Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι.
Κ. Βάρναλης
Συντάκτης: Χαρούλα Βερίγου
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.Εργογραφία
- Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
- Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας, αφήγημα
- Μονόλογοι, ποιητική ανθολογία
- Γράμματα της ποίησης, ποιητική ανθολογία
Καλότυχη δεν θα ’λεγα στις μέρες μας, πως είσαι Ευρώπη και δεν θα νιώθεις τη χαρά που άλλοτε στις παρυφές της Δίκτης, έδρεψες σε άλσος ιερό, με στάχια ώριμα του θερισμού και δάφνες στο κεφάλ με τους καρπούς του Έρωτα και τα μήλα του πόθου στα χέρια. Τις έγνοιες και τους κόμπους απ’ τη σκέψη σου δεν έχεις βρει τρόπο να λύσεις, ακόμη αγαπημένη. Μάταια ψάχνεις να κρυφτείς μέσα στην άβυσσο που έχτισες μάταια, γιατί οι ναοί σου γέμισαν θυσίες και θρήνοι αντηχούν στις ρεματιές σου, μάταια, γιατί η αναπάντεχη ώρα έφτασε γιατί, κρατώ στο χέρι εγώ τον κεραυνό, μην…
Μια παράξενη συγκίνηση σε κυριεύει. Η ψυχή οσμίζεται κι άλλα. Ζεις τις στιγμές. Βυθίζεις το βλέμμα στο μισοφωτισμένο σοκάκι. Ένα βλεφάρισμα μόνο και το σπασμένο σου φτερό πεταρίζει. Το μεταξωτό φουστάνι στένεψε πολύ, σε σφίγγει στο στήθος. Πνίγεσαι, ανοίγεις τα φιλντισένια κουμπιά, όλα. Ρίχνεις μια χούφτα νερό στο πρόσωπο. Τρέχει στο λαιμό σου, μα δεν σβήνει τη δίψα. Μυρίζει ο τόπος γιασεμί. Γυμνάζεις το πνεύμα, νομίζεις… Το σώμα είναι σώμα, κατάλυσέ το, να μην βρει ο Χάρος να πάρει. Λαχταράς, ακόμη… Ο κοιμισμένος πόθος, ο ανεκπλήρωτος, με την αληθινή του μορφή πιάνει το μαντολίνο. Το ίδιο σπλαχνικός, όπως τότε ακούγεται,…
Κοιμάται η θάλασσα, κομματιάστηκε ο δρόμος κι όμως ήρθες υπάρχεις λοιπόν, εξαντλημένος επαναστάτης, μάτια άγρυπνα κι εγώ που νόμιζα πως χρόνια τώρα σε είχε φιλήσει στα χείλη η λησμονιά. Ήρθες απαλλαγμένος από την ενοχή κι είχε τόση ψύχρα εκείνο το δειλινό και δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη πλάνη. Ήρθες εδώ στην άγονη άμμο, ρουμπίνι στάζει το αίμα και χρώμα άλικο από τα νοτισμένα θαλασσόξυλα η αλμύρα πιο δυνατή από την άγνοια μετρά απουσίες ώρα που οι κίβδηλοι ήχοι χάνονται προς το βενετσιάνικο κάστρο αφήνοντας στα γλαροπούλια την έρημη ακτή, πικρό το αναφιλητό στην ψεύτρα συμφορά η συνείδηση το ξέρεις, δεν…
Είχα έναν Πέρση μια φορά άρχοντα ξακουσμένο που όταν φεγγάρι έβλεπε στη στέγη ξεχασμένο, σκαρφάλωνε στο γιασεμί κι από τα κεραμίδια μάλωνε μ’ όλου τού ντουνιά τα γυαλιστά σκουπίδια. Φλέρταρε στο Ηράκλειο, μ’ έφεση στο λιμάνι, φίλους δεν είχε αληθινούς γιατί ήτανε αλάνι. Στην αγορά κάποια φορά, μέρες δημοκρατίας, κακοχαρακτηρίστηκε ως γάτος συμμορίας! Σε σκοτεινά αινίγματα έβρισκε απαντήσεις, « στον κόσμο ήρθες μια φορά και ήρθες για να ζήσεις», ψιθύριζε και γύρευε χουζούρι κι άλλα χάδια κι ύστερα μού ’λεγε στ’ αυτί ν’ ανάψω τα σκοτάδια. Έπαιρνε ύφος σοβαρό στη γνώση και στην πράξη, πάντοτε μεγαλόψυχος κι έτοιμος να διδάξει.…
Τώρα που τέλειωσαν όλες οι προσευχές αφοσιώνεσαι κάθε πρωί στ’ αγριολούλουδα στο γυάλινο βάζο προσέχεις τα χρώματα, τις λεπτομέρειες, το άρωμα αλλάζεις το νερό, αλλάζεις κι εσύ στο άγγιγμα νερό και δάκρυ, οι μόνες άμυνες που σού απόμειναν το σώμα ήρεμο, περιμένεις ώρες να φτάσει το βράδυ, τότε παραλύουν οι μικρότητες τότε το φως φέγγει αλλιώς στο βρεγμένο πλακόστρωτο τότε οι ενοχές θαρρείς φωτίζουν την άγνοια. Αγνοώντας το θόρυβο τής πόλης αποχαιρετάς τις εύκολες στιγμές, πάντα εκεί μονοσύλλαβοι ήχοι τής βροχής πρώτα στ’ ακροκέραμα μετά στο μπαλκόνι κι ύστερα μονοσύλλαβοι ήχοι τής βροχής μέσα σου. Σε ανακουφίζει το σπίτι με…
Φλέβες γυμνές που χάθηκαν στη θάλασσα οι αγάπες μια φέτα άσπρο φεγγάρι ξεχασμένο καταμεσής τ’ ουρανού, αρμενίζει ο νους, η αθωότητα στο ροζ φορεματάκι, στις ραφές εκεί έμεινε, «μη φοβάσαι» γαληνεμένα τα λόγια σου τα φέρνει ακόμη ο αέρας στην ακτή, βασανισμένες οι ώρες στα κρόσσια τού ήλιου μεταλαβαίνω ένα χαμόγελο κρυφά το βλέμμα προσηλωμένο στην ώχρα τού μεσημεριού στα όνειρα τα γεμάτα πληγές αναπαύεσαι ανάμεσα σε κοχύλια και μικρά βότσαλα αυτά που σού μάζευα, κι ύστερα το άγγιγμα των χεριών φευγαλέο στο πρόσωπο πριν η διαβασμένη σου παλάμη σημαδέψει τον ορίζοντα αυτόν τής παιδικής μου ηλικίας. Tο ξέρεις καλά,…
Χάρισέ μου μιαν έστω αβέβαιη πλάνη, θάλασσα, μια παλιά νοσταλγία, να μείνω, στον ίδιο όρκο αιχμάλωτη τώρα που ακούω σε κάθε ταξίδι μακρινή φωνή την αγάπη, τώρα που πέθαναν μέσα μου όλες οι αυταπάτες και οι σημαδεμένες χρονολογίες δε σημαίνουν πια τίποτα. Τώρα που η βροχή ξεπλένει τα φύλλα ξέρεις, μ` αρέσει να ονειρεύομαι στην ασυλία τής παλιάς πόλης όλους εκείνους, τούς άγονους έρωτες… Ανοίγουν τα περάσματα τέτοια ώρα την ίδια ώρα οι ασάλευτοι ήχοι γίνονται ψίθυροι, άλλοι σημαδεύουν όνειρα και άλλοι σημαδεύονται από τύψεις, από ενοχές από το τίποτα που πίστεψαν γι’ αγάπη, Θέλει κότσια φίλε να φοράς κατάσαρκα…
Μάνα φώναξαν, μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος Αφήσαμε τ’ ασπρόρουχα στο σκοινί εκεί κρύβονται οι ψυχές λένε, τέτοιες μέρες, τού καλοκαιριού, ανάμεσα στα κουμπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες, κρύβονται από τον άλικο ήλιο μανταρισμένες ψυχές περάτες τού Αχέροντα. Μαζώχτηκαν γυναίκες πολλές το λευκό πουκάμισο ανέμιζε στα μανταλάκια, σκούριασαν τα συρματοπλέγματα στο Τσεροβέτσι ησύχασαν οι σάλπιγγες στο Σκηταριό τα ματωμένα χνάρια στις πέτρες τής Βελίκας σβήστηκαν, κόπασε ο παραλογισμός τού ηρωισμού ως το θάνατο, στις οβίδες φύτεψαν λουλούδια στον Τσαμαντά το στάρι αθέριστο το τραγούδι κατέβηκε από την Ταβέρα, Δεροπολίτικο παράπονο… « Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν, να κλάψομε τα…
Εκείνο το βράδυ παραμέρισε όλους τους φόβους ελεύθερη, χωρίς τη θλίψη τού δειλινού ώρα που άνθιζε η θάλασσα πανσέδες κι ο αέρας έπαιζε με τη μυρωδιά τού πεύκου, μαστίχα η ανάσα όπως την πρώτη φορά, εκείνο το βράδυ η προδομένη νιότη γύρισε χωρίς εξήγηση. Σαν έκλεισαν τα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα άνοιγε καινούριο ημερολόγιο, στην άλλη πλευρά τού Αιγαίου σιωπηλές ματιές κι ύστερα χειρονομίες φέγγει το άσπρο σου πουκάμισο στη νύχτα. Δική σου ζωή, επιτέλους, πρώτα έκλαψες μετά θυμήθηκες κι ύστερα γέλασες δυνατά σαν παιδί που ξαναβρίσκει στο ξεφτισμένο χρυσόχαρτο διπλωμένο το χαμένο σημείωμα. Κιτρινισμένες οι παλιές σελίδες, γυμνές σιωπές οι…
Απ’ την παλιά Αλικαρνασσό τρελό το μαϊστράλι σε ξένο ακρογιάλι, χείλια κοράλλια, μην μιλάς ζήσε γι` αυτά που αγαπάς. Αλμύρα, θάλασσα ψυχή, Ζωή σε θέλω απ` την αρχή, ο μέσα μου άνεμος ξυπνά τραγούδι φέρνει σιγανά, ίδια η φλούδα του κορμιού του Τούρκου μα και του Ρωμιού, δάκρυ και χώμα και νερό ένα φεγγάρι λαμπερό πέφτει να εξομολογηθεί στο μπλε του Αιγαίου να χαθεί. Από τη Νίσυρο, στην Κω ο ήλιος στ` άσπρο σου μακό μεθά στα λάθη, κύμα που γράφει όπως παλιά σ` ένα φιλί, σε μια αγκαλιά, καινούρια πάθη. Χάνω τα λόγια στα νερά στη Δήλο όλα φανερά,…