Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας ||
Ευκαιρίας δοθείσης _Granma_Κούβα
Μήνυμα του Κουβανού Προέδρου προς τους εργάτες στον τύπο και στα ΜΜΕ του νησιού της επανάστασης «και ειδικά στους νέους που μόλις μπαίνουν το επάγγελμα»: Καθώς γιορτάζουμε την Ημέρα του Κουβανικού Τύπου στις 14 Μαρτίου, κινητοποιούμαστε, πρωτίστως, από καθήκον και συγκίνηση να τιμήσουμε τη γέννηση της εφημερίδας Patria, που ιδρύθηκε από τον José Martí αυτήν την ημέρα το 1892, «να ενώσουμε και να αγαπήσουμε και να ζήσουμε στο πάθος της αλήθειας».
Δεν νομίζω ότι έχουν ειπωθεί ποτέ πιο όμορφα ή ακριβή λόγια, πριν ή μετά, για να περιγράψουν την αποστολή της δημοσιογραφίας που χρειάζεται η Επανάσταση στην ακούραστη επιδίωξή της για μια πιο δίκαιη και υποστηρικτική κοινωνία. Ή όπως το επικαλέστηκε ο Martí: «Με όλους και για το καλό όλων». Γι’ αυτό νιώθουμε τη διαρκή ανάγκη να επιστρέψουμε στο πατριωτικό σκεφτικό μας και έρεισμα με τις όποιες διαφωνίες, κάθε φορά που μια εορταστική μέρα μας καλεί να αναλογιστούμε τον ουσιαστικό ρόλο του Τύπου στην κοινωνία μας.
Διότι, ενώ είναι μια μέρα δίκαιης τιμής σε όσους, με την αφοσίωσή τους και τη δέσμευσή τους, αναλαμβάνουν την καθημερινή πρόκληση να αφήσουν σημάδι σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που κάνουμε, εν μέσω της πιο άγριας αυτοκρατορικής made in USA πολιορκίας, είναι επίσης καθήκον μας να επισημάνουμε, να τονίσουμε και, αν είναι δυνατόν, να διορθώσουμε ό,τι εμποδίζει και αποδυναμώνει την επικοινωνία μεταξύ του λαού και εκείνων που σήμερα αναλαμβάνουν την επικοινωνία με το λαό μας και την πολιτική του οργάνωση. Αν και είμαστε ένα μικρό αρχιπέλαγος που πλοηγείται σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση και την κατάχρηση της πληροφορίας ως όπλο εξουσίας που ελέγχεται από μερικούς ομίλους μέσων ενημέρωσης, που είναι μέρος ή συνδέονται με εθνικές και παγκόσμιες ολιγαρχίες, είμαστε μια κοινωνία απαλλαγμένη από την υποταγή που οι σύγχρονοι έμποροι έχουν επιβάλει στη δημοσιογραφία.
Όμως ο κουβανικός τύπος, παρά την πρόοδο και την ανάπτυξή του τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να υποφέρει από το βάρος των απαρχαιωμένων πρακτικών στη γλώσσα, τις μορφές και το χρονοδιάγραμμα, μια λογική συνέπεια της πολυετούς εργασίας στα χαρακώματα.
Και επειδή η ώρα του κινδύνου δεν έχει περάσει, αυτά τα βάρη εξακολουθούν να βαραίνουν. Αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Τύπος μας αμφισβητείται σήμερα επιθετικά από την τεχνολογία και τη θαυμαστή πρωτοτυπία των ανθρώπων μας να μεταμορφωθεί, δημιουργικά, κάνοντας viral το «πάθος για την αλήθεια» μπροστά στην άσεμνη εισβολή ψεμάτων και χειρισμών που επιτίθενται στο κοινό από ψηφιακά δίκτυα που βασίζονται στο μίσος.
Πρόσφατα ζητήσαμε μια νέα «Δικαίωση της Κούβας», όπως η υποδειγματική μάχη που έδωσε ο Χοσέ Μαρτί σε μια εφημερίδα της Βόρειας Αμερικής εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν να υποτιμήσουν τον λαό μας. Δεν πρόκειται για επιστροφή του μίσους στο μίσος, όπως δεν έκανε τότε el Apóstol _ο Απόστολος (σσ. όρος που χρησιμοποιούν οι Κουβανοί για τον José Martí). Πρόκειται για την αντιμετώπιση της αλήθειας ενός έθνους που έχει παγιδευτεί στην αναζήτηση λύσεων εν μέσω made in USA ιμπεριαλιστικής παρενόχλησης, με υποδειγματική αξιοπρέπεια που περιλαμβάνει την ουσιαστική αυτοκριτική.
Αυτό δεν ανατρέπει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο κουβανικός τύπος, ο αυθεντικός κουβανικός τύπος, υπήρξε και συνεχίζει να είναι προπύργιο αντίστασης. Και ότι η κουβανική δημοσιογραφία, πάνω από όλες τις διαφωνίες και απαιτήσεις, ήξερε πώς να ενεργεί με την ηθική και το πάθος των γνήσιων επαναστατών, βαθιά αφοσιωμένων στους ανθρώπους από τους οποίους γεννήθηκε, στην Επανάσταση που τη σχημάτισε και στις αξίες που μας καθορίζουν ως έθνος.
Όλοι γνωρίζουμε πόσο τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι νέες τεχνολογίες έχουν μεταμορφώσει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης, οδηγούμενα από την παραπληροφόρηση, τις ψεύτικες ειδήσεις και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Σε αυτό το πλαίσιο, η κουβανική δημοσιογραφία έχει την ευθύνη να ξεπεράσει τον εαυτό της ως φάρος αλήθειας και ηθικής. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ψηφιακά εργαλεία όχι για να ακολουθήσουμε τις τάσεις, αλλά για να εκπαιδεύσουμε, να ευαισθητοποιήσουμε και να υπερασπιστούμε την αλήθεια. Στην Κούβα, ο επαναστατικός Τύπος είναι πραγματικά ανεξάρτητος, γιατί δεν είναι στην υπηρεσία ξένου κεφαλαίου ή συμφερόντων. Είναι στην υπηρεσία των ανθρώπων και αυτή η υπηρεσία πρέπει να θεωρηθεί ως υποχρέωση να αντικατοπτρίζει καλύτερα και πληρέστερα τις ανησυχίες, τα επιτεύγματα και τις προκλήσεις της κοινωνίας μας.
Ταυτόχρονα, ο Τύπος μας έχει την ελευθερία, που τιμωρείται ή περιθωριοποιείται αλλού, να εκφράσει αλληλεγγύη σε λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, όπως ο παλαιστινιακός λαός, θύματα ενός πολέμου διώξεων και εξόντωσης και ενός πολέμου μέσων ενημέρωσης που προσπαθεί να δικαιολογήσει το αδικαιολόγητο. Από την Κούβα, θα συνεχίσουμε να καταγγέλλουμε αυτές τις αδικίες και να ενισχύουμε τις φωνές εκείνων που αγωνίζονται για την ειρήνη και την αξιοπρέπεια για όλους τους λαούς, και υπολογίζουμε στον κουβανικό Τύπο να το κάνει.
Σήμερα, ο κουβανικός τύπος βρίσκεται σε νεανικά χέρια. Είναι στο χέρι σας να συνεχίσετε την κληρονομιά του Martí, του Fidel, τόσων πολλών δημοσιογράφων που έκαναν τη δουλειά τους και έδωσαν τη ζωή τους για την Επανάσταση. Αυτή η κληρονομιά είναι θεμελιώδης στη διαμόρφωση των νέων γενεών, όχι μόνο αναφορικά με τις τεχνικές της δημοσιογραφίας, αλλά σε σχέση με τις αξίες της ηθικής, της ειλικρίνειας και της κοινωνικής δέσμευσης, ως πρωταγωνιστές ενός καινοτόμου, κριτικού και επαναστατικού Τύπου.
Πιστεύουμε, μαζί με τον Φιντέλ, ότι «sin una prensa revolucionaria, no hay Revolución posible», _«χωρίς επαναστατικό Τύπο, δεν υπάρχει δυνατότητα Επανάστασης» και ότι ο Τύπος πρέπει να είναι προπύργιο για την υπεράσπιση της αλήθειας και της δικαιοσύνης και ένα όργανο κινητοποίησης και ευαισθητοποίησης του λαού μας. Ο Raúl μας υπενθύμισε επίσης ότι ο Τύπος πρέπει να είναι χώρος συζήτησης και προβληματισμού, στην υπηρεσία του λαού. Προς υπεράσπιση αυτών των ιδεών, τονίσαμε την ανάγκη να εκσυγχρονίσουμε και να μεταμορφώσουμε τα πολιτικά μας συστήματα, τα δημόσια συστήματα επικοινωνίας και ειδικά του Τύπου, προτρέποντάς τα να είναι καινοτόμα και να αξιοποιούν στο έπακρο τις νέες τεχνολογίες. Ο Νόμος για τις Επικοινωνίες, σε ισχύ από τον Οκτώβριο του 2024, αποτελεί ζωτικής σημασίας στοιχείο για την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική πρόοδο του έθνους μας.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η πολιτική και ψηφιακή επικοινωνία μπορεί και πρέπει να είναι ένα εργαλείο για την επιτάχυνση της οικοδόμησης ενός πιο δίκαιου και υποστηρικτικού κόσμου. Δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε μαζί, να ενισχύουμε τα δίκτυά μας και να προωθούμε τις αρχές και τις αξίες που έχουμε μοιραστεί.
Σύντροφοι,
Σε αυτήν την Ημέρα Τύπου, επιβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας στην αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την Επανάσταση. Ο κουβανικός τύπος δεν είναι επιχείρηση. Είναι υπηρεσία. Δεν είναι όργανο κυριαρχίας. Είναι ένα εργαλείο απελευθέρωσης. Ας μείνουμε πιστοί στην κληρονομιά του Martí, ο οποίος είπε: «Ο Τύπος δεν είναι ευγενική έγκριση ή προσβλητικός θυμός. Είναι πρόταση, μελέτη, εξέταση και συμβουλή».
Είθε ο Τύπος μας να συνεχίσει να είναι ένας φάρος αλήθειας στους σκοτεινούς καιρούς που βιώνει ο κόσμος. Είθε να συνεχίσει να είναι, όπως ήταν πάντα, ένα όργανο στην υπηρεσία της χώρας, του λαού και της ανθρωπότητας.
_ Ζήτω ο κουβανικός τύπος!
Θυμίζουμε πως η Granma, που ιδρύθηκε με τη συγχώνευση των εφημερίδων Hoy και Revolucion πριν από 60 χρόνια, πήρε το όνομά της από το θρυλικό σκάφος με το οποίο έφτασαν στην Κούβα ο Φιδέλ και ο Ραούλ Κάστρο, μαζί με τον Τσε Γκεβάρα, για να ξεκινήσουν την επανάσταση. Αν και η χωρητικότητα δεν ξεπερνούσε τα 20 άτομα, σε αυτή την αποστολή κατάφεραν να χωρέσουν 82, στην πλειοψηφία τους Κουβανοί _δείτε αναλυτικά στο τέλος της ανάρτησης. Είναι ένα από τα πιο εμβληματικά μέσα ενημέρωσης στην Κούβα _βήμα” του Φιδέλ Κάστρο που συνήθιζε να δημοσιεύει στις σελίδες άρθρα και αναλύσεις, μαζί με τον ενημερωτικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio Reloj τη νεολαιίστικη εφημερίδα Juventud Rebelde, Cubadebate – η ΚΟΥΒΑ αγωνίζεται (κανάλι), η ΚΟΥΒΑ συζητάει κά
__Προσυπογράφουμε και θυμίζουμε
__Από την προϊστορία στην ιστορία
«…Μας χρειάζεται κατά πρώτο λόγο μια εφημερίδα. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να διεξάγεται συστηματική, βασισμένη σε αρχές και ολόπλευρη προπαγάνδα και ζύμωση, πράγμα που αποτελεί μόνιμο και κύριο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας γενικά και ένα εξαιρετικά επιτακτικό καθήκον της σημερινής στιγμής, τώρα που μέσα στα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα ζητήματα του σοσιαλισμού… Ο ρόλος όμως της εφημερίδας δεν περιορίζεται μόνο στη διάδοση ιδεών, μόνο στην πολιτική διαπαιδαγώγηση και την προσέλκυση πολιτικών συμμάχων. Η εφημερίδα δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής. Σαν συλλογικός οργανωτής, η εφημερίδα μπορεί να παραβληθεί με τις σκαλωσιές που φτιάχνονται γύρω από ένα χτίριο που χτίζεται και χαράζουν το περίγραμμα της οικοδομής, διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους οικοδόμους, τους βοηθούν να κατανέμουν τη δουλιά και να έχουν την εποπτεία των κοινών αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν με την οργανωμένη δουλιά…».
(Β. Ι. Λένιν, «Από πού ν’ αρχίσουμε», «Άπαντα», τ.5, σελ. 9,11)
Γράφτηκε το Μάη του 1901. Έναν και πάνω αιώνα μετά, διατηρεί αναλλοίωτη τη σημασία και την επικαιρότητά του.
Η σημαία του λαού
Πρόκειται για βιβλίο 350 σελίδων» _για τον Ριζοσπάστη, του Σταύρου Ζορμπαλά: αγωνιστής από τα μαθητικά χρόνια του, ο φλογερός και σεμνός ΕΠΟΝίτης ο Λάμπης της Κατοχής και των μετέπειτα αγώνων, αξιόλογος επιστήμονας και ερευνητής με μεγάλο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε το 1918 στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας. Τις παραμονές της Μεταξικής δικτατορίας μπήκε στην ΟΚΝΕ και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας έγινε το 1941. Μέσα σ’ αυτό γαλουχήθηκε και έγινε ικανός δημοσιογράφος στα έντυπα της Κατοχής και σε άλλα των μετέπειτα αγώνων και στέλεχος του Κόμματος. Εργάστηκε σε διάφορα καθοδηγητικά πόστα, κυρίως της διαφώτισης, όπως υπεύθυνος της εφημερίδας “Νέα Γενιά” και σε άλλα έντυπα. Μετά την εκτόπισή του στην Ικαρία, το 1948, βγήκε στον ΔΣΕ όπου δούλεψε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου του.
Μετά την υποχώρηση του 1949 βρέθηκε στην Τασκένδη. Εκεί αρχικά καθοδηγούσε την ΕΠΟΝίτικη Οργάνωση και στη συνέχεια έγινε αρχισυντάκτης στην εφημερίδα “Νέος Δρόμος”. Το 1968 και το 1969 ήταν υπεύθυνος της εφημερίδας “Ελεύθερη Πατρίδα” σε Λονδίνο και Παρίσι. Επαναπατρίστηκε το 1975, έγινε μέλος της Επιτροπής Διαφώτισης της ΚΕ του ΚΚΕ και γενικός γραμματέας του ΚΜΕ, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια. Έχουν κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία του. Τα έργα του αποτελούν σοβαρή παρακαταθήκη στο κίνημα. Η ιστορία του είναι ιστορία κομμουνιστή, αγωνιστή και σαν τέτοια παραμένει. “Εφυγε” 9 Ιούνη 1999
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I _ΕΝΔΟΞΗ ΠΡΟ_ΪΣΤΟΡΙΑ
- Όργανα πνευματικής αφύπνισης και πάλης του υπόδουλου έθνους
- Πρόμαχοι στον αγώνα κατά της απολυταρχίας
- Τα πρώτα χελιδόνια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας-στην ‘Ελλάδα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Ο “ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ
ΩΣ ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
1917—1928
- Η δημιουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος ‘Ελλάδας
και τα πρώτα βήματα της εφημερίδας - Για την ειρήνη, την ανεξαρτησία, τη δημοκρατία
- Μαχητικό βήμα των εργαζομένων
- Φλογερός υπερασπιστής των δημοκρατικών ελευθεριών
- Ξεσχίζει τη μάσκα του αντικομουνισμού
- Πρωτομάχος του προλεταριακού διεθνισμού
- Στην πάλη για την ανάπτυξη και τη στερέωση του ΚΚΕ
- Ανακαινιστής του ελληνικού τύπου
_ КΕΦАΛAIΟ ΙΙΙ
Ο “ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ” ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ 1929 ΩΣ ΤΟ 1936
- Εκφραστής των λαϊκών πόθων
- Μέρες δοκιμασίας
- Πιο κοντά στο λαό
- Κήρυκας της αγάπης προς τη χώρα της ελπίδας
- Πρωτοπορεία στον αγώνα κατά του φασισμού
- Ή πάλη κατά του φασισμού — αλληλένδετη με την αντιπολεμική πάλη
- Σημαιοφόρος του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου
- Στις παραμονές της λαομίσητης μοναρχοφασιστικής διχτατορίας
- Έπαλξη της ζωντανής σκέψης της εποχής
- Συλλογικός διαφωτιστής, προπαγανδιστής και οργανωτής
- Πολύπλευροι οι δεσμοί του με τούς ταπεινούς και καταφρονεμένους
- Τίποτα δεν μπορούσε να πνίξει τη φωνή του
- Τη δύναμή του την αντλούσε άπ’ το λαό
_ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΑΤΣΑΛΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ “ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ”
- Το πάθος της αλήθειας — το ακατανίκητο όπλο τους
- Ένας αληθινός επαναστάτης
- Πιστοί ως την τελευταία πνοή τους στη μαρξιστική ιδεολογία
- Ό ηρωικός δρόμος του «Ριζοσπάστη» και δικός του δρόμος
- Ύψωσαν το κομμουνιστικό ιδανικό σε λάβαρο, της ζωής και της δράσης τους
- Η ψυχή της εφημερίδας
Μερικά συμπεράσματα
Βιβλιογραφία
Όλοι οι γνωστοί και οι αφανείς ήρωες του επαναστατικού τύπου πού έδωσαν τη ζωή τους για την υπόθεση του λαού, είναι οι άνθρωποι, που με την καθημερινή σκληρή δουλιά τους, με την επιμονή και τη γρανιτένια θέλησή τους και πριν άπ’ όλα με την απέραντη πίστη στην πιο προοδευτική ιδεολογία που γνώρισε ως σήμερα ή ανθρωπότητα δημιούργησαν με την καθοδήγηση του κόμματός τους και τη συμπαράσταση όλων των εργαζομένων την ένδοξη ιστορία του «Ριζοσπάστη» και άφησαν τις καλύτερες παραδόσεις στη σημερινή προοδευτική δημοσιογραφία του τόπου.
Και όταν αύριο θα υψωθεί στο κέντρο της Αθήνας επιβλητικό και ολόφωτο το Μέγαρο της ηρωικής εφημερίδας του λαού αναμφίβολα στην προμετωπίδα του — στόλισμα και δίδαγμα για τις μελλούμενες γενιές — θα χει μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα με τα αθάνατα ονόματα τους. .
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ιστορία του «Ριζοσπάστη» είναι ταυτόχρονα και ιστορία της ένδοξης πάλης της εργατικής τάξης της Ελλάδας _ και του κόμματός της για τα λαϊκά συμφέροντα, για την ανεξαρτησία της χώρας, για τη δημοκρατία και τη. λευτεριά. Η εργασία τούτη, πού υποβλήθηκε κατ’ αρχή σαν διατριβή και εγκρίθηκε απ’ το Πανεπιστήμιο της Μόσχας και με μια ορισμένη διασκευή δίνεται στη δημοσιότητα, έταξε σαν σκοπό της να δείξει, τον αγώνα της εφημερίδας για τα συμφέροντα των εργαζομένων της Ελλάδας, για τη δημιουργία και τη στερέωση του κόμματος του ελληνικού προλεταριάτου.
Η εποχή μας είναι εποχή νικηφόρας πορείας του σοσιαλισμού σε όλο τον κόσμο. Οι επαναστατικές ιδέες συναρπάζουν όλο και πλατύτερες μάζες της γήινης σφαίρας, γίνονται σημαία πάλης της προοδευτικής ανθρωπότητας για ένα καλύτερο μέλλον. Παρόλο τον μανιασμένο αντικομουνισμό πού εξαπέλυσαν σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων και της αντίδρασης, τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα αναπτύσσονται ραγδαία και γίνονται ή βασική κατευθυντήρια πολιτική δύναμη, ό νους και ή ελπίδα των εργαζομένων. Μέσα στις συνθήκες αυτές ή πολύπλευρη μελέτη τού εργατικού κινήματος —σε διεθνή και εθνική κλίμακα— αποκτάει ιδιαίτερη σημασία. Η μελέτη της πλούσιας πείρας τού προλεταριάτου και ή άντληση των αντίστοιχων διδαγμάτων αποκτάει σοβαρή σημασία και για το λόγο ότι στις μέρες μας ή μαρξιστική διδασκαλία και ή επαναστατική τακτική δέχονται απανωτές επιθέσεις από τούς ιδεολόγους της αστικής τάξης,. από τούς δογματιστές και αναθεωρητές,
Μια σοβαρή πλευρά της ιστορίας τού εργατικού κινήματος | καθρέφτης της ανάπτυξης αυτού τού κινήματος είναι και ή ιστορία του επαναστατικού τύπου. Η μελέτη της πορείας εξέλιξης τού κομμουνιστικού τύπου δίνει τη δυνατότητα να φωτιστούν καλύτερα οι γενικές νομοτέλειες της δημιουργίας και της ανάπτυξης τού προοδευτικού τύπου, πλουτίζει την πείρα αυτού τού τύπους τον βοηθάει στους παραπέρα αγώνες του για το θρίαμβο των αθάνατων ιδεών τού μαρξισμού-λενινισμού.
Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν και στη μελέτη της ιστορίας του «Ριζοσπάστη» (οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού κόμματος της Ελλάδας), που κατέχει τιμητική θέση ανάμεσα στα επαναστατικά όργανα του διεθνούς εργατικοί κινήματος.
Εξαιτίας και της γενικότερης καθυστέρησης της θεωρητικής σκέψης στον τόπο μας, ή ιστορική και επιστημονική έρευνα του ελληνικού τύπου βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα.
Πρώτος έκανε λόγο για την επιστήμη του τύπου στην Ελλάδα ο Δ. Πετρακάκος στο έργο του «Δημοσιογράφοι και δημοσιογραφία» (Αθήνα 1921), συγχέοντας την επιστημονική έρευνα του τύπου με την επαγγελματική εκπαίδευση των δημοσιογράφων. Αργότερα (στα 1930) γράφτηκε στα γαλλικά απ’ τον Aπ. Δασκαλάκη και εκδόθηκε στο Παρίσι το βιβλίο «la presse neo-hellenique-le journalism et la renaissance hellenique» (σσ. La presse neo-hellenique : Le journalisme et la Renaissance Hellenique, journaux et journalistes, la liberte de la presse / par Ap. Dascalakis. Lettre-preface de m. Georges Bourdon )___ Στα 1939 είδαν το φως, στην Ελλάδα τα έργα των I. Μύταλη — Κ. Μάγερ «Ελληνική δημοσιογραφία» και του Κ. Μάγερ «Δημοσιογραφικά ανέκδοτα». Στα 1957-—1959 εκδόθηκε επίσης στην Αθήνα ή τρίτομη «Ιστορία του ελληνικού τύπου» του Κ. Μάγερ, πού χάρη στον πλούτο των στοιχείων της κρίθηκε σαν μια πιο πλήρης μελέτη της πορείας και της ανάπτυξης του ελληνικού τύπου, αν και το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από έλλειψη επιστημονικής αντικειμενικότητας, αποσιωπά την έκταση και το ρόλο του προοδευτικού τύπου και ιδιαίτερα του τύπου της Εθνικής Αντίστασης κατά των φασιστών καταχτητών (1941—1944).
Εκτός από αυτά υπάρχουν μερικές διατριβές επιφανών νομικών της χώρας (Π. Καλλιγά, Ν. Σαρίπολου, Α. Σβώλου κλπ.), που εξετάζουν το ζήτημα των σχέσεων κράτους και τύπου (ελευθερία τύπου), λιγοστά έργα ελλήνων δημοσιογράφων γύρω απ’ τον τύπο, πού έχουν κύριο χαρακτήρα προσωπικών αναμνήσεων (Δ, Μοσχονά — «Σαράντα χρόνια στις εφημερίδες» —Αθήνα 1940) και αρκετά άρθρα γύρω απ’ την ιστορία του τύπου πού δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά περιοδικά.
Σε όλες αυτές τις εργασίες είτε δεν γίνεται καθόλου λόγος για το «Ριζοσπάστη», είτε δίνεται μια ελλιπέστατη και διαστρεβλωμένη εικόνα της δράσης του.
Αν όμως ή βιβλιογραφία γύρω απ’ την ιστορία του αστικού τύπου είναι φτωχή, είναι σχεδόν ανύπαρχτη η ελληνική βιβλιογραφία γύρω , απ’ την πραγματικά πλούσια ιστορία του προοδευτικού τύπου της χώρας. Μια πρώτη προσπάθεια έγινε απ’ τον Γ. Δ. Ζιουτομέ τα δοκίμιά του «Ο τύπος στη Λαϊκή Δημοκρατία» (Αθήνα 1954) και «Εισαγωγή στην επιστήμη του τύπου» (Αθήνα 1945). Στο πρώτο ό συγγραφέας έδωσε μερικές γενικές θέσεις για. την κατάσταση του αστικού τύπου της Ελλάδας και .το ρόλο του προοδευτικού τύπου στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας και διέγραψε συνοπτικά τα καθήκοντα, πού, κατά τη γνώμη του, έχει να επιτελέσει ο τύπος αυτός σ’ ένα καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας. Στο δεύτερο προσπαθεί σε συντομία να προσφέρει στον αναγνώστη (όπως λέει ο ίδιος), «Ένα όραμα της κίνησης για την επιστημονική έρευνα του τύπου -και για τη διδασκαλία της δημοσιογραφίας».
Ειδικότερα για την πρώτη και βασικότερη ελληνική κομμουνιστική εφημερίδα — το «Ριζοσπάστη» — δεν υπάρχει καμιά μελέτη στην Ελλάδα -Έξω από μερικά άρθρα πληροφοριακού είτε απολογητικού χαρακτήρα πού δημοσιεύτηκαν στην ίδια την εφημερίδα, στο θεωρητικό όργανο του ΚΚΕ «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», είτε στο Πρωτοχρονιάτικο Ημερολόγιο, που εξέδιδε κάθε χρόνο ο «Ριζοσπάστης» απ’ το 1933 ως το 1936.
Οι δυσκολίες, πού πηγάζουν απ’ την έλλειψη βιβλιογραφίας γύρω άπ’ τον προοδευτικό τύπο της Ελλάδας επιτείνονται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα επεξεργασμένη στη χώρα μια ολοκληρωμένη ιστορία του ελληνικού, εργατικού κινήματος. Έξω από το έργο – του Γιάννη Κορδάτου «Ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος» (Αθήνα 1956), πού -περιλαβαίνει την περίοδο μέχρι τη δημιουργία του ΚΚΕ, τις «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ» και το «Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ» (1952), πού είναι γραμμένα κάτω απ’ την επιβλαβή επίδραση της προσωπολατρείας μέσα στο ΚΚΕ και περικλείνουν, πολλά-λάθη και διαστρεβλώσεις, τις θέσεις για το σαραντάχρονα του ΚΚΕ (απόφαση της 9ης ‘Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ 1958) και μερικά άρθρα πού δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Νέος κόσμος» και «Εθνική Αντίσταση», δεν υπάρχει καμιά πλήρης μελέτη γύρω άπ’ την ιστορία του ΚΚΕ.
Έτσι το βιβλίο τούτο αποτελεί μια πρώτη και περιορισμένη προσπάθεια συγκέντρωσης και φωτισμού των ολικών πού αφορούν, την ιστορία του «Ριζοσπάστη» και όπως είναι φυσικό δεν προβάλλει την αξίωση να θεωρηθεί σαν μια ολοκληρωμένη εργασία γύρω απ’ την πολύπλευρη και πλούσια δράση (νόμιμη και παράνομη) της πρώτης καθημερινής εφημερίδας των Ελλήνων εργαζομένων.
Το γεγονός της έλλειψης μελετών γύρω απ’ την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος και του τύπου του προκαθόρισε ως ένα βαθμό και τις πηγές πού χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή του βιβλίου. Σαν τέτοιες πηγές πάρθηκαν κατά πρώτο λόγο 1) τα έργα των κλασσικών του μαρξισμού-λενινισμού για τον επαναστατικό τύπο, 2) τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, 3) όσα από τα αρχεία του «Ριζοσπάστη» βρίσκονται στη Σοβιετική Ένωση (όπου και γράφτηκε ή εργασία), 4) προσωπικές αναμνήσεις που συγκέντρωσε ο συγγραφέας από παλιούς Έλληνες κομμουνιστές, συντάχτες και συνεργάτες του «Ριζοσπάστη», 5) ελλιπή αρχεία του ελληνικού αστικού τύπου, 6) Ένας περιορισμένος κύκλος έργων Ελλήνων αστών δημοσιογράφων γύρω απ’ την ιστορία του ελληνικού τύπου και 7) ορισμένες σοβιετικές εκδόσεις η άρθρα γύρω απ’ την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος
Ο τόμος αυτός φωτίζει την νόμιμη δράση τού «Ριζοσπάστη» στην, περίοδο από το 1917 (χρόνο έκδοσης της εφημερίδας) μέχρι το 1936 πού στη χώρα κηρύχτηκε ή φασιστική διχτατορία. Η Περίοδος αυτή, πού παίρνεται συμβατικά και όχι με την Ιστορική της έννοια, παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο για την, ιστορία τού «Ριζοσπάστη», αλλά και για. το ελληνικό εργατικό κίνημα. στο σύνολό του. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου το ΚΚΕ με την πολύχρονη και σκληρή πάλη του ενάντια στις κάθε λογής παρεκκλίσεις (δεξιές και αριστερές) ανδρώθηκε σε μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα και με τη βοήθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς επεξεργάστηκε επιστημονικά τη στρατηγική και τακτική του (6η ‘ Ολομέλεια της ΚΕ τού ΚΚΕ — 1934) προσαρμοσμένη στις ελληνικές συνθήκες. Ή ιδεολογία τού κόμματος της εργατικής τάξης έγινε κυρίαρχη ιδεολογία τού ελληνικού προλεταριάτου και ασκούσε επίδραση σε όλο και πιο πλατιά στρώματα των εργαζομένων της χώρας. Το ΚΚΕ στην περίοδο αυτή άρχισε να μετατρέπεται σε μαζικό κόμμα. Κέρδισε πολιτικά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και σοβαρές δυνάμεις της αγροτιάς και των μεσαίων στρωμάτων της πόλης,, πού ,τις. συσπείρωσε γύρω απ’ την εργατική τάξη στην πάλη κατά τού φασισμού και τού κινδύνου τού πολέμου.
Την ίδια περίοδο ο προοδευτικός τύπος της Ελλάδας μ’ επικεφαλής τον «Ριζοσπάστη» ξεπέρασε τις πρώτες ελλείψεις και αδυναμίες του που πήγαζαν από τις ταλαντεύσεις και δυσκολίες του ίδιου του εργατικού κινήματος και μετατράπηκε σε επαναστατικό μαζικό τύπο, σε ελπιδοφόρα σημαία τού ελληνικού λαού.
Φιλοδοξία του συγγραφέα της είναι να δείξει πώς ή πρώτη και μεγαλύτερη κομμουνιστική εφημερίδα της “Ελλάδας, πού διέφερε ριζικά απ’ όλες τις ως τότε ελληνικές εφημερίδες και αποτέλεσε αληθινή επανάσταση στην ελληνική δημοσιογραφία, ανδρώθηκε μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες και μετατράπηκε σε σημαιοφόρο όλου του προοδευτικού τύπου της χώρας χάρη στην πιστή εφαρμογή των μαρξιστικό- λενινιστικών αρχών περί τόπου, χάρη στη γεμάτη αυταπάρνηση δράση των πρώτων κομμουνιστών δημοσιογράφων της ‘Ελλάδας και τη συμπαράσταση όλων των Ελλήνων κομμουνιστών.
Τιμημένο και ηρωικό είναι το έργο του «Ριζοσπάστη» στην περίοδο πού εξετάζει τούτη ή μελέτη, όπως είναι τιμημένος και ηρωικός όλος ο δρόμος του ελληνικού εργατικού κινήματος. Και αν καταπιάστηκα να φωτίσω κάπως με τις μικρές μου δυνάμεις τούτο το πλατύ έργο, πού περικλείνει πολυάριθμες σελίδες ηρωισμού, θυσιών και δόξας, το κανα πρώτα-πρώτα γιατί ήθελα έτσι να αποτίσω ένα μικρό φόρο τιμής στους εκατοντάδες πρωτεργάτες και πρωτομάρτυρες της προοδευτικής δημοσιογραφίας και δεύτερο γιατί έτρεφα και τρέφω την ελπίδα πώς ή ταπεινή μου τούτη προσπάθεια μπορεί να προσθέσει κάτι στο δύσκολο αγώνα πού συνεχίζει ο πολυβασανισμένος λαός μας για την προκοπή της πατρίδας, για το ευτυχισμένο μέλλον του.
“Όπως είναι γνωστό, ο δρόμος προς το καλύτερο μέλλον, προς το καινούργιο, προς το τελειότερο περνάει μέσα απ’ την κατάχτηση και αφομοίωση των πιο προοδευτικών παραδόσεων του παρελθόντος. Φτάνει βέβαια, ή αφομοίωση αυτή να μη σημαίνει απλή επανάληψη, αλλά κριτική αντιμετώπιση, χρησιμοποίηση και δημιουργική ανάπτυξη της πνευματικής και αγωνιστικής κληρονομιάς στο φως των νέων συνθηκών και της νέας πείρας.
Έτσι κοιταγμένη στο φως της εποχής μας και της νέας εμπειρίας και ή ιστορία του «Ριζοσπάστη», όσο και αν δεν μπορεί αυτούσια να επαναληφτεί στις μέρες μας, περικλείνει εντούτοις πολύτιμα στοιχεία που διατηρούν ακέρια τη σημασία τους, εμπνέουν και διδάσκουν τη σημερινή γενιά των προοδευτικών δημοσιογράφων και των λαϊκών αγωνιστών στην πάλη τους για το θρίαμβο της ακατανίκητης μαρξιστικής ιδεολογίας, πού θα σημάνει και το θρίαμβο της πραγματικής δικαιοσύνης στον τόπο μας.
Ήταν η πρωτοπόρα για την εποχή της εφημερίδα
Ρίζος 117+χρονια
Ο «Ριζοσπάστης» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1908 και μάλιστα κυκλοφόρησε το πρώτο του φύλλο στις 21 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Εκδότης του ο Γ. Φιλάρετος, «ο πατέρας της δημοκρατίας», όπως τον ονόμασαν στην εποχή του. Ο «Ριζοσπάστης» του Γ. Φιλάρετου, με υπότιτλο κάτω από το λογότυπο «Εφημερίς εθνική πολιτική και κοινωνική», σταμάτησε να εκδίδεται στις 18 Μάρτη 1911. Ηταν τότε εφημερίδα εβδομαδιαία. Ξανακυκλοφορούσε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, σαν δισεβδομαδιαία εφημερίδα.
Από τον Γ. Φιλάρετο ζήτησε και πήρε τον τίτλο ο Γ. Πετσόπουλος, όταν αποφάσισε τη μεταφορά της εφημερίδας στην Αθήνα και την καθημερινή της έκδοση στα 1917. Ο Φιλάρετος έδωσε την άδεια, όντας βέβαιος, όπως έγραψε στην επιστολή του προς τον Πετσόπουλο, πως η εφημερίδα θα εξακολουθούσε να εξυπηρετεί τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα εθνικά συμφέροντα.
Παράλληλα, όμως, εξέφραζε την ευχή να γράφεται ο «Ρ» στην καθαρεύουσα. Ο «Ρ», που δημοσίευσε την επιστολή αυτή του Φιλάρετου, έθεσε τότε, με μια υποσημείωση στο τέλος της, το ερώτημα: «Ερωτώμεν τον σεβαστόν φίλον και πατέρα της εν Ελλάδι δημοκρατικής κινήσεως: Δεν είναι επίσης δημοκρατικόν, άμα αγωνίζεται κανείς διά τον λαόν, να ζητεί και την επικράτησιν της δημοτικής γλώσσης;».
Έτσι, στις 23 Ιούλη 1917, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο «Ρ», «καθημερινός, πρωινός, τετρασέλιδος και πεντάλεπτος», όπως είχε προαναγγείλει από τις άλλες αθηναϊκές εφημερίδες, λίγες μέρες νωρίτερα, με διευθυντή τον Γ. Πετσόπουλο και αρχισυντάκτη τον Ν. Γιαννιό. Ανάμεσα στους πρώτους συνεργάτες του, γνωστοί δημοκράτες αγωνιστές της εποχής: Αριστοτέλης Σίδερης, Ν. Καστρινός, Κ. Σπανούδης, Μάρκος Αυγέρης, Ν. Ποριώτης, Γερ. Σπαταλάς, κ.ά.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του «Ρ» εκείνης της εποχής και αυτό που τον ξεχωρίζει από τις άλλες εφημερίδες είναι ότι από την αρχή της έκδοσής του καθιερώνει ειδικές στήλες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της εργατικής τάξης, της ζωής της και δημοσιεύει καθημερινά εργατικές ειδήσεις. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε και το πρώτο βήμα προσέγγισης του «Ρ» στην εργατική τάξη και το κίνημά της.
Η έκδοση του «Ριζοσπάστη», στα 1917, συμπίπτει με τις κοσμοϊστορικές και θυελλώδεις εξελίξεις στη Ρωσία, μετά την αστική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Εξελίξεις, που προετοιμάσανε τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση και τελικά τις «δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο». Αυτές, ακριβώς, οι εξελίξεις σημαδεύουν και τα πρώτα βήματα της εφημερίδας. Ο «Ρ» παρακολουθεί με συμπάθεια τα επαναστατικά αυτά γεγονότα και δημοσιεύει συχνά άρθρα, αφιερωμένα στις εξελίξεις που ξεδιπλώνονται στη Ρωσία, κατατοπίζοντας τους αναγνώστες του. Απ’ αυτά ξεχωρίζουν τα άρθρα του Ν. Καστρινού και του Αρ. Σίδερη, που βλέπουν στην Οχτωβριανή Επανάσταση τον πυρσό, που θα φωτίσει με τη λάμψη του ολόκληρο τον κόσμο. Ταυτόχρονα, παρακολουθεί και τη σοσιαλιστική κίνηση στην Ελλάδα, τις προσπάθειες συνένωσης των σωματείων και εργατικών κέντρων σε Συνομοσπονδία, αλλά και τις προσπάθειες ίδρυσης Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αλλωστε, ένα χρόνο μετά την έκδοσή του, το Νοέμβρη του 1918, ιδρύεται η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας και δέκα μέρες αργότερα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, το ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ.
Μέχρι τότε, δεν είχε υιοθετήσει την ιδεολογία του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν, όμως, η μόνη καθημερινή ελληνική εφημερίδα, που παρακολούθησε από κοντά τις εργασίες του Συνεδρίου για την ίδρυση του ΣΕΚΕ και, μάλιστα, δημοσίευσε όλα τα υλικά του. Υστερα από την ίδρυση του κόμματος του ελληνικού προλεταριάτου, υπερασπιζόταν με μεγαλύτερη συνέπεια τις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Στις 23 Σεπτέμβρη του 1918, ο «Ριζοσπάστης» διακόπτει την έκδοσή του λόγω αποχώρησης του αρχισυντάκτη του Ν. Γιαννιού, ο οποίος διαφωνούσε με τη γραμμή της εφημερίδας και κυρίως με την προβολή των επαναστατικών γεγονότων στη Σοβιετική Ρωσία, την Οχτωβριανή Επανάσταση και την υπεράσπιση του πρώτου στον κόσμο εργατικού κράτους. Ξαναεκδίδεται λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο και συνεχίζει στην ίδια ρότα όπως πριν. Με συμπάθεια στο πρώτο στον κόσμο εργατικό κράτος και προβάλλοντας τη δραστήρια σοσιαλιστική κίνηση στην Ελλάδα και το εργατικό κίνημα.
Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός πως όταν οι ιμπεριαλιστές παρασύρουν και την Ελλάδα στην αντισοβιετική πολεμική εκστρατεία στην Ουκρανία (αρχές 1919), ο «Ρ» τάχθηκε ενάντια σ’ αυτήν, υπερασπιζόμενος με την αρθρογραφία του την ακεραιότητα και το απαραβίαστο του νεαρού τότε σοβιετικού κράτους των εργατών και των αγροτών.
Ετσι, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), οι τύχες του «Ριζοσπάστη» δένονται με τις τύχες του Κόμματος της εργατικής τάξης. Και ξεκινά μια αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή, αυτή του εργατικο-επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα, κρατά έως τις μέρες μας και συνεχίζει με αισιοδοξία στο μέλλον του λαού μας.
Σοσιαλιστική εφημερίς
Στις 15 Σεπτέμβρη 1919, η προμετωπίδα του «Ριζοσπάστη» έπαψε να γράφει «Εφημερίδα δημοκρατικών αρχών» κι έγραψε «Σοσιαλιστική εφημερίς». Δικαιολογώντας τη μεταβολή αυτή, ο «Ρ» εξηγούσε, μ’ ένα μεγάλο ερμηνευτικό σχόλιο, ότι ο αγώνας για την προεδρευομένη δημοκρατία είχε πια ξεπεραστεί και οι ραγδαίες, νέες εξελίξεις, επιβάλλανε νέους προσανατολισμούς.
Η αλλαγή, βέβαια, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Το Εθνικό Συμβούλιο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που είχε συνέλθει το Μάη του 1919, εκτιμώντας θετικά τους αγώνες και τις διαθέσεις του «Ρ» υπέρ του σοσιαλιστικού κινήματος, είχε αποφασίσει να θέσει την εφημερίδα κάτω από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο του ΣΕΚΕ.
Ας δούμε την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου:
«Το Α` Εθνικόν Συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν:
- Τους αγώνας και τας διαθέσεις του “Ριζοσπάστη”, οι οποίοι ωφέλησαν το σοσιαλιστικόν κίνημα.
- Οτι το παρελθόν του διευθυντού αυτού, όσον αντίθετον του σοσιαλισμού και αν ήτο, ουδέποτε όμως ήτο τοιούτον εκ κακής πίστεως.
- Οτι η μεθοδική εξέλιξις των αντιλήψεων του διευθυντού του “Ριζοσπάστη” είναι μία ένδειξις της εντιμότητος των διαθέσεών του υπέρ του σοσιαλισμού.
- Λαβόν προσέτι υπ’ όψιν τη δήλωσίν του ότι δέχεται τον πολιτικόν και οικονομικόν έλεγχον του κόμματος.
Αποφαίνεται
- α. Εντέλλεται το τμήμα Αθηνών να φροντίσει διά την εγγραφήν του Γ. Πετσόπουλου ως μέλους του κόμματος.
- β. Οσον αφορά την εφημερίδα “Ριζοσπάστης” θα είναι υποχρεωμένη να συμμορφούται προς τα άρθρα 45 και 46 του καταστατικού του κόμματος, καθώς επίσης και με τους όρους του ειδικού επί του προκειμένου ψηφίσματος του συμβουλίου, μέχρις ότου το συνέδριον καθορίση τελεσιδίκως τη θέσιν του “Ριζοσπάστη” ως προς το κόμμα».
Στις 2 Ιούνη 1920, πραγματοποιείται ένα ακόμα βήμα του «Ρ», προς την ταύτισή του με το ΣΕΚΕ. Με απόφαση του 2ου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ (5 – 12 Απρίλη 1920), η ΚΕ αναλαμβάνει επίσημα τον έλεγχο της πολιτικής της εφημερίδας. Ετσι, κάτω από τον τίτλο του, προστίθεται τώρα και η φράση: «Υπό τον πολιτικό έλεγχο της ΚΕ του ΣΕΚΕ». Αντιπρόσωπος του Κόμματος στο «Ρ» ορίστηκε ο Γιάννης Κορδάτος, δικηγόρος και μέλος της ΚΕ.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλη του 1921, ο «Ρ» τοποθετεί και από τις δύο πλευρές του τίτλου του το σφυροδρέπανο, πλαισιωμένο από δυο στάχια. Από την 1η Αυγούστου γίνεται «το επίσημο όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος της Ελλάδας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας». Ολοκληρώνεται έτσι η πορεία της μετατροπής του «Ρ» σε όργανο του Κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γιάννης Πετσόπουλος, μέχρι τότε εκδότης και ιδιοκτήτης του «Ρ», στην επιστολή εκχώρησης της εφημερίδας στο Κόμμα, έγραφε: «Δεν επετρέπετο ν’ αποτελεί η εφημερίς ιδιωτική επιχείρηση».
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα νέο, αποφασιστικής σημασίας στάδιο στην εξέλιξη του «Ρ». Η διαρκής ακατάλυτη σχέση του με το ΚΚΕ, αποκτώντας το χαρακτήρα που έχει μια εφημερίδα όργανο της ΚΕ του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και αναλαμβάνοντας το ρόλο που απορρέει από το χαρακτήρα της, προκειμένου να εκπληρώνει την αποστολή της: Γιατί η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος «δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής». Γι’ αυτό και αξεχώριστος από τη δράση των κομμουνιστών.

Το «Γκράνμα» (Granma) είναι το όνομα του σκάφους με το οποίο οι αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο μεταφέρθηκαν (το 1956) απ’ το Μεξικό στις ακτές της Κούβας με σκοπό την αρχή του ανταρτοπολέμου ενάντια στο καθεστώς του Μπατίστα. Το πλοιάριο είχε κατασκευαστεί το 1943, είχε μήκος 13,25 μέτρα, φάρδος 4,97 ενώ η κίνηση του πραγματοποιούνταν με τη βοήθεια δύο εξακύλινδρων πετρελαιοκίνητων μηχανών Gray General τύπου 6Μ4. Πριν αγοραστεί για λογαριασμό των κουβανών ανταρτών ανήκε στον αμερικανό Ρόμπερτ Έρικσον και είχε πάρει το όνομα του απ’ το αγγλικό υποκοριστικό «granma» της λέξης «grandmother» (γιαγιά).
Η κανονική χωρητικότητα του πλοιαρίου ήταν περί τα 20 με 22 άτομα. Παρ’ όλα αυτά, στην αποστολή των ανταρτών του Κινήματος της 26ης Ιουλίου (Μ-26-7) μετείχαν 82 άνδρες οι οποίοι και επιβιβάστηκαν στο Γκράνμα. Μεταξύ αυτών, με την ιδιότητα του γιατρού, ήταν και ο Ερνέστο Γκεβάρα στον οποίο είχε δωθεί ο βαθμός του υπολοχαγού. Μάλιστα, ο Τσε αντιλήφθηκε αρκετές ώρες μετά τον απόπλου ότι είχε ξεχάσει τα φάρμακα και τη μάσκα του οξυγόνου (γιά το άσθμα) σε κυβώτια που τελικά δεν είχαν φορτωθεί στο πλοιάριο. Η κρίση άσθματος δεν άργησε να έρθει – την αντιμετώπισε όμως με υπομονή και κατάφερε να βοηθήσει και άλλους συνεπιβαίνοντες, ως γιατρός της αποστολής.
Το Γκράνμα σαλπάρησε τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956 από το λιμάνι Τούξπαν του Μεξικού. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο η άφιξη του στην Κούβα θα πραγματοποιούταν σε συντονισμό με κινητοποιήσεις άλλων μελών του Κινήματος της 26ης Ιουλίου που δρούσαν στο νησί. Οι δυσμενείς όμως καιρικές συνθήκες και το υπερβολικό φορτίο είχαν ως αποτέλεσμα το πλοιάριο να προσαράξει στις ακτές τις Κούβας αρκετά καθυστερημένα και σε διαφορετικό από το προσυμφωνημένο σημείο.
Αρχιστράτηγος (Comandante) της αποστολής του Γκράνμα ήταν ο Φιντέλ, ενώ το γενικό επιτελείο αποτελούνταν από τους:
- Φιντέλ Κάστρο Ρους
- Χουάν Μανουέλ Μάρκες
- Φαουστίνο Πέρες
- Πάμπλο Ντίας
- Φέλιξ Ελμούσα
- Αρμάνδο Ουάου
- Ερνέστο Γκεβάρα
- Αντόνιο Λόπες
- Χεσούς Ρέγιες
- Κάνδιδο Γκονσάλες
- Ονελίο Πίνο
- Ρομπέρτο Ρόκε
- Χεσούς Μοντανέ
- Μάριο Ιδάλγο
- Σέσαρ Γκόμες
- Ρολάνδο Μόγια
Αρχηγοί αποσπασμάτων Εμπροσθοφυλακής: Χοσέ Σμιθ Κόμας,
Κέντρου: Χουάν Αλμέιδα Βόσκε,
Οπισθοφυλακής: Ραούλ Κάστρο.
Καθένα από τα τρία αποσπάσματα ήταν χωρισμένο σε τρεις διμοιρίες. Επικεφαλής των διμοιριών ήταν οι:
- · Οράσιο Ροδρίγκες
- Χοσέ Πόνσε Ντίας
- Χοσέ Ραμόν Μαρτίνες
- Φερνάνδο Σάντσες Αμάγια
- Αρτούρο Τσαμόντ
- Νορμπέρτο Κογιάδο
- Τζίνο Ντόνε
- Χούλιο Ντίας
- Ρενέ Μπέδια
Οι υπόλοιποι άντρες του πληρώματος:
- Εβαρίστο Μόντες ντε Όκα
- Εστέμπαν Σοτολόνγκο
- Ανδρές Λουχάν
- Χοσέ Φουέντες
- Πάμπλο Ουρτάδο
- Εμίλιο Αρμπεντόσα
- Λουίς Κρέσπο
- Ραφαέλ Τσάο
- Ερνέστο Φερνάνδες
- Αρμάνδο Μέστρε
- Μιγκέλ Καμπάνιας
- Εδουάρδο Ρέγιες
- Μιγκέλ Σαβάδρα
- Πέδρο Σότο
- Αρσένιο Γκαρσία
- Ισραέλ Καμπρέρα
- Ουμπέρτο Λαμότε
- Σαντιάγκο Ιρσέλ
- Ενρίκε Κουέλες
- Μάριο Τσάνες
- Μανουέλ Ετσεβαρία
- Φρανσίσκο Γκονσάλες
- Μάριο Φουέντες
- Νοέλιο Καπότε
- Ραούλ Σουάρες
- Γκαμπριέλ Χιλ
- Λουίς Άρκο
- Γκιγιέν Σελάγια
- Καλίξτο Γκαρσία
- Καλίξτο Μοράλες
- Ρεϊνάλδο Μπενίτες
- Ρενέ Ροδρίγκες
- Κάρλος Μπερμούδες
- Αντόνιο Νταρίο Λόπες
- Όσκαρ Ροδρίγκες
- Καμίλο Σιενφουέγος
- Χιλμπέρτο Γκαρσία
- Ρενέ Ρεϊνέ
- Χάιμε Κόστα
- Νορμπέρτο Γκοδόι
- Ενρίκε Κάμαρα
- Ραούλ Ντίας
- Αρμάνδο Ροδρίγκες
- Χοσέ Μοράν
- Χεσούς Γκόμες
- Φρανσίσκο Τσικόλα
- Ουνιβέρσο Σάντσες
- Εφιχένιο Αμεϊχέιρας
- Ραμίρο Βαλδές
- Νταβίδ Ρόγιος
- Αρνάλδο Πέρες
- Σίρο Ρεδόνδο
- Ρολάνδο Σαντάνα
- Ραμόν Μέχιας
Από το 1976, το πλοιάριο εκτείθεται σε ειδικό χώρο δίπλα στο Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα. Τιμώντας το ιστορικό σκάφος, η κουβανική κυβέρνηση βάφτισε Γκράνμα το επίσημο δημοσιογραφικό έντυπο του Κομμουνιστικού Κόμματος ενώ ένα κομμάτι της παλαιάς επαρχίας Οριέντε, στην περιοχή όπου προσάραξε το σκάφος, πήρε το όνομα του.