Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Στα πλαίσια του αγγλορωσικού ανταγωνισμού (που ξεκίνησε περίπου στα μέσα του 17ου αι.) για την κατάχτηση μεγαλύτερων κομματιών της «πίτας» του παγκόσμιου εμπορίου, η Αγγλία ακολούθησε πιστά το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και εναντιώθηκε στους βαλκανικούς λαούς όποτε διεκδίκησαν την απελευθέρωσή τους και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο συνέβη και στην περίοδο της επανάστασης του 1821, αλλά και αργότερα (είναι χαρακτηριστική –και πιο πρόσφατη άλλωστε- η ανάμιξη του αγγλικού παράγοντα στα δρώμενα στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1940 που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο).
Οι Άγγλοι, όποτε αμφισβητήθηκε η κυριαρχία των πασάδων πήραν ανοιχτά το μέρος των Τούρκων και άλλοτε φανερά, άλλοτε με «διπλωματικό» τρόπο κράτησαν εχθρική στάση και επενέβηκαν ανοιχτά εναντίον του δίκιου και των συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Το κείμενο που μεταφέρουμε σήμερα στο διαδίκτυο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ρίζος της Δευτέρας στις 24 Μάρτη του 1947. Αναδεικνύει την στάση αυτή των Άγγλων και ταυτόχρονα πώς ο λαογέννητος ηγέτης της επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αντιμετώπισε τις ραδιουργίες της πολιτικής τους. Αντιμετώπιση που στάθηκε άλλωστε και λόγος για να διωχθεί, με εκδικητική μανία (όπως θα δούμε στη συνέχεια) ο Γέρος του Μωριά, από το επίσημο ελληνικό κράτος, να καταδικαστεί και να φυλακιστεί.
Ακόμα πολύ πιο πριν από το 1821, το σκλαβωμένο έθνος μας είχε κάνει πολλές απόπειρες για να ξεσηκωθεί και να πετάξει από πάνω του τον τουρκικό ζυγό της τυραννίας. Μια από τις απόπειρες αυτές ήτανε και το σχέδιο για την απελευθέρωση του Μωρηά, που κατέστρωσε στα 1808 ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ο γέρος του Μωρηά, που βρίσκονταν τότε στη Ζάκυνθο, είχε έρθει σε επαφή με το Γάλλο γενικό διοικητή της Επτανήσου Δονζελότ και αποφάσισαν από κοινού την οργάνωση μιας εξέγερσης στο Μωρηά με τη βοήθεια των Γάλλων.
«Το σχέδιον ήτον –μας αποκαλύπτει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του- ότι όλα τα κάστρα της Μεσσηνίας, της Πάτρας, της Μονεμβασίας, άμα εβγούμε να κηρυχθούν υπέρ ημών. Και ήλθαν όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και εμίλησαν εις την Ζάκυνθο, να κάμωμε μια κυβέρνησι, συνθεμένη από 12 Τούρκους και 12 Έλληνας να κυβερνούν τον λαόν. Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζωνται καθώς οι Έλληνες. Τους νόμους τους είχαμε εγγράφους εις τους Κορφούς από τον Δονζελότ… το σχέδιό μας ήτον, άμα επατούσαμε τον Μωρέα να κάμωμε αναφοράς εις τον Σουλτάνον και να του λέγωμεν, ότι ημείς δεν αποστατήσαμες εναντίον σου, πλην ενεντίον του τυράννου του Βελή Πασσά και ο Δονζελότ ηκούετο με τον Σεμπαστιάνι πρέσβυν εις την Κωνσταντινούπολιν, ώστε να εμποδίσουν τον Σουλτάνον δια κάθε κίνημα. Ο μυστικός μου σκοπός, αφού εμβαίναμε και επιάναμε όλα τα φρούρια, τότε το εκάμναμε εθνικώτερο και αχαλούσαμε τους Τούρκους, αι περιστάσεις ήθελον μας οδηγήσει τι έμελλα να κάμω. Εις το σχέδιόν μας ήτον, ότι αν μας κάμη χρεία να εβγάνωμε έως 15.000 Επτανησίους. Δια τρεις ημέρας και νύκτας εγώ, ο Αλή Φαρμάκης και ο Δονζελότ με ένα γραμματικό εκάμαμε το σχέδιο αυτό, και προετοιμάσαμεν όλα όσα έμελλαν να γίνουν». («Απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη», Αθήνα 1934, σελ 85-86).
Ενώ όμως ο Κολοκοτρώνης άρχιζε να προετοιμάζει την απόβασή του στο Μωρηά και να συγκεντρώνει τα στρατεύματά του στα Επτάνησα, ένα ξαφνικό γεγονός ήλθε να ανατρέψει τα σχέδιά του. Οι Άγγλοι, που σ’ αυτό το μεταξύ άρχισαν να καταχτούν τα Επτάνησα, συνέλαβαν τους συγκεντρωμένους άνδρες του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο και «τους έβαλαν εις τα καράβια ως πριζονιέρους (αιχμαλώτους)». Και ύστερα «επήραν και την Κεφαλονιά, Θιάκι και Τσιρίγο και έκαμαν το ίδιο… Ημείς, αφού είδαμεν ότι ήλθαν Άγγλοι εις τα νησιά, εγράψαμεν στην Πάργα να μην έλθουν πλέον στρατεύματα, διατί το σχέδιον εχάλασεν με την παρρησίαν των Άγγλων» (στο ίδιο, σελ. 85).
Κι αυτό, όπως μας εξηγεί πιο κάτω ο Κολοκοτρώνης, «διότι οι Άγγλοι, όντες φίλοι με τον Αλή Πασά, δεν ήθελαν να δώσουν των άδεια να υπάγη εις τον Μωρέα, δια να μη δυσαρεστήσουν τον Αλή Πασά» (σελ. 86).
Οι Άγγλοι όμως, έχοντας την ανάγκη του Κολοκοτρώνη, ζήτησαν πολλές φορές να τον χρησιμοποιήσουν σαν όργανό τους, υποσχόμενοι, ότι αν τους ενίσχυε θα τον βοηθούσαν κι αυτοί να ελευθερώσει την Ελλάδα.
Ο Γ. Τερτσέτης, στον οποίο ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε τ’ απομνημονεύματά του, μας λέει επίσης:
«Όσαις φοραίς και αν εγράφη εις την ξένην στρατιωτικήν υπηρεσίαν, δεν εκρέμασε ποτέ φούντα εις το σπαθί του, εξηγών κατά γράμμα τους στίχους του πολεμιστηρίου άσματος του Ρήγα:
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή
Ή να κρεμάση φούντα για ξένου το σπαθί».Μα ο Κολοκοτρώνης πολύ γρήγορα κατάλαβε την απάτη των Άγγλων κι από τότε τους μίσησε θανάσιμα. Οι Άγγλοι αφού κάνανε τη δουλειά τους και χρησιμοποίησαν τον Κολοκοτρώνη και τους άνδρες του για να εκπορθήσουν και τα υπόλοιπα νησιά από τους Γάλλους, διέλυσαν τα ελληνικά στρατεύματα και σε λίγο διώξανε και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη. Γι’ αυτό και μας αποκαλύπτει με πόνο: «Είδα τότε ότι, ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους» (σελ. 91).
Έτσι, όταν ο Άγγλος στρατηγός Τζωρτζ τον προσκάλεσε αργότερα να μπει πάλι στην υπηρεσία των Άγγλων, ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε και προσχώρησε στη Φιλική Εταιρεία για να κοιτάξει «πότε θα βγούμε δια την πατρίδα μας».
Ακόμα και μέσα στη βράση της επανάστασης, οι Άγγλοι προσπαθήσανε πολλές φορές να πείσουν τους Έλληνες να συμβιβασθούν με τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης μας αναφέρει μια σχετική συνομιλία του με τον Άγγλο ναύαρχο Άμιλτων:
«Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή και μου είπε: Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν, και η Αγγλία να μεσιτεύση». Εγώ του αποκρίθηκα ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους… Έτσι δεν με εμίλησε πλέον» (στο ίδιο, μέρος 11, σελ. 71).
Οι Άγγλοι δεν χωνεύανε καθόλου τον Κολοκοτρώνη, γιατί αυτός νοιώθοντας τις αγγλικές μηχανορραφίες σε βάρος της επανάστασης, έβλεπε σα μόνη σωτηρία της Ελλάδας τη Ρωσσία. Γι’ αυτό και το κόμμα του, όπως μας λέει ο ίδιος «ενομίζετο αγγλοδιωκτικό και ρωσολάτρικο» (σελ. 152). Έτσι, μην χάνοντας ποτέ την ευκαιρία για να συκοφαντούν τον Κολοκοτρώνη, ψάχνανε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδικηθούν το γέρο του Μωρηά. Και την εκδίκησή τους αυτή αποφάσισαν να την θέσουν σε ενέργεια μέσον του εγκάθετου δυνάστη τους, του βασιλιά Όθωνα.
Χάρη σ’ αυτές τις αγγλικές ραδιουργίες, ο Όθωνας συνέλαβε τον λαογέννητο Έλληνα στρατηλάτη και τον παρέδωσε στα χέρια του Άγγλου δικαστή-εισαγγελέα Εδουάρδου Μάσσον, «ο οποίος –όπως αναφέρει ο σεβαστός καθηγητής Ν. Βέης- σοφιστευόμενος και φληναφών υπεστήριξε την ενοχήν του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και των λοιπών συγκατηγορουμένων, επιδιώκων την εις θάνατον καταδίκην και τούτου και εκείνων».
Μα δυο από τους δικαστές, ο Γ. Τερτσέτης και ο Α. Πολυζωίδης, παρά το γεγονός ότι οι πραιτωριανοί των Άγγλων και του βασιλιά Όθωνα προσπάθησαν να τους αναγκάσουν με τις λόγχες για να υπογράψουν την καταδίκη του, αρνήθηκαν. Ο Γ. Τερτσέτης γυρίζοντας μάλιστα στον Άγγλο εισαγγελέα Μάσσον, του φώναξε κατάμουτρα:
«Και ποιος είσαι συ, που με το πρόσχημα της παιδείας σου έλαβες από την βασιλείαν επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την ζωήν και την τιμήν των υπηκόων της; Θεωρούμεν πολύ ηψηλήν την δικαιοσύνην, επί της οποίας στηρίζεται ο θρόνος, ώστε δεν υπογράφομεν την καταδικαστικήν απόφασιν».
Η λαϊκή μούσα, εξαίροντας την ανδρική αυτή πράξη του Τερτσέτη, βάζει μάλιστα στο στόμα του την εξής απάντηση:
Δεν υπογράφω κερατά, για να θανατωθούνε
Τι ελευθερώσαν το ντουνιά και ούλους τους ραγιάδες.ΟΡΦ. ΠΕΤΡΑΝΟΣ