Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Αθήνα, Ιούλιος 2024. Ζέστη, τόση που ιδρώνουν και τα τσιμέντα. Στην πλατεία Ομονοίας, πάνε κι έρχονται τα ταξί με τουρίστες που αναζητούν γνωριμία με την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, τις παραδοσιακές γωνιές και τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Μετανάστες, έξω από το κατάστημα μιας αλυσίδας φούρνων πουλάνε στους περαστικούς διάφορα μπιχλιμπίδια σε φτηνή τιμή, κάποιοι αράζουν με μπύρα στις πυλωτές των πολυκατοικιών. Περνάνε οι ντόπιοι κάτοικοι με κατεύθυνση τη στάση του μετρό. Οι μισοί τους κοιτούν με συμπόνια, οι άλλοι μισοί με φανερά τα αισθήματα μίσους. Αμφότεροι κρατούν στα χέρια σφιχτά τις τσάντες τους. Ο Λουκάς και ο Σόλων περπατούν, ρακένδυτοι, με ένα βλέμμα απορίας αλλά και περιέργειας. Συζητούν, ανακατεύονται με το πλήθος αλλά κανείς δεν τους βλέπει.
ΛΟΥΚΑΣ: Είμαστε στην Αθήνα και πάλι, Σόλων!
ΣΟΛΩΝ: Ναι, στην Αθήνα! Δεν άλλαξε και πολύ, Λουκά. Ε, τι λες;
ΛΟΥΚΑΣ: Άλλαξε, άλλαξε! Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Κοίταξε, νέοι άνθρωποι βαδίζουν πια στους δρόμους της. Με άλλα χρώματα, με άλλη ποιότητα…
ΣΟΛΩΝ: Οι ίδιοι είναι Λουκά! Συγκεντρώσου, οι ίδιοι!
ΛΟΥΚΑΣ: Μην εκνευρίζεσαι Σόλων!
ΣΟΛΩΝ: Θα εκνευρίζομαι και θα θυμώνω όσο θέλω!
ΛΟΥΚΑΣ: Όσο θέλεις! Νομίζεις ότι έχεις αυτή την πολυτέλεια; Ούτε καν!
ΣΟΛΩΝ: (ανάβει ένα τσιγάρο κομμένο στη μέση) Τουλάχιστον έχω αυτή την πολυτέλεια, σωστά;
ΛΟΥΚΑΣ: Σωστά, σωστά! Άκου λοιπόν! Δεν είπα ότι είναι άλλοι από εκείνους που συναντήσαμε όταν πρωτοβγήκαμε από το Αυγό ή από όσους γνωρίσαμε στην επόμενη επίσκεψη μας. Απλά, αισθάνομαι ότι η ελπίδα ζει μέσα τους. Είναι ίδιοι αλλά και διαφορετικοί, κατάλαβες Σόλων;
ΣΟΛΩΝ: Η ελπίδα, Λουκά! Τι είναι άραγε η ελπίδα;
ΛΟΥΚΑΣ: Είναι ασφαλώς πολλά πράγματα! Το εξής ένα!
ΣΟΛΩΝ: Να βγούμε από το Αυγό, Λουκά!
ΛΟΥΚΑΣ: Ναι, να βγούμε από το Αυγό. Και τι θα κάνουμε όταν βγούμε από το Αυγό, Σόλων;
ΣΟΛΩΝ: Είναι απλό! Θα μπούμε σ’ ένα μεγαλύτερο!
***
Προχωρημένη νύχτα, η ζέστη δεν έχει υποχωρήσει. Ο Λουκάς και ο Σόλων έχουν ξαπλώσει σ’ένα στρώμα που βρήκαν πεταμένο στα σκουπίδια. Το έχουν τοποθετήσει σε μια απόμερη γωνιά που φωτίζει ελάχιστα ένας φανοστάτης. Φοράνε όλα τα ρούχα τους αλλά έχουν βγάλει τα καπέλα τους που τα χρησιμοποιούν για μαξιλάρι. Από κάπου μακριά, ακούγονται σειρήνες περιπολικών και μουσική.
ΛΟΥΚΑΣ: Έχω τη βάσιμη υποψία ότι δεν μας βλέπει κανείς, Σόλων.
ΣΟΛΩΝ: Εννοείς ότι δεν μας αντιλαμβάνονται. Ναι, ισχύει ασφαλώς. Οφείλουμε να διελευκάνουμε αυτό το μυστήριο.
ΛΟΥΚΑΣ: Αλλά πώς; Πώς θα μάθουμε γιατί δεν μας βλέπουν όταν δεν μπορούμε να μιλήσουμε με κανέναν;
ΣΟΛΩΝ: Τα μυστήρια πυκνώνουν. Αδυνατούμε να αλληλεπιδράσουμε με τους ανθρώπους γύρω μας αλλά έχουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε με τις μικρές δυνάμεις μας στο τεχνητό περιβάλλον.
ΛΟΥΚΑΣ: Σόλων; Είσαι βέβαιος ότι ο κόσμος γύρω μας είναι τεχνητός;
ΣΟΛΩΝ: Μωρό μου, εσύ δεν είπες τις προάλλες ότι το Αυγό που μας περιέβαλε ήταν τεχνητό και ότι ο υπόλοιπος κόσμος αντίστοιχα είναι το ίδιο;
ΛΟΥΚΑΣ: Όχι, εγώ είπα ότι μοιάζει να είναι τεχνητό δηλαδή κατασκευασμένο. Δεν είπα ότι είναι κατασκευασμένο. Τέλος πάντων, ξημερώνει σε λίγο. Πάμε να φύγουμε. Αφού δεν βγάζουμε άκρη πάει να πει ότι είτε τεχνητό, είτε φυσικό το περιβάλλον εμείς δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με κανέναν.
ΣΟΛΩΝ: Μα, είχαμε ποτέ τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε βρε ηλίθιε, για να τη χάσουμε κιόλας; Πρώτα πρώτα πρέπει να ξέρουμε αν είχαμε τη δυνατότητα…
ΛΟΥΚΑΣ: Αφού δεν μας βλέπει κανείς, δεν έχουμε. Όταν μας έβλεπαν, την είχαμε!
ΣΟΛΩΝ: Το θέμα Λουκά είναι γιατί ήρθαμε εδώ! Εσύ ξέρεις γιατί ήρθαμε εδώ! Αλλά δεν το λες, κρατάς πισινή. Όπως πάντα, ε; Να μην τα λέμε όλα!
ΛΟΥΚΑΣ: Σόλων, εγώ σε ακολουθώ τυφλά! Πως να ξέρω εγώ; (χτυπάει ένα ρολόι που ο Λουκάς έχει βάλει στη μοναδική τσέπη του που δεν είναι τρύπια)
ΣΟΛΩΝ: Δεν μου λες τίποτα μού έχεις σπάσει τα νεύρα! Και κλείσε αυτό το βρωμορόλογο που έχεις μαζί σου. Σταμάτα το!
ΛΟΥΚΑΣ: (γελάει) Ποιό;
ΣΟΛΩΝ: Το ρολόι πάνω σου, σταμάτα το, κάντο να πάψει!
ΛΟΥΚΑΣ: Ποιό; Δεν κατάλαβα; (το ρολόι συνεχίζει να χτυπάει)
ΣΟΛΩΝ: Το ρολόι είπα, στην τσέπη σου! Πάνω που κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα αυτό πάντα χτυπάει! Εκεί που μιλάμε μ’έναν άνθρωπο ξεκινάει να χτυπάει δαιμονισμένα!
ΛΟΥΚΑΣ: (βγάζει το ρολόι από την τσέπη του) Ορίστε, το σταμάτησα Σόλων. (παύση) Σόλων; Ξέρεις τι είδα πριν;
ΣΟΛΩΝ: Τι είδες;
ΛΟΥΚΑΣ: Ένα σκοτεινό σημείο, ίσως μία στοά λίγο πιο πέρα από τη στάση του λεωφορείου, με δύο φίλους δίπλα σε αυτό. Είχαν ξαπλώσει στο δρόμο και συζητούσαν.
ΣΟΛΩΝ: Ηλίθιε! Εμάς θα είδες στο όνειρο σου! Είμαστε μόνοι μας εδώ. Η κούραση και η εξάντληση προκαλούν τέτοια φαινόμενα.
ΛΟΥΚΑΣ: Αφού άκουσα τις φωνές τους…
ΣΟΛΩΝ: Εγώ δεν άκουσα καμία φωνή. Που να βρεθεί άνθρωπος σε αυτή την ερημιά; Να κάνουν τι;
ΛΟΥΚΑΣ: Οι φίλοι δεν ξέρουν τι κάνουν. Πάνε, προχωράνε γιατί έτσι είναι η φύση τους.
ΣΟΛΩΝ: Έτσι λοιπόν, ε; Πάνε γιατί αυτή είναι η φύση τους…
Μεγάλη παύση. Ο Σόλων και ο Λουκάς κοιτάνε ο ένας τον άλλο. Το ρολόι του Λουκά, δείχνει έξι το πρωί. Η πόλη ξυπνάει. Ένα απορριμματοφόρο του Δήμου πλησιάζει προς το μέρος όπου έχουν βρει καταφύγιο. Τα φώτα του αντανακλώνται στην τζαμαρία ενός καταστήματος απέναντι που έχει κλείσει εδώ και καιρό. Ο Λουκάς σηκώνεται βιαστικά από τη θέση του.
ΣΟΛΩΝ: Που πας;
ΛΟΥΚΑΣ: Μισό, σκέφτομαι.
ΣΟΛΩΝ: Τι συμβαίνει Λουκά;
ΛΟΥΚΑΣ: (δεν απαντάει, κοιτάει γύρω του σαν χαμένος)
ΣΟΛΩΝ: Τι συμβαίνει είπα;
ΛΟΥΚΑΣ: Νομίζω ότι κατάλαβα γιατί δεν μας βλέπει κανείς; Εσύ δεν το κατάλαβες ακόμα;
ΣΟΛΩΝ: Τίποτα…
ΛΟΥΚΑΣ: Έχουμε πεθάνει Σόλων. Εδώ και πολλά χρόνια.
ΣΟΛΩΝ: Είσαι θεότρελος Λουκά!
ΛΟΥΚΑΣ: Είδες; Αμφισβητείς την πραγματικότητα…
ΣΟΛΩΝ: Νομίζω ότι δεν βλέπεις μόνο ανύπαρκτα φαινόμενα αλλά και τα ακούς Λουκά! Τα όνειρα σου τα μετέτρεψες σε κάτι αληθινό…
ΛΟΥΚΑΣ: Και αν αυτό είναι συνέπεια της διαμονής μας στο Αυγό;
ΣΟΛΩΝ: Σκάσε! Με βγάζεις από το πρόβλημα που μας απασχολεί! Θυμήσου, αλλού είναι το πρόβλημα Λουκά!
ΛΟΥΚΑΣ: Όχι, βρήκα λύση στο πρόβλημα. Κοίταξε απέναντι σ’εκείνο το μαγαζί. Είμαστε εμείς οι δυο… Δεν είδα κανέναν πριν, μόνο εσένα κι εμένα…
ΣΟΛΩΝ: Καθρεφτιζόμαστε εμείς οι δυο, έχεις δίκιο! Και, ψυχραιμία Λουκά, όσο ξημερώνει, το βλέπω καθαρά πια, τόσο η όψη μας χάνεται από τον καθρέφτη.
ΛΟΥΚΑΣ: Ναι, το βλέπω! Το βλέπω!
Μικρή παύση. Ο Σόλων ανάβει και το υπόλοιπο κομμάτι από το τσιγάρο του. Ένας πλανόδιος μουσικός παίρνει θέση στην είσοδο του παλιού καταστήματος απλώνει ένα χαλί, κάθεται και βγάζει ένα ακορντεόν από μια φθαρμένη, δερμάτινη θήκη. Ξεκινάει να παίζει.
ΣΟΛΩΝ: Λουκά; Λουκά μωρό μου; Είμαστε όντως πεθαμένοι;
ΛΟΥΚΑΣ: Όχι, Σόλων. Είναι όπως το είπες. Ήταν ένα ανύπαρκτο φαινόμενο που το παρουσίασα ως αληθινό…
ΣΟΛΩΝ: (με σβησμένη φωνή) Ένα ανύπαρκτο φαινόμενο, λοιπόν…
Το ακορντεόν συνεχίζει. Ανοίγουν τα πρώτα παράθυρα, σβήνουν τα φώτα της πόλης. Οι δύο φίλοι αποχωρούν. Η ταμπέλα στο κλειστό μαγαζί γράφει «ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ».
Χανιά, Ιούνιος – Ιούλιος 2024
Τζιτζιφές Αποκορώνου, Νοέμβριος 2024
* Το «Εκείνος και Εκείνος» ήταν ο τίτλος μιας σατιρικής τηλεοπτικής σειράς, που προβλήθηκε στο ΕΙΡΤ από τις 19 Ιουνίου 1972 έως τις 9 Φεβρουαρίου 1974. Το σενάριο ήταν του Κώστα Μουρσελά. Η σειρά ήταν σατιρική, σε μορφή βίντεο, και ολοκληρώθηκε σε δύο κύκλους με 103 δεκαπεντάλεπτα επεισόδια. Ημέρα προβολής ήταν στον πρώτο κύκλο η Δευτέρα και στον δεύτερο το Σάββατο. Πρωταγωνιστές της σειράς ήταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Η σειρά ξαναγυρίστηκε το 1989, με σκηνοθέτη τον Κώστα Κουτσομύτη, διότι η αρχική σειρά δεν είχε διασωθεί, παρά μόνο ένα απόσπασμα από το επεισόδιο “Το αυγό”. Δεκατρία από τα σενάρια του Κώστα Μουρσελά ξαναμεταφέρθηκαν από την ΕΤ2, στην τηλεόραση με το αρχικό δίδυμο (Βασίλης Διαμαντόπουλος και Γιώργος Μιχαλακόπουλος), αλλά με άλλους συμπρωταγωνιστές. Το ριμέικ ήταν αξιόλογο και είναι το μόνο που διασώζεται. Επαναπροβλήθηκε από την ΕΡΤ το 1990, το 1991, το 1992, το 1999, αλλά και αρκετές φορές μετά το 2000, με πρόσφατη το καλοκαίρι του 2024 από την ΕΡΤ2.
** Το «Εκείνος και Εκείνος: Η επιστροφή» αποτελεί μια άσκηση – και μόνο – πάνω στο πρωτότυπο έργο. Μέρος των διαλόγων από το επεισόδιο «Στάση λεωφορείου» της τηλεοπτικής παραγωγής του 1989 χρησιμοποιήθηκε διασκευασμένο στη δεύτερη πράξη ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της ιστορίας. Η πρώτη πράξη γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση.
Δημοσιεύεται στο Ατέχνως στην τελική του μορφή.