Γράφει ο Φανούριος Πέρρος //
Φυσικός, Περιβαλλοντολόγος
Msc Ιστορία της Επιστήμης και της Τεχνολογίας
Η συνδιάσκεψη COP 29 δεν έχει προλάβει να τελειώσει και οι προβληματισμοί που έχει ήδη θέσει είναι πολλοί. Για μία ακόμα φορά, το τέλος μιας μεγάλης διάσκεψης για το περιβάλλον αντί να καθησυχάσει την παγκόσμια κοινότητα την αναστατώνει. Στον απόηχο της COP 29 τι μάθαμε; Μπορούμε ως ανθρωπότητα να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στους κυβερνητικούς και διακυβερνητικούς σχηματισμούς;
Η συνδιάσκεψη COP 29 ξεκίνησε με αυτό που λέμε «γκολ από τα αποδυτήρια». Ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν (χώρα η οποία ανέλαβε τη διοργάνωση και την προεδρία της συνόδου) Ιλχάμ Αλίγιεφ επιτέθηκε στους επικριτές της αζερικής βιομηχανίας υδρογονανθράκων λέγοντας ότι το πετρέλαιο και το αέριο είναι «δώρα Θεού» (in.gr 21/11/24) δείχνοντας την επιμονή των αναπτυσσόμενων χωρών να στηρίξουν την ανάπτυξή τους στα ορυκτά καύσιμα όπως ακριβώς και οι ανεπτυγμένες χώρες εδώ και διακόσια χρόνια. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος της COP 29 και υπουργός Ενέργειας του Αζερμπαϊτζάν αποκαλύφθηκε να σχεδιάζει νέες συμφωνίες ορυκτών καυσίμων στο περιθώριο της συνόδου. Στη συνέχεια, στο σχέδιο συμφωνίας της συνόδου γίνεται λόγος για ενεργοποίηση, επί της ουσίας, και επέκταση του άρθρου 6 από τη συμφωνία του Παρισιού.
Πέρα από το χάσμα αντιλήψεων και πολιτικών για το περιβάλλον μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, το ζήτημα του άρθρου 6 αναδεικνύει και την προβληματική διάσταση των διακυβερνητικών συνόδων και πάνελ. Η επιμονή τα τελευταία χρόνια μέσω της συνόδου του Παρισιού και τώρα στο Μπακού, στην εφαρμογή του άρθρου αυτού καθώς και η σύμπλευση με αυτό του IPCC έχουν φέρει πληθώρα αντιδράσεων και όχι άδικα. Επί της ουσίας πίσω από το αμφιλεγόμενο άρθρο 6 βρίσκεται η κατεστημένη πολιτική του παγκόσμιου οικονομικού
μοντέλου που ακολουθούμε και μας οδηγεί στα βράχια.
Διαβάζοντας το άρθρο αυτό από τη συμφωνία του Παρισιού, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε είναι μια αξιοσημείωτη ασάφεια και ελευθερία κινήσεων των κρατών – μελών. Ό,τι αναφέρεται μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο παρά με σχέδιο δράσης. Προβλέπει, είτε τη σύμπραξη ανά δύο κρατών με δικό τους πλαίσιο κανόνων και προτύπων, είτε τη δημιουργία διεθνούς αγοράς ελεγχόμενης από τα Ηνωμένα Έθνη. Και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται η ανταλλαγή πιστωτικών μονάδων άνθρακα. Ο Isa Mulder, ειδικός στις παγκόσμιες αγορές άνθρακα και μέλος της ομάδας Carbon Market Watch, λέει ότι η ιδέα πίσω από το άρθρο 6 είναι να βρουν οι χώρες τον φθηνότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο για να μειώσουν τις εκπομπές (in.gr 13/11/24). Λογική κόστους – οφέλους. Ενώ το άρθρο 6 συντάχθηκε και διατείνεται ότι έχει στόχο τη μείωση των εκπομπών και τη βιωσιμότητα, διαβάζοντάς το λέξη – λέξη διαπιστώνεται ότι μόνο περί αυτού δεν πρόκειται. Επί της ουσίας η ενεργοποίηση του άρθρου επιτρέπει στους μεγάλους ρυπαντές να συνεχίσουν να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα και να ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούμε όλοι με αντιστάθμισμα τη δημιουργία ενός
συστήματος αγορών στο οποίο θα επενδύουν χρήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο σε έργα που θα έχουν σχέση με τη βιωσιμότητα. Όπως ανέφερε ο επικεφαλής διαπραγματευτής της COP 29 Yalchin Rafiyef «αυτό θα είναι ένα εργαλείο που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα κατευθύνει τους πόρους στον αναπτυσσόμενο κόσμο και θα μας βοηθήσει να εξοικονομήσουμε έως και 250 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως κατά την εφαρμογή των σχεδίων μας για το κλίμα» (in.gr 13/11/23). Σε κάθε αποστροφή του λόγου όλων αυτών των παραγόντων που ασχολούνται με τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα γίνεται αναφορά στα χρήματα σε μια λογική κόστους – οφέλους. Πράγμα που σημαίνει ότι το όποιο όφελος των λαών σε ότι έχει να κάνει με την ποιότητα του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης μπαίνει στο προκρούστειο κρεβάτι του κόστους.
Όμως αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι για να κατευθυνθούν χρήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο σε ένα μελλοντικό, υποτιθέμενο και ασαφές έργο, θα πρέπει πρώτα να έχει τελεστεί ρύπανση ανάλογου κόστους η οποία είναι πραγματική και συγκεκριμένη. Πρώτα ρυπαίνεις και μετά επενδύεις σε ένα έργο στον αναπτυσσόμενο κόσμο με στόχο τη βιωσιμότητα. Η τελεσμένη ρύπανση θα αντισταθμιστεί μελλοντικά από ένα ενδεχομενικό έργο το οποίο δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει άμεση σχέση με τη συγκεκριμένη ρύπανση. Επομένως, ένας μεγάλος
ρυπαντής μπορεί να συνεχίσει να ρυπαίνει με πίστωση τη μελλοντική επένδυση σε «αντιρύπανση» από ένα έργο προσανατολισμένο στο «μετριασμό» της ρύπανσης άγνωστων προδιαγραφών (αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο) που ως «επένδυση» αναμένεται να φέρει κέρδος ενταγμένο στη λογική κόστους – οφέλους. Αλλιώς τι επένδυση θα ήταν;
Παράλληλα, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν μεγάλο μέρος της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας του περιβάλλοντος, δίνεται το λάθος μήνυμα. Εν μέσω ενός κόσμου με σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, οι αποφάσεις των διεθνών συνόδων αντί να κινούνται προς την κατεύθυνση της μηδενικής ρύπανσης, της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα (είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο συμφωνίας της COP 29 δε γίνεται καμία αναφορά στη δέσμευση της περσινής COP 28 του Ντουμπάι για μετάβαση) και της οριστικής λύσης, κινούνται σε μια κατεύθυνση μετάθεσης της λύσης, συνέχισης της παγκόσμιας παραγωγικής δραστηριότητας με διάφορους πολιτικούς και νομικούς χειρισμούς και στέλνοντας το μήνυμα στους μεγάλους ρυπαντές ότι μπορούν να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. Ο Ilan Zugman αναφέρει επ’ αυτού «Οι COP 29 στέλνει ένα κακό μήνυμα μέσω του άρθρου 6 νομιμοποιώντας τις αγορές άνθρακα ως λύση για την κλιματική αλλαγή» (in gr 13/11/23). Ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί να συνεχίσει να ρυπαίνει χρηματιστηριοποιώντας και ανταλλάσσοντας τους ρύπους του.
Στη σύνοδο του Παρισιού το 2015 είχε τεθεί ως στόχος να μην ανέβει η παγκόσμια θερμοκρασία πάνω από 1,5 ο C έως το 2100. Εν μέσω της συνόδου COP 29, μόλις 9 χρόνια μετά τη σύνοδο του Παρισιού, ο Zeke Hausfather ερευνητής στο Berkeley Earth ανέφερε ότι «ο στόχος αυτός είναι πιο νεκρός και από ένα καρφί πόρτας» (in.gr 20/11/24). Και πως να μην είναι νεκρός όταν ο καπιταλισμός καλά κρατεί και οι εκπομπές άνθρακα όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν. Business as usual.
![](https://atexnos-b2.fra1.digitaloceanspaces.com/2024/12/thermokrasies-600x269.jpg)
χαρακτηριστικών μεγάλων περιόδων.
Άλλο κρίσιμο σημείο της συνδιάσκεψης COP 29 ήταν η χρηματοδότηση των φτωχότερων κρατών για να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση. Η συμφωνία που βγήκε με το τέλος της συνδιάσκεψης γράφει για 300 δισεκατομμύρια δολάρια τα οποία θα πάνε στις πιο αδύναμες και ευπαθείς χώρες για να αντιμετωπίσουν περιβαλλοντικά προβλήματα και την κλιματική κρίση. Αλλά ακόμα και αυτά τα 300 δισεκατομμύρια θα πάνε στις οικονομίες αυτές με συγκεκριμένες προϋποθέσεις (χρηματοδότηση μέσω του ιδιωτικού τομέα με ότι αυτό
συνεπάγεται, από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία κτλ). Το αντίστοιχο σχέδιο των ευπαθών χωρών ανέβαζε αυτό το ποσό στο ύψος του 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η διαφορά σε ότι αφορά την χρηματοδότηση αποτέλεσε άλλο σημείο τριβής μεταξύ των κρατών στην COP 29. Ο πρόεδρος της Συμμαχίας Μικρών Νησιωτικών Κρατών, Cedric Schuster, δήλωσε: «Τα νησιά μας βυθίζονται. Πώς μπορείτε να περιμένετε από εμάς να επιστρέψουμε στις γυναίκες, τους άνδρες και τα παιδιά των χωρών μας με μια φτωχή συμφωνία;» (in.gr 24/11/24). Χαρακτηριστική είναι επίσης η δήλωση του εκπροσώπου του ΟΗΕ ότι «Καμία χώρα δεν πήρε ό,τι ήθελε και αφήνουμε το Μπακού με ένα βουνό δουλειάς να μένει να γίνει». Η απογοήτευση για την απόφαση είναι διάχυτη στις χώρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν μόνες τους τις συνέπειες ενώ οι οικονομικά ισχυρές χώρες που διακόσια χρόνια τώρα στήριξαν την οικονομία τους στα ορυκτά καύσιμα και συνεχίζουν να ρυπαίνουν τον κόσμο δακτυλοδείχνουν τους φτωχούς. Τα έθνη που δημιούργησαν τον πλούτο τους πάνω στα ορυκτά καύσιμα προσφέρουν τώρα ψίχουλα στα φτωχά έθνη και με αμφίβολο τρόπο. Διάχυτη είναι η απογοήτευση και στους περιβαλλοντικά ευαίσθητους και συνειδητοποιημένους. Σε ανακοίνωσή της η Greenpeace αναφέρει ότι «το
μήνυμα της φετινής COP και η συμφωνία που επετεύχθη για τον συλλογικό χρηματοδοτικό στόχο για τις απώλειες και ζημίες όχι μόνο προδίδει την κλιματική δικαιοσύνη, αλλά γελοιοποιεί την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”». Μια αρχή που ούτως ή άλλως είναι προβληματική. Μια αρχή που διέπει την εθνική και διεθνή νομοθεσία εδώ και δεκαετίες. Μια αρχή που το 2015 με το άρθρο 6 θεμελιώθηκε στο Παρίσι και δικαίωσε το «business as usual”. Τί απέμενε; Ένα βηματάκι ακόμα για να ικανοποιηθεί ο διεθνής καπιταλισμός κυνικά όπως του αρμόζει. «Ο ρυπαίνων πληρώνει» σημαίνει και «όποιος μπορεί να πληρώσει, ρυπαίνει».
Τι συμπεραίνουμε απ’ όλα τα παραπάνω; Ο καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα που κυνηγά το κέρδος, καλά κρατεί. Δεν είναι μόνο η συμφωνία που δεν επετεύχθη ούτε τα πολύ λιγότερα χρήματα που «θα» δοθούν, όπως δοθούν. Είναι όλοι αυτοί που κινούνταν στο περιθώριο της COP 29 και εμπόδιζαν κάθε μορφής συμφωνία. Είναι όλοι αυτοί που κινούνταν στα έδρανα της συνδιάσκεψης και εμπόδιζαν ή ακόμα και απαγόρευαν συζητήσεις γύρω από τα ορυκτά καύσιμα [είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Albara Tawfiq της Σαουδικής Αραβίας ότι
«η Αραβική Ομάδα δεν θα δεχτεί κανένα κείμενο που στοχεύει σε συγκεκριμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών καυσίμων» (in.gr 24/11/22)] και μετά, έξω από τις αίθουσες της συνδιάσκεψης και στο περιθώριο αυτής, έκλειναν συμφωνίες που αφορούσαν την παραγωγή και κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Είναι ο αναπληρωτής υπουργός ενέργειας του Αζερμπαϊτζάν που στο περιθώριο έκλεινε και έσπρωχνε συμφωνίες για τα ορυκτά καύσιμα (in.gr 24/11/24). Είναι όλο αυτό το δίκτυο του καπιταλισμού το οποίο λειτουργεί προς όφελός του και χειρίζεται επιτροπές και διασκέψεις οι οποίες έχουν συγκροτηθεί μέσα στο πλαίσιο αυτού του
δικτύου.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους λαούς; Το περιβαλλοντικό ζήτημα είναι αμιγώς πολιτικό. Οι λαοί δε μπορούν να περιμένουν έτοιμες λύσεις από καμία κυβέρνηση και από κανένα διακυβερνητικό πάνελ. Κανένας τέτοιος οργανισμός δε μπορεί να υπερασπιστεί τα λαϊκά συμφέροντα όταν είναι συγκροτημένος μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Κυβερνήσεις που δημιουργούν το πρόβλημα μαζεύονται για να το αντιμετωπίσουν. Πως; Αμφισβητώντας και αναστέλλοντας τις λειτουργίες του καπιταλισμού; Όχι βέβαια. Ο καπιταλισμός λειτουργεί έτσι από τον καιρό που εμφανίστηκε. Συνεχώς διογκώνεται και συνεχώς εγκολπώνεται νέα πεδία κερδοφορίας. Και για να το κάνει αυτό χρειάζεται να κάψει σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ότι μπορεί να κάψει προκειμένου να αντλήσει ενέργεια. Οι εμπειρίες που έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια οι λαοί είναι αρκετές για να τους δείξουν ότι δεν μπορούν να περιμένουν κάτι απ’ αυτούς. Σε επιστολή που υπογράφουν περισσότεροι από 20 επιστήμονες και αξιωματούχοι, ανάμεσά τους ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μουν και η πρώην επικεφαλής της UNFCCC Κριστιάνα Φιγκέρες, αναφέρεται: «Είναι πια σαφές ότι oι COP δεν είναι πλέον
κατάλληλες για τον σκοπό τους. Η σημερινή δομή τους απλά δεν μπορεί να οδηγήσει σε εκθετικές αυξήσεις ταχύτητας και κλίμακας, οι οποίες έχουν ζωτική σημασία για να διασφαλίσουμε ένα ασφαλές κλίμα για την ανθρωπότητα» (in.gr 15/11/24). Ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής αναφέρεται: «Αυτό μας οδήγησε στην έκκληση για μεταρρύθμιση των COP εκ θεμελίων. Απαιτείται μια μετάβαση από τις διαπραγματεύσεις στην εφαρμογή των μέτρων, η οποία θα επιτρέψει στις COP να υλοποιήσουν τις συμφωνημένες δεσμεύσεις και να
διασφαλίσουν την επείγουσα ενεργειακή μετάβαση και τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων». Άσχετα αν μετά από λίγο προσπάθησε να ανασκευάσει η Φιγκέρες, είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ίδιοι οι παράγοντες του συστήματος δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τη λειτουργία των οργανισμών αυτών.
![](https://atexnos-b2.fra1.digitaloceanspaces.com/2024/12/Manchester-from-Kersal-Moor-600x385.jpg)
Ο καπιταλισμός, ο οποίος στηρίχτηκε ιστορικά στην καύση ορυκτών καυσίμων, δεν είναι πράσινος. Είναι κατάμαυρος όπως ακριβώς τα αέρια απόβλητα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από την καύση των ορυκτών καυσίμων. «Το κεφάλαιο» γράφει ο Μαρξ «γεννιέται στάζοντας αίμα και λάσπη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια» (Μαρξ, «Η γένεση του κεφαλαίου» (2000): 103). Ο καπιταλισμός, που καίει αδιάλειπτα φυσικές πηγές ενέργειας και υποβαθμίζει το περιβάλλον, είναι μαύρος όπως τα καυσαέριά του από την καύση. Η «πράσινη» πολιτική δεν στοχεύει στην επίλυση του οικολογικού προβλήματος. Στοχεύει στην επίλυση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Στοχεύει να ανοίξει νέες ευκαιρίες κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Χρησιμοποιώντας το οικολογικό πρόβλημα και την κλιματική κρίση ως μέσο τρομοκράτησης των λαών, εμφανίζει ως επιτακτικές ανάγκες «λύσεις» όπως η αλλαγή του στόλου των αυτοκινήτων σε ηλεκτρικά και η αναβάθμιση των κατοικιών σε
ενεργειακά θωρακισμένες. Όμως τέτοιες «λύσεις» σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Μια κερδοφορία την οποία καλούνται να πληρώσουν οι λαοί. Στοχεύει να διατηρήσει τον καπιταλισμό και να τον αναζωογονήσει. Όχι να τον ανατρέψει.
Ποιες είναι οι συνέπειες από τα παραπάνω συμπεράσματα; Το περιβαλλοντικό ζήτημα έχει τη μορφή του επείγοντος και την ίδια μορφή δε μπορεί παρά να έχει και η όποια προσπάθεια επίλυσης. Όμως όπως είδαμε παραπάνω όχι ανεξάρτητα από την πολιτική. Το περιβαλλοντικό ζήτημα πάει χέρι – χέρι με το πολιτικό – κοινωνικό ζήτημα. Δεν αρκεί να αλλάξουμε προσωπικές συνήθειες. Ένα αμιγώς πολιτικό ζήτημα όπως είναι το περιβαλλοντικό πρέπει να προσεγγιστεί μέσα από μια συνολική αναθεώρηση και επανασχεδιασμό της ζωής μας.
Είναι κρίσιμο η περιβαλλοντική πολιτική να μην προκύπτει ως εξωτερική ανάγκη διαχείρισης αλλά να αναδύεται εγγενώς μέσα από την κεντρική πολιτική της κοινωνίας. Μια πολιτική που να μην αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως εμπόρευμα, ως μέσο κερδοφορίας, αλλά ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος διαβιεί με αξιοπρέπεια. Μια πολιτική κεντρικά σχεδιασμένη που να ικανοποιεί τις πραγματικές ανάγκες των λαών. Μια τέτοια σχεδιασμένη πολιτική χρησιμοποιεί τόσο περιβάλλον και τόση ενέργεια όση του είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση όλων και, ταυτόχρονα, λαμβάνει υπόψη την ικανότητα και το ρυθμό του οικοσυστήματος να αναγεννάται. Μια τέτοια πολιτική δε θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωση των μελλοντικών γενεών γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει ανάγκη για ολοένα και μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών. Γιατί σε μια τέτοια πολιτική, η παραγωγική διαδικασία δεν κρίνεται από την κερδοφορία της, ούτε τρέχει πίσω από το κέρδος, αλλά αντίθετα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και κρίνεται από τον βαθμό ικανοποίησης των αναγκών αυτών. Σε μια τέτοια πολιτική, ο σεβασμός στο περιβάλλον δεν είναι εξωτερική ηθική αξία αλλά αντιθέτως είναι εγγενές στοιχείο της. Σε μια τέτοια πολιτική δεν αναδύονται ως αναγκαίες οι εξωτερικές πολιτικές παρεμβάσεις τύπου «πράσινων» πολιτικών.
Μια κεντρικά σχεδιασμένη ανακατεύθυνση του παγκόσμιου πλούτου και των παραγωγικών διαδικασιών σε ατραπούς που ικανοποιούν την αξιοπρεπή και βελτιούμενη διαβίωση του συνόλου του πληθυσμού, θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματός μας αλλά και την κατ’ απόλυτη τιμή μείωση της παραγωγικής μας διαδικασίας. Μια ενιαία, συγκροτημένη πολιτική σχεδιασμένη πάνω στις πραγματικές
ανάγκες της κοινωνίας σε σχέση συνειδητής αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον. Μια συνολική, ολοκληρωμένη πολιτική, σχεδιασμένη να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή, ποιοτική διαβίωση όλων χωρίς ανισότητες, με κινητήρια δύναμη τα συμφέροντα των πολλών. Οι λαοί δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τις κυβερνήσεις και από τα διακυβερνητικά πάνελ που αυτές οι ίδιες κυβερνήσεις συγκροτούν. Θα πρέπει να καταλάβουν τη δύναμή τους και να διεκδικήσουν αυτά που δικαιούνται: μια αξιοπρεπή διαβίωση σε αλληλεπίδραση με το
περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε με μια πολιτική κεντρικά σχεδιασμένη που να ικανοποιεί τις πραγματικές ανάγκες των λαών. Η επιτακτικότητα με την οποία το περιβαλλοντικό ζήτημα βάζει τη μεταβλητή του χρόνου στην εξίσωση ίσως να απαιτεί και μια πιο γρήγορη και εφ’ όλης της ύλης προετοιμασία των λαϊκών κινημάτων προς αυτή την κατεύθυνση.