική.
Το θέμα το έθεσε ανοιχτά μέσα στην Κατοχή το περιοδικό “Πρωτοπόροι”, που κυκλοφόρησε παράνομα τον Αύγουστο του 1943 για να αποτελέσει βήμα των λογοτεχνών της Εαμικής Αντίστασης, έναν πόλο συσπείρωσης “στον αγώνα για τη λευτεριά, τη λαοκρατία και τον πολιτισμό” όπως εξαγγέλλει στο πρώτο του τεύχος, αλλά και για να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη ναυαρχίδα της παραδοσιακής αστικής διανόησης, το περιοδικό “Νέα Εστία” που κυκλοφορούσε ελεύθερα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ήταν η περίοδος που παρότι τα δεινά του λαού συσσωρεύονταν και η εαμική αντίσταση ολοένα δυνάμωνε, συνεχιζόταν η εκδηλωμένη στα πρώτα χρόνια της κατοχής τάση των περισσότερων λογοτεχνών για εσωστρέφεια, όνειρο και φυγή. Με το κύριο άρθρο του στο πρώτο τεύχος θέτει τους λογοτέχνες μπροστά στην ευθύνη τους να μιλήσουν για τις συμφορές του λαού και να πάρουν τη θέση τους στον αγώνα. Μια ζωντανή εικόνα της αντίληψης για την ανωτερότητα της τέχνης, που ξεπέφτει όταν κατατρίβεται με τα προβλήματα της ζωής, μας δίνει ένα ανώνυμο χρονικό στο περιοδικό Πρωτοπόροι με τίτλο “Ο ποιητής κι ο ψαράς”. Το κείμενο σατιρίζει έναν αντιπροσωπευτικό τύπο εγωκεντρικού διανοούμενου, ο οποίος στο κάλεσμα να ηγηθεί πνευματικά στον αντιστασιακό αγώνα, απαντά: Εγώ είμαι Ποιητής, γράφω για να τα βρουν οι απόγονοι, αν ήρθαν άλλοι μαζί σας, αυτοί είναι οι χειρότεροι.
Μετρημένοι μπορεί να ήταν τότε οι λογοτέχνες που πατούσαν στη γη της σκληρής κατοχικής πραγματικότητας, όμως κάθε άλλο παρά οι χειρότεροι. Ήταν ο Κώστας Βάρναλης που με σειρά άρθρων στην εφημερίδα Πρωϊα, γραμμένα με πονηριά για να ξεφεύγει από τη λογοκρισία, καλούσε σε αντίσταση από τις 26 Απρίλη, τρεις μέρες μετά τη συνθηκολόγηση. Ο Γιάννης Ρίτσος που με τη συλλογή του Δοκιμασία το 1941, έκφραζε “διακριτικά αλλά ευδιάκριτα” (κατά τον Γ. Βελουδή), την τραγικότητα της κατοχής μαζί με την αισιοδοξία για το δυνάμωμα της αντίστασης. Η λογοκρισία απαγόρευσε το ποίημά του “Παραμονές ήλιου”, που από τον τίτλο του ακόμα προδίδει το αντιστασιακό περιεχόμενό του και φυσικά δεν διανοήθηκε να εκδώσει το ποίημά του “Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία” που το έγραψε το 1942 επαγγελλόμενος τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ήταν ο κομμουνιστής κριτικός, δημοσιογράφος και ιστορικός μελετητής Γιώργης Λαμπρινός, δοκιμασμένος στα μπουντρούμια της μεταξικής δικτατορίας και αργότερα ένας από τους νεκρούς στον αγώνα του ΔΣΕ, που με το ιστορικό δοκίμιο “Μορφές του ’21”, το οποίο εκδόθηκε λογοκριμένο το 1942, ανάδειχνε ξεχασμένες, λαϊκές μορφές της επανάστασης των προγόνων για να προκαλέσει συσχετισμούς με το σύγχρονο εαμικό κίνημα. Φράσεις οι οποίες παραπέμπουν στην Αντίσταση εντοπίζουμε και στα κείμενα άλλων εαμικών λογοτεχνών όπως πχ. στα “Άγγελε Καληνύχτα” και “Εξομολογήσεις” του Νικηφόρου Βρεττάκου , δημοσιευμένα το 1942 και το 1943 αντίστοιχα.
Λιγοστοί είναι και οι εκπρόσωποι της αστικής διανόησης που έχουν προσανατολισμό στην πραγματικότητα της κατοχής. Ένας από αυτούς είναι ο Άγγελος Σικελιανός, που ήδη συμμετείχε σε ομάδα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Το 1942 κυκλοφόρησε παράνομα και χειρόγραφα η συλλογή του “Ακριτικά” με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του 1942, πρωτοφανή σάλο, τρίμηνης διάρκειας, που διευρύνθηκε πέρα από τους λογοτεχνικούς κύκλους στο αναγνωστικό κοινό, προκάλεσε η δημοσίευση του Προλόγου του Σικελιανού για τον “Λυρικό Βίο” στο περιοδικό Νέα Εστία. Ο Σικελιανός κατηγορήθηκε για μυστικισμό, σκοτεινή γλώσσα και τελικά για αριστοκρατισμό. Σ’ αυτό το τελευταίο βρίσκεται και η ουσία του λογοτεχνικού καυγά, που λιγότερο αφορούσε τον Σικελιανό και περισσότερο τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Το αν δηλαδή απαίτηση των καιρών είναι μια λογοτεχνία του ΕΓΩ ή του ΕΜΕΙΣ, του πλήθους των λαϊκών ανθρώπων που απαιτούσαν απ’ αυτή να εκφραστούν τα πάθη τους και ο πόθος τους για λευτεριά. Αναμενόμενο ήταν το περιοδικό “Νέα Εστία” -που υποστήριζε την ενδοστρεφή τέχνη των “αιώνιων αξιών” – να αναλάβει την υπεράσπιση του Σικελιανού.
Παρ’ όλα αυτά άδικα φορτώθηκε στον Σικελιανό το αμάρτημα της αποστασιοποίησης από τη ζωή. Στο λογοκριμένο τμήμα του Προλόγου του, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο μετέπειτα βάρδος της αντίστασης, προσκαλούσε την Ποίηση να τραβήξει αυτή την ώρα πιο πέρα από την αισθητική αυτάρκεια και “να εκπληρώσει άλλες πράξεις”. Και πολύ γρήγορα ο Σικελιανός το πραγματοποίησε με το καθηλωτικό εγερτήριο σάλπισμά του στην κηδεία-λαϊκή διαδήλωση του Κωστή Παλαμά “Ηχήστε οι σάλπιγγες… Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα”!
Θα ήταν λάθος όμως να νομιστεί ότι η τάση φυγής -που διαπερνά το έργο όχι μόνο αστών, αλλά και κομμουνιστών λογοτεχνών – οφειλόταν κατ΄ανάγκη στον κονφορμισμό, τον ελιτισμό ή την ασυνειδησία. Για το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσε προσπάθεια συνειδητοποίησης μιας νέας κατάστασης και τρόπο αντίδρασης. Απέναντι στη θηριωδία και τον τρόμο προσπαθούσαν να ορθώσουν έναν κόσμο ομορφιάς και γαλήνης. Η αυτοβιογραφική νουβέλα του Νικηφόρου Βρεττάκου “το Αγρίμι” που γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής και μετά την απελευθέρωση, το 1946, επαινέθηκε από το ΚΚΕ για τη λογοτεχνική αξία της, έχει ως περιεχόμενο τη βασανιστική πορεία ενός ποιητή που κατακεραυνωμένος από τα γεγονότα, κυριευμένος από την ηττοπάθεια και παραλυμένος από την απελπισία, σιωπά και κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. “Δεν φοβάμαι τον κίνδυνο” λέει στον αντιστασιακό φίλο του. “Άρχισα να φοβάμαι πως αυτό που συνοδεύει την πάλη του (σ.σ. ανθρώπου) στους αιώνες, δεν είναι η αιώνια νίκη, αλλά η αιώνια ήττα”. Μη βρίσκοντας τόπο να σταθεί αναχωρεί για το πατρικό του σπίτι στο χωριό. Μα ούτε στη φυγή βρίσκει χαρά και ανακούφιση. Η κτηνωδία βρίσκεται παντού. Χρειάστηκε να φτάσει στον βυθό, στην ολοσχερή αποδιοργάνωση του ψυχισμού του, για να βγει καινούργιος στην επιφάνεια, να δει πως η ζωή είναι ωραία και πως αξίζει να παλεύει κανείς για να την κάνει καλύτερη. “Χρωστώ να Είμαι για μένα, για την ψυχή μου, για τα λόγια που έχω να ειπώ. Χρωστώ να Είμαι για την ίδια τη ζωή”, είναι το καταστάλαγμα της σκέψης του.
Στο ίδιο μήκος κύματος με την παραδοσιακή αστική διανόηση κινούταν και η φιλελεύθερη πλευρά της, η αποκαλούμενη γενιά του ’30, που σχεδόν προσέγγιζε την αντίληψη της τέχνης για την τέχνη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης για παράδειγμα, αναφερόμενος στις αρχές του 1942 στον Κάλβο, δήλωνε ότι η στράτευσή του στην επανάσταση του ’21, υποδούλωσε και ζημίωσε την τέχνη του, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Ο Νίκος Γκάτσος στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα διατύπωνε τη θέση ότι η Ζωή και το Πνεύμα είναι δύο δυνάμεις βασικά αντίθετες και αντίπαλες ως τον θάνατο μεταξύ τους. Ο δε Γιώργος Θεοτοκάς στο πλαίσιο της πολύκροτης υπόθεσης του Προλόγου του Σικελιανού κατακεραύνωνε τους δημοσιογράφους που αποδοκίμαζαν την ακατανόητη γλώσσα του Σικελιανού ότι μισούν την ανωτερότητα της τέχνης. Την άποψη για την υπεροχή της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο τη συμμεριζόταν και ο Σεφέρης, που όμως παράλληλα δήλωνε ότι “η τέχνη είναι μεγάλη συνείδηση, όχι παρηγοριά”.
Αλλά ο Σεφέρης δεν ζούσε από τα μέσα τον ζόφο της τριπλής κατοχής, αφού διέμενε στην αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο, έχοντας ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση στη φυγή της στο εξωτερικό, μετά τη συνθηκολόγησή της με τους Γερμανούς. Είναι ενδεικτικό ότι αργότερα ο Σεφέρης ερχόμενος στην Αθήνα αφαίρεσε ορισμένους στίχους από το ποίημά του “Τελευταίος Σταθμός”, για να απαλύνει τους τόνους του για την αστική πολιτική ηγεσία.
Να όμως που οι ίδιοι αυτοί λογοτέχνες δεν εφάρμοζαν στη δημιουργία τους τις πεποιθήσεις τους για την καθαρότητα της τέχνης. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να είναι αληθινοί, μεγάλοι δηλαδή ποιητές, αν δεν ήταν ευαίσθητοι στα μηνύματα του καιρού τους; Για τους περισσότερους σ’ αυτό συνέβαλε και η αλλαγή του ιστορικού σκηνικού που αναπτέρωνε την ελπίδα για το τέλος του πολέμου: Η συντριπτική ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τον σοβιετικό στρατό στο Στάλινγκραντ, η τεράστια λαϊκή απήχηση της αντιστασιακής δράσης των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά και η επίμονη προτροπή της κομμουνιστικής διανόησης για σύνδεση της τέχνης με τις ανάγκες των καιρών. Έτσι στην ποιητική σύνθεση του Ελύτη “Ήλιος ο πρώτος” ακούγεται διάσπαρτα η ηχώ των γεγονότων και η αισιοδοξία για καλύτερες μέρες “η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της/μπαρούτι σκάει στα όνειρα/λαμπρή στα φύκια τ’ ουρανού” ή “τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους/οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια/Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του”. Ακόμα νωρίτερα, την περίοδο 1941 μέχρι τις αρχές του 1942, ο Νίκος Γκάτσος, στην εμβληματική “Αμοργό” εικονοποιεί το βίωμα της Κατοχής “στου πικραμένου την αυλή” όπως και τον αντιστασιακό αγώνα: “Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε /Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο; Ποιας πυρκαγιάς να ’ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;” Περισσότερα στοιχεία από την τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα αναγνωρίζει κανείς στο ποίημά του “Ο ιππότης και ο θάνατος” (1513) όπου ο ιππότης – αρχηγός του πολέμου των Χωρικών στην Γερμανία το 1524 – 1525 παρομοιάζεται με τον Ακρίτα – που εκείνα τα χρόνια συμβολίζει το αντιστασιακό πνεύμα – ενώ στο τέλος προβάλλει ολόλαμπρος ο λαϊκός πόθος για κοινωνική απελευθέρωση και ειρήνη: “Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν/βαριά σφυριά της υπομονής/Όχι για δακτυλίδια και σπαθιά/αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια”. Την ίδια περίοδο 1942-43 γράφεται ένα ακόμη έργο-ορόσημο στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι η σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου “Μπολιβάρ” που στο πρόσωπο του λατινοαμερικανού επαναστάτη υμνεί τους αντάρτες του ΕΛΑΣ: “Μπολιβάρ είσαι ωραίος σαν Έλληνας”. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και στην πεζογραφία. Ένας μάλιστα από τους κορυφαίους πεζογράφους της γενιάς του ’30, ο Κοσμάς Πολίτης αρνείται την τάξη του και γίνεται το 1944 μέλος του ΚΚΕ.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ειδικά ανταποκρινόμενος σε αίτημα του ΕΑΜ έγραψε και “κατά παραγγελία” αντιστασιακά ποιήματα με γλώσσα προσιτή στα πλατιά λαϊκά στρώματα, σαν αυτά τα ολιγόστιχα που κυκλοφορούσαν ή απαγγέλλονταν στις παράνομες συγκεντρώσεις. Οι ανάγκες του αγώνα υπαγόρευαν στην τέχνη να πάρει κι αυτή στάση πολεμική.
Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία άνθισε κι ένα άλλο είδος τέχνης. Είναι τα αντάρτικα τραγούδια και τα θούρια, για “να δώσουν ελπίδα στους σκλάβους που απελπίζονται, βόλια για τους Ελασίτες και αθανασία για τους σκοτωμένους ήρωες”, όπως έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος (μελετήματα Ελυάρ). Οι ιστορίες της λογοτεχνίας-με εξαίρεση του Κορδάτου- μπορεί να μην κάνουν αναφορά σ’ αυτά, όμως καταξιώθηκαν στη δράση και η λογοτεχνική αξία τους επικυρώθηκε από τις μεγάλες πράξεις που ενέπνευσαν. Άλλωστε στη δημιουργία τους συντέλεσαν ορισμένοι από τις σημαντικότερες μορφές της εαμικής διανόησης, όπως ο Νίκος Καρβούνης, ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ο Απόστολος Σπήλιος, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, ενώ τη μουσική τους έγραψαν κορυφαίοι συνθέτες όπως ο Αλέκος Ξένος, ο Μίκης Θεοδωράκης ή ο σπουδαίος μουσικολόγος Φοίβος Ανωγιαννάκης.
Με την απελευθέρωση η δίψα των λαϊκών στρωμάτων για μάθηση φούντωσε με ασυγκράτητη ορμή. Ο κόσμος ρουφούσε τα βιβλία με τέτοια λαιμαργία, όπως η άμμος ρουφάει το νερό. Άνοιγαν δεκάδες νέοι εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία σε κάθε γωνιά της Αθήνας, η κυκλοφορία νέων βιβλίων εκτοξεύτηκε φτάνοντας μέχρι και τα 15.000 αντίτυπα, τα θέατρα γέμιζαν ασφυκτικά. Ο κόσμος μπορεί να μην είχε λεφτά για να αγοράσει ψωμί, έβρισκε όμως οπωσδήποτε για να αγοράσει βιβλία. Κι όλα αυτά δεν ήταν φτηνή λογοτεχνία, παραμύθια και ρομάντζα. Ήταν βιβλία λογοτεχνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, οικονομικής θεωρίας. Αυτό το πρωτοφανέρωτο για την Ελλάδα κοινωνικό φαινόμενο, το συναντάμε στην ιστορία σε όλες τις περιπτώσεις που η κινητικότητα των λαϊκών μαζών αυξάνεται περισσότερο από το συνηθισμένο. Είναι δείκτης επαναστατικής κρίσης. Της κατάστασης δηλαδή που είχε δημιουργηθεί μετά την απελευθέρωση και οδήγησε στην ταξική σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944.
Με ένα πλήθος λογοτεχνήματα (ποιήματα, χρονικά, άρθρα, πεζά) όπως αξίζει στο μεγαλείο του, τραγουδήθηκε ο Δεκέμβρης. Οι λογοτέχνες των οδοφραγμάτων συνέχισαν να πολεμούν με την πένα τους για να μην ξεχαστεί το έγκλημα, για να εμψυχώσουν και να οπλίσουν με νέες δυνάμεις τον λαό μπροστά στους σκληρούς αγώνες, που έβλεπαν να έρχονται. Συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό, τη δόξα και το δράμα του Δεκέμβρη, πνιγμένοι από το δίκιο και τη συγκίνηση, έριξαν την καρδιά τους στα μικρά διαμάντια της επαναστατικής λογοτεχνίας μας, που γράφτηκαν λίγο μετά. Ένα από τα ωραιότερα ανάμεσά τους είναι το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου “33 ημέρες”. Ένα ποίημα που δοξάζει τον ηρωϊσμό των μαχητών και την πίστη τους σε ένα σοσιαλιστικό μέλλον, απηχόντας όμως και την πίκρα από την απουσία του μεγάλου όγκου του ΕΛΑΣ στις κρίσιμες μάχες του Δεκέμβρη:
Κι οι στρατιώτες μας ήταν ωραίοι σαν τους Αχαιούς.
Ανεβήκαν στο φως από βάθος πολύ.
Και ζητούσαν μια διέξοδο μέσα στο μέλλον.
Και μεις τους ρωτούσαμε: Πού πάτε δίχως άλογα παιδιά μου; Στα λιμάνια ξεφορτώνουνε πολυβόλα και τανκς. Κ’ εκείνοι χαμογελούσανε.
Κ’ είχανε μέσα τους άλογα και φουσάτα.
Κ’ είχανε μέσα τους άλογα τ’ ουρανού που στηρίζονταν στα πίσω τους πόδια και σηκώνονταν όρθια.
Και ζυγιάζονταν στα πίσω τους πόδια και μοιάζανε σαν να κρεμόντουσαν από τον αέρα, μόλις πατώντας τη γης.
Κ’ είχανε άλογα κατακόκκινα μέσα τους που άστραφταν και χλιμίντριζαν και πηδούσαν.
Κ’ οι καβαλλαραίοι καθόντουσαν πάνω σε σέλλες χρυσές.
Ο ενάμιση περίπου χρόνος που μεσολάβησε από τον Δεκέμβρη του 1944 ως την έναρξη του εμφύλιου και παρά το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας που είχε εξαπολυθεί ενάντια στους αγωνιστές της εαμικής αντίστασης, ήταν η μόνη περίοδος μέσα στη δεκαετία που οι κομμουνιστές και ευρύτερα οι εαμικοί λογοτέχνες πήραν μια ανάσα για να ασχοληθούν με τη δημιουργία τους.
Οι χρονιές 1945 – 1946 είναι η Άνοιξη της εαμικής λογοτεχνίας που αυτά τα χρόνια γίνεται παντοδύναμη, καθώς η αστική λογοτεχνία παρατηρούσε αμήχανη, έχοντας όλη εκείνη την περίοδο και μέχρι τη λήξη του εμφύλιου ελάχιστα δείγματα υψηλής αισθητικής αξίας να επιδείξει. Εκατοντάδες δημοσιεύματα, χρονικά, απομνημονεύματα, διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα γράφονται και δημοσιεύονται, τεκμήρια μοναδικά ανεπανάληπτων κατορθωμάτων και βουνών ψυχικού μεγαλείου, που εκδηλώνει ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για τα πιο προωθημένα ιδανικά της εποχής του.
Πολλοί και άξιοι είναι οι εαμικοί λογοτέχνες της περιόδου, θα ειπωθούν αρκετά γι’ αυτούς στη συνέχεια από τους ομιλητές μας, όμως θα είναι μεγάλη παράλειψη αν δεν αποτίνουμε φόρο τιμής στον σημαντικότερο μάλλον εαμικό πεζογράφο εκείνων των χρόνων, τον Σωτήρη Πατατζή, που η συλλογή διηγημάτων του “Ματωμένα Χρόνια” βραβεύτηκε επάξια στον διαγωνισμό λογοτεχνίας του ΚΚΕ το 1946. Αναμφίβολα το έργο του διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της γνήσιας και ταυτόχρονα επαναστατικής λογοτεχνίας: Άρτια μορφή διαλεκτικά δεμένη με βαθύ ιδεολογικό περιεχόμενο – που δεν αρκείται στην ανάδειξη των ταξικών αντιθέσεων, αλλά εκφράζει παράλληλα την αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης. Οι περισσότεροι ήρωές του είναι άνθρωποι, που σήμερα θα τους λέγαμε ασήμαντους, συνήθως με άσχημα χαρακτηριστικά, ψιλοί κι άχαροι, σωματικά ελαττωματικοί, βρώμικοι και κουρελιάρηδες τσοπαναραίοι. Κι αυτό για να αναδειχτεί σε όλο της το μεγαλείο η αντίθεση με την απέραντη ψυχική ομορφιά τους, ειδικά όταν αναμετρούνται με τον θάνατο. Ακόμη και στην περίπτωση που δίπλα τους βρίσκεται ένας έμπειρος και συνειδητός αγωνιστής, αυτός δεν ανεβαίνει στο βάθρο, αντιμετωπίζεται ισότιμα. Η γλώσσα του Πατατζή είναι χαμηλόφωνη, ταπεινή, χωρίς εξάρσεις και τσακίσματα και οι διάλογοί του απλοί, φυσικοί, ολοζώντανοι.
Η αισθητική αξία της λογοτεχνικής δημιουργίας του Σωτήρη Πατατζή και πολλών από τους άλλους εαμικούς δημιουργούς της περιόδου με κορυφαίους τους ποιητές μας τον Γιάννη Ρίτσο, τον Κώστα Βάρναλη, αλλά και τον Άγγελο Σικελιανό που υποστήριζε πλέον ανοιχτά την εαμική παράταξη, είναι μια αποστομωτική απάντηση στην αστική διανόηση, η οποία απέρριπτε την πολιτική τέχνη ως εκ των προτέρων αντιαισθητική, ως κακή τέχνη. Αφού ξεπεράστηκε μέσα στη ζωή η αντίθεσή της στη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη σύγχρονή της πραγματικότητα, οι φιλελεύθεροι λογοτέχνες μετατόπιζαν τώρα το βάρος της αμφισβήτησής τους στη σύνδεση της λογοτεχνίας με την πολιτική και την ιδεολογία, στη λεγόμενη “στράτευση”. Τονίζουν πως είναι αυτονόητη η σχέση του δημιουργού με την εποχή του, όχι όμως συνειδητή, ενώ ταυτόχρονα αποδοκιμάζουν και την επικαιρική τέχνη που την κάνει χρονογραφία.
Η αλήθεια είναι ότι μη στρατευμένη, “άδολη” τέχνη, δεν υπάρχει. Ακόμα και οι δημιουργοί που δεν είναι συνειδητά τοποθετημένοι υπέρ της μιας ή της άλλης ιδεολογίας ή πολιτικής έχουν ιδέες, πεποιθήσεις, αισθήματα, συμπάθειες και αντιπάθειες, επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο, έχουν μια συγκεκριμένη ταξική θέση από την οποία βλέπουν τα συμφέροντά τους στην κοινωνία. Κι όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη, στην πραγματικότητα κάνουν τέχνη πολιτική, γιατί καλλιεργούν την παθητικότητα και τον συμβιβασμό με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Έπειτα ένα λογοτεχνικό έργο αξιολογείται θετικά ή αρνητικά ανεξάρτητα από το αν αντλεί το θέμα του από την επικαιρότητα, από μνήμες του παρελθόντος, από εσωτερικευμένα στη συνείδηση του δημιουργού βιώματα κ.λπ. Κριτήριο για την αξία του είναι η πειστικότητα, η μεταδοτικότητα, η βιωσιμότητά του. Ο κάθε λογοτέχνης βλέπει τα πράγματα μέσα από τη διαμορφωμένη κοινωνική συνείδηση σε κάθε ιστορική εποχή. Κάθε έργο τέχνης έχει επομένως ένα χρονικό στοιχείο. Για να αντέξει στον χρόνο χρειάζεται να έχει και ένα διαχρονικό. Το αν ένα επικαιρικό έργο θα αποκτήσει διαχρονικότητα εξαρτάται από την ικανότητα του δημιουργού του να συλλάβει και να μορφοποιήσει την πεμπτουσία του θέματος που πραγματεύεται. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη διαχρονικότητα της Γκουέρνικα που ήταν έργο επικαιρικό και μάλιστα κατά παραγγελία, τη διαχρονικότητα του στρατευμένου Σολωμού και για να μην πάμε μακριά, τη διαχρονικότητα ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος που υποδηλώνει π.χ. ότι ήρωας μπορεί να γίνει κάθε αγνός και τίμιος άνθρωπος όταν απειλείται η ανθρωπιά του;
Η χρονική στιγμή που άνοιξε το θέμα της στρατευμένης τέχνης συμπίπτει με την εντατική προσπάθεια του ΚΚΕ να εκφραστεί και να δικαιωθεί μέσα από τη λογοτεχνία η Λαϊκή πάλη την περίοδο της αντίστασης ως ακριβή παρακαταθήκη αξιών, ένα συλλογικό απόθεμα που θα τροφοδοτεί και τις επόμενες γενιές, και ως πηγή έμπνευσης, προετοιμασίας και ενίσχυσης των αντοχών για όσα θα ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο πως στα καλύτερα λογοτεχνικά έργα της περιόδου αποτελεί μόνιμη επωδό το ότι ο πόλεμος δεν τελείωσε. Αν σταματήσει, θα χαθούν και τα κερδισμένα.
Η σύγκρουση αυτή είχε αποκτήσει αντικειμενικά ταξικό χαρακτήρα, το ζήτημα που κρινόταν ήταν ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα έχουν την εξουσία, όμως αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο στην κομμουνιστική και ευρύτερα εαμική διανόηση, παρά τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών. Με πολλές αντιφάσεις εξακολουθούν να κυριαρχούν οι αυταπάτες ότι μια όσο το δυνατόν πιο πλατιά ενότητα και απήχηση του Ε.Α.Μ. θα επιτρέψει την εφαρμογή του προγράμματός του, με ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης και χωρίς σύγκρουση με την αστική εξουσία και τους συμμάχους της. Το μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης διανόησης μπορεί να μην ενέκρινε τη βία, τα κατασταλτικά μέτρα και την τρομοκρατία του αστικού κράτους και του παρακράτους, συνέπιπτε όμως απόλυτα με τη συντηρητική πλευρά στην κάθετη διαφωνία της με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. Επομένως η δυσφήμιση της αντιστασιακής και της σε ορισμένο βαθμό επαναστατικής λογοτεχνίας ανεξάρτητα αν αυτό συνειδητοποιείται από όλους τους αστούς λογοτέχνες, στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στο να ανακόψει την ανάπτυξη με μέσο και τη λογοτεχνία της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, που εξακολουθούσε να αποτελεί απειλή για την αστική εξουσία, σε πλατιά λαϊκά στρώματα.
Οι επικριτές αυτής της λογοτεχνίας επιχειρούσαν δηλαδή να μειώσουν όχι τη λογοτεχνία, αλλά τις ιδέες που αντιπροσωπεύει, τις ιδέες της αντίστασης, της ανυποταγής, της λαϊκής εξέγερσης απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης και ανελευθερίας, τις ιδέες της ανατροπής της αστικής εξουσίας, για την αντικατάστασή της από την εργατική.
Ωφελημένη βγήκε πάντως η εαμική λογοτεχνία από την πολεμική για το επίπεδο της αισθητική της. Κάτω από την πίεση που της ασκήθηκε ρίχτηκε στη μάχη της ποιότητας. Οι κομμουνιστές κριτικοί της τέχνης και προπαντός ο Μάρκος Αυγέρης, που στη διάρκεια της κατοχής είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, έχοντας αποτελέσει και μέλος της ομάδας διεύθυνσης του περιοδικού “Πρωτοπόροι”, με την πλατιά γενική αλλά και τη μαρξιστική μόρφωση και το οξύτατο αισθητικό του κριτήριο υπήρξε ο πρωταγωνιστής σε αυτή την προσπάθεια, θέτοντας τις θεωρητικές βάσεις μιας μαρξιστικής αισθητικής. Βασικές επιδιώξεις ήταν η διηγηματογραφία της Αντίστασης να υπερβεί το επίπεδο ενός απλού χρονικού, ώστε να μετουσιωθεί η πρόσφατη ιστορική εμπειρία σε καλλιτεχνική σύλληψη υψηλών αξιώσεων, να αποφευχθεί ο διδακτισμός, ο στόμφος, ο προπαγανδιστικός, διακηρυκτικός τόνος, η μεγαλοστομία στην εαμική ποίηση και πεζογραφία, να δημιουργηθούν βάσεις για μια λογοτεχνία με βαθύ ιδεολογικό περιεχόμενο δεμένο με την καταλληλότερη γι’ αυτό μορφή.
Το όλο εγχείρημα περνούσε μέσα από το περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα” ένα από τα σπουδαιότερα περιοδικά της περιόδου, που αποτελούσε τον κεντρικό πόλο συσπείρωσης της εαμικής λογιοσύνης, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την όσο πιο πλατιά αξιοποίηση λογοτεχνών της αστικής διανόησης, που στο διάστημα της κατοχής είχαν προσεγγίσει το ΕΑΜ. Μαζί με τη λογοτεχνική, πολιτισμική και ιδεολογική παρέμβασή του, πρόβαλε θέσεις της εαμικής παράταξης για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και σχολίαζε μαχητικά επίμαχα θέματα της ελληνικής και διεθνούς επικαιρότητας. Διευθυντής και εκδότης του ήταν ο ιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Φωτιάδης, ένας αναγνωρισμένος διανοούμενος με προηγούμενη θητεία από τη θέση του διευθυντή στο περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα” την περίοδο του μεσοπολέμου. Ο Δημήτρης Φωτιάδης το 1948 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον αντικατέστησε στη διεύθυνση του περιοδικού ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ενώ τελευταίος διευθυντής του, ως την παύση της κυκλοφορίας του το 1951, υπήρξε ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας, που όπως και ο Βρεττάκος είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ την περίοδο της κατοχής. Ο στόχος για διείσδυση του περιοδικού στη φιλελεύθερη διανόηση δεν ευοδώθηκε, αφού ο εθνικοαπελευθερωτικός ρόλος του ΕΑΜ έπαψε να υφίσταται και καμία πρόθεση δεν υπήρχε από την πλευρά της να το ακολουθήσει στον νέο ρόλο που καλούταν από τα πράγματα να αναλάβει. Παρόλα αυτά τα ΕΓ είχαν μεγάλη εμβέλεια και λαϊκή απήχηση και αυτό οφειλόταν στη δυναμική που εξακολουθούσε να έχει το εαμικό κίνημα, καθώς αναδεικνυόταν σε νέο ιστορικό πρωταγωνιστή, στον ευρύτατο κύκλο συνεργατών του και στην πλούσια, και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ύλη του, που περιλάμβανε και ένα πλήθος από πρωτότυπες συνεργασίες, καθώς και μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας και άρθρα αισθητικού περιεχομένου.
Συνεργάτες του περιοδικού ήταν η αφρόκρεμα της εαμικής διανόησης όπως οι Φοίβος Ανωγειανάκης, Γιώργος Βαλέτας, Σπύρος Βασιλείου, Νικηφόρος Βρεττάκος, Θράσος Καστανάκης, Λέων Κουκούλας (καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου την περίοδο 1936-1947), Γιώργης Λαμπρινός, Ασημάκης Πανσέληνος, Βασίλης Ρώτας, Άγγελος Σικελιανός, Μ. Αυγέρης, Τ. Βουρνάς, Γ. Ρίτσος, Έλλη Αλεξίου, Ρόζα Ιμβριώτη, Γιάννης Ιμβριώτης, Θέμος Κορνάρος, Γιώργος Κοτζιούλας, Νίκος Παππάς, Μέλπω Αξιώτη, Σωτήρης Πατατζής, Στρατής Τσίρκας, Μενέλαος Λουντέμης, Νίκος Παππάς, Ρίτα Μπούμη Παππά, οι νεώτεροι Μανώλης Αναγνωστάκης και Γιάννης Δάλλας, από τον κύκλο του Γαλλικού Ινστιτούτου οι Ροζέ Μιλλιέξ και Οκτάβ Μερλιέ, αλλά και ο πρώην υπερρεαλιστής και στη συνέχεια κομμουνιστής ποιητής Πωλ Ελυάρ. Σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο το περιοδικό ουσιαστικά οργάνωσε επίσκεψη του Ελυάρ στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1946, που προκάλεσε τα οργισμένα σχόλια της συντηρητικής διανόησης.
Το περιοδικό συγκέντρωνε ένα σημαντικό αριθμό συνεργατών από την πρώτη μεταπολεμική γενιά, που είχαν ενστερνιστεί την κομμουνιστική ιδεολογία ορισμένοι από τους οποίους έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους σ’ αυτό και συγκεκριμένα οι Μιχάλης Κατσαρός, Κώστας Κουλουφάκος, Τάσος Λειβαδίτης στην ποίηση, Βασίλης Λούλης, Σωτήρης Πατατζής και Δημήτρης Χατζής στην πεζογραφία. Στη συσπείρωση των λογοτεχνών αυτής της γενιάς καθοριστικός φαίνεται να ήταν ο ρόλος του Γιάννη Ρίτσου, που οργάνωνε μαζί τους περιπάτους για συζητήσεις.
Στα Ε.Γ. έγινε επίσης η προδημοσίευση αποσπασμάτων από λογοτεχνικά έργα που έβαλαν τη σφραγίδα τους στη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως από το θεατρικό “Άτταλος ο Γ'” του Κ. Βάρναλη, τη συλλογή του Δ. Βουτυρά “Μέρες μαύρης δουλείας”, το “Οι άνθρωποι που φέραν την καταχνιά” του Μ. Λουντέμη, το μυθιστόρημα “Μεθυσμένη Πολιτεία” του Σ. Πατατζή, τη “Ρωμιοσύνη” του Γ. Ρίτσου, την τραγωδία “Ο θάνατος του Διγενή” του Α. Σικελιανού, τη νουβέλα “το Σπίτι” της Μ. Αξιώτη, το μυθιστόρημα “Σπασμένα φτερά” του Δ. Χατζή κ.ά.
Το πιο σημαντικό είναι ότι παρά τους κινδύνους που μέσα στο ζοφερό κλίμα της τρομοκρατίας και των ανελέητων διώξεων συνεπαγόταν η συμμετοχή στο περιοδικό, οι περισσότεροι συνεργάτες του έμειναν σταθεροί μέχρι το τελευταίο τεύχος του, στέλνοντας κείμενα ακόμη και από τους τόπους εξορίας, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος και ο Κώστας Βάρναλης το στήριξαν προδημοσιεύοντας έργα τους πριν να υποστούν την τελική τους επεξεργασία.
Μαζί με τις αναμφισβήτητες επιτυχίες της παρέμβασης των κομμουνιστών στο λογοτεχνικό πεδίο, στο περιοδικό Ε.Γ. αποτυπώνονται και ιδεολογικές συγχύσεις, που αντανακλούν τις αδυναμίες στη στρατηγική του ΚΚΕ, διαμορφωμένη βέβαια στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Χωρίς να έχει κανείς υπόψη του όλη τη λογοτεχνία της περιόδου, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει μέσα π.χ. από τα αντάρτικα τραγούδια ότι η καταφυγή στην εθνικοαπελευθερωτική αστική επανάσταση του 1821, τους αγωνιστές της, το πολιτισμικό και λογοτεχνικό της εποικοδόμημα διαπερνά όλη την πνευματική δημιουργία της περιόδου. Ποιήματα και θεατρικά π.χ. του Ρώτα, του Κοτζιούλα, κατακλύζονται από το σύμβολο του ’21 (υπάρχει και σχετική εμπεριστατωμένη εισήγηση για το θέμα αυτό) ενώ συχνά ο ποιητικός λόγος μιμείται το ύφος του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού. Στο δε περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα” γίνεται κατάχρηση της φιλολογίας του ’21 ή για το ’21, μέσα από κείμενα του Κοραή, του Μακρυγιάννη, του Ρήγα, ακόμα και του Κωλέττη, άρθρα για τον Καποδίστρια, για τον Κολοκοτρώνη, τον Μπάιρον, ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου, δημοτικά τραγούδια και άλλα. Το 1945 το περιοδικό είχε καθιερώσει και μόνιμη σελίδα για το ’21.
Από μόνο του αυτό το στοιχείο δεν είναι επιλήψιμο. Το αντίθετο. Εξυπηρετεί τη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη λαϊκή μνήμη και την πολιτισμική παράδοση. Προσδίδει ένα στοιχείο λαϊκότητας στην τέχνη, όπως και τα σύμβολα της Παναγιάς και του Χριστού, που τόσο αξιοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερούς μας λογοτέχνες όπως ο Κώστας Βάρναλης. Στην κατοχή μάλιστα ήταν ένας τρόπος για να αποφεύγεται η λογοκρισία. Όταν οι Γερμανοί το αντιλήφθηκαν, έφτασαν μέχρι και τις φορεσιές του ’21 να απαγορεύουν. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα και η πάλη του αναγορεύονται σε συνεχιστές της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821. Γιατί από τη φύση του το Κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι δυνατό να γίνει συνεχιστής μιας αστικής επανάστασης, να παλεύει δηλαδή για να εδραιώσει την εξουσία της αστικής τάξης που είναι εχθρική πλέον προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης που εκφράζει. Μπορεί να γίνει συνεχιστής μόνο με την έννοια ότι ως ηγετική δύναμη στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, συνεχίζει την ταξική πάλη για τη διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στη μεταδεκεμβριανή περίοδο η έννοια της ολοκλήρωσης των σκοπών του ’21 που προδόθηκαν, σύμφωνα με τις τότε επεξεργασίες του κόμματος, από την αστική τάξη, κάνει συχνά την εμφάνισή της στο περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”. Σε άρθρα δε του περιοδικού παρουσιάζεται η αντίφαση από τη μια να αναγνωρίζεται ο ταξικός χαρακτήρας των Δεκεμβριανών και από την άλλη να θεωρούνται συνέχεια της επανάστασης του ’21 που ήρθαν να την ολοκληρώσουν.
Γίνεται έτσι φανερό ότι η υπερπροβολή του 1821 την περίοδο μετά την απελευθέρωση σχετίζεται με τη στρατηγική του ΚΚΕ που προϋπήρχε (από το 1934) και επιβεβαιώθηκε στο 7ο συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1945, σύμφωνα με τις αποφάσεις του οποίου πριν τον σοσιαλισμό θα πρέπει να υπάρξει ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο. Γενικότερα οι αντιφάσεις που παρουσιάζει η εαμική λογοτεχνία της περιόδου (ορισμένοι λογοτέχνες να προβάλουν τις ταξικές αντιθέσεις και ακόμη λιγότεροι το σοσιαλιστικό ιδανικό και άλλοι καθόλου) αντλούν την καταγωγή τους από την ταλάντευση του Κόμματος για τον χαρακτήρα της πάλης που διεξάγει, αν είναι ταξικός ή αντιφασιστικός – εθνικοαπελευθερωτικός από τη νέα κατοχή των Εγγλέζων και στη συνέχεια των Αμερικανών με αφετηρία την προβληματική στρατηγική του. Τόσο ο Δεκέμβρης του 1944 όσο και το ξεκίνημα του αγώνα του ΔΣΕ ήταν μια μάχη κυρίως άμυνας απέναντι στην αστική επιθετικότητα και την πίεση για ολοσχερή συμβιβασμό. “Τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές” λέει για τα Δεκεμβριανά στο εξαιρετικό ποίημά του “Οδομαχίες” ένας σχετικά άγνωστος ποιητής, ο Τέος Σαλαπασίδης. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να έχουμε ανάψει, πριν η αστική κυβέρνηση προλάβει να επιστρέψει και να εγκατασταθεί.
Αντίθετα η αστική λογοτεχνία, όπου επίσης αξιοποιείται το σύμβολο του 1821 φαίνεται να είναι προσανατολισμένη χωρίς ταλάντευση στη δικαίωση της αστικής τάξης μέσα από την επανάσταση των προγόνων της. Αυτό είναι ένα ωραίο θέμα για περεταίρω μελέτη.
Έχει ειπωθεί από μελετητές της λογοτεχνίας ότι η περίοδος αυτή δεν έδωσε νέα μορφολογικά στοιχεία στη λογοτεχνία. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Στα ποιήματα του Γκάτσου και του Εγγονόπουλου που προαναφέρθηκαν, όπως και στα ποιήματα του Ρίτσου και του Βρεττάκου παρατηρείται μια σύνθεση λαϊκοπαραδοσιακών και υπερρεαλιστικών στοιχείων. Είναι η περίοδος που οι ποιητές αναζητούν μέσα από πειραματισμούς μια σύγχρονη ταυτότητα για την ελληνική ποίηση συνδεμένη με την καταγωγή της. Η εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 έθεταν τον στόχο να προβληθεί ισότιμα και με τα δικά της χαρακτηριστικά η ελληνική ποίηση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι δύο κομμουνιστές ποιητές, που ανάμεσα στους πρώτους είχαν εισαγάγει υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ποίησή τους από την περίοδο του μεσοπολέμου επιδίωκαν να προσδώσουν λαϊκότητα στην ποίησή τους, Την περίοδο εκείνη γράφει και ο Νίκος Καββαδίας, γραμματέας του ΕΑΜ λογοτεχνών μετά τη σύλληψη του Θέμου Κορνάρου.
Παρά τα όποια προβλήματά της όλη αυτή η πυρετώδης λογοτεχνική και ιδεολογική δραστηριότητα των λογοτεχνών που συγκεντρώνονταν γύρω από τα Ε.Γ. δεν μπορούσε να μην προκαλέσει την αντίδραση του αστικού κράτους και του εγγλέζικου παράγοντα. Στα χρόνια του εμφυλίου ο διευθυντής της “Νέας Εστίας” Πέτρος Χάρης και η “Καθημερινή” αναλαμβάνουν το εθνικό χρέος να διασώσουν την “ελευθερία του πνεύματος” από την “ερυθράν απειλή”. Με ένα μπαράζ δημοσιευμάτων τονώνεται και γίνεται δριμύτερη η επίθεση για την αποϊδεολογικοποίηση και απολιτικοποίηση της τέχνης, που σε συνδυασμό με την καθοδηγημένη από την αστική εξουσία διάσπαση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών η οποία ελεγχόταν από το ΕΑΜ και τη δημιουργία μιας νέας κυβερνητικής εταιρίας καταλήγει στο να επιβληθεί απώλεια της ιδιότητας του λογοτέχνη, για όποιον το έργο του έχει πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Ήταν ένα μέτρο οικονομικής και ηθικής εξόντωσης των εαμικών λογοτεχνών, αφού τους αφαιρούσε κάθε πηγή βιοπορισμού και κάθε δικαίωμα πρόσβασης στις όποιες ενισχύσεις προβλέπονταν για τους λογοτέχνες, ενώ ταυτόχρονα είχαν απολυθεί και από τις δουλειές τους.
Το ίδιο διάστημα οι σύντροφοί τους στα ψηλά βουνά με το αυτί στυλωμένο για το ύπουλο σύρσιμο των θάμνων έγραφαν με χέρια ξυλιασμένα από την παγωνιά και το χιόνι, που τα ζέσταιναν οι ριπές των πυροβόλων, κι οι εκρήξεις όλμων. Βιάζονταν να παραδώσουν στην ώρα τους τα γραπτά τους στα τυπογραφεία του βουνού, γιατί οι άλλοι μαχητές τα περίμεναν ανυπόμονα. Πέντε χιλιάδες αντίτυπα ήταν οι κυκλοφορία των βιβλίων στον ΔΣΕ.
Και οι άλλοι, ψυχές στον βράχο της Μακρονήσου καρφωμένες με εφτά καρφιά, που βουτούσαν την πένα στο αίμα τους για να παραδώσουν ποιήματα – μνημεία μιας άνισης μάχης με τον θάνατο, για να κρατηθεί άσβηστη η φλόγα την πρωτοπόρων ιδανικών της ανθρωπότητας. Ανάμεσά τους λάμπουν επικαιρικά κι αιώνια τα “Μακρονησιώτικα” του Γιάννη Ρίτσου, μ’ εκείνη τη βαθιά συνείδηση του χρέους προς το μέλλον: Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο… μεγάλες πολιτείες θα κτίσουμε μητέρα, μην πικραίνεσαι.
Ίσως όλα αυτά να σας φαίνονται παραμύθια μελό, γιατί στις μέρες μας είναι ασύλληπτα από τον νου. Τι άνθρωποι νά’ ταν αυτοί; Όμως ναι, υπήρχαν λογοτέχνες που προτεραιότητα δεν είχαν το δικό τους, το έξω από χρόνο και τόπο, μεγάλο έργο, αλλά τα έργα της μεγάλης των τάξεων πάλης. Υπήρχαν λογοτέχνες που δεν ήξεραν τον ύπνο, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με αντάλλαγμα τη ζωή τους για να δυναμώσει το ΕΑΜ λογοτεχνών, λογοτέχνες που ξενυχτούσαν μεταφράζοντας με το ένα αυτί στο ραδιόφωνο και το άλλο στα βήματα έξω από την πόρτα, που αγωνιούσαν γράφοντας στα παράνομα τυπογραφεία μην έρθουν και τους μπλοκάρουν, με τα σπίρτα στο προσκέφαλο και οινόπνευμα στη λεκάνη να προλάβουν να κάψουν τα χαρτιά τους, λογοτέχνες που έγραφαν τα έργα τους σε λινατσόπανα μέσα στη φυλακή καρτερώντας τον θάνατο. Κι άλλοι ξενιτεμένοι σε χώρες αφιλόξενες, φυλακισμένοι μελλοθάνατοι που έγραψαν το τελευταίο τραγούδι τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα όπως ο 19χρονος ποιητής Κώστας Γιαννόπουλος.
Όλοι αυτοί ένοιωθαν ότι δεν τα κατάφεραν να εκφράσουν με τα λόγια τους, τη θύελλα των γεγονότων, ότι η ζωή έγραφε καλύτερη ποίηση από τη δική τους. Μα δεν είχαν δίκιο. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη και την αντοχή του λαϊκού κινήματος εκείνα τα χρόνια ήταν ανεκτίμητη. Απόδειξη είναι τα πόσα μέτρα αναγκάστηκε να πάρει η αστική τάξη για να παραδώσει την τέχνη καθαρή και αμόλυντη από το μικρόβιο της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Και δεν τα κατάφερε. Το μικρόβιο το κουβαλάει ως τις μέρες μας. Γιατί έβαλε κι αυτή τα δυνατά της για να μείνουμε όρθιοι μέσα στην κοσμοχαλασιά της αντεπανάστασης.
Τα χρόνια της θύελλας θα ξανάρθουν, κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη ζωή. Και πρέπει διδαγμένους από τις νίκες και τις ήττες μας, να μας βρουν πανέτοιμους να συνεχίσουμε και να ολοκληρώσουμε την επανάσταση, που δεν πρόλαβε να γίνει.
Με αυτά τα λίγα… παραδίνω το μικρόφωνο στους άξιους ομιλητές μας, που τους ευχαριστούμε εγκάρδια για την τιμή που μας έκαναν να ανταποκριθούν στην πρόσκλησή μας γι’ αυτό το συνέδριο.
Εισήγηση του Φάνη Παρρή
εκ μέρους του Τμήματος Ιστορίας για την εξεταζόμενη περίοδο,
τα χρόνια της θύελλας 1940-1950
Εισήγηση εκ μέρους του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ για την εξεταζόμενη ιστορική περίοδο 1940-1950, στο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ για τη λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας, έκανε το πρωί του Σαββάτου ο Φάνης Παρρής, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
__Παραθέτουμε την εισήγησή του:
«Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τα λόγια της Μέλπως Αξιώτη: “Θυμούμαι τούτο δω αλησμόνητα. Σ’ ένα γαλλικό σκολείο καλογριών που πέρασα τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, φτάσαμε κάποτε στην ιστορία στο κεφάλαιο της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Ε λοιπόν, όλη εκείνη η συγκλονιστική εποχή που άρχισε να αλλάζει την όψη του κόσμου, ήταν παρουσιασμένη στο βιβλίο σε 3-4 σελιδούλες. Κι ο συγγραφέας – ιστορικός μονάχα υπογράμμιζε με φρίκη πως οι απαίσιοι εκείνοι κομμουνάροι, πριν ν’ ανεβάσουν τη βασίλισσα Αντουανέτα στην Γκιγιοτίνα, την ξεβράκωσαν. Ε λοιπόν σας βεβαιώ, εκατοντάδες παιδιά μέσα κει, για πολλά χρόνια ύστερα, (…)δεν είχαμε καταλάβει και δεν θυμόμαστε τίποτε άλλο απ’ όλη τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, εξόν απ’ το φριχτό εκείνο ξεβράκωμα της Αντουανέτας. Έτσι μαθαίνομε συχνά την ιστορία, γραφτά ή προφορικά”.
Η παραπάνω πεπατημένη σήμερα επαναλαμβάνεται μέσα από μια σειρά ντοκιμαντέρ, ιστορικά πονήματα, καταγραφές μνήμης, όπου βλέπουμε επιμέρους γεγονότα και πτυχές τους να διογκώνονται, ενώ ταυτόχρονα να υποβαθμίζεται η μεγάλη εικόνα, ν’ αποκρύπτονται οι αντικειμενικές και βαθύτερες αιτίες των γεγονότων. Από την ανάλογη πρακτική δεν ξεφεύγουν και τα χρόνια της θύελλας 1940-1950 όπου οι πιο ακραίες εκδοχές αναθεώρησης και διαστρέβλωσης, επιδιώκουν να ξεπλύνουν τα Τάγματα Ασφαλείας και να τα παρουσιάζουν ως καταφύγιο φιλήσυχων ανθρώπων που δήθεν ήθελαν να ξεφύγουν από τη βία του ΕΑΜ, αν και τα τάγματα ασφαλείας έδιναν όρκο στον θεό να υπηρετούν πιστά τον Χίτλερ.
Τα χρόνια της θύελλας, περιλαμβάνουν μια σειρά μεγάλων γεγονότων που συνδέονται άμεσα με τον ιμπεριαλιστικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις επιπτώσεις του, είναι: Ο ιταλοελληνικός πόλεμος, η τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική), οι διαφοροποιήσεις της αστικής τάξης με ένα τμήμα της να συνεργάζεται με τους κατακτητές στις δωσίλογες κυβερνήσεις και ένα άλλο να φεύγει στο εξωτερικό συντασσόμενο με τη Μεγάλη Βρετανία. Η πρωτοβουλία του ΚΚΕ να σαλπίσει την αντίσταση που αγκαλιάστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του λάου με αποτέλεσμα το ΕΑΜ ΕΛΑΣ να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα ένοπλα κινήματα αντίστασης. Η απελευθέρωση συνοδεύτηκε με διαμόρφωση συνθηκών επαναστατικής κατάστασης, ακολούθησαν ο Δεκέμβρης 1944, η λευκή τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα και η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ.
Σε όλα τα χρόνια της θύελλας δόθηκε σκληρός αγώνας των κομμουνιστών και χιλιάδων αγωνιστών μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στα στρατοδικεία, στα κελιά της ασφάλειας, στις ανακρίσεις και τους βασανισμούς, στις φυλακές και τις εξορίες.
Μετά τη συντεταγμένη αποχώρηση του ΔΣΕ, το 1949, το ΚΚΕ ήδη παράνομο από το 1947, βρέθηκε σε νέες συνθήκες έως το 1974. Δεκάδες χιλιάδες μέλη του και αγωνιστές βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά, στην ΕΣΣΔ και στις λαϊκές δημοκρατίες, στερούμενοι την ελληνική ιθαγένεια και με πολλές καταδίκες ερήμην σε θάνατο, ενώ δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές βρίσκονται στις φυλακές και στις εξορίες.
Όλη εκείνη η περίοδος αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική από τη μεριά των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και του ΚΚΕ. Ενώ έχει τις ρίζες της στην περίοδο του μεσοπόλέμου, οπότε σφληρηλατήθηκε ένα Κόμμα ικανό να αντέχει στις θύελλες.
Σύντροφοι και φίλοι.
Το ΚΚΕ σε στιγμές που τα εκατομμύρια του λαού μαστίζονταν από την πείνα την απελπισία και τον θάνατο, κήρυξε τον πόλεμο στο Γ’ Ράιχ. Έδειξε έμπρακτα στον λαό πως “απ’ τα τσακάλια δε γλιτώνεις μ’ ευχές και παρακάλια”. Αποδείχτηκε πώς κανένας αρνητικός συσχετισμός δεν είναι αμετάβλητος. Στον αντίποδα οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αντιμάχονταν το ξύπνημα του λαού, είτε γιατί είχαν ταχθεί στο χιτλερικό στρατόπεδο είτε γιατί με τους Βρετανούς ετοίμαζαν την καταστολή του.
Με σκληρές μάχες του ΕΛΑΣ ήδη από το καλοκαίρι 1943 απελευθερώθηκε το μισό ελληνικό έδαφος. Εκεί άνθισαν οι λαϊκοί θεσμοί, όπως της λαϊκής διοίκησης, της λαϊκής παιδείας, λαϊκής δικαιοσύνης κ.ά. Οι κάτοικοι δίχως τον βραχνά της χωροφυλακής και των κατακτητών έπαιρναν τις τύχες τους στα χέρια τους, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Προέκυψε από τα πράγματα το ερώτημα της συνένωσης αυτών των περιοχών και λαϊκών θεσμών κάτω από ενιαία κυβέρνηση, ήδη μέσα στο 1943, πολιτική πράξη που καθυστέρησε λόγο σειράς παραγόντων που σχετίζονται με τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου με αστικές δυνάμεις. Η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αποφάσισε τη συγκρότηση κυβέρνησης και τον Μάρτιο 1944 ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ, αυτή απάντησε όχι μόνο στο ζήτημα διοίκησης των ελεύθερων περιοχών, αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο πίεσης για την αποδοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Έτσι η ΠΕΕΑ εμπεριείχε στις διακηρύξεις της το σπέρμα της αυτοκατάργησης χάριν της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Οι λαϊκοί θεσμοί όμως στους οποίους ο λαός συμμετείχε με όρεξη, αυτενέργεια, προθυμία και δημιουργικό πνεύμα, μια προοπτική μπορούσαν να έχουν: Να μετατραπούν σε φύτρα νέας εργατικής εξουσίας. Αυτή είναι η πείρα της νικηφόρας οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης. Το σύνθημα του Λένιν “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” σήμαινε πως η εργατική τάξη δεν έπρεπε να μοιραστεί την εξουσία της με τους αστικούς θεσμούς (την τότε Προσωρινή Κυβέρνηση). Αντίστοιχα στην ελληνική περίπτωση, η μετατροπή των λαογέννητων θεσμών σε φύτρα της εργατικής εξουσίας απαιτούσε σύγκρουση με το σύνολο των μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους και των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Ανάμεσα στους λαογέννητους θεσμούς ξεχωρίζει ο ΕΛΑΣ, υπό την προστασία του οποίου συγκροτήθηκαν και οι υπόλοιποι θεσμοί. Η δημιουργία του ΕΛΑΣ ήταν η πιο σημαντική κατάκτηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος στα χρόνια της κατοχής. Ο ΕΛΑΣ υπήρξε στρατός στην υπηρεσία ενός κινήματος που η καθοδηγητική του δύναμη ήταν το ΚΚΕ. Συγκέντρωνε τις βασικές προϋποθέσεις για να εξελιχτεί σε μοχλό ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και σε όργανο της εργατικής εξουσίας. Ξεχωριστές σελίδες ηρωισμού έγραψε ο ΕΛΑΣ των πόλεων.
Στις πόλεις η δράση του Κόμματος, του ΕΑΜ όλου του λαού, δημιουργούσαν συνθήκες λαϊκού ξεσηκωμού, ενάντια στην πείνα, την τρομοκρατία και για όλα τα ζητήματα. Το έτος 1943 συγκλονίστηκε από τις λαϊκές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων στο κέντρο της Αθήνας. Ξεχωρίζουν η διαδήλωση της 5ης Μάρτη με την εισβολή χιλιάδων λαού στο υπουργείο εργασίας και το κάψιμο των καταλόγων της επιστράτευσης, η διαδήλωση ενάντια στη βουλγάρικη επέκταση τον Ιούλιου και άλλες. Όλες είχαν δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Αυτός ήταν ο λαός, που με μπροστάρη το ΚΚΕ όχι μόνο δεν φοβόταν μα “φυσούσε και βρόνταγε”.
Από το τέλος του 1943 αρχές 1944 οι συνοικίες της Αθήνας ήταν ελεύθερες. Ο λαός κυριαρχούσε στο Δουργούτι, την Κοκκινιά, την Καισαριανή, τον Βύρωνα, την Καλλιθέα και αλλού. Οι Γερμανοί, οι χωροφύλακες, τα Τάγματα Ασφαλείας δεν μπορούσαν καν να πατήσουν σε ολιγομελής ομάδες. Γι’ αυτό οργάνωναν δολοφονικές επιδρομές – τα γνωστά μπλόκα.
Το ΚΚΕ που ήταν μπροστάρης σε αυτό τον αγώνα και πρώτο στις θυσίες είχε κύρος στα ύψη. Οι απεργίες τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη 1944 ήταν καθολικής συμμετοχής και πραγματοποιούνταν με ένοπλη αντιμετώπιση των ελληνόφωνων και γερμανόφωνων δυνάμεων καταστολής. Όλος ο λαός ήταν επί ποδός πολέμου και παρά τις εκτελέσεις, τους φρικτούς βασανισμούς και τα πλιάτσικα, δεν λυγούσε με τίποτα, έβγαινε στο προσκήνιο ακόμα πιο μαχητικός και ορμητικός.
Αυτός ήταν ο λαός της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Ήταν πλέον ένας καινούργιος λαός, ο πόλεμος και η αντιστασιακή πάλη είχαν προκαλέσει μια μεγάλη κίνηση λαϊκών μαζών σε όλα τα επίπεδα. Δημιουργούνταν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και προϋποθέσεις επιτυχίας της λαϊκής εξέγερσης για τη σχεδιασμένη κατάληψη της εξουσίας και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Όπως εύστοχα έγραφε ο Λένιν για την πείρα της οκτωβριανής επανάστασης η αφαίρεση της ιδιοκτησίας από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες είναι που παραλύει το νευρικό τους σύστημα και τους κάνει ανίκανους να κινηθούν.
Τα παραπάνω θα ήταν το φυσικό επιστέγασμα όλου του αγώνα – καθώς οι αστικές δυνάμεις δεν διέθεταν αξιόμαχες δυνάμεις καταστολής. Τα ποικιλώνυμα Τάγματα Ασφαλείας και η παλιά χωροφυλακή ήταν βουτηγμένα στο αντιλαϊκό έγκλημα και συγκέντρωναν το μίσος του λαού ακόμα και των ανώτερων στρωμάτων. Ενώ ο στρατός που οι εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να συγκροτήσουν στη Μέση Ανατολή, ως στρατό πραιτοριανών, προέκυψε επίσης ΕΑΜικός, γι’ αυτό στράφηκαν εναντίον του οι βρετανικές λόγχες, κλείνοντας περίπου 15.000-20.000 στρατιώτες στα σύρματα στις ερήμους της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Επιπλέον υπήρχε ένα ακόμα φαινόμενο που συμβαδίζει με τις περιόδους μεγάλων λαϊκών κινημάτων και εξεγέρσεων, στελέχη των κρατικών δυνάμεων είχαν περάσει με το μέρος του λαού, τίμια και ανυστερόβουλα. Ο Σαράφης υπολογίζει σε περίπου 700 τους αξιωματικούς του στρατού που πήγαν στον ΕΛΑΣ, ενώ στην αστυνομία πόλεων περίπου 400 αστυνομικοί ήταν μέλη του ΚΚΕ και διπλάσιοι του ΕΑΜ. Η γνωστή κατάληψη των αστυνομικών τμημάτων το Δεκέμβρη 1944 έγινε με την βοήθεια των αστυνομικών του ΕΑΜ.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν πώς κανένας μηχανισμός δεν είναι πανίσχυρος και αρραγής. Είναι χαρακτηριστικός ο στίχος του Μπρεχτ: “Το τανκ σου στρατηγέ μου είναι δυνατό μηχάνημα, έχει όμως ένα μικρό ελάττωμα, χρειάζεται οδηγό”.
Ωστόσο, η επαναστατική ρήξη με την καπιταλιστική εξουσία απαιτούσε διόρθωση της στρατηγικής του ΚΚΕ έστω και κάτω από την πίεση των εξελίξεων. Όμως, η στρατηγική όχι μόνο δεν διορθώθηκε, αλλά εφαρμόζοντας τη λογική της εθνικής ενότητας σε συνδυασμό με τη γραμμή της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ οδηγήθηκαν σε μια σειρά επιλογές που δημιούργησαν έναν κλοιό συμβιβασμών που περιόριζε την αυτοτέλεια του εργατικού-λαϊκού κινήματος και έθετε πρόσθετα εμπόδια στο να εξελιχθεί ο ΕΛΑΣ σε στρατό επανάστασης.
Επιγραμματικά αναφέρουμε: Την ένταξη του ΕΛΑΣ στο Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και τη σύμπραξή του σε κοινό στρατηγείο με τον ΕΔΕΣ και το 5/42 (της ΕΚΚΑ) το καλοκαίρι του 1943, τη συμφωνία του Λιβάνου για κυβέρνηση εθνικής ενότητας τον Μάιο 1944 η οποία μετά από πολλές συζητήσεις έγινε πράξη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 με τη συμμετοχή στελεχών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ ως υπουργών στην αστική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ακολούθησε η Συμφωνία της Καζέρτας ανάμεσα στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, το Βρετανικό Στρατηγείο, τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ που υπήγαγε τον ΕΛΑΣ στις διαταγές του Βρετανού Στρατηγού Σκόμπυ. Στη συνέχεια, με συμφωνία Σκόμπυ – Παπανδρέου ο δοσίλογος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος διορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής. Πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί ο Σπηλιωτόπουλος διηύθυνε τον εξοπλισμό όλων των εγκληματιών που θα στρέφονταν ενάντια στον λαό με όπλα που έφερναν οι Βρετανοί στις ακτές τις Αττικής. Την ίδια στιγμή η συμφωνία της Καζέρτας απαγόρευε την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα.
Παρά τα σχέδια για την καταστολή και τη συντριβή του εργατικού-λαϊκού κινήματος, η πολιτική του Κόμματος και του ΕΑΜ συνέχισε να περιορίζεται στην ολοκλήρωση της απελευθέρωσης και στη διενέργεια ελεύθερων εκλογών για την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης που θα αποφάσιζε για το θέμα του Βασιλιά. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ συνέχισαν ουτοπικά να θεωρούν ότι, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα αναλάμβανε την τιμωρία των δοσιλόγων- παρόλο που ανοιχτά δολοφονούσαν αγωνιστές ακομα και στους γιορτασμούς της απελευθέρωσης. Τιμωρία φυσικά δεν έγινε, όσοι πιάστηκαν κλείστηκαν σε στρατόπεδα και φυλακές για να προστατευτούν από τη λαϊκή οργή. Οι ταγματασφαλίτες και άλλοι εγκληματίες αναβαπτίστηκαν σε εθνοφύλακες και ρίχτηκαν ενάντια στον λαό στις κρίσιμες μέρες του Δεκέμβρη.
Ήταν τέτοια η λαϊκή οργή για τους ταγματασφαλίτες, που τις μέρες του Δεκέμβρη ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, ο Ίντεν – έκανε συνειδητά ψευδείς δηλώσεις ότι δεν χρησιμοποιούσαν τάγματα ασφαλείας ενάντια στον λαό, πράγμα που όχι μόνο αποκαλύφθηκε αλλά οι ταγματασφαλίτες πήραν προαγωγές και συντάξεις. “Καταδότης τσολιάς και μπλοκαδόρος όσο βουλιάζεις στα σκατά άλλο τόσο βγαίνεις καθαρός και τιμημένος” σχολίασε ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης αποδίδοντας το λαϊκό αίσθημα.
Η ολιγόμηνη ένταξη του Κόμματος σε αστική κυβέρνηση αποδεικνύει πως ακόμα και ένοπλο το λαϊκό κίνημα έχασε. Όχι μόνο στο κρίσιμο ζήτημα της εξουσίας αλλά και σε επιμέρους διεκδικήσεις π.χ. η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας νομοθέτησε σταθεροποίηση της δραχμής που την πλήρωσαν τα λαϊκά στρώματα και πάγωμα μισθών των εργαζομένων. Οι ΕΑΜικοί υπουργοί δεν μπορούσαν να το φρενάρουν.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, δυστυχώς, δεν σχεδίασαν την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Αυτό δεν έγινε από διάθεση συνειδητού συμβιβασμού με την εκμεταλλεύτρια τάξη. Υπήρχε ισχυρή πίστη ότι τα τεράστια πλεονεκτήματα που έδινε η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία θα συνέχιζαν να υπάρχουν και δεν θα έβρισκαν έδαφος αντιλαϊκές λύσεις.
Το παραπάνω αποδείχτηκε επικίνδυνη ουτοπία – φενάκη.
Αποδείχτηκε πώς δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το ενδιάμεσο ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την επαναστατική εργατική εξουσία. Να ακόμα ένα συμπέρασμα.
Σήμερα είναι πολλοί που ισχυρίζονται ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν χαμένος από χέρι λόγο συμφωνίας της ΕΣΣΔ με τη Μεγάλη Βρετανία για το προβάδισμα της δεύτερης στην Ελλάδα. Πρόκειται για τοποθέτηση που δεν υπολογίζει τη δυναμική των εξελίξεων στον εγχώριο ταξικό αγώνα, την έκφρασή τους ακόμα και στον συσχετισμό της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο. Γι’ αυτό και θεωρούμε ως βασικό πρόβλημα ότι ο ΕΛΑΣ και όλος ο λαός με όρους εξέγερσης δεν χτύπησε τους βρετανούς ιμπεριαλιστές που αποβιβάστηκαν σε όλη την Ελλάδα ως μια δύναμη προληπτικής αντεπαναστατικής δράσης, αλλά αντιμετωπίστηκαν ως αντιφασιστική συμμαχική δύναμη.
Για το ΚΚΕ ιστορία σημαίνει αλήθεια – και εξαγωγή συμπερασμάτων. Η “Σύγχρονη Εποχή” ήδη κυκλοφορεί τα πρακτικά κρίσιμων διεθνών διασκέψεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τεχεράνης 1943, Μόσχας 1944, Γιάλτας 1945 και Πότσνταμ 1945. Αυτό που προκύπτει είναι πως η ΕΣΣΔ επεδίωκε την κατοχύρωση στρατηγικών πλεονεκτημάτων που δημιουργούσε η ορμητική πορεία του Κόκκινου Στρατού στην κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, κατ’ αρχήν για την άμυνά της και ως μέρος μιας γενικότερης πολιτικής συνεννόησης με τις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία και μετά τη λήξη του πολέμου για τη διασφάλιση σχετικά μακροχρόνιων συνθηκών ειρήνης για την ανοικοδόμηση της καταστραμμένης από τον πόλεμο ΕΣΣΔ.
Η παραπάνω επιδίωξη δεν επιβεβαιώθηκε. Επισημαίνουμε πως λανθασμένα ιδεολογικοποιήθηκε η πρόσκαιρη στρατιωτική συμμαχία ενάντια στον Χιτλερικό άξονα. Η λήξη του πολέμου απέδειξε πώς δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η συμμαχία, πολύ περισσότερο να δώσει, “ειρηνικές δημοκρατικές κυβερνήσεις” έξω από το πεδίο της ταξικής πάλης. Ο ιμπεριαλισμός ξεκάθαρα είχε μέτωπο ενάντια στον σοσιαλισμό. Εξάλλου η νίκη σοσιαλιστικών επαναστάσεων σε μια σειρά χώρες όπως η Ελλάδα θα ήταν διεθνές στήριγμα και για τη Σοβιετική Ένωση.
Δεν ευσταθεί και η ηττοπαθής οπορτουνιστική εκτίμηση ότι μετά την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας- αφοπλισμού και διάλυσης του ΕΛΑΣ- δεν υπήρχε πλέον επαναστατική κατάσταση. Η επαναστατική κατάσταση συνέχισε έστω με μειούμενη ένταση. Αυτό αποτυπώνεται στις συντριπτικές επιτυχίες των Κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα, στις τεράστιες λαϊκές συγκεντρώσεις που κατέκλυζαν τα στάδια και τους γύρω δρόμους, παρά την άγρια τρομοκρατία. Αποτυπώνεται και στα αστικά μέτρα θεσμικής και ωμής βίας που ασκήθηκε σε μαζική κλίμακα. Αποτυπώνεται στη γενικότερη πνευματική και καλλιτεχνική ανάταση.
Σε αυτές τις συνθήκες γενήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ένας στρατός λαϊκός που ξεκίνησε ως στοιχειώδες μέτρο άμυνας ενάντια στον εξευτελισμό και τη δολοφονική βία. Η απόφαση για την ίδρυσή του έσωσε την τιμή του ΚΚΕ και του Ελληνικού λαού. Ήταν ένας στρατός που θα είχε άλλες δυνατότητες νίκης αν ξεκινούσε πιο έγκαιρα στην ίδια την πρωτεύουσα και στα αστικά κέντρα, επιδιώκοντας με τη δράση του την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και όχι την πίεση για δημοκρατικές εξελίξεις, την αμνήστευση των αγωνιστών και τη συμφιλίωση.
Η ιστορική έρευνα δείχνει ότι τουλάχιστον στο πλαίσιο της ηγεσίας του Κόμματος είχε σωστά προταχθεί η επιλογή της νέας ένοπλης αντιπαράθεσης. Όμως ο χρόνος εκδήλωσής της εξαρτήθηκε από τη συμφωνία και τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης και των βαλκανικών χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην καθυστέρηση του ένοπλου αγώνα και στον περιορισμό των προοπτικών νίκης του ΔΣΕ, αφού ο χρόνος κυλούσε σε βάρος του, επιτρέποντας την ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης των μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους, τη φυλάκιση ή τον εξορισμό πολλών πρωτοπόρων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών που θα μπορούσαν να τον επανδρώσουν. Ακόμα και έτσι όμως, η ελληνική καπιταλιστική εξουσία χρειάστηκε τη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας αρχικά και των ΗΠΑ στη συνέχεια με ποταμούς πολεμικών εφοδίων και τρία χρόνια σκληρού αντιλαϊκού πολέμου για να επικρατήσει και να θωρακιστεί.
Αν και τα χρόνια της θύελλας και ειδικότερα ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού δεν οδήγησαν στην κοινωνική απελευθέρωση έδωσαν πολύτιμα διδάγματα για τον ανειρήνευτο χαρακτήρα της ταξικής πάλης μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Επέδρασαν καθοριστικά στη φυσιογνωμία του ΚΚΕ. Ολόκληρη η ιστορία του ΚΚΕ έδωσε τη δύναμη για να αντέξει νέες μπόρες οπορτουνιστικής επίθεσης, όπως στη δεκαετία του 1950, ν’ ανασυγκροτηθεί εν μέσω δικτατορίας αλλά ουσιαστικά να ξεπεράσει τη βαθιά κρίση, των αντεπαναστατικών ανατροπών 1989-91 και να μπει σε πορεία κομμουνιστικής ανασυγκρότησής του. Μπόρεσε να χαράξει πορεία κόντρα στο ρεύμα της αντεπανάστασης και να μελετήσει συλλογικά και βαθύτερα, τα χρόνια της θύελλας. Τα συμπεράσματα της μελέτης καταγράφονται στο Δοκίμιο Ιστορίας του Κόμματος αλλά και στη σύγχρονη στρατηγική επεξεργασία του ΚΚΕ – στο Πρόγραμμά του.
Κλείνοντας δεν πρέπει να λησμονούμε και το εξής. Τα χρόνια της θύελλας γεννήθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου και μας υπενθυμίζουν πόσο διαχρονικό είναι το “σπέρνουν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες”. Ξέρουμε πως η ιστορία δεν είναι μια ευθεία γραμμή. Όμως, η εξαγωγή συμπερασμάτων τροφοδοτεί με σύγχρονη πείρα, ώστε σε έναν κόσμο που φλέγεται νικητές να είναι οι λαοί».