Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
ΥΠΟΘΕΣΗ
Ο καθηγητής αστρονομίας Δρ. Ράνταλ Μίντι και η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κέιτ Ντιμπιάσκι ανακαλύπτουν έναν τεράστιο κομήτη, ο οποίος θα συγκρουστεί με τη Γη σε έξι μήνες, προκαλώντας ολοκληρωτική καταστροφή. Προσπαθώντας να προειδοποιήσουν τον κόσμο, ξεκινούν από τον Λευκό Οίκο. Οι εξελίξεις είναι δραματικές και το τέλος είναι κοντά. Ή μήπως όχι;
ΣΧΟΛΙΟ
Το Don’t Look Up είναι η ταινία της χρονιάς ή, για να είμαστε περισσότερο αντικειμενικοί, αποτελεί μια από τις κορυφαίες ταινίες του 2021 που ξεχώρισαν στις προτιμήσεις του κοινού μαζί με το Dune του Ντένις Βιλνέβ, το Nomadland της Κλόι Ζάο, το Father του Φραν Ζέλερ και το Spider-Man: No Way Home του Τζον Γουάτς. Κατά κοινή ομολογία, αρκετές από τις ταινίες του 2021 έχουν ένα ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα είτε ασχολούνται με τους περιπλανώμενους άστεγους στις ΗΠΑ που προέκυψαν από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, είτε με την απώλεια της μνήμης και της ζωής όπως τόσο συγκινητικά παρουσιάζονται στην ταινία του Ζέλερ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και η ταινία του βραβευμένου με Όσκαρ σεναρίου Άνταμ ΜακΚέι (The Big Short, Vice), που προβάλλεται στην πλατφόρμα του Netflix, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα ένα… ντοκιμαντέρ, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, μια μαύρη σάτιρα και ένα δράμα για την εποχή μας.
Συγκεκριμένα, το Don’t Look Up είναι ένα απολαυστικό και αφοπλιστικό σχόλιο για τις κυβερνήσεις, τον καπιταλισμό, τα ΜΜΕ, τα social media, τις σεξιστικές διακρίσεις, την ακροδεξιά ακόμα και για εμάς ως πολίτες του σύγχρονου κόσμου και για το πως αντιμετωπίζουμε τις σύγχρονες κρίσεις. Με λίγα λόγια, ο σκηνοθέτης με την ομάδα των συνεργατών του μας παρουσιάζουν ένα πλήθος εικόνων που μοιάζουν σα να βγήκαν κατευθείαν από την επικαιρότητα. Οι συσχετισμοί με όλα όσα βιώνουμε τόσο από τους δημιουργούς, όσο και από τους θεατές μόνο τυχαίοι δεν είναι. Άλλωστε το Don’t Look Up είναι μια αλληγορία σχετικά με τον τρόπο που οι αρχές, η επιστημονική κοινότητα και τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή, την πανδημία και όλα τα δημόσια θέματα. Για όλους τους παραπάνω η ψεύτικη εικόνα έχει μεγαλύτερη σημασία (και αξία) από την πραγματικότητα. Εκτός και εάν μπορούν να αξιοποιηθούν για προεκλογικούς σκοπούς. Όμως ακόμα και στο τέλος του κόσμου κι όταν όλες οι βεβαιότητες έχουν χαθεί, πάλι θα βρεθεί χρόνος για like και subscribe…
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούμε εκτενέστερα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο του Don’t Look Up. Ο καθηγητής Δρ. Ράνταλ Μίντι που υποδύεται εξαιρετικά ο Ντι Κάπριο, ένας συνεσταλμένος άνθρωπος με έντονα προσωπικά προβλήματα, είναι ένας από τους πρώτους που με όπλο του την επιστήμη προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ σχετικά με τον κίνδυνο που απειλεί την ανθρωπότητα. Στη συνέχεια και έχοντας αντιληφθεί ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα προσχωρεί οικειοθελώς στον εκφυλιστικό κόσμο της πολιτικής συνδιαλλαγής και της τηλεόρασης με την ελπίδα ότι έτσι θα επηρεάσει από τα μέσα τις εξελίξεις για το καλό της ανθρωπότητας. Στο τέλος όμως, αφού χρησιμοποιηθεί μέχρι εξαντλήσεως από το σύστημα, αναγνωρίζει το κενό και τη φαυλότητα όλων αυτών και επανέρχεται στις αξίες και τις ιδέες του. Η στάση του θυμίζει αρκετά τον Μεφίστο του Κλάους Μαν αλλά και της ομώνυμης ταινίας του Ίστβαν Ζάμπο, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Πιο αναλυτικά, το Μεφίστο μας μεταφέρει στη Δημοκρατίας τη Βαϊμάρης και μετέπειτα στη ναζιστική Γερμανία όπου συναντάμε τον Χέντρικ Χέφγκεν, φιλόδοξο θεατρικό ηθοποιό, που για την τέχνη του είναι έτοιμος να θυσιάσει και να κάνει τα πάντα για να καταλήξει στο τέλος όργανο της χιτλερικής προπαγάνδας. Οι ηθικές συνέπειες της προδοσίας του τον κυνηγούν αλλά δεν αρκούν ώστε να κόψει τους δεσμούς με τους εκμεταλλευτές του. Αντίθετα, στο Don’t Look Up ο πρωταγωνιστής κάνει το απαραίτητο βήμα που δεν πραγματοποίησε ο Χέφγκεν.
Έτσι μέσα από τον Δρ. Ράνταλ Μίντι και τις περιπέτειες του, η ταινία κάνει μια σαφέστατη αναφορά στην επιστήμη που υπηρετεί τόσο την πολιτική, όσο και την οικονομία. Από την πρώτη επίσκεψη στο Οβάλ γραφείο όπου η Πρόεδρος (υποδύεται με πολύ κέφι η Μέριλ Στριπ) θέλει να εξεταστεί η ανακάλυψη των δύο επιστημόνων και από τους δικούς της “επιστημονικούς” συνεργάτες μέχρι τον επιστήμονα-επιχειρηματία, κακέκτυπο του Τζεφ Μπέζος (ερμηνεύει ρεαλιστικά ο Μαρκ Ράιλανς) που προτείνει την οικονομική εκμετάλλευση του κομήτη.
Από την πλευρά της η φοιτήτρια Κέιτ Ντιμπιάσκι, που ερμηνεύει με πάθος η Τζένιφερ Λόρενς, είναι μια νέα, δυναμική γυναίκα με ιδέες που τη φέρνουν σε αντίθεση με όσους κοιτάνε το συμφέρον τους είτε είναι πολιτικοί, είτε δημοσιογράφοι. Είναι η πρώτη που ανακαλύπτει και επιβεβαιώνει την ύπαρξη του επικίνδυνου κομήτη. Προς τιμήν της, ο κομήτης παίρνει το όνομα της ενώ η ίδια προσπαθεί να πείσει την πολιτική ηγεσία της χώρας της να αναλάβει την ενημέρωση των πολιτών καθώς και την αποτροπή της επερχόμενης καταστροφής. Η προκλητική αδιαφορία της αμερικάνικης Προεδρίας και η υποτίμηση προς το πρόσωπο της μόνο και μόνο γιατί είναι γυναίκα την αναγκάζει να καταφύγει στο μόνο μέσο που θεωρητικά μπορεί να βοηθήσει στην ενημέρωση των πολιτών. Η κοινή της εμφάνιση με τον Δρ. Ράνταλ Μίντι σε μια υψηλής τηλεθέασης κουτσομπολίστικη εκπομπή που φιλοξενεί ανάλαφρα θέματα και έχει ως τακτική της να χλευάζει όλα τα σημαντικά την φέρνει στα όρια της σε απευθείας μετάδοση. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η φιλόδοξη επιστήμονας γίνεται θέμα στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και στην τηλεόραση για όλους τους λάθους λόγους. Η Κέιτ αντιμετωπίζεται πλέον ως μια γραφική και επικίνδυνη φιγούρα που πρέπει να εξαφανιστεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Ουσιαστικά, απαξιώνεται δημοσίως, γίνεται αντικείμενο χλευασμού και ο πρώην σύντροφος της κάνει πρωτοσέλιδο την σχέση τους παρουσιάζοντας την ως μία προβληματική γυναίκα.
Έχω την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη οπτική δεν αναδεικνύεται όπως της πρέπει στον δημόσιο διάλογο σχετικά με την ταινία κι ενώ το κίνημα #metoo βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. (Σημειώνω ότι δεν έχω διαβάσει άλλες κριτικές μέχρι τη στιγμή που ολοκλήρωσα αυτό το κείμενο συνεπώς είναι λογικό να μην έχω συνολική εποπτεία όλων όσων έχουν γραφτεί για το Don’t Look Up ). Όμως η συγκεκριμένη εικόνα είναι εκεί και περιμένει να την ανακαλύψουμε. Μάλιστα, το συντριπτικό σχόλιο για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η σύγχρονη γυναίκα δεν εξαντλείται στην πρωταγωνίστρια. Η Τζουν Μίντι (που φέρνει στην οθόνη με μεγάλη πειστικότητα η Μέλανι Λίνσκι) αντιμετωπίζεται από τον σύζυγο ως η αιτία για τα προσωπικά του προβλήματα αλλά και ως μια γυναίκα που της λείπει το τσαγανό και η γοητεία. Ο πρωταγωνιστής γρήγορα καταφεύγει στην αγκαλιά της γοητευτικής τηλεπαρουσιάστριας (Κέιτ Μπλάνσετ) που εκπροσωπεί την χυδαία αντίληψη με την οποία παρουσιάζονται οι γυναίκες στον χώρο της τηλεόρασης. Αλλά η Τζουν αποδεικνύεται μια δυναμική γυναίκα όπως και η ποπ τραγουδίστρια Ρίλεϊ Μπίνα (Αριάνα Γκράντε) που μπροστά στον κοινό κίνδυνο αποποιείται την εικόνα της άμυαλης σταρ για να αξιοποιήσει την τέχνη της ώστε οι πολίτες να δουν ψηλά, την αλήθεια. Τέλος, δεν απουσιάζει και ο θεσμικός σεξισμός όπως εκφράζεται από τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου (Τζόνα Χιλ).
Γενικά, το σενάριο και η σκηνοθεσία λειτουργούν άψογα στο Don’t Look Up. Ο σκηνοθέτης και η ομάδα του δίνουν τις κατάλληλες κατευθύνσεις στους ηθοποιούς και αξιοποιούν ιδανικά το ταλέντο τους. Η ταινία, αν και διαρκεί δυο ολόκληρες ώρες, δεν κουράζει τον θεατή. Οι γρήγορες εναλλαγές των σκηνών και οι πολλές οπτικές που περιέχει την καθιστούν ένα ιδιαίτερα αξιόλογο θέαμα ενώ ξεχωρίζει και η μουσική του Νίκολας Μπρίτελ (Moonlight, The Big Short, Vice, Free State of Jones). Οι δεύτεροι ρόλοι δεν υστερούν σε τίποτα από τα κεντρικά πρόσωπα. Όλα υπηρετούν στην εντέλεια τον κεντρικό σκοπό της ταινίας. Όλο αυτό το πανηγύρι της σάτιρας απογειώνεται με την τελευταία σκηνή της ταινίας αλλά και με τις έξτρα σκηνές μετά τους τίτλους τέλους.
Όσοι περιμένουν να γελάσουν στο Don’t Look Up ίσως απογοητευτούν αλλά δεν πρέπει να ξεχνούν ότι η σάτιρα επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου που ο σατιρικός καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση με σκοπό συχνά τη βελτίωση ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Και τέλος αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της ταινίας. Ότι εδώ και τώρα χρειάζεται να αναλάβουμε δράση για να μην «πεθάνουμε όλοι» όπως τραγουδάει η Αριάνα Γκράντε στην συναυλία ευαισθητοποίησης. Στην αναγκαία και απαραίτητη αλλαγή δεν θα προχωρήσουμε χωρίς τη δική μας δράση και πρωτοβουλία. Και εάν δεν διαγράψουμε οριστικά από τις προτεραιότητες μας τις «ειδήσεις του χαζοκουτιού». Ο Άνταμ ΜακΚέι συνηγορεί σε αυτό βάζοντας τους απλούς πολίτες, έστω και στο τέλος του κόσμου, να κοιτάξουν ψηλά για να συνειδητοποιήσουν ότι τα ψέματα των καθεστωτικών πολιτικών στοίχησαν το μέλλον ολοκλήρου του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που τα (νεο)φιλελεύθερα και ακροδεξιά σκουπίδια διεθνώς και στη χώρα μας στοχοποίησαν το Don’t Look Up ως μία αδιάφορη και ανούσια ταινία σε ευθεία αντίθεση με το κοινό που την αγάπησε.
Σκηνοθεσία: Adam McKay
Σενάριο: Adam McKay; David Sirota;
Μουσική: Nicholas Britell
Παίζουν: Leonardo DiCaprio, Jennifer Lawrence, Rob Morgan, Jonah Hill, Mark Rylance, Tyler Perry, Timothée Chalamet, Ron Perlman, Ariana Grande, Scott Mescudi, Cate Blanchett και η Meryl Streep.