Μπροστά στο Πάσχα: Τα παραδοσιακά τραγούδια και οι σκοποί που ακολουθούν το «τυπικό» της Μεγάλης Εβδομάδας χάνονται στα βάθη των αιώνων. Χωρίς να μπορούν να ονομαστούν εκκλησιαστικά, εν τούτοις διαφοροποιούνται από ανάλογα τραγούδια άλλων χρονικών περιόδων εφόσον το ύφος και η θεματολογία τους τα κάνει να ξεχωρίζουν. Η Δόμνα Σαμίου μιλώντας γι’ αυτό το τμήμα της μουσικής στην ελληνική παράδοση υπογραμμίζει ότι στα κομμάτια και στους σκοπούς των ημερών του Πάσχα εντοπίζεται θλίψη αλλά και σεβασμός από τον λαό προς τα Άγια Πάθη. «Αν και δεν είμαι λαογράφος αλλά τραγουδίστρια» λέει «εν τούτοις η λαϊκή παράδοση του τόπου μας έχει να επιδείξει δείγματα μουσικής γραφής στα οποία κυριαρχούν ο σεβασμός και η κατάνυξη. Ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος κατόρθωσα να το ηχογραφήσω πριν από χρόνια στο άλμπουμ “Τα Πασχαλιάτικα”».
Η Μεγάλη Εβδομάδα άρχιζε με την καθαριότητα του σπιτιού και της αυλής και κυρίως με το άσπρισμα, το ασβέστωμα των σπιτιών. Ακολουθούσε η Μεγάλη Πέμπτη κατά την οποία έβαφαν οι νοικοκυρές κόκκινα αυγά και το βράδυ στόλιζαν τον Εσταυρωμένο. Την Μεγάλη Παρασκευή μάζευαν λουλούδια και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Το βράδυ της Ανάστασης _σε κάποιες περιοχές καίνε και τον Ιούδα στο κέντρο του χωριού, ένα σκιάχτρο, δλδ, που από κάτω του έχουν βάλει πολλά ξύλα και βέργες.
Μεγάλη Δευτέρα _Μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη _Μεγάλη κρίση (ο Χριστός εκρίθη)
Μεγάλη Τετάρτη _Ο Χριστός εχάθη (ο Χριστός επαραστάθη)
Μεγάλη Πέμπτη _Ο Χριστός ευρέθη (Μεγάλη γέψη στην Κρήτη)
Μεγάλη Παρασκευή Ο Χριστός στο καρφί (ή η μεγάλη ταραχή)
Μεγάλο Σαββάτο _Ο Χριστός στο τάφο (ή αρνιά και ρίφια κάτω)
Μεγάλη Κυριακή _Πάσχα _Ο Χριστός Αναστημένος και ο Ιούδας κρεμασμένος
Από την πλευρά μας, αναφορικά με το θέμα, Δημοτικό τραγούδι έχουμε μιλήσει τόσο για τον Ιορδάνη Κουζηνόπουλο, όσο και για τον βυζαντινολόγο πατέρα του Λάζαρο _που αναφέρεται και παρακάτω, στο μικρό μας αυτό αφιέρωμα, που θα συνεχίζουμε μέχρι το Πάσχα
Δημοτικό τραγούδι o απόηχος μιας άλλης εποχής του Ιορδάνη Λ. Κουζηνόπουλου \ ISBN: 978-960-9550-91-8 \ Δημοτικό Τραγούδι © Εκδόσεις “ΕνΠλώ” | e-mail _site facebook _Α´ έκδοση Δεκέμβριος 2016
Περιεχόμενα: Εισαγωγή | Ιστορικά και μουσικά στοιχεία | Τα είδη του δημοτικού τραγουδιού | Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο | Γέννηση, ακμή, παρακμή | Επίλογος
Εισαγωγή _Στον πατέρα μου
«Κάθε εποχή έχει τους μουσικούς ήχους της _Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να στήνει το αυτί προς τα πίσω για να ακούσει τη μακρινή ηχώ ενός άλλου κόσμου» _ Λάζαρος Κουζηνόπουλος «Δημοτική μουσική», Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός: Λαϊκές Τέχνες-Μουσική-Χορός-Θέατρο Σκιών (Αθήνα: Γνώση, 1986)
Η δημοτική μουσική αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της μουσικής. Όλοι οι λαοί του κόσμου, περνώντας μέσα από τα ίδια στάδια κοινωνικής εξέλιξης, δημιούργησαν δημοτική μουσική και ειδικότερα δημοτικά τραγούδια. Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης τα συναντούμε να ερμηνεύονται σε ειδικές μουσικές εκδηλώσεις από εξειδικευμένα μουσικά συγκροτήματα. Στην Ελλάδα όμως τα δημοτικά τραγούδια και οι παραδοσιακοί χοροί εξακολουθούν –ακολουθώντας φθίνουσα πορεία βέβαια– να αποτελούν κομμάτι της καθημερινής ζωής του ανθρώπου. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις που συντροφεύουν την καθημερινότητά μας πάντοτε θα υπάρχει χώρος για το δημοτικό τραγούδι. Σε αρραβώνες και γάμους, στις Απόκριες και το Πάσχα και γενικότερα σε χαρές και λύπες στις πόλεις ή στα χωριά, κάποιος θα ξεκινήσει ένα τραγούδι και κάποιος άλλος θα σύρει πρώτος το χορό. «Το δημοτικό τραγούδι είναι το ξεχείλισμα της ψυχής του λαού μας» γράφει με έντονο λυρισμό ο Μάρκος Θεοδωράκης (σσ. καμιά σχέση με τον Μίκη: συγγραφέας που σπούδασε κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 1951-1955) και συνεχίζει, «είναι οι εντάσεις και οι διαποικιλμοί του πάθους του, η βιοθεωρητική του στάση απέναντι στους ιστορικούς, τους βιοτικούς ή βιολογικούς κυματισμούς της ζωής, είναι ο πολιτισμός του. Είναι ανώνυμο βαθύβουο ξέσπασμα της χαράς ή της οδύνης του που υψώνεται στα μέτρα της αντικειμενικής εκπροσώπησης και γίνεται το εκφραστικό μέτρο της ψυχικής του δύναμης ή ποικιλίας. Αναδύεται εκ βαθέων, ανόθευτο και πηγαίο, φέρνοντας στο φως τα υπόγεια ρεύματα που διαρρέουν την εσώτατη ύπαρξή του. Για τούτο είναι ιερό, γιατί είναι εξομολόγηση, όχι άσμα. Είναι άχρονο μέσα στο χρόνο και σχεδόν δεν έχει πατρίδα αυτό που εκφράζει την πατρίδα.
Τόφτιασε ένας και το τραγούδησαν όλοι / τόφτιασαν όλοι και δεν τόφτιασε κανείς. Το ετοίμασαν οι αιώνες και το υιοθέτησε η στιγμή / έγινε σε μια στιγμή και το εγκρίναν οι αιώνες. Βγήκε από την ψυχή και μπήκε στην ψυχή. Το λένε κλέφτικο ή ιστορικό, του Χάρου ή της ξενιτιάς, παραλογή ή Ακριτικό… μα πάντα είναι τραγούδι δημοτικό, πολύμορφο σαν τη ζωή, ιερό ξεχείλισμα της λαϊκής ψυχής, έκφραση της ενδότατης ταυτότητας των απλών ανθρώπων μέσα στο χρόνο και πάνω στην ίδια γη» _ Μάρκος Θεοδωράκης, Λογοτεχνικές επιλογές: Ερμηνευτικά δοκίμια (Αθήνα: Παρουσία, 2002).
Αξίζει λοιπόν να γίνει μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησαν το δημοτικό τραγούδι στον τόπο μας. Πριν όμως αρχίσουμε την προσπάθεια προσδιορισμού των κοινωνικών συνθηκών που δημιούργησαν το φαινόμενο του δημοτικού τραγουδιού, ας δούμε τι είναι δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό τραγούδι ονομάζεται το τραγούδι που δημιουργήθηκε από το «δήμο», δηλαδή το λαό. Όταν λέμε από το λαό, δεν εννοούμε βέβαια ότι μία ολόκληρη κοινωνική ομάδα, κατόπιν κάποιας ιδιότυπης συνεννόησης, συναντήθηκε σε κοινό τόπο και χρόνο για να δημιουργήσει τραγούδι. Πίσω από τον όρο «λαός» κρύβεται κάποιος ανώνυμος προικισμένος δημιουργός, ο οποίος δημιουργεί την πρώτη μορφή του τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό σε κάποια κοινωνική –ως επί το πλείστον στιγμή ανακοινώνεται στην ομάδα, η οποία –επειδή ο αρχικός δημιουργός του δεν έχει ιδιοκτησιακή σχέση μαζί του για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω– το κάνει κτήμα της. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε μέλος της ομάδας έχει τη δυνατότητα να το παραλλάξει, να το βελτιώσει, να χρησιμοποιήσει στοιχεία του σε ένα δικό του δημιούργημα και γενικότερα να το προσαρμόσει στις δικές του προσωπικές ανάγκες. Αυτός με τη σειρά του χωρίς την παραμικρή αίσθηση ιδιοκτησίας για το έργο του, το παραδίδει με τον ίδιο τρόπο που το παρέλαβε, στην ομάδα. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε ένα ποιητικό απόσταγμα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, το οποίο παραλαμβάνουμε εμείς, μέσω πλέον των λαογραφικών καταγραφών αλλά και της προφορικής παράδοσης. Ας κάνουμε παραδειγματικά μία υποθετική ανάπτυξη της διαδικασίας που περιγράψαμε παραπάνω. Ο αρχικός δημιουργός του τραγουδιού δημιουργεί το τραγούδι –μουσική και στίχο– σε κάποια στιγμή έμπνευσης, για να καλύψει τις συναισθηματικές του ανάγκες.
Το δημιούργημά του το χρησιμοποιεί μόνον ο ίδιος μέχρι τη στιγμή που σε κάποια, ως επί το πλείστον, κοινωνική στιγμή (η στιγμή της «ανακοίνωσης» της δημιουργίας του) «κοινοποιεί» το τραγούδι στην ομάδα. Η στιγμή αυτής της «κοινοποίησης» μπορεί να είναι ένα εορταστικό κοινωνικό γεγονός, ένας γάμος, μία βάπτιση ή κάποια άλλη συνεύρεση φίλων όπου η ευθυμία και το κέφι θα οδηγήσουν την ομάδα στο να ξεκινήσει να τραγουδά. Εκεί λοιπόν ο δημιουργός θα τραγουδήσει το τραγούδι του. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι πιθανόν θα επαναλάβουν μετά από αυτόν την κάθε στροφή του τραγουδιού ή αν υπάρχει την «επωδό» (σσ. Επωδός: το λεγόμενο στις μέρες μας refrain.) Από εκεί και μετά σε διαφορετική χρονική στιγμή, οι λήπτες του τραγουδιού θα χρησιμοποιήσουν το τραγούδι προσθέτοντας τα δικά τους προσωπικά στοιχεία ή παραλλάσσοντάς το και θα το κάνουν κτήμα τους. Τραγουδώντας το πιθανόν να αντιληφθούν «ατέλειες» της μελωδικής γραμμής ή του στίχου της πρωτογενούς μορφής του τραγουδιού και να τις «διορθώσουν» με άλλες πιο «κατάλληλες» μουσικές και στιχουργικές λύσεις. Σεπολλές περιπτώσεις είναι πιθανόν η προσθήκη αυτώντων στοιχείων να γίνει για αντικειμενικούς λόγους όπως για παράδειγμα η αδυναμία απομνημόνευσης της ακριβούς μορφής του πρωτογενούς υλικού από τον λήπτη.
Αυτός θα καλύψει τα κενά που έχει δημιουργήσει στο τραγούδι αυτή η συνθήκη με μίας δικής του έμπνευσης παραλλαγή του μέρους που «χάθηκε» από τη μνήμη του. Είναι πολύ πιθανόν επίσης να αντικατασταθεί για όλους αυτούς τους λόγους και όλο το μελωδικό ή το στιχουργικό μέρος. Να προσαρμόσει δηλαδή ο λήπτης στην πρωτογενή μελωδική μορφή δικούς του ή άλλους στίχους, ή να προσαρμόσει τους στίχους της πρωτογενούς μορφής σε μία άλλη μελωδική γραμμή δικής του εμπνεύσεως είτε σε μία ήδη υπάρχουσα. Αυτή τη δευτερογενή μορφή του τραγουδιού πλέον θα κοινοποιήσει και αυτός με τη σειρά του στην ομάδα της ίδιας ή άλλης γεωγραφικής περιοχής και με αυτόν τον τρόπο και δια μέσου των αιώνων θα ολοκληρωθεί η δημιουργία του τραγουδιού που παραλαμβάνουμε εμείς στην τελική του μορφή. Όπως προείπαμε, αυτός ο τρόπος δημιουργίας είναι κοινός για όλους τους λαούς που πέρασαν τα ίδια στάδια κοινωνικής εξέλιξης. Κεντρικό ερευνητικό ερώτημα της μελέτης αυτής είναι το ποιο είδος ανθρώπινης κοινωνίας και σε ποιο στάδιο της εξέλιξής δημιούργησε το δημοτικό τραγούδι __
Ιστορικά και μουσικά στοιχεία
Η φιλολογική έρευνα χωρίζει το δημοτικό τραγούδι σε δύο μεγάλες κατηγορίες τις οποίες ονομάζει κύκλους. Αυτές είναι: ο κύκλος του Ακριτικού τραγουδιού και ο κύκλος του Κλέφτικου. 0 πρώτος δημιουργείται μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα μ.Χ. και σε αυτόν περιγράφεται η ζωή του σώματος των ακριτών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 0 δεύτερος είναι δημιούργημα των ύστερων βυζαντινών χρόνων και μαζί με τα ιστορικά τραγούδια, τις παραλογές, τα τραγούδια της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς, τα μοιρολόγια, που είναι όλα δημιουργήματα της ίδιας εποχής, εκφράζει ολόκληρο το βίο του νεότερου ελληνισμού. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης ότι: «με την επική πνοή του ακριτικού τραγουδιού, τον υψηλό τόνο του κλέφτικου ή το λυρισμό της νησιώτικης μελωδίας, οι δύο αυτοί κύκλοι τραγουδιών αντικαθρεφτίζουν, σε μία αδιαίρετη ενότητα λόγου, μουσικής και χορού, τους αγώνες για την ελευθερία, τις χαρές και τους καημούς, την αγάπη και το θάνατο» .
Ο όρος Δημοτικό Τραγούδι συγχέεται συχνά με τον όρο Λαϊκό Τραγούδι. Αυτό αποτελεί μία παραδρομή, η οποία πηγάζει από τη σύγχυση που προκαλεί η χρήση αυτών των δύο ειδών τραγουδιού. Αν αντιμετωπίσουμε το θέμα αυτό από την άποψη της χρηστικότητας, τότε αυτά τα είδη τραγουδιού μπορούν να θεωρηθούν λαϊκά γιατί τα χρησιμοποιεί το ίδιο υποκείμενο: ο λαός. Η σύγχρονη μουσικολογική μελέτη όμως διαχωρίζει αυτούς τους δύο φαινομενικά ταυτόσημους όρους. Με τον όρο «Δημοτικά Τραγούδια» ονομάζει τα παλαιότερα τραγούδια ενός λαού και με τον όρο «Λαϊκά Τραγούδια» τα νεότερα . Αυτό που καθορίζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ «παλαιότερου» και «νεότερου», είναι εκείνες οι ιδιαίτερες ιστορικές, αλλά κυρίως κοινωνικές συνθήκες, που διέπουν τη ζωή και την εξέλιξη κάθε λαού .
Στην «καθ’ ημάς» περίπτωση της ελληνικής μουσικής, με τον όρο «Δημοτικό Τραγούδι» εννοούμε όλα τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν μέχρι την επανάσταση του 1821 και με τον όρο «Λαϊκό Τραγούδι» όλα εκείνα που δημιουργήθηκαν μετέπειτα . Η χρονολογία 1821 δεν είναι μία χρονική στιγμή κατά την οποία αυτόματα τελειώνει η δημιουργία του ενός είδους και αρχίζει του άλλου. Είναι η χρονική απεικόνιση ενός μεγάλου ιστορικού γεγονότος το οποίο χρησιμοποιεί η εθνομουσικολογική μελέτη για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου και την αρχή μίας άλλης, καθώς και για να ταξινομήσει τα τεκμήρια και τις πηγές της. Η χρήση της χρονολογίας αυτής όμως, αντιπροσωπεύει και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό ειδικά για την παρούσα μελέτη. Είναι η σχηματική απεικόνιση του κοινωνικού, οικονομικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού που έλαβε χώρα στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος είχε βέβαια ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και ολοκληρώθηκε μετέπειτα. Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω διαχωρισμοί χρησιμοποιούνται και από τον κλάδο της εθνομουσικολογίας που ονομάζουμε οργανολογία. Στην περίπτωση αυτή όμως με την πάροδο των χρόνων έχει επικρατήσει ο ενιαίος όρος «λαϊκά μουσικά όργανα» ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για παλαιότερα ή νεότερα .
Ερευνώντας τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια με καθαρά μουσικά κριτήρια, θα καταλήξουμε σε πολύ σημαντικά συμπεράσματα όσον αφορά στο είδος, στο ύφος και στο ήθος αυτών των τραγουδιών. Τις μουσικές τους ρίζες θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στην αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και στη μουσική των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Θα ήταν όμως μεγάλο σφάλμα το να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ομοιότητες μεταξύ των μελωδιών των δημοτικών τραγουδιών και των μελωδιών που έχει φέρει στο φως η έρευνα για την αρχαία ελληνική μουσική. Η πάροδος των αιώνων επέφερε τεράστιες αλλαγές στη μουσική αλλά και γενικότερα στον πολιτισμό. Ειδικότερα, η εξέλιξη της γλώσσας, η εξέλιξη της ίδιας της μουσικής, η αλλαγή των ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων, οι τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών που ήταν φορείς μιας άλλης κουλτούρας, η αλλαγή της θρησκείας -με ότι αυτό συνεπάγεται για τη μουσική- αλλά ακόμα και τα δάνεια και αντιδάνεια μεταξύ γειτονικών πολιτισμών, καθιστούν αυτή την αναζήτηση άκαρπη. Παρ΄ όλες όμως τις κοσμογονικές αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος, μπορούμε να αναζητήσουμε με επιτυχία ομοιότητες στο πρωτογενές μουσικό υλικό. Η μουσικολογική έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάποιοι από τους τρόπους της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πιθανό να επιβιώνουν μέσα στους τρόπους που χρησιμοποιεί το δημοτικό τραγούδι. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα είδος τραγουδιού το οποίο είναι αποκλειστικά μονόφωνο και ακολουθεί τροπική δομή. Η μελωδική του πλοκή στηρίζεται σε διαφορετικά διαστήματα από αυτά του τόνου και του ημιτονίου της μείζονας και ελάσσονας συγκερασμένης κλίμακας της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής. Το δημοτικό τραγούδι κάνει χρήση διαφορετικών κλιμάκων και διαστημάτων .
Εξαίρεση στο μονόφωνο χαρακτήρα του δημοτικού τραγουδιού αποτελεί μία ομάδα τραγουδιών από τη βόρεια Ήπειρο τα οποία τραγουδιόνται με έναν ιδιαίτερο και πρωτόγονο πολυφωνικό τρόπο χωρίς οργανική συνοδεία . Η εκτέλεση αυτών των τραγουδιών γίνεται από ομάδα ανδρών ή γυναικών και στηρίζεται πάνω στη χρήση διαστημάτων κυρίως 4ης και 5ης και στη χρήση ισοκράτη που κινείται μεταξύ τονικής και υποτονικής (σσ. λέξη σύνθετη ίσον+κράτημα καμιά σχέση φυσικά με τον Ισοκράτη: με τον _μπουσικό όρο ισοκράτημα χαρακτηρίζεται στη Βυζαντινή κυρίως μουσική, η συνεχής οριζόντια συνήχηση της τονικής ενός ήχου ή πιο συγκεκριμένα της τονικής ενός τετροχόρδου ή πενταχόρδου με τη μελωδική γραμμή). Η μέθοδος αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πρωτόγονης πολυφωνίας με αδρά χαρακτηριστικά. Κάτι ανάλογο συναντάμε και σε κάποια τραγούδια της Καρπάθου. Σε αυτά όμως συναντάμε ένα είδος πρωτόγονης διφωνίας που βασίζεται πάνω στην κύρια μελωδική γραμμή και τη χρήση Ισοκράτη μεταξύ τονικής και υποτονικής. Παρατηρώντας κάποιος τη μουσική της περιοχής θα μπορούσε να εικάσει ότι αυτός ο τρόπος τραγουδιού αποτελεί μίμηση του τρόπου με τον οποίο παίζει η τσαμπούνα, ένα χαρακτηριστικό λαϊκό όργανο που χρησιμοποιείται και στα Δωδεκάνησα .
Όσον αφορά στο ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού μπορούμε να διαπιστώσουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Τα τραγούδια ελεύθερου ρυθμού, τα έρρυθμα τραγούδια και τέλος τα ρυθμοειδή . Στην πρώτη θα κατατάξουμε τα τραγούδια των οποίων οι μελωδίες διακρίνονται από την απουσία κάποιου ευδιάκριτου ρυθμικού σχήματος. Στη δεύτερη τα τραγούδια των οποίων οι μελωδίες διακρίνονται από την επανάληψη ενός ή περισσότερων ρυθμικών σχημάτων με περιοδικό τρόπο. Στην τρίτη τα τραγούδια στων οποίων τις μελωδίες συναντάμε τμήματα που απουσιάζει κάποιο ευδιάκριτο ρυθμικό σχήμα και τμήματα με επαναλαμβανόμενο ρυθμικό σχήμα με περιοδικό τρόπο. Στην πρώτη ανήκουν τα τραγούδια «ελευθέρου ρυθμού» τα λεγόμενα καθιστικά τραγούδια όπως για παράδειγμα τα τραγούδια της τάβλας , στη δεύτερη όλα εκείνα τα τραγούδια που μπορούν να χαρακτηριστούν ως χορευτικά και τέλος στην τρίτη ανήκουν τα τραγούδια στα οποία συνυπάρχει και ρυθμικό τμήμα αλλά και τμήμα ελεύθερου ρυθμού. Σε αυτήν την κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε και αριθμό τραγουδιών τα οποία εκτελούνται με τον τρόπο της «μουσικής απαγγελίας».
Σύμφωνα με τις μουσικολογικές έρευνες, στη ρυθμολογία του δημοτικού τραγουδιού συναντάμε τα περισσότερα στοιχεία αρχαιοελληνικών μουσικών καταλοίπων. Παρά την έκλειψη του προσωδιακού ρυθμού και την επικράτηση του τονικού, συναντάμε παραδείγματα επιβίωσης σχεδόν αυτούσιων αρχαιοελληνικών ρυθμικών σχημάτων στα δημοτικά τραγούδια. Αξίζει να αναφέρουμε το παράδειγμα των παιδικών τραγουδιών «χελιδονίσματα», τα οποία κατέγραψε ο Samuel Baud- Bovy στα Δωδεκάνησα, όπου τραγουδιούνται μέχρι και
σήμερα με αυτούσιο το ρυθμικό σχήμα που είχαν στην αρχαιότητα, με ίδια θεματολογία και σχετικό στίχο . Πολύ σημαντική επίσης κρίνεται και η μελέτη του καθηγητή του πανεπιστημίου του Μονάχου Θρασύβουλου Γεωργιάδη σύμφωνα με την οποία το ηρωικό εξάμετρο των ομηρικών επών επιβιώνει μέσα στον χαρακτηριστικότερο ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού, τα 7/8 του καλαματιανού χορού
ℹ️ Παραπομπές_σημειώσεις
Φοίβος Ανωγειανάκης, Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα (Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1976),
Δημοτικό τραγούδι: αγγλικά folk song, γαλλικά chanson folklorique, γερμανικά Volkslied _ popular song, chanson populaire, volkstumliches Lied.
Κάποιες σύγχρονες τάσεις στην εθνομουσικολογική έρευνα δεν διαχωρίζουν τα τραγούδια ενός λαού σε παλαιά και νέα, αλλά τα αντιμετωπίζουν σαν μία ενιαία καλλιτεχνική δημιουργία την οποία στεγάζουν κάτω από τον όρο «Λαϊκό Τραγούδι»
Τραγούδια όπως η Αθηναϊκή καντάδα και το Ρεμπέτικο τραγούδι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Σπόρος Δ. Περιστέρης, «Μουσική Καταγραφή», στο Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Γ\ Μουσική Εκλογή, υπό Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη και Σπυρ. Δ. Περι-στέρη (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1968),
Σπόρος Δ. Περιστέρης, «Δημοτικά Τραγούδια Δροπόλεως βορείου Ηπείρου», στο Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, 9-10 (1958), σελ 105-133.
Αντώνης Λάβδας, «Πεντάφθογγοι κλίμακες εν τη δημώδη μουσική της Ηπείρου», στο Ηπειρωτική Εστία, 7 (1958), σελ. 135-141.
Τσαμπούνα: αερόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας των άσκαυλων. Στον ελλαδικό χώρο τη συναντάμε κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα. Στη Μακεδονία και τη Θράκη συναντάμε το δεύτερο τύπο άσκαυλου του ελλαδικού χώρου, τη Γκάιντα.
Samuel Baud-Bovy, Chansons du Dodecanese //, (Paris: 1938), 226-227, 231-238, 243-244, 251-252.
Περιστέρης, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια
Τα τραγούδια ελευθέρου ρυθμού ή καθιστικά τραγούδια, ονομάστηκαν και του τραπεζιού ή της τάβλας λόγω της θέσης των τραγουδιστών που βρίσκονται καθήμενοι γύρω από το τραπέζι κατά τη διάρκεια εορταστικών περιστάσεων και γλεντιών.
Samuel Baud-Bovy, Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι (Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, 1996), σελ. 16-17.
Thrasyboulos Georgiades, Der griechische Rhythmus, Music, Reigen, Vers und Spra-che (Hamburg: 1949)
Συνεχίζεται…