Οι γείτονες ιταλοί δεν έχουν την “τύχη” να διαθέτουν ΚΚΕ, ούτε ΟΓΕ, επομένως η χειραφέτηση της γυναίκας εκεί είναι λίγο ιδιόρρυθμη _θα την ονομάζαμε νεο-φεμινιστική.
Πάντως η σκηνοθέτιδα, με χρήση του στοιχείου της λεπτής ειρωνείας γεννά κάποιες αόριστες σκέψεις και δημιουργεί συνθήκη περισυλλογής για τον δρόμο που έχει πάρει τελευταία η Ιταλία (και η Ευρώπη φυσικά), αναφέροντας πως η γυναικεία καταπίεση, οι εκφάνσεις της πατριαρχίας, η χειραφέτηση, ο δρόμος προς μία κοινωνία ισότητας δεν ήρθε ένα όμορφο ξημέρωμα, αλλά υπήρξαν αγώνες που με πείσμα και θυσίες κερδήθηκαν. Κεκτημένα ετών δοκιμάζονται, αντανακλώντας μία ιστορία πριν από 70 χρόνια και αυτό οφείλει να μας προβληματίσει, επιμένοντας πως κανείς μας δεν πρέπει να αποκαλύψει στοιχεία για το τέλος, για ένα φινάλε λογοτεχνικά γραμμένο. Πάντως μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά από τον καθένα μας κατά την “κρίση” ως θεατής _εμείς την είπαμε ήδη εισαγωγικά.
Επομένως το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Πάολα Κορτελέζι, με την τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία (το έργο της φιγουράρει στο Τοp10 των πιο επιτυχημένων ιταλικών ταινιών όλων των εποχών) _μια, κατά flix, “χαϊδευτική ταινία για τα μεγαλύτερα τραύματα”, πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτό (το δικό μας κόκκινο) πρίσμα
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Γνωστή ως ηθοποιός, πρωτοεμφανιζόμενη ως σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, η Paola Cortellesi Πάολα Κορτελέζι εκπλήσσει και με την αισθητική και με το πνεύμα της, χτίζοντας μια ιταλιάνικη δαντέλα που ήσυχα σκεπάζει τον πυρήνα της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας καταπίεσης, ακριβώς σαν τον άνθρωπο που χαμογελά στωικά (ή υποταγμένα), ενώ γνωρίζει την τραγωδία που ζει. Και όμως, η αίσθηση που αφήνει το φιλμ είναι αυτή μιας κομεντί, αυτή της έκπληξης κι αυτή του θριάμβου.
Ο τόπος είναι η Ρώμη, ο χρόνος το 1946, σε μια φασιστική Ιταλία ηττημένη στον πόλεμο, όπου οι σπιούνοι κι μαυραγορίτες αρχίζουν, δειλά, να παραμερίζονται και νέες ελευθερίες να ξεμυτούν. Ηρωίδα (την υποδύεται με μάτια βγαλμένα από το βωβό σινεμά η ίδια η Κορτελέζι) είναι η Ντέλια, νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα, σκλάβα. Δουλεύει όλη την ημέρα, ως νοσοκόμα και καθαρίστρια, για να μαζεύει χρήματα για την οικογένειά της (και λίγα για την ίδια, απ’ αυτά που κρυφά χώνει στο μπούστο της), φτιάχνει το σπίτι, μαγειρεύει, μαλώνει τα παιδιά, περιποιείται τον κλινήρη αυταρχικό πεθερό της και φροντίζει τον αχαΐρευτο, μπερμπάντη, πότη, δυνάστη άντρα της. Ο οποίος, σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στη μέρα, τη σπάει στο ξύλο, «γιατί το χρειάζεται ο οργανισμός της». Μικρές αντιστάσεις της Ντέλια μια γνωριμία με έναν μαύρο στρατιώτη του απελευθερωτικού στρατού, μια συνάντηση μ’ έναν παλιό έρωτα. Μεγάλη αντίσταση, κρυφή κι ενδόμυχη, μια επιστολή που λαμβάνει, που ίσως φέρει τη δύναμη ν’ αλλάξει τη ζωή της.
Αυτή την τόσο πολύπλοκη και τόσο οδυνηρά κλισέ ιστορία, η Κορτελέζι σκηνοθετεί _κατά δύναμη, με την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού, ως δάνειο κι ως φόρο τιμής, ασπρόμαυρα, μπολιάζοντας όμως τη φόρμα της με συνωμοτική ελαφρότητα, ιταλική ποπ μουσική και μικρά χορογραφημένα διαλείμματα του παραλόγου, που καλύπτουν το δράμα: όσο λαλίστατη είναι η οικογένεια κι η γειτονιά, τόσο οι σκηνές της βίας που ποτέ δεν βλέπει ο θεατής, μοιάζουν άυλες, εκτυλίσσονται στη σιωπή. Ανάμεσα στα βλέμματα των γυναικών στην κοινή αυλή των εργατικών σπιτιών, που γνωρίζουν αλλά δεν μιλούν.
Φυσικά καμιά σχέση με τις ταινίες εποχής
Κι έτσι η ταινία, με το δικό της τρόπο, καμουφλάροντας με σκέρτσο τις βαθιές ανθρώπινες πληγές, όχι μακριά από το “La Vita e Bella” αλλά τόσο πιο κομψά, χωρά στις δυο ώρες της ολόκληρη την ιστορία της μεσογειακής πατριαρχίας, την επί γενιές ανατροφή χειριστικών, βίαιων αντρών και βολικών, υποταγμένων γυναικών, χαρίζοντας με το φινάλε της μια δροσερή ανατροπή που αγγίζει και το σήμερα και την ψυχή και τα χείλη.
C’ e ancora domani
Πάντα Υπάρχει το Αύριο
Γνωστή ως ηθοποιός, πρωτοεμφανιζόμενη ως σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, η Πάολα Κορτελέζι εκπλήσσει και με την αισθητική και με το πνεύμα της, χτίζοντας μια ιταλιάνικη δαντέλα που ήσυχα σκεπάζει τον πυρήνα της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας καταπίεσης, ακριβώς σαν τον άνθρωπο που χαμογελά στωικά (ή υποταγμένα), ενώ γνωρίζει την τραγωδία που ζει. Και όμως, η αίσθηση που αφήνει το φιλμ είναι αυτή μιας κομεντί, αυτή της έκπληξης κι αυτή του θριάμβου.
Ιταλία, 2023, Ασπρόμαυρο 118λ _Ιταλικά με υπότιτλους _Διανομή: Weird Wave
- Παραγωγή: Λορέντζο Γκανγκαρόσα, Μάριο Τζνιανίνι
- Σκηνοθεσία: Πάολα Κορτελέζι
- Σενάριο: Φούριο Αντρεότι, Τζούλια Καλέντα, Πάολα Κορτελέζι
- Φωτογραφία: Ντάβιντε Λεόνε
- Μοντάζ: Βαλεντίνα Μαριάνι
- Μουσική: Λέλε Μαρτσιτέλι
- Πρωταγωνιστούν: Πάολα Κορτελέζι, Βαλέριο Μασταντρέα, Ρομάνα Ματζιόρα Βεργκάνο, Εμανουέλα Φανέλι
Ο ιταλικός Neorealismo (νεορεαλισμός), είναι εθνικό κινηματογραφικό κίνημα (1943–1952) που χαρακτηρίζεται από ιστορίες που διαδραματίζονται μεταξύ φτωχών και προλετάριων, της τότε εργατικής τάξης. Οι ταινίες γυρίζονταν σε πραγματικές τοποθεσίες και συχνά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, με θέματα να αναφέρονται κυρίως στις δύσκολες οικονομικές και ηθικές συνθήκες της Ιταλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο, αντιπροσωπεύοντας τις αλλαγές στην ιταλική ψυχή και τις συνθήκες της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της καταπίεσης, της αδικίας και της απελπισίας _δεδομένης και της στάσης “εθνικής ενότητας” του ΚΚ Ιταλίας (Τολιάτι).
Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες αυτού του κινήματος θεωρούνται οι Βιτόριο ντε Σίκα, Ρομπέρτο Ροσσελλίνι, Τσέζαρε Τζαβατίνι, _φυσικά ο μεγάλος “αστός εργάτης” Λουκίνο Βισκόντι, Τζουζέπε Ντε Σάντις, Φεντερίκο Φελίνι, Μπρούνο Καρούζο, Μικελάντζελο Αντονιόνι κά, οι οποίοι είχαν επιρροές από τον ποιητικό ρεαλισμό, τον μαρξισμό λενινισμό και τον χριστιανικό ουμανισμό (ολίγον αχταρμνάς).
Ιστορία
Εμφανίστηκε καθώς τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος και η κυβέρνηση Μουσολίνι έπεσε, με αποτέλεσμα η ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία να χάσει το κέντρο της. Ο νεορεαλισμός ήταν σημάδι πολιτισμικής αλλαγής και κοινωνικής προόδου στην Ιταλία. Οι ταινίες του παρουσίαζαν σύγχρονες ιστορίες και ιδέες και συχνά γυρίστηκαν επιτόπου καθώς τα κινηματογραφικά στούντιο της Τσινετσιτά είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το νεορεαλιστικό στυλ αναπτύχθηκε από μια ομάδα κριτικών κινηματογράφου που περιστρέφονταν γύρω από το περιοδικό “Cinema”, συμπεριλαμβανομένων των Λουκίνο Βισκόντι, Τζιάνι Πουτσίνι, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Τζουζέπε Ντε Σάντις και του πάντα αριστερού στελέχους του ΚΚ Ιταλίας Πιέτρο Ινγκράο. Οι κριτικοί του περιοδικού απέφευγαν σε μεγάλο βαθμό να γράψουν για την πολιτική (αρχισυντάκτης του περιοδικού ήταν ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο) και αντέδρασαν έντονα σε ταινίες τύπου Telefoni Bianchi (λευκά τηλέφωνα =ντεκό ταινίες, από την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία τις 10ετίας 1930-1940 σε μίμηση αμερικανικών κωμωδιών της εποχής σε έντονη αντίθεση με το ντόπιο σημαντικό στυλ της εποχής). Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς ταινίες, ορισμένοι κριτικοί θεώρησαν ότι ο ιταλικός κινηματογράφος έπρεπε να στραφεί στους ρεαλιστές συγγραφείς από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Περιπλανώμενοι μουσικοί (1953) του Ιταλού νεορεαλιστή καλλιτέχνη Μπρούνο Καρούζο.
Πολλοί από τους κινηματογραφιστές που ασχολούνται με τον νεορεαλισμό ανέπτυξαν τις δεξιότητές τους δουλεύοντας σε ταινίες “Calligrafismo” στις αρχές της δεκαετίας του 1940 (αν και το βραχύβιο αυτό κίνημα ήταν σημαντικά διαφορετικό από τον νεορεαλισμό). Στοιχεία νεορεαλισμού εντοπίζονται επίσης στις ταινίες του Αλεσάντρο Μπλασσέτι και στις ταινίες ντοκιμαντέρ του Φραντσέσκο Ντε Ρομπέρτις. Δύο από τις πιο σημαντικές ταινίες προδρόμοι του νεορεαλισμού είναι ο “Toni” (1935) του Ζαν Ρενουάρ και το “1860” (1934) του Μπλασσέτι. Τόσο ο Βισκόντι όσο και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι συνεργάστηκαν στενά με τον Ρενουάρ.
Την άνοιξη του 1945, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε από τους “κόκκινους” παρτιζάνους και η Ιταλία απελευθερώθηκε από τη γερμανική κατοχή. Αυτή η περίοδος (χαρακτηριστική η μετέπειτα 1975 ταινία του Mauro Bolognini με την Claudia Cardinale Libera, amore mio! _ελληνικός τίτλος Μια σφαίρα έγραψε το τέλος, με τον πόλεμο να έχει τελειώσει η “δημοκρατία” να “θριαμβεύει” και οι παλιοί και νέοι φασίστες να κυριαρχούν παντού…) , γνωστή και ως “Ιταλική Άνοιξη”, είχε όλα τα στοιχεία του συμβιβασμού έφυγε από την παλιά παράδοση και ενθάρρυνε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στη δημιουργία ταινιών. Ο ιταλικός κινηματογράφος πέρασε από τη χρήση περίτεχνων σκηνικών σε στούντιο σε γυρίσματα στην ύπαιθρο και στους δρόμους της πόλης σε ρεαλιστικό στυλ.
Αν και η αληθινή αρχή του νεορεαλισμού έχει αμφισβητηθεί ευρέως από θεωρητικούς και κινηματογραφιστές, σαν πρώτη νεορεαλιστική ταινία θεωρείται η “Διαβολικοί εραστές (Ossessione)” του Βισκόντι, που κυκλοφόρησε το 1943, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο νεορεαλισμός έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1946 με την Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (Roma città aperta με Anna Magnani, Aldo Fabrizi, Marcello Pagliero) του Ρομπέρτο Ροσσελλίνι όταν κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών ως η πρώτη μεγάλη ταινία που παρήχθη στην Ιταλία μετά τον πόλεμο.
Ο ιταλικός νεορεαλισμός άρχισε να παρακμάζει ραγδαία στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το ΚΚ Ιταλίας έβαζε τη σφραγίδα του χέρι-χέρι με τα φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά κόμματα διαδίδοντας το μήνυμά τους. Το όραμα της υπάρχουσας φτώχειας και απελπισίας, που παρουσίαζε ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος, ξεθώριασε, μπροστά στη νέα βιομηχανία θεάματος. Επιπλέον, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα της περιόδου του ιταλικού οικονομικού θαύματος -όπως η σταδιακή άνοδος των εισοδηματικών επιπέδων- έκαναν τα θέματα του νεορεαλισμού να χάσουν τη σημασία τους. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι Ιταλοί ευνόησαν την αισιοδοξία που εμφανιζόταν σε πολλές αμερικανικές ταινίες _και “αμερικανιές” της εποχής. Οι απόψεις της μεταπολεμικής ιταλικής κυβέρνησης της εποχής δεν ήταν επίσης καθόλου θετικές, και η παρατήρηση του Τζούλιο Αντρεότι, ο οποίος ήταν τότε υφυπουργός στην (δεξιά _χρισταινοδημοκρατική) κυβέρνηση του Ντε Γκασπάρι, χαρακτήρισε την επίσημη άποψη του κινήματος: Ο νεορεαλισμός είναι “μια βρώμικη μπουγάδα που δεν πρέπει να πλυθεί και να κρεμαστεί για να στεγνώσει στην ύπαιθρο”.
Η μετάβαση της Ιταλίας από τον ατομικισμό στον νεορεαλισμό και στην τραγική αδυναμία της ανθρώπινης κατάστασης μπορεί να φανεί μέσα από τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι. Τα πρώτα του έργα La strada (1954 _ελλην. τίτλος … Πουλημένη απ’ τη μητέρα της) και Σκιές του υποκόσμου (1955) είναι μεταβατικές. Οι μεγαλύτερες κοινωνικές ανησυχίες της ανθρωπότητας, τις οποίες αντιμετώπισαν οι νεορεαλιστές, έδωσαν τη θέση τους στην εξερεύνηση των ατόμων. Οι ανάγκες τους, η αποξένωσή τους από την κοινωνία και η τραγική αποτυχία τους να επικοινωνήσουν έγιναν το κύριο σημείο εστίασης στις ταινίες που ακολούθησαν τη 10ετία του 1960. Ομοίως, η Κόκκινη Έρημος (Il deserto rosso 1964 με Monica Vitti, Richard Harris Carlo Chionetti) του Αντονιόνι και το Blow-Up (1966) εσωτερικεύουν στα βάσανα και την αναζήτηση της γνώσης που προέκυψε από το μεταπολεμικό οικονομικό και πολιτικό κλίμα της Ιταλίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το νεορεαλιστική κίνημα αναβίωσε από καλλιτέχνες όπως ο Μπρούνο Καρούζο, του οποίου το έργο επικεντρώθηκε στις αποθήκες, τα ναυπηγεία και τις ψυχιατρικές κλινικές της πατρίδας του Παλέρμο.
Paola Cortellesi
Η Cortellesi έκανε το ντεμπούτο της σε ηλικία 13 ετών, ως τραγουδίστρια στο “Cacao meravigliao”, τραγούδι τίτλων του δημοφιλούς τηλεοπτικού σόου της RAI “Indietro tutta!” του Renzo Arbore.
Στα 19 της άρχισε να σπουδάζει ηθοποιός στο Teatro Blu της Ρώμης (την ίδια σχολή θεάτρου που έχουν παρακολουθήσει μεταξύ άλλων οι Kim Rossi Stuart, Gianmarco Tognazzi, Claudia Gerini, Stefania Rocca και Claudio Santamaria). Ξεκίνησε την καριέρα της στην τηλεόραση με την εκπομπή “Macao”, που παρουσίαζε η Alba Parietti, αλλά τελικά έγινε δημοφιλής σε εθνικό επίπεδο ως κωμική ηθοποιός στην τηλεοπτική εκπομπή “Mai dire Gol” των Gialappa’s Band (2000), η οποία, συγκεκριμένα, παρουσίασε τις ικανότητές της στην παρωδία διάσημων προσώπων, ένα είδος όπου συγκέντρωσε μερικές από τις πιο αγαπημένες ερμηνείες της (η πιο πρόσφατη ήταν η παρωδία της για τη δήμαρχο του Μιλάνου Letizia Moratti στην έκδοση 2010-2011 του δημοφιλούς τηλεοπτικού σόου “Zelig”). Μετά το “Mai dire Gol”, η Cortellesi έχει συνεργαστεί σε πολλές άλλες τηλεοπτικές εκπομπές του franchise “Mai dire…” από το Gialappa’s Band. Άλλες σημαντικές παραστάσεις της στην τηλεόραση περιλαμβάνουν την έκδοση του 2004 του San Remo Music Festival και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική ταινία “Maria Montessori: Una vita per i bambini“, μια βιογραφία της Maria Montessori, για την οποία Cortellesi έλαβε το Βραβείο “Maximo” στο Roma Fiction Fest.
Η καριέρα της στον κινηματογράφο περιλαμβάνει πολλές ερμηνείες σε κωμωδίες και κόμικς, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στο “Tu la conosci Claudia?“, μια πολύ δημοφιλή παραγωγή με πρωταγωνιστές το κόμικ τρίο Aldo, Giovanni και Giacomo. Το 2008, ήταν υποψήφια για το βραβείο David di Donatello Β’ Γυναικείου Ρόλου για τον ρόλο της στην ταινία “Piano, solo” του Riccardo Milani. Το 2011 κέρδισε το Βραβείο Ντέιβιντ ντι Ντονατέλο Α’ Γυναικείου Ρόλου για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ταινία “Escort in Love”. Μία από τις θεατρικές της παραστάσεις που εκτιμήθηκαν περισσότερο ήταν το «Gli ultimi saranno gli ultimi» (οι Τελευταίοι θα είναι …τελευταίοι) του Massimiliano Bruno, το οποίο έχει ανέβει 189 φορές από το 2005 έως το 2007 σε πάνω από 50 θέατρα και για το οποίο η Cortellesi έχει συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό των βραβείων. Ως τραγουδίστρια, η Cortellesi έχει περιγραφεί από τη μεγάλη Mina ως «μια από τις καλύτερες ιταλικές φωνές» και έχει συνεργαστεί με αρκετούς αξιόλογους Ιταλούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των Elio e le Storie Tese, Renato Zero, Claudio Baglioni, Frankie hi-nrg mc και Neri per. Caso. Η Cortellesi παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Riccardo Milani και ζουν μαζί από το 2011 (το ζευγάρι έχει μια κόρη, τη Laura)
Όλη της η φιλμογραφία με πληροφορίες (Τίτλος βαθμολογία imdb, ρόλος, έτος κλπ.) και φωτο-video
εδώ